Φοβίζει ο λογαριασμός της πράσινης μετάβασης - Free Sunday
Φοβίζει ο λογαριασμός της πράσινης μετάβασης
Οι Γερμανοί προχωρούν μεθοδικά, οι Γάλλοι έχουν δεύτερες σκέψεις

Φοβίζει ο λογαριασμός της πράσινης μετάβασης

Παρακολουθώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τους ολοένα πιο φιλόδοξους στόχους που τίθενται για την πράσινη μετάβαση, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί δεν λέμε όλη την αλήθεια στους πολίτες. Οι περισσότεροι πολιτικοί αφήνουν σκόπιμα να εννοηθεί ότι μια κοσμοϊστορική αλλαγή, όπως είναι η μετατροπή της Ε.Ε. σε περιοχή με μηδενικούς ατμοσφαιρικούς ρύπους σε ό,τι αφορά τα αέρια του θερμοκηπίου, μπορεί να γίνει χωρίς κόστος για τους καταναλωτές και τους φορολογουμένους.

Νομίζω ότι πρέπει να πούμε την αλήθεια και να ενημερώσουμε πλήρως την κοινή γνώμη, όχι για να σταθούμε εμπόδιο στην αναγκαία πράσινη μετάβαση, αλλά για να εξασφαλίσουμε τη συναίνεση των πολιτών, χωρίς την οποία δεν γίνεται τίποτα.

Το κακό προηγούμενο

Υπάρχει ήδη ένα κακό πολιτικό προηγούμενο σε ό,τι αφορά τους περιβαλλοντικούς φόρους. Το 2018 ο πρόεδρος της Γαλλίας, Μακρόν, προχώρησε σε σημαντική αύξηση των φόρων στα καύσιμα προκειμένου να αποθαρρύνει τις μετακινήσεις με Ι.Χ. και να χρηματοδοτήσει πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος.

Η αντίδραση της γαλλικής κοινωνίας ήταν εντυπωσιακή. Αναπτύχθηκε το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», αυτονομημένο από τα κόμματα και με δυναμική συμμετοχή της βάσης. Πρωταγωνίστησαν σε αυτό εργαζόμενοι, που στηρίζονται –για τις μετακινήσεις τους– στο Ι.Χ. αυτοκίνητό τους, και μικρομεσαίοι, οι οποίοι καλύπτουν για επαγγελματικούς λόγους μεγάλες αποστάσεις.

Μετά από ένα διάστημα, το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» κυριαρχήθηκε από ομάδες ταραχοποιών και έτσι έχασε σιγά-σιγά τη λαϊκή αποδοχή του.

Ο Μακρόν –για να το ελέγξει– αναγκάστηκε να πάρει πίσω τους περιβαλλοντικούς φόρους και προχώρησε σε παροχές προς τους μη προνομιούχους, που κοστίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό γύρω στα 10 δισ. ευρώ τον χρόνο. Για να περιορίσει τις λαϊκές αντιδράσεις, «έβαλε στο ψυγείο» την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η οποία ήταν από τις βασικές δεσμεύσεις του στην προεκλογική εκστρατεία του 2017.

Το σημαντικότερο, η δυσαρέσκεια που προκάλεσαν οι περιβαλλοντικοί φόροι αύξησε τα ποσοστά της Λεπέν, η οποία από εκείνη την περίοδο κινείται γύρω στο 45% στις δημοσκοπήσεις που εξετάζουν το πιθανό αποτέλεσμα μιας νέας μονομαχίας για την Προεδρία της Δημοκρατίας μεταξύ Μακρόν και Λεπέν. Ο Μακρόν καταγράφει ποσοστά της τάξης του 55% σε αυτές τις δημοσκοπήσεις. Εξακολουθεί να έχει το πλεονέκτημα έναντι της Λεπέν, παίζει όμως πλέον στην ίδια κατηγορία με αυτήν. Στον δεύτερο γύρο των προεδρικών του 2017 είχε θριαμβεύσει επί της Λεπέν με αναλογία ψήφων 2 προς 1.

Το προηγούμενο του περιβαλλοντικού φόρου, που λειτούργησε ως καταλύτης στη δημιουργία του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων», δείχνει πόσο λεπτές είναι οι κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες στο ζήτημα της πράσινης μετάβασης.

Ο σκεπτικισμός των Γάλλων αναδεικνύεται μέσα από ειδικό αφιέρωμα της έγκυρης κεντροδεξιάς εφημερίδας Le Figaro (2 Ιουνίου 2021).

Σε αυτό, επισημαίνεται μεταξύ άλλων: «Κατά βάθος, αυτό αρχίζει να μοιάζει με έναν περιορισμό στην ελευθερία, γιατί αν η αποστολή αυτών που ασκούν την εξουσία είναι να ορίζουν κανόνες και στόχους, σίγουρα δεν είναι να επιβάλουν μια συγκεκριμένη τεχνολογία».

