Μάριο Ντράγκι: Η χρυσή εφεδρεία της Ιταλίας και της Ε.Ε. - Free Sunday
Μάριο Ντράγκι: Η χρυσή εφεδρεία της Ιταλίας και της Ε.Ε.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός είναι γνώστης της κατάστασης της οικονομίας μας και μπορεί να βοηθήσει.

Μάριο Ντράγκι: Η χρυσή εφεδρεία της Ιταλίας και της Ε.Ε.

Μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής ήταν η ανάδειξη του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, σε πρωθυπουργό της Ιταλίας με ευρύτατη κοινοβουλευτική στήριξη τον Φεβρουάριο του 2021.

Το τέλος της κρίσης

Όπως το θέλει η κακή πολιτική παράδοση που έχει δημιουργηθεί, η Ιταλία πήγαινε τα τελευταία χρόνια από τη μία κυβερνητική κρίση στην άλλη. Πρωθυπουργός ήταν ο Τζουζέπε Κόντε, ένας άγνωστος στο ευρύ κοινό νομικός, ο οποίος έχαιρε της εμπιστοσύνης της ηγεσίας του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Πρώτα ηγήθηκε κυβερνητικού συνασπισμού Κινήματος Πέντε Αστέρων και της Λέγκας. Στη συνέχεια, όταν ο ηγέτης της Λέγκας, Σαλβίνι, έριξε την κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να επιβάλει εκλογές σε ευνοϊκή για το κόμμα του περίοδο, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων σχημάτισε κυβέρνηση με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, με πρωθυπουργό πάλι τον Κόντε.

Στην πορεία, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων μετεξελίχθηκε από ένα επιθετικά λαϊκίστικο κόμμα σε ένα ήπια φιλοευρωπαϊκό με αρκετά προωθημένη κοινωνική πολιτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ευρωβουλευτές του Κινήματος των Πέντε Αστέρων έκαναν τη διαφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέρ της Φον ντερ Λάιεν. Ψήφισαν υπέρ της ανάδειξής της στη θέση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο 2019-2024 και συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξασφάλιση οριακής πλειοψηφίας.

Η Λέγκα του Σαλβίνι εξακολούθησε να κινείται τα τελευταία χρόνια στο χώρο της σκληρής ως άκρας Δεξιάς, είδε όμως τα δημοσκοπικά της ποσοστά να υποχωρούν και ο Σαλβίνι ποτέ δεν έφτασε στην πολιτική κυριαρχία που επεδίωκε. Για ένα διάστημα, η Λέγκα κινήθηκε δημοσκοπικά πάνω από το 35% με τάση να πάει προς το 40%, στη συνέχεια όμως υποχώρησε κάτω από το 25% με σταθερή πτωτική τάση.

Η τελευταία κυβερνητική κρίση προκλήθηκε με πρωτοβουλία του πρώην πρωθυπουργού και πρώην ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος, Ματέο Ρέντσι, ο οποίος ηγείται ενός μικρού προσωποπαγούς κόμματος στο χώρο της κεντροαριστεράς το οποίο συμπλήρωνε την κυβερνητική πλειοψηφία. Ο Ρέντσι διαφώνησε σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και διαχείρισης των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Κόντε, η οποία διατήρησε λειτουργική πλειοψηφία στη Βουλή, όχι όμως στη Γερουσία.

Ο Ρέντσι - που αρέσκεται σε σκληρές παρασκηνιακές κινήσεις και είχε προκαλέσει το 2014 την πτώση της υποστηριζόμενης από αυτόν κυβέρνησης Λέτα για να γίνει ο ίδιος πρωθυπουργός - πρόβαλε την υποψηφιότητα του τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι για την πρωθυπουργία σε μια προσπάθεια να αναδιατάξει σε όφελός του το πολιτικό σκηνικό.

Τελικά, ο Ντράγκι αναδείχθηκε σε πρωθυπουργό ευρύτατης αποδοχής χωρίς να εξαρτάται από τον Ρέντσι ή οποιονδήποτε άλλο πολιτικό ηγέτη ή παράγοντα εφόσον εκφράζει, σε αυτή τη φάση, την εθνική ενότητα.

Διαφορετικός από τους άλλους

Ο τελευταίος εκλεγμένος πρωθυπουργός της Ιταλίας ήταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος απομακρύνθηκε από την εξουσία το 2011 υπονομευμένος από το ισχυρό ευρωπαϊκό δίδυμο Μέρκελ-Σαρκοζί.

Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία σαν τεχνοκράτης ο Μάριο Μόντι, πρώην επίτροπος της Ε.Ε. Την περίοδο 2013-2014 πρωθυπουργός ήταν ο Ενρίκο Λέτα με προφίλ ανάλογο του Μόντι. Το 2014-2016 στην πρωθυπουργία ήταν ο Ματέο Ρέντσι –ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος– ο οποίος όμως δεν ήταν βουλευτής προτού αναδειχθεί στην πρωθυπουργία. Σειρά είχε το 2016-2018 ο Πάολο Τζεντιλόνι, πολιτικός της κεντροαριστεράς ο οποίος σήμερα είναι Ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για την Οικονομία. Ακολούθησε από το 2018 έως το 2021 ο Τζουζέπε Κόντε, χωρίς πολιτική ένταξη και προγενέστερο πολιτικό αξίωμα, για να φτάσουμε τον Μάρτιο του 2021 στον σχηματισμό της κυβέρνησης Μάριο Ντράγκι.

Την περίοδο 2011-2021 όλες οι ιταλικές κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν είχαν επικεφαλής προσωπικότητες που δεν είχαν σχέση με την πολιτική ή δεν είχαν κριθεί σε βουλευτικές εκλογές πριν τον σχηματισμό κυβέρνησης και την ανάληψη της πρωθυπουργίας.

Ο Ντράγκι έχει περισσότερα κοινά σημεία με τον πρώην πρωθυπουργό Κάρλο Αντζέλιο Κιάμπι, παρά με τις προσωπικότητες της περιόδου 2011-2021. Ο Κιάμπι –ο οποίος ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας το 1993-1994 και στη συνέχεια Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1999 ως το 2006– ήταν κι αυτός τραπεζίτης και πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας.

Ο Ντράγκι έχει διατελέσει στέλεχος διεθνών τραπεζών, διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας και επιπλέον εξαιρετικά επιτυχημένος πρόεδρος της ΕΚΤ την περίοδο 2011-2019. Θεωρείται η προσωπικότητα η οποία έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στην αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης και στη διάσωση και ενίσχυση του ευρώ.

Συνδυάζει την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Ιταλοί σε κεντρικούς τραπεζίτες σε περιόδους μεγάλων οικονομικών δυσκολιών και πολιτικής αναταραχής με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια καταξίωση εξαιτίας της θητείας του στην ΕΚΤ.

Ο ρόλος της Ιταλίας

Από τη στιγμή που σχηματίστηκε η κυβέρνηση Ντράγκι με σχεδόν διακομματική υποστήριξη –το μόνο κόμμα που την αντιπολιτεύεται ανοιχτά είναι το σκληρό δεξιό ως ακροδεξιό Αδέλφια της Ιταλίας της Μελόνι– αναβαθμίστηκε ο ευρωπαϊκός ρόλος της Ιταλίας.

Το ιδρυτικό κράτος της ΕΟΚ σταμάτησε να είναι στην αντίληψη των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ένα εξαιρετικά σημαντικό αλλά απρόβλεπτο κράτος-μέλος και έγινε ξανά πρωταγωνιστής των ευρωπαϊκών εξελίξεων.

Ο Ντράγκι χαίρει της εμπιστοσύνης της Μέρκελ, χωρίς την υποστήριξη της οποίας δεν θα είχε γίνει πρόεδρος της ΕΚΤ. Έχει επίσης πολύ καλές σχέσεις με τον Μακρόν από την εποχή που αυτός ήταν υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και συνεννοείτο για διάφορα θέματα κοινού ενδιαφέροντος με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, Ντράγκι.

Το 2019 οι σχέσεις Γαλλίας-Ιταλίας είχαν περάσει περίοδο μεγάλης κρίσης καθώς η ηγεσία του κυβερνητικού συνασπισμού Κινήματος Πέντε Αστέρων - Λέγκας υποδεχόταν επίσημα εκπροσώπους του κινήματος διαμαρτυρίας των Κίτρινων Γιλέκων και πρόβαλε, μέσω Σαλβίνι, την πολιτική της συνεργασία με τη Λεπέν και το κόμμα της.

Ντράγκι και Μακρόν συνεργάζονται στενά με στόχο την ενίσχυση, ενδεχομένως και τη θεσμοθέτηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και για την επιτάχυνση της τραπεζικής ένωσης. Δείγμα της καλής πολιτικής σχέσης των δύο ηγετών είναι οι συλλήψεις από τις γαλλικές αρχές –με σκοπό την έκδοσή τους στην Ιταλία– βετεράνων της ιταλικής τρομοκρατίας που είχαν καταφύγει και ζούσαν τις τελευταίες δεκαετίες στη Γαλλία.

Πηγαίνουμε σε μία ενίσχυση της συνεργασίας Γαλλίας-Ιταλίας σε μια περίοδο κατά την οποία η Γερμανία φτάνει στο τέλος της περιόδου Μέρκελ –εφόσον δεν θα επιδιώξει την επανεκλογή της στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021– και διαφαίνονται σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις στη Γερμανία.

Εξαιτίας της πολιτικής ανόδου του Ντράγκι, η Ιταλία δεν έχει πλέον στις Βρυξέλλες την εικόνα του δύστροπου Ευρωπαίου ασθενούς, ενώ ο πρωθυπουργός της Ιταλίας αξιοποιεί το κύρος και τις γνώσεις του για να παρεμβαίνει και να διαμορφώνει τις εξελίξεις.

Σημαντικές παρεμβάσεις

Ο Ντράγκι τάσσεται υπέρ μιας πιο δυναμικής στάσης της Ε.Ε. στις σχέσεις της με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Ζήτησε από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, και πέτυχε την ενίσχυση της πίεσης στις φαρμακοβιομηχανίες, όπως η AstraZeneca, οι οποίες δεν τηρούν το συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα παραδόσεων εμβολίων στην Ε.Ε.

Ενδεικτική της αποφασιστικής του στάσης ήταν και η απαγόρευση που επέβαλε στην εξαγωγή 250.000 δόσεων του εμβολίου της AstraZeneca από την Ιταλία στην Αυστραλία.

Ο Ντράγκι ενίσχυσε τη δημόσια εικόνα του στην Ιταλία και στην Ε.Ε. λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Ε.Ε. με την Τουρκία. Χαρακτήρισε απαράδεκτη τη συμπεριφορά του προέδρου Ερντογάν έναντι της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, στην πολυσυζητημένη συνάντηση στην Άγκυρα, όπου την υποβάθμισε προκλητικά μπροστά στον αδιάφορο πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. Δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο Ερντογάν είναι ένας δικτάτορας και πως η Ε.Ε. έχει υποχρέωση να συνδυάζει στην αναγκαία οικονομική συνεργασία με την Τουρκία με την προστασία των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών.

Με τον δυναμισμό που έδειξε έναντι του Ερντογάν, ο Ντράγκι κέρδισε τις εντυπώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Μέρκελ και η κυβέρνηση της οποίας ηγείται θεωρείται από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι δείχνει υπερβολική ανοχή έναντι του Ερντογάν, ενώ η Γαλλία έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια σχέση αντιπαλότητας με την Τουρκία του Ερντογάν.

Η Ιταλία είναι ο δεύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας στην Ε.Ε. μετά τη Γερμανία και δεν έχει παράδοση πολιτικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία.

Η εξωτερική πολιτική της Ιταλίας έναντι της Τουρκίας φαίνεται να αλλάζει με πρωτοβουλία Ντράγκι για τέσσερεις λόγους:

Πρώτον, ο Ιταλός πρωθυπουργός επιχειρεί μία διόρθωση της ευρωπαϊκής πολιτικής και προσπαθεί να ενισχύσει το κύρος των ευρωπαϊκών θεσμών. Εκτιμά ότι η Γερμανία, στο θέμα της Τουρκίας, στέλνει το λάθος μήνυμα και φθείρει με την πολιτική της την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών θεσμών.

