Μετρώντας το διεθνές ρίσκο - Free Sunday
Μετρώντας το διεθνές ρίσκο
Συνεχείς αλλαγές στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον

Μετρώντας το διεθνές ρίσκο

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Ελλάδα έχει μπροστά της πεντέμισι χρόνια εξαιρετικά δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης.

Ο τουρισμός θα πάει καλύτερα από το 2020 και από τον Αύγουστο θα αρχίσει εκταμίευση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία θα περάσουν στην πραγματική οικονομία στη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 2021.

Κατά την άποψή μου, δεν αντιμετωπίζουμε σοβαρό οικονομικό ή πολιτικό ρίσκο στο εσωτερικό. Οι θετικές οικονομικές εξελίξεις δείχνουν δρομολογημένες, το βασικό ερώτημα είναι πόσο αποτελεσματική θα είναι η πολιτική που θα εφαρμοστεί. Αν, δηλαδή, θα έχουμε μία καλή ανάκαμψη ή θα μπορέσουμε να περάσουμε γρήγορα και σε μια δυναμική ανάπτυξη.

Στο πολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει ικανός να αμφισβητήσει την κυριαρχία της ΝΔ. Η θετική οικονομική δυναμική θα συνδυαστεί με την πολιτική σταθερότητα για να δώσουν πολύ καλά αποτελέσματα από το β’ εξάμηνο του 2021 μέχρι τα τέλη του 2026, οπότε θα σταματήσει η επιπλέον χρηματοδότηση της οικονομίας μας από την Ε.Ε. μέσω τους Ταμείου Ανάκαμψης.

Δεν υπάρχει προηγούμενο τα τελευταία 40 χρόνια μιας τόσο καλής προοπτικής για τα επόμενα πεντέμισι χρόνια.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούν να υπάρξουν εξωγενείς παράγοντες που θα αμφισβητήσουν την προγραμματισμένη επιτυχία.

Η πανδημία συνεχίζεται

Ο πρώτος παράγοντας οικονομικής αβεβαιότητας έχει σχέση με την πανδημία. Οι περισσότεροι επιστήμονες εκτιμούν ότι θα συνεχιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέχρι τον Αύγουστο του 2022, οπότε θα μετατραπεί σε ένα είδος βαριάς εποχιακής γρίπης.

Οι ηγέτες των «27» αποκλείουν οποιοδήποτε γενικό lockdown στην οικονομία και προεξοφλούν ότι, ακόμη κι αν εμφανιστεί ένα νέο κύμα πανδημίας το φθινόπωρο, θα μπορέσουν να το αντιμετωπίσουν χωρίς να «παγώσουν» την οικονομία.

Οι πιθανότητες δείχνουν να είναι με το μέρος τους, αλλά στους υπολογισμούς τους υπάρχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι περισσότεροι είχαν καταλήξει πριν από ένα χρόνο στο συμπέρασμα ότι η πανδημία ανήκε οριστικά στο παρελθόν.

Για την Ελλάδα, μια νέα έξαρση της πανδημίας θα είχε μεγάλο κόστος, γιατί θα έσπαγε προσωρινά τη θετική δυναμική και θα μεγάλωνε τον λογαριασμό σε ό,τι αφορά δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και δημοσιονομικό έλλειμμα, των οποίων είμαστε υποχρεωμένοι να καλύψουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Οι πληθωριστικές πιέσεις

Ο δεύτερος εξωγενής παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη μελλοντική μας οικονομική πορεία έχει να κάνει με τις πληθωριστικές πιέσεις. Το «ξεπάγωμα» της παγκόσμιας οικονομίας ενισχύει αναπόφευκτα τις πληθωριστικές πιέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ξεπέρασε σε ετήσια βάση το 4,5%. Στην Ευρωζώνη ξεπέρασε το όριο-στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που είναι το 2%, ενώ στη Γερμανία βρίσκεται στο 2,4%, με αποτέλεσμα να αυξάνει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας τις πιέσεις προς την ΕΚΤ για κάποιου είδους περιορισμό της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης. Ευτυχώς, η Λαγκάρντ έστειλε το μήνυμα ότι η πολιτική που εφαρμόζει θα συνεχιστεί όσο χρειαστεί και τουλάχιστον για ένα σημαντικό μέρος του 2022.

Οι διεθνