Ε.Ε.: Η σκληρή και η άκρα Δεξιά ενισχύονται, αλλά δεν κυριαρχούν - Free Sunday
Ε.Ε.: Η σκληρή και η άκρα Δεξιά ενισχύονται, αλλά δεν κυριαρχούν
Μόνο η Λεπέν μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Ε.Ε.: Η σκληρή και η άκρα Δεξιά ενισχύονται, αλλά δεν κυριαρχούν

Τα κόμματα τα οποία ανήκουν στη σκληρή Δεξιά ή στην άκρα Δεξιά έχουν ενισχύσει θεαματικά τη θέση τους στην Ε.Ε. κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Δεν προβλέπεται όμως να κυριαρχήσουν.

Έχουν δυσκολίες στη μεταξύ τους συνεννόηση και αυτό φαίνεται από το πώς αλλάζουν από τη μια πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην άλλη. Ελέγχονται από ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες δεν θέλουν να θυσιάσουν την απόλυτη πολιτική αυτονομία τους σε όφελος της κοινής προσπάθειας. Δεσμεύονται από την οικονομική πειθαρχία που επιβάλλει η Ε.Ε., με αποτέλεσμα να προσαρμόζουν την πολιτική τους όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες, ή προσπαθούν να διευρύνουν το εκλογικό τους ακροατήριο.

Μόνο η Λεπέν μπορεί να κάνει τη διαφορά και να επιβάλει διαφορετικούς όρους στη λειτουργία της Ε.Ε. και στη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της σκληρής και της άκρας Δεξιάς, σε περίπτωση που επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στη Γαλλία τον Μάιο του 2022.

Ο Κατσίνσκι και ο Όρμπαν

Οι δύο ισχυροί άνδρες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, ο Κατσίνσκι και ο Όρμπαν, θεωρούνται από πολλούς ακροδεξιοί, οι ίδιοι όμως δεν δέχονται αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Το κόμμα του Κατσίνσκι, Νόμος και Δικαιοσύνη, κυριαρχεί στην Πολωνία. Κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του 2015 με ποσοστό 37,6%. Ανέβασε το ποσοστό του στις βουλευτικές εκλογές του 2019 στο 43,6%.

Βρίσκεται στην εξουσία σε συνεργασία με ένα πιο σκληρό δεξιό κόμμα, την Ενωμένη Πολωνία, του οποίου ηγείται ο υπουργός Δικαιοσύνης, Ζμπίγκνιου Ζιόμπρο. Συνολικά, ο κυβερνητικός συνασπισμός ελέγχει 235 από τις 460 έδρες του Κοινοβουλίου, με τις 18 να ανήκουν σε υποψηφίους του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου.

Ο Ζιόμπρο θεωρείται ο εγκέφαλος πίσω από τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος της Πολωνίας με έναν τρόπο που θεωρείται από τις Βρυξέλλες ότι περιορίζει την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και κινείται εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης και ηγέτης του κόμματος Ενωμένη Πολωνία αντέδρασε δυναμικά στον συμβιβασμό που επετεύχθη στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου 2020 μεταξύ του πρωθυπουργού Μοραβιέτσκι και της Ε.Ε. για τον τρόπο χρηματοδότησης της Πολωνίας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Η πολωνική κυβέρνηση ανέλαβε τη δέσμευση να σέβεται τους κανόνες του κράτους δικαίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα σταματήσει η ροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων στην οικονομία της χώρας. Ο συμβιβασμός είναι περίτεχνος και επιτρέπει στις Βρυξέλλες να υποστηρίζουν ότι επέβαλαν ευρωπαϊκούς πολιτικούς κανόνες στην κυβέρνηση της Πολωνίας και η ίδια η κυβέρνηση να θεωρεί τις δεσμεύσεις περισσότερο θεωρητικές παρά ουσιαστικές.