Δεύτερον, ο Ντράγκι αντιδρά στον ενισχυμένο ρόλο της Τουρκίας στη Λιβύη. Ο Ερντογάν επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης και έχει εδραιώσει τη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας με αξιωματικούς, οπλικά συστήματα αλλά και χιλιάδες μισθοφόρους από την Συρία, οι οποίοι στηρίζουν τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό της Άγκυρας.

Ο Ντράγκι αντιλαμβάνεται ότι με την Τουρκία να έχει δεσπόζουσα θέση στη Λιβύη και τεράστιες οικονομικές ανάγκες, η Ιταλία δύσκολα θα εξασφαλίσει πρωταγωνιστική συμμετοχή στην ανοικοδόμηση της χώρας και στην αξιοποίηση του ενεργειακού της πλούτου, παρά το γεγονός ότι είναι και αυτή πρώην αποικιοκρατική δύναμη.

Τον πρωθυπουργό της Ιταλίας ανησυχεί και το ενδεχόμενο να ελέγξει ο Ερντογάν τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές από τη Λιβύη προς της Ε.Ε., μέσω Ιταλίας, για να ασκήσει πίεση στη Ρώμη και στις Βρυξέλλες.

Τρίτον, ο Ντράγκι αναδεικνύει την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με την Τουρκία σε αναζήτηση στενότερης συνεργασίας με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπάιντεν. Ο τελευταίος έχει δηλώσει ότι θα ασκήσει εξωτερική πολιτική στη βάση αρχών και αξιών, ταυτόχρονα όμως κάνει υπολογισμούς σε σχέση με τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά την άποψη του Ντράγκι, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να συμβάλει στον περιορισμό της επιθετικότητας και των αντιδημοκρατικών χαρακτηριστικών του καθεστώτος Ερντογάν.

Τέταρτον, η κριτική στον Ερντογάν και η εθνικά και ευρωπαϊκά υπερήφανη στάση του Ντράγκι βοηθούν και την επικοινωνία με τους εκπροσώπους της σκληρής και της άκρας Δεξιάς.

Ο Σαλβίνι έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την κόντρα Ντράγκι-Ερντογάν: «Αλληλεγγύη και εκτίμηση για τον πρωθυπουργό Ντράγκι. Ο εκφοβισμός και οι διακρίσεις του Τούρκου δικτάτορα Ερντογάν είναι απαράδεκτες».

Από την πλευρά της, η Μελόνι του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας υπογράμμισε: «Ήταν πολύ καλά τα καθαρά και αυστηρά λόγια του πρωθυπουργού Ντράγκι. Απαιτούμε σεβασμό και ελπίζουμε ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού είναι μόνο το πρώτο βήμα της κυβέρνησης για να υπερασπιστεί έντονα τα ιταλικά συμφέροντα στη Μεσόγειο και να σταματήσει τον πολιτικό και πολιτιστικό επεκτατισμό του ισλαμικού καθεστώτος της Άγκυρας».

Η δοκιμασία της οικονομίας

Ο Μάριο Ντράγκι θεωρείται τέλειος γνώστης της ιταλικής και ευρωπαϊκής οικονομίας, εφόσον έχει διατελέσει διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας και πρόεδρος της ΕΚΤ. Η Ιταλία έχει συμπληρώσει 20ετία οικονομικής στασιμότητας και πριν την πανδημία ήταν η μόνη οικονομία, μαζί με την ελληνική, που δεν είχε καλύψει πλήρως τις απώλειες από την προηγούμενη οικονομική κρίση.

Είναι λογικό να εμπιστεύεται η ιταλική κοινή γνώμη τον Ντράγκι σε ό,τι αφορά στη διαχείριση της οικονομίας. Η πίεση της κοινής γνώμης επηρεάζει και τη στάση των κομμάτων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λέγκα του Σαλβίνι εγκατέλειψε την αντίθεσή της στην Ευρωζώνη, υιοθέτησε τις προτάσεις για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και υπερψήφισε στη Βουλή και στη Γερουσία το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης.

Η Βουλή ενέκρινε το κυβερνητικό σχέδιο με 442 ψήφους υπέρ, 10 κατά και 51 αποχές. Μόνο τα Αδέλφια της Ιταλίας, το κόμμα της Μελόνι, διαχώρισαν τη θέση τους και απείχαν από τις ψηφοφορίες στη Βουλή και στη Γερουσία.

Επιδίωξη της κυβέρνησης Ντράγκι είναι να αξιοποιήσει το «πακέτο» των 191,5 δισ. ευρώ που εξασφάλισε η Ιταλία από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και να προσθέσει σε αυτά 30,6 δισ. δημόσιων επενδύσεων για να δημιουργήσει, επιτέλους, αναπτυξιακή δυναμική.

Εκτιμάται ότι το κυβερνητικό σχέδιο, όταν θα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη την περίοδο 2024-2026, θα προσθέσει 3,2 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ.

Από το σύνολο των κονδυλίων το 40% θα πάει σε επενδύσεις και δράσεις που έχουν σχέση με την πράσινη μετάβαση, ενώ το 27% θα χρηματοδοτήσει την ψηφιακή μετάβαση. Ο Ντράγκι προσπαθεί να συνδυάσει τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση της ιταλικής οικονομίας με την κάλυψη βασικών κοινωνικών και αναπτυξιακών αναγκών. Για παράδειγμα, 82 δισ. ευρώ θα δεσμευθούν σε έργα και επενδύσεις για την ανάπτυξη του Νότου και 22 δισ. ευρώ για την κατάρτιση/επανακατάρτιση εργαζομένων και την προώθηση της κοινωνικής τους ενσωμάτωσης.

Ο Ντράγκι είναι υποχρεωμένος να δώσει μάχη με τον χρόνο για την ενίσχυση της ιταλικής οικονομίας προκειμένου να αποκτήσει αναπτυξιακή δυναμική. Στα τέλη του 2019 το χρέος του ιταλικού Δημοσίου είχε σταθεροποιηθεί στο 134,6% του ΑΕΠ. Μέσα σε έναν χρόνο αυξήθηκε, λόγω της πανδημίας και των δημοσιονομικών συνεπειών της, στο 155,8% του ΑΕΠ. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Ντράγκι επιμένει σε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που θα ανεβάσει το χρέος του ιταλικού Δημοσίου στα τέλη του 2021 στο 159,5% του ΑΕΠ.

Αντίθετα, στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία έχει αναλογικά το μεγαλύτερο χρέος στην Ευρωζώνη με 207% του ΑΕΠ, προβλέπεται μείωση στα τέλη του 2021 προς το 200% του ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση της Ιταλίας έχει προβλέψει δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 12% επί του ΑΕΠ το 2021, το μεγαλύτερο που έχει σημειωθεί από τη δεκαετία του ’90. Φαίνεται ότι το οικονομικό επιτελείο τρέχει να δαπανήσει και να δανειστεί προτού ξεκινήσει η οικονομική ανάκαμψη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αρχίσει να περιορίζεται το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που είναι σχεδιασμένο να συμβάλει στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που συνδέεται με την πανδημία.

Η Ιταλία έχει, αναλογικά, το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη μετά την Ελλάδα. Η υπερχρέωσή της μπορεί να την εκθέσει στις δυνάμεις της αγοράς και την κερδοσκοπική τους μανία όταν σταματήσει ή περιοριστεί η προστασία από την ΕΚΤ και στραφεί η προσοχή αναλυτών, επενδυτών και κερδοσκόπων στα βασικά οικονομικά μεγέθη της χώρας.

Πολύτιμος σύμμαχος

Η Ιταλία μπορεί να αναδειχθεί, επί πρωθυπουργίας Ντράγκι, σε πολύτιμο οικονομικό σύμμαχο της Ελλάδας.

Ο Ντράγκι γνωρίζει άριστα τα οικονομικά προβλήματα της πατρίδας μας από την περίοδο που ήταν πρόεδρος στην ΕΚΤ και διαχειριζόταν την κρίση της Ευρωζώνης και ειδικά της ελληνικής οικονομίας.

Στον θεσμοθετημένο διάλογο με την Επιτροπή Οικονομική και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είχε την ευκαιρία να ασκηθεί στην αντιμετώπιση των ελληνικών θεμάτων. Στον τριμηνιαίο διάλογο ΕΚΤ - Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, τρεις Έλληνες ευρωβουλευτές ζητάγαμε διευκρινίσεις και εξηγήσεις για την πολιτική του και προσπαθούσαμε, στο μέτρο του δυνατού, να επηρεάσουμε τη σκέψη και τις αποφάσεις του.

Ο Νότης Μαριάς –ο οποίος εκλέχθηκε σαν συνεργαζόμενος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και στη συνέχεια ανεξαρτητοποιήθηκε– ακολουθούσε τη γραμμή της συνολικής απόρριψης της πολιτικής της ΕΚΤ με το σκεπτικό ότι η Ε.Ε. κυριαρχείται από τη Γερμανία και τις γερμανικές, γαλλικές τράπεζες.

Ο Δημήτρης Παπαδημούλης χρέωνε για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ στον Ντράγκι το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών, το οποίο προκλήθηκε από τις επιλογές του Τσίπρα και του Βαρουφάκη το 2015. Προσπαθούσε επίσης να ασκήσει πίεση στον πρόεδρο της ΕΚΤ προκειμένου να απομονωθεί από το Ευρωσύστημα και να αντιμετωπιστεί με τους πολιτικούς όρους του ΣΥΡΙΖΑ, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Στουρνάρας.

Από την πλευρά μου, έδινα προτεραιότητα με τις παρεμβάσεις μου στην ανάδειξη του θετικού ρόλου της ΕΚΤ στη διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης, στην ανάδειξη της θεσμικής αυτονομίας της ώστε να ενισχυθεί η θέση του Στουρνάρα έναντι του Τσίπρα και στην προβολή των αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Το οικονομικό, πολιτικό «προφίλ» του Ντράγκι είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που παρουσίαζαν οι «αντιμνημονιακοί» ευρωβουλευτές. Ποτέ δεν υιοθέτησε, σαν πρόεδρος της ΕΚΤ, την ισοπεδωτική δημοσιονομική αυστηρότητα. Επιχειρηματολογούσε υπέρ της ποιότητας και της επενδυτικής διάστασης των δημόσιων δαπανών και όχι υπέρ του δραστικού περιορισμού τους. Μελετούσε στις κινήσεις του τις κοινωνικές επιπτώσεις. Αντιλαμβανόταν την ανάγκη να υποστηριχθούν οι κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστεροι, αλλά ήταν πάντα αντίθετος στις ιταλικού και ελληνικού τύπου υπερβολές και παρακάμψεις που τόσο συνέβαλαν στην έκρηξη των ελλειμμάτων και στην υπερχρέωση των δύο χωρών.

Επιχειρηματολογώντας μαζί με τον Μακρόν υπέρ μιας ισχυρότερης και σε βάθος χρόνου παρέμβασης στην οικονομία, ο Ντράγκι στηρίζει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά μας. Γνωρίζει επίσης ότι πρέπει να υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις για να λειτουργήσουν ταχύτερα οι ιταλικές τράπεζες υπέρ της πραγματικής οικονομίας. Αυτό που ισχύει για το ιταλικό τραπεζικό σύστημα ισχύει πολύ περισσότερο για το εξαιρετικά προβληματικό ελληνικό. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας θα δώσει μάχη για να συνεχιστεί η δημοσιονομική χαλάρωση σε επίπεδο Ευρωζώνης –για όσο το επιβάλλουν οι οικονομικές συνθήκες– και να μην υπάρξει απότομος τερματισμός του ειδικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Οι θέσεις του εξυπηρετούν, σε γενικές γραμμές, τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και το κύρος και η επιρροή του αυξάνουν τις πιθανότητες να γίνουν σεβαστές σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Μια πρωτοβουλία που πήρε με επιτυχία η ιταλική κυβέρνηση –και θεωρώ ότι πρέπει να επαναλάβει η ελληνική– ήταν η έκδοση πράσινου ομολόγου του ιταλικού Δημοσίου, τον Μάρτιο του 2021. Η Ιταλία βγήκε στις αγορές για 8,5 δισ. προκειμένου να χρηματοδοτήσει καλύτερα την πράσινη μετάβαση της οικονομίας της και δέχτηκε προσφορές 80 δισ. Το ομόλογο λήγει το 2045 και το ετήσιο κουπόνι είναι της τάξης του 1,5%.