Όπως υπογραμμίζει η εφημερίδα: «Παντού αρχίζουν να υψώνονται φωνές για να μας προειδοποιήσουν ότι το “όλα ηλεκτρικά” μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο».

Η εφημερίδα προβάλλει τη θέση ότι: «Το περιβαλλοντικό ισοζύγιο της ηλεκτρικής τεχνολογίας δεν είναι μηδενικό. Όλα εξαρτώνται από την πηγή της παραγωγής του ηλεκτρισμού. Σημασία έχει η παραγωγή των μπαταριών, των οποίων η επαναφόρτιση βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του προγράμματος. Η κατασκευή των υποδομών καθιστά αναγκαίες μεγάλες επενδύσεις. Μπορεί η κοινωνία να πληρώσει αυτή την πολυτέλεια; Για ποια αποτελέσματα;».

Η επιχειρηματολογία ολοκληρώνεται με εκτιμήσεις που δείχνουν ότι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί, γιατί θα ενσωματωθούν σε αυτή φόροι προκειμένου να αντισταθμιστούν οι απώλειες από τα φορολογικά έσοδα από τα πετρελαιοειδή. Επίσης, οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές για την απόκτηση ηλεκτρικού αυτοκινήτου δεν αποζημιώνουν πλήρως τους ιδιοκτήτες των συμβατικών αυτοκινήτων για την απαξίωσή τους.

Τις ανησυχίες μεγαλώνει μελέτη της Cambridge Econometrics, η οποία εκτιμά ότι η σχεδιαζόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέκταση του συστήματος αγοράς ρύπων στα αυτοκίνητα, στις συγκοινωνίες και στις κατοικίες μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων μέχρι το 2030. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι να διπλασιαστεί περίπου το κόστος θέρμανσης ενός σπιτιού με φυσικό αέριο στη Γαλλία και να τριπλασιαστεί περίπου το κόστος θέρμανσης ενός σπιτιού με άνθρακα στην Πολωνία.

Η γερμανική μέθοδος

Πολύ πιο ήρεμα είναι τα πράγματα στη Γερμανία, η οποία κινείται μεθοδικά στην επιβολή φόρων στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Έχει εφαρμόσει φόρο 25 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα στο πετρέλαιο, το ντίζελ, το πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο. Αυτό σημαίνει ότι οι Γερμανοί αρχίζουν σιγά-σιγά να πληρώνουν περισσότερα στα πρατήρια καυσίμων και στον λογαριασμό της θέρμανσης.

Η εμπειρία της Γερμανίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εταιρείες των κλάδων στους οποίους εφαρμόζεται το εμπόριο ρύπων περνάνε το κόστος στους καταναλωτές. Ο γερμανικός φόρος των 25 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται, υπολογίζεται από τον Γερμανικό Οργανισμό Καταναλωτών ότι θα επιβαρύνει το λίτρο του ντίζελ κατά 0,08 ευρώ, της βενζίνης κατά 0,07 και του πετρελαίου θέρμανσης κατά 159 ευρώ στα 2.000 λίτρα που καταναλώνονται ετησίως.

Συνολικά, μία οικογένεια τεσσάρων ατόμων με αυτοκίνητο που κινείται με βενζίνη και σύστημα θέρμανσης με φυσικό αέριο θα επιβαρυνθεί με 204 ευρώ το 2021, ενώ η επιβάρυνση θα αυξηθεί σε 451 ευρώ το 2025 εξαιτίας της συνεχούς αύξησης του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων.

Οι Γερμανοί δείχνουν –ως συνήθως– καλά οργανωμένοι και σίγουροι για τον εαυτό τους, αλλά οι κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις κρίνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι βασικοί αριθμοί

Η Ε.Ε. έχει θέσει στόχο μέχρι το 2050 να φτάσει σε μηδενικές εκπομπές αερίων. Μέχρι σήμερα καλύπτεται το 40% της ευρωπαϊκής οικονομίας από το σύστημα εμπορίας ρύπων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζεται να διευρύνει την επιρροή του, εντάσσοντας σε αυτό αυτοκινητοβιομηχανία και οικοδομή. Όσο διευρύνεται η εφαρμογή του συστήματος εμπορίας ρύπων, τόσο μεγαλώνει το κόστος του, εφόσον περισσότερες εταιρείες ανταγωνίζονται για ένα προκαθορισμένο όγκο ρύπων.

Τον περασμένο μήνα, η τιμή για έναν τόνο εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα έφτασε προσωρινά στο επίπεδο-ρεκόρ των 53 ευρώ. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, θα πρέπει να σταθεροποιηθεί πάνω από τα 60 ευρώ τον τόνο για να λειτουργήσει η ευρωπαϊκή οικονομία με τρόπο ώστε να μειωθεί η εκπομπή ρύπων μέχρι το 2030 κατά 55% σε σχέση με το 1990.

Γι’ αυτό, κάθε φορά που ψηφίζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ολοένα πιο φιλόδοξοι στόχοι για τη μείωση της εκπομπής αερίων, αναρωτιέμαι ποιο ακριβώς θα είναι το κόστος αυτής της επιταχυνόμενης προσαρμογής και πώς ακριβώς θα κατανεμηθεί.

Νέοι πόροι για την Ε.Ε.

Το ιστορικό βήμα που έκανε η Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, με την έκδοση ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οδηγεί στην αμοιβαιοποίηση του χρέους, αλλά και στην ανάγκη να υπάρξουν νέοι πόροι προκειμένου να αποπληρωθούν –σε βάθος χρόνου– τα δάνεια που θα συνάψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ο σχεδιασμός των νέων πόρων έχει ως εξής. Από 1ης Ιανουαρίου 2021 ισχύει μια νέα εθνική συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, η οποία στηρίζεται στον όγκο των μη ανακυκλώσιμων πλαστικών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, το 40% των πλαστικών απορριμμάτων προέρχεται από τη συσκευασία, το 22% από καταναλωτικά/οικιακά είδη, το 20% από τα κτίρια και τις κατασκευές, το 9% από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, το 6% από τα ηλεκτρικά/ηλεκτρονικά είδη και το 3% από την αγροτική παραγωγή. Το 39% των πλαστικών απορριμμάτων καίγεται, το 31% θάβεται και το 30% ανακυκλώνεται.

Το ρεκόρ στην παραγωγή πλαστικών απορριμμάτων έχει η Ιρλανδία με 54 κιλά τον χρόνο ανά άτομο, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 33 κιλά.

Από 1ης Ιανουαρίου έχει επιβληθεί επιβάρυνση 0,8 ευρώ ανά κιλό πλαστικών απορριμμάτων, δηλαδή 800 ευρώ ανά τόνο.

Ο φόρος που επιβλήθηκε στα πλαστικά οδηγεί σε σχετικά μικρά οικονομικά μεγέθη, αλλά είναι ένα είδος προετοιμασίας για μεγαλύτερες κλίμακας πρωτοβουλίες που θα πάρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Εντός του Ιουνίου 2021, θα παρουσιάσει τις προτάσεις της για έναν «μηχανισμό προσαρμογής» που θα επιβαρύνει τα εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα, ανάλογα με τη συμβολή της παραγωγής τους στις εκπομπές αερίων. Θα παρουσιάσει επίσης την επέκταση του Συστήματος Εμπορίας Ρύπων (ETS, Emissions Trading System) στην αυτοκινητοβιομηχανία, στην οικοδομή και στις κατασκευές.

Τέλος, θα κάνει συγκεκριμένες προτάσεις και για τη δυνατότητα επιβολής ψηφιακού φόρου. Επειδή η επιβάρυνση των εισαγόμενων προϊόντων στο πλαίσιο του «μηχανισμού προσαρμογής» και η επιβολή ψηφιακού φόρου αφορούν άμεσα τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Κίνα, αναμένεται να καθυστερήσει η εφαρμογή τους. Αυτό σημαίνει ότι η επέκταση του Συστήματος Εμπορίας Ρύπων (ETS) θα αναδειχθεί σε ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και κυρίως να πιεστούν οι εθνικές οικονομίες να προχωρήσουν στην πράσινη μετάβαση σύμφωνα με τους στόχους.

Ο ρόλος των κρατών

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, οι μεγάλες επιβαρύνσεις θα καταγραφούν σε εθνικό επίπεδο, και μόνο ένα μικρό μέρος των σχετικών εσόδων θα καταλήξει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για να αναδιανεμηθεί.

Αυτόματα αναδεικνύεται ο ρόλος των εθνικών κυβερνήσεων που έχουν μπροστά τους μια σύνθετη αποστολή. Οι επιβαρύνσεις δεν πρέπει να δημιουργήσουν ανυπέρβλητα προβλήματα στις επιχειρήσεις. Κάθε κράτος-μέλος προσπαθεί να σπρώξει τον λογαριασμό σε κλάδους που δεν έχει το οικονομικό πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, οι «Βόρειοι» υποστηρίζουν δυναμικά την επέκταση του συστήματος εμπορίας ρύπων στις αερομεταφορές και την εμπορική ναυτιλία, με προφανείς συνέπειες για την ελληνική οικονομία.

Βασικό μέλημα των κυβερνήσεων πρέπει να είναι και η αναδιανομή των χρημάτων που θα συγκεντρωθούν από τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις, προκειμένου να ενισχυθούν αυτοί που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες και να μην αντιδράσουν στην πράσινη, ενεργειακή μετάβαση, σύμφωνα με το προηγούμενο των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία.

Πρόκειται για μια εξαιρετικά σύνθετη περιβαλλοντική, ενεργειακή, οικονομική, κοινωνική και σε τελική ανάλυση πολιτική άσκηση, την περιπλοκότητα της οποίας δεν είμαι βέβαιος ότι έχουμε αντιληφθεί.