Στην αρχή ο Ζιόμπρο απείλησε να αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό και στη συνέχεια να μπλοκάρει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης στην πολωνική Βουλή, καταψηφίζοντας την αύξηση των ιδίων πόρων της Ε.Ε. για τη χρηματοδότησή του.

Οι ελιγμοί του υποχρέωσαν τον Κατσίνσκι να προειδοποιήσει τον κυβερνητικό εταίρο ότι αν επιμείνει στις αντιρρήσεις του θα προκληθεί πολιτική αστάθεια και θα κινδυνεύσει η Πολωνία να χάσει ένα μέρος από τα οφέλη συμμετοχής της στην Ε.Ε.

Η παρέμβαση του Κατσίνσκι έδειξε ότι ο ευρωσκεπτικισμός του είναι ελεγχόμενος και πως αντιλαμβάνεται τη σημασία των ευρωπαϊκών κονδυλίων για την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας του και τη δημοτικότητα της κυβέρνησής του. Οι Πολωνοί Συντηρητικοί πρωταγωνιστούν –μετά την αποχώρηση των Βρετανών Συντηρητικών λόγω Brexit– στην ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ανάλογη είναι η περίπτωση του Βίκτορ Όρμπαν, ηγέτη της Ουγγαρίας. Ξεκίνησε ως βασικός εκπρόσωπος της νεολαίας στη λαϊκή εξέγερση κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος. Στη συνέχεια αναδείχθηκε ως φιλελεύθερος πολιτικός και κυβέρνησε, για μία τετραετία, με φιλελεύθερη, φιλοευρωπαϊκή στρατηγική. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί στην εξουσία χωρίς να εξουδετερώσει τους Σοσιαλιστές, τους οποίους αντιμετώπιζε σαν ένα είδος συνέχειας του κομμουνιστικού καθεστώτος, και αποφάσισε να μετακινηθεί προς τα δεξιά.

Βρίσκεται στην εξουσία από το 2010 και αυτοπροβάλλεται ως εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού συντηρητισμού, στον οποίο προσθέτει και μια δόση ευρωσκεπτικισμού.

Πολλοί θεωρούν τον Όρμπαν ακροδεξιό, αλλά τα εκλογικά αποτελέσματα λένε μια διαφορετική ιστορία. Το κόμμα Fidesz, του οποίου ηγείται, πήρε 52,7% στις εκλογές του 2010, εντάσσοντας στη λίστα του και υποψηφίους του Χριστιανοδημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος. Το 2014 πήρε 44,8% και το 2018 έφτασε το 49,2%. Στις εκλογές του 2014 και του 2018 την άκρα Δεξιά εκπροσώπησε το κόμμα Jobbik, το οποίο κατέγραψε ποσοστά της τάξης του 20%. Επομένως, αν θεωρήσουμε ότι ο Όρμπαν είναι ακροδεξιός με δεύτερο ισχυρότερο κόμμα το επίσης ακροδεξιό Jobbik, τότε φτάνουμε σε προφανή αδυναμία να αναλύσουμε την πολιτική κατάσταση στην Ουγγαρία.

Κατά την άποψή μου, ο Όρμπαν κινείται στον χώρο της σκληρής Δεξιάς και επιλέγει διάφορους στόχους, από τον «ηθικό ιμπεριαλισμό» της Μέρκελ μέχρι τον ισλαμισμό που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, για να συσπειρώνει την κοινή γνώμη της χώρας του.

Η επιτυχία του Όρμπαν και του Fidesz είναι ακόμη πιο μεγάλη με κριτήριο τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών: 56,36% στις ευρωεκλογές του 2009, 51,4% στις ευρωεκλογές του 2014 και 52,5% στις ευρωεκλογές του 2019, με το δεύτερο κόμμα, το οποίο κινείται στον σοσιαλιστικό χώρο, να καταγράφει μόλις 16%.

Τον Μάρτιο του 2021 ολοκληρώθηκε η ρήξη Όρμπαν-Fidesz με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), το οποίο εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά. Το Fidesz αποχώρησε από το ΕΛΚ, εκτιμώντας ότι η αλλαγή των καταστατικών κανόνων του προετοίμαζε την αποπομπή του από την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά.

Κατσίνσκι και Όρμπαν θεωρούνται πολιτικά κυρίαρχοι. Οι εκλογικές τους επιτυχίες στηρίζονται στην εντυπωσιακή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών τους, η οποία επιτυγχάνεται με ευρωπαϊκές –κυρίως γερμανικές– επενδύσεις και πλουσιοπάροχη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.

Δηλώνουν ευρωσκεπτικιστές, αλλά δεν ξέρουν να αξιοποιούν τις ευρωπαϊκές ευκαιρίες που τους προσφέρονται. Μετά την εκλογική ήττα του Τραμπ είναι λιγότερο τολμηροί στις παρεμβάσεις τους κατά των Βρυξελλών, εφόσον είναι και οι δύο δυναμικά φιλοαμερικανοί και γνωρίζουν ότι ο Μπάιντεν είναι φίλος και όχι αντίπαλος της Ε.Ε., όπως ο Τραμπ.

Προς το παρόν, οι ευρωβουλευτές του Fidesz δεν έχουν ενταχθεί σε πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι θα καταλήξουν στην ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) μαζί με τους ευρωβουλευτές του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη.

Η περίπτωση Σαλβίνι

Στην κατηγορία των ηγετών που κινούνται στον χώρο της σκληρής ή της άκρας Δεξιάς ανήκει και ο Σαλβίνι της ιταλικής Λέγκας. Θεωρείται από τους πρωταγωνιστές στην πολιτική ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), στην οποία συμμετέχουν επίσης η Λεπέν και ο Βίλντερς.

Παρά το γεγονός ότι ο Σαλβίνι είναι τοποθετημένος –με ευρωπαϊκά κριτήρια– στα δεξιά του Κατσίνσκι και του Όρμπαν, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι είναι ένας δεξιόστροφος λαϊκιστής που υιοθετεί διαφορετικές και σε περιπτώσεις αντίθετες θέσεις στην προσπάθειά του να αναδειχθεί στην πρωθυπουργία.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2013 το ποσοστό της Λέγκας ήταν 4,1% και αποτέλεσε την πέμπτη εκλογική δύναμη. Στις εκλογές του 2018 το ποσοστό της Λέγκας αυξήθηκε στο 17,4%. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε προσωρινά δυναμική εξουσίας, η οποία την ανέβασε στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 στο 34,3%.

Ο Σαλβίνι προσπάθησε να αξιοποιήσει τη δημοτικότητά του, αλλά τελικά το έκανε με έναν βάναυσο τρόπο που τον ζημίωσε πολιτικά. Απέσυρε τη Λέγκα από τον κυβερνητικό συνασπισμό με το Κίνημα Πέντε Αστέρων, σε μια προσπάθεια να επιβάλει πρόωρες εκλογές, που θα άνοιγαν τον δρόμο στην πολιτική του κυριαρχία. Ο τακτικός ελιγμός του οδήγησε στον σχηματισμό κυβέρνησης Κινήματος Πέντε Αστέρων - Δημοκρατικού Κόμματος με πρωθυπουργό τον Κόντε, επιλογή του Κινήματος Πέντε Αστέρων. Τα δύο αντίπαλα κόμματα ένωσαν τις δυνάμεις τους για να αποτρέψουν την άνοδο του Σαλβίνι στην εξουσία.

Με το πέρασμα του χρόνου αποδυναμώθηκε δημοσκοπικά η Λέγκα. Από κει που πήγαινε προς το 40%, βρέθηκε κάτω από το 25%, με πτωτική τάση.

Απόδειξη της αδυναμίας του Σαλβίνι είναι ότι υπερψήφισε την κυβέρνηση Ντράγκι, εξασφαλίζοντάς της έτσι σχεδόν οικουμενική αποδοχή. Από την πρόταση για αποχώρηση από το ευρώ, ο Σαλβίνι τάσσεται τώρα υπέρ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και της ενίσχυσης της Ευρωζώνης.

Δοκίμασε τις δυνάμεις του στη λογική της ρήξης με την Ε.Ε., ή τουλάχιστον με την Ευρωζώνη. Δεν πέτυχε τους πολιτικούς του στόχους και τώρα προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα. Πρωθυπουργός ο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Σταθεροί υποστηρικτές του το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, το οποίο τώρα έχει στην ηγεσία του τον πρώην πρωθυπουργό Κόντε. Η Λέγκα προσαρμόζεται στην κυρίαρχη τάση και ο Σαλβίνι περιμένει νέες πολιτικές ευκαιρίες, ενώ όλα δείχνουν ότι οι βουλευτικές εκλογές θα γίνουν το 2023, όπως είναι προγραμματισμένες.

Η μερική ενσωμάτωση του Σαλβίνι σε αυτό που αποκαλούσε ευρωπαϊκό και ιταλικό κατεστημένο οδηγεί στην ενίσχυση του σκληρού δεξιού κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας, της Μελόνι, σε βάρος της Λέγκας. Τα Αδέλφια της Ιταλίας κινούνται πλέον δημοσκοπικά πάνω από το 15%.

Ενισχυμένες στους «φειδωλούς»

Οι δυνάμεις της σκληρής και της άκρας Δεξιάς εμφανίζονται ενισχυμένες και στους λεγόμενους «φειδωλούς», την Αυστρία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία. Στην Αυστρία εκφράζονται από το Κόμμα της Ελευθερίας, το οποίο συμμετείχε σε δύο κυβερνητικούς συνασπισμούς υπό το Λαϊκό Κόμμα της κεντροδεξιάς.

Την πρώτη φορά, μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1999, στις οποίες πήρε ένα εντυπωσιακό 26,9% υπό την ηγεσία του Χάιντερ. Η συνεργασία του κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο είχε πάρει το ίδιο ποσοστό με το Κόμμα της Ελευθερίας, είχε θεωρηθεί τότε σκανδαλώδης, εφόσον νομιμοποιούσε πολιτικά ένα κόμμα με ακροδεξιές ρίζες σε μια χώρα στην οποία γεννήθηκε ο Χίτλερ. Για ένα διάστημα υπήρξε μερικός διπλωματικός αποκλεισμός της Αυστρίας από τους Ευρωπαίους εταίρους.

Η αυστριακή άκρα Δεξιά πλήρωσε ακριβά τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση και έπεσε στις εκλογές του 2002 στο 10%.

Επανήλθε δυναμικά το 2017, επιτυγχάνοντας ποσοστό 26%, υπό την ηγεσία του Στράχε. Πήρε πάλι μέρος σε κυβερνητικό συνασπισμό υπό το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο όμως ήταν ενισχυμένο εκλογικά υπό τον Κουρτς, τον νεότερο πολιτικό ηγέτη της Ε.Ε. Το 2019 ξέσπασε το σκάνδαλο «Ίμπιζα», με τον Στράχε να διαπραγματεύεται σε σουίτα ξενοδοχείου την οικονομική ενίσχυση Ρώσων ολιγαρχών έναντι πολιτικής παρέμβασης του κόμματός του για θέματα που τους ενδιέφεραν. Τελικά, δεν συζητούσε με εκπροσώπους ολιγαρχών, αλλά έπεσε θύμα ενός εντυπωσιακού στησίματος, το οποίο είχε και σεξουαλική διάσταση. Με το που ξέσπασε το σκάνδαλο, ο Κουρτς διέλυσε τον κυβερνητικό συνασπισμό και πήγε σε πρόωρες εκλογές, υποχρεώνοντας την αυστριακή άκρα Δεξιά σε μεγάλη ήττα με 16,2%.

Το Κόμμα της Ελευθερίας, το οποίο συμμετέχει στην πολιτική ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), θα χρειαστεί χρόνο για να ξεπεράσει το σοκ του σκανδάλου με πρωταγωνιστή τον Στράχε, ο οποίος υποχρεώθηκε σε ταπεινωτική παραίτηση.

Παραμένει πάντως το ακροδεξιό κόμμα, το οποίο άνοιξε δρόμους για την ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά και υποχρέωσε την κεντροδεξιά να υιοθετήσει αρκετές από τις θέσεις του, ιδιαίτερα στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, για να ελέγξει την εκλογική του άνοδο.

Αρκετά ισχυρή, αλλά διασπασμένη, εμφανίζεται η σκληρή και η άκρα Δεξιά στην Ολλανδία.

Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες πανδημίας, το Κόμμα της Ελευθερίας του Γκερντ Βίλντερς περιορίστηκε στο 10,8% και έχασε 3 από τις 20 βουλευτικές έδρες που είχε. Κερδισμένο από την υποχώρησή του ήταν το Φόρουμ για τη Δημοκρατία, ένας πολιτικός σχηματισμός με παρόμοια χαρακτηριστικά, το οποίο πήρε 5% και αύξησε τις έδρες του από 2 σε 8.

Πρόκειται για κόμματα με σκληρά ευρωσκεπτικιστικά χαρακτηριστικά, αντιισλαμική πλατφόρμα και προφανείς αντιρρήσεις στην οικονομική υποστήριξη της Ε.Ε., οι οποίες ενισχύουν τους δισταγμούς των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού που κινούνται στον χώρο του φιλελεύθερου κέντρου και της κεντροδεξιάς.

Στη Φινλανδία, βασικός εκπρόσωπος της σκληρής και της άκρας Δεξιάς είναι το Κόμμα των Αληθινών Φινλανδών, το οποίο μετονομάστηκε σε Κόμμα Φινλανδών. Ανήκει κι αυτό στην πολιτική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID). Στις εκλογές του 2011 κατέγραψε ποσοστό 19,1%, στις εκλογές του 2015 πήρε 17,7% και στις εκλογές του 2019 κατέγραψε 17,5%.

Έχει μια σταθερή πολιτική παρουσία και έχει στηρίξει –χωρίς να συμμετέχει– κυβερνητικό συνασπισμό υπό κεντρώο πρωθυπουργό έναντι ανταλλαγμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αυστηρότερη αντιμετώπιση του προσφυγικού-μεταναστευτικού.

Σύμφωνα με τις στατιστικές του ΟΗΕ, η Φινλανδία είναι η χώρα με τους πιο ευτυχισμένους κατοίκους στον κόσμο και, απ’ ό,τι φαίνεται, η ευτυχία συμπεριλαμβάνει την ισχυρή πολιτική παρουσία της σκληρής και της άκρας Δεξιάς.

Και στον πρώην «σοσιαλιστικό» παράδεισο της Σουηδίας η σκληρή και άκρα Δεξιά επηρεάζει τις εξελίξεις μέσα από το κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών. Τα χαρακτηριστικά του είναι ο ευρωσκεπτικισμός, η αντίθεση στους μετανάστες και ένας συντηρητισμός που φτάνει στα όρια της άκρας Δεξιάς. Οι Σουηδοί Δημοκράτες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στις εκλογές του 2010 εξασφαλίζοντας ποσοστό 5,7%. Στις εκλογές του 2018 ανέβηκαν στο 17%, αξιοποιώντας τις κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις που προκάλεσαν οι προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές του 2015-2016. Οι Σουηδοί Δημοκράτες συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην πολιτική ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR).

Στη Δανία, εκπρόσωπος της σκληρής και της άκρας Δεξιάς είναι το Δανικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ιδρύθηκε το 1995. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει στην πολιτική ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID). Το κόμμα δίνει προτεραιότητα στο πέρασμα της πολιτικής του, γι’ αυτό στηρίζει κατά περιόδους κυβερνητικούς συνασπισμούς με κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά χαρακτηριστικά, αρκεί να ενσωματώνουν στην πολιτική τους βασικές προτάσεις του. Στις ευρωεκλογές του 2014 το Δανικό Λαϊκό Κόμμα εξασφάλισε ένα εντυπωσιακό 27%. Την εποχή εκείνη συμμετείχε στην πολιτική ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR). Στις βουλευτικές εκλογές του 2015 το ποσοστό του ήταν ένα επίσης εντυπωσιακό 21%.

Αντιφατικές κινήσεις, όπως ήταν η υποστήριξη κεντροαριστερής κυβέρνησης συνασπισμού με σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό με ταυτόχρονη μετακίνηση του κόμματος προς τα δεξιά και ένταξή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην πολιτική ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), έφεραν μεγάλη εκλογική πτώση. Στις βουλευτικές εκλογές του 2019 το ποσοστό του κόμματος έπεσε στο 8,7% και στις ευρωεκλογές της ίδιας χρονιάς στο 10,8%.

Παρά τη μεγάλη εκλογική της πτώση, η σκληρή και άκρα Δεξιά της Δανίας έχει καταφέρει να περάσει βασικές θέσεις της στον κυβερνητικό συνασπισμό. Χαρακτηριστική η παρέμβαση της πρωθυπουργού, Μέτε Φρέντρικσεν –η οποία προέρχεται από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα–, υπέρ του υποχρεωτικού επαναπατρισμού πολλών προσφύγων από τη Συρία, με το σκεπτικό ότι η χώρα τους είναι πλέον… ασφαλής.

Επανεμφάνιση στην Ιβηρική

Τα τελευταία χρόνια η σκληρή και άκρα Δεξιά απέκτησε ισχυρή εκπροσώπηση στην Ισπανία, χώρα η οποία θεωρούνταν δύσκολο πεδίο για την ανάπτυξη της άκρας Δεξιάς εξαιτίας της δικτατορίας του Φράνκο.

Από τη δεξιά πτέρυγα του κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος προέκυψε το σκληρό δεξιό έως ακροδεξιό Vox, το οποίο δίνει προτεραιότητα στον ισπανικό συγκεντρωτισμό σε βάρος κυρίως της Καταλονίας και στην καταπολέμηση του Ισλάμ και της επιρροής του.

Το Vox έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην πολιτική ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR). Μέχρι τις εκλογές του 2016 κινούνταν στο πολιτικό περιθώριο με εκλογικό ποσοστό μόλις 0,2%.

Η μεγάλη ευκαιρία τού δόθηκε στις διπλές εκλογές του 2019 –τον Απρίλιο και τον Μάιο–, όταν εκδηλώθηκαν σοβαρές δυσκολίες στο κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα. Τον Απρίλιο του 2019 το ποσοστό του Λαϊκού Κόμματος έπεσε στο 16,69%, από 33% που ήταν στις εκλογές του 2016. Μεγάλος κερδισμένος ήταν το Vox, το οποίο αναδείχθηκε πέμπτο κόμμα με ποσοστό 10,2%. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 2019 το Λαϊκό Κόμμα βελτίωσε κάπως το ποσοστό του, σε 20,81%. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το Vox να αυξήσει το ποσοστό του σε 15% και να αναδειχθεί σε τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της Ισπανίας, αφήνοντας πίσω τους Podemos της ριζοσπαστικής Αριστεράς και τους φιλελεύθερους Ciudadanos.

Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στην Καταλονία έδειξαν ότι το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα έχει περιθωριοποιηθεί και πως το Vox είναι το μόνο δεξιόστροφο κόμμα που στηρίζει την κεντρική εξουσία της Μαδρίτης και έχει επιρροή στη στρατηγικής σημασίας περιφέρεια όπου αναπτύσσεται το αυτονομιστικό κίνημα.

Με τη δυναμική που έχει αναπτύξει το σκληρά δεξιό έως ακροδεξιό Vox, το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα –το οποίο μέχρι πριν από μερικά χρόνια κυριαρχούσε στην Ισπανία, με τον πρωθυπουργό Ραχόι να είναι κατά διαστήματα ο ισχυρότερος κεντροδεξιός σύμμαχος της Μέρκελ στα πλαίσια του ΕΛΚ– περιέρχεται πλέον σε δύσκολη θέση.

Τα εκλογικά ποσοστά του υστερούν πολύ έναντι του Σοσιαλιστικού Κόμματος και δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ισχυρών συμμαχιών χωρίς τη συνεννόηση με το Vox, το οποίο, σε αυτή τη φάση, αναπτύσσεται σε βάρος των δυνάμεων του Λαϊκού Κόμματος.

Η επανεμφάνιση ισχυρού εκπροσώπου της σκληρής και της άκρας Δεξιάς στην Ισπανία ανεβάζει σε πολλά ζητήματα –όπως είναι το μέλλον της Καταλονίας– το πολιτικό θερμόμετρο και λειτουργεί, επί του παρόντος, υπέρ της κυριαρχίας των Σοσιαλιστών, εφόσον οδηγεί στη διάσπαση των δεξιόστροφων δυνάμεων και στην αποδυνάμωση του Λαϊκού Κόμματος.

Το ερώτημα είναι αν θα ακολουθήσει η Πορτογαλία το παράδειγμα της Ισπανίας προσφέροντας πολιτικές ευκαιρίες στη σκληρή και την άκρα Δεξιά, παρά την εμπειρία της δικτατορίας του Σαλαζάρ και των αποικιοκρατικών πολέμων στην Αφρική που οδήγησαν στην κατάρρευση της πορτογαλικής οικονομίας.

Ο πολιτικός σχηματισμός που φιλοδοξεί να παίξει αυτόν τον ρόλο είναι το CHEGA του Αντρέ Βεντούρα. Στις βουλευτικές εκλογές του 2019 το κόμμα αυτό ήρθε έβδομο, με 1,29% και μόλις 1 βουλευτική έδρα επί συνόλου 230. Το 2019 κατέβηκε στις ευρωεκλογές σε συνεργασία με άλλες παρόμοιες δυνάμεις και κατέγραψε 1,49%, χωρίς να εξασφαλίσει ευρωβουλευτική έδρα. Η εικόνα όμως άλλαξε στις προεδρικές του Ιανουαρίου 2021, όπου ο ηγέτης και μοναδικός βουλευτής του κόμματος, Βεντούρα, εξασφάλισε ένα πολλά υποσχόμενο ποσοστό 11,9%.

Το CHEGA συνεργάζεται με τα κόμματα της πολιτικής ομάδας Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID).

Στην Πορτογαλία, όπως και στην Ισπανία, η σκληρή έως άκρα Δεξιά αναπτύσσει σιγά σιγά τις δυνάμεις της σε βάρος των δύο κεντροδεξιών κομμάτων που ανήκουν στην οικογένεια του ΕΛΚ και βρίσκονται σε αυτή τη φάση σε υποχώρηση έναντι του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Η τελευταία προσπάθεια της Λεπέν

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις της σκληρής και της άκρας Δεξιάς στην Ε.Ε. Υπάρχει βέβαια το θέμα του ορισμού, ποιος είναι συντηρητικός ή ακροδεξιός, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν τείχη που να χωρίζουν τα κόμματα σε κεντροδεξιά ή ακροδεξιά.

Για παράδειγμα, στην Ιταλία η Λέγκα του Σαλβίνι συνεργάζεται, όταν το κρίνει σκόπιμο, με την κεντροδεξιά Forza Italia του Μπερλουσκόνι, η οποία ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό.

Στην Αυστρία η σκληρή άκρα Δεξιά έχει σχηματίσει δύο φορές κυβερνητικό συνασπισμό με το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα.

Στη Φινλανδία και στη Δανία τα κόμματα που εκπροσωπούν τη σκληρή και την άκρα Δεξιά ειδικεύονται στη στήριξη κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων έναντι ανταλλαγμάτων, χωρίς να συμμετέχουν σε αυτές.

Επομένως, είναι δύσκολο να τους αποδώσουμε χαρακτηριστικά παραδοσιακών ακροδεξιών κομμάτων. Μοιάζουν περισσότερο με λαϊκιστικά κόμματα, που ελίσσονται ανάλογα με τις πολιτικές ανάγκες τους και δανείζονται επιχειρήματα και χαρακτηριστικά που συνδέονται με την παραδοσιακή επιθετική άκρα Δεξιά.

Τα ίδια θεωρούν ότι κινούνται σε δημοκρατικά πλαίσια και δεν έχουν πλέον σχέση με την άκρα Δεξιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Χρυσή Αυγή δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα κόμμα της ευρωπαϊκής σκληρής και άκρας Δεξιάς που είχε διάθεση να συνεργαστεί μαζί της.

Στο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί, τη μεγάλη διαφορά σε ό,τι αφορά την πολιτική δυναμική της ευρωπαϊκής σκληρής και άκρας Δεξιάς μπορεί να κάνει μόνο η Λεπέν, σε περίπτωση που επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2022.

Η Λεπέν ηττήθηκε από τον Μακρόν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 με ένα εντυπωσιακό 66% έναντι 34%.

Από τότε, όμως, πολλά έχουν αλλάξει στη Γαλλία. Ο Μακρόν έχει φθαρεί, γιατί δεν μπόρεσε να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί. Όπως έδειξε το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», η λαϊκή αντίδραση έναντι του «κατεστημένου» ενισχύεται με το πέρασμα του χρόνου. Η αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση χαρακτηρίζεται από αρκετά λάθη και παραλείψεις. Από την πλευρά της, η Λεπέν πέταξε στο καλάθι των αχρήστων τις προτάσεις της για αποχώρηση της Γαλλίας από την Ευρωζώνη, ενώ απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο από την ακροδεξιά και φασίζουσα πολιτική παράδοση που είχε δημιουργήσει ο πατέρας της.

Οι δημοσκοπήσεις σε ό,τι αφορά την πολύ πιθανή επανάληψη της μονομαχίας Μακρόν-Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών του Μαΐου 2022 δίνουν τα ποσοστά του Μακρόν κάτω από το 55% και τα ποσοστά της Λεπέν πάνω από το 45%.

Η Λεπέν, η οποία αμφισβητείται –όπως το θέλει η οικογενειακή παράδοση– από την εξαιρετικά δυναμική ανιψιά της, βαδίζει σε μια κρίσιμη γι’ αυτήν αναμέτρηση. Αν επικρατήσει, μπορεί να αναδειχθεί στην ηγετική φυσιογνωμία που θα ενώσει τα κόμματα της ευρωπαϊκής σκληρής και άκρας Δεξιάς, αμφισβητώντας έτσι την ευρωπαϊκή κυριαρχία της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς.

Αν ηττηθεί από τον Μακρόν –που εξακολουθεί να είναι το πιθανότερο σενάριο–, θα χάσει την τελευταία μεγάλη της ευκαιρία, με την ευρωπαϊκή σκληρή και άκρα Δεξιά να παραμένει ισχυρή, αλλά χωρίς την ηγετική φυσιογνωμία που θα την ενώσει και θα της δώσει κατεύθυνση.