Παρατηρώντας τις κινήσεις του Ντράγκι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πατάει επενδυτικό και δημοσιονομικό «γκάζι» επιδιώκοντας να βγάλει την ιταλική οικονομία από τη στασιμότητα δεκαετιών και να της δώσει αναπτυξιακή δυναμική προτού φτάσουμε στην αναπόφευκτη επιδείνωση των συνθηκών στις διεθνείς αγορές. Την ίδια μέθοδο μπορούμε να ακολουθήσουμε κι εμείς σε συνεννόηση με τον Ντράγκι και το επιτελείο του.

Αναπόφευκτοι συμβιβασμοί

Όσο ισχυρός και να είναι ο Ντράγκι στην ιταλική πολιτική σκηνή, είναι υποχρεωμένος σε συμβιβασμούς για να διατηρηθεί κάποιου είδους ενότητα των πολιτικών δυνάμεων που στηρίζουν την κυβέρνηση.

Από τα τέλη Απριλίου 2021 άρχισε τη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, παρά το γεγονός ότι η επιδημιολογική εικόνα της Ιταλίας δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Ντράγκι.

Στα μέσα Φεβρουαρίου 2021, οπότε ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Ντράγκι, η Ιταλία είχε 311 θανάτους από Covid-19 στη διάρκεια του τελευταίου 24ώρου και ημερήσιο μέσο όρο θανάτων στη διάρκεια του προηγούμενου επταήμερου 336.

Στα τέλη Απριλίου του 2021, οπότε άρχισε η σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, η Ιταλία κατέγραψε 263 θανάτους από Covid-19 το τελευταίο 24ωρο και είχε ημερήσιο μέσο όρο του τελευταίου επταήμερου 301 θανάτους.

Η Ιταλία έσπευσε να χαλαρώσει τα περιοριστικά μέτρα λίγο πριν από τη Γαλλία και την Ελλάδα κυρίως για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους. Οι διαμαρτυρίες των μικρομεσαίων ήταν πολύ πιο δυναμικές και μαζικές απ’ ότι στην πατρίδα μας, ενώ η Λέγκα και ο Σαλβίνι έκαναν –υποστηριζόμενοι από τα Αδέλφια της Ιταλίας και τη Μελόνι– σημαία τους τη χαλάρωση των μέτρων και τη στήριξη των μικρομεσαίων, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν την πολιτική πρωτοβουλία.  

Ο Ντράγκι, αν και είχε εκφραστεί δημόσια υπέρ μιας αυστηρότερης και αποτελεσματικότερης διαχείρισης της πανδημίας, προχώρησε στη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων για να περιορίσει τις κοινωνικές αντιδράσεις και να μην προσφέρει πολιτικό χώρο στη σκληρή και την άκρα Δεξιά.

Το ερώτημα είναι αν ο Σούπερ Μάριο θα μπορέσει να προωθήσει την πολιτική του κάνοντας ορισμένους αναπόφευκτους συμβιβασμούς, ή θα χαθεί κι αυτός στους υπολογισμούς και στους ελιγμούς της ιταλικής πολιτικής ζωής που τόσο συνέβαλαν στην οικονομική και κοινωνική στασιμότητα της εξαιρετικά σημαντικής ευρωπαϊκής χώρας.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι, εκτός απροόπτου, θα βρίσκεται στην πρωθυπουργία της Ιταλίας μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 2023, οπότε θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει στον πολιτικό στίβο ή θα ακολουθήσει το προηγούμενο του Κιάμπι και θα επιδιώξει τη σχετική ηρεμία της Προεδρίας της Δημοκρατίας.

Με τη Γερμανία να πηγαίνει σε βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2021, οι οποίες είναι πιθανό να φέρουν μεγάλες αλλαγές ή και ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό, και με τη Γαλλία να πηγαίνει στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2022, η Ιταλία αναδεικνύεται με τον Ντράγκι σε παράγοντα ευρωπαϊκής πολιτικής σταθερότητας και σε πρωταγωνιστή της αναγκαίας ευρωπαϊκής επανεκκίνησης μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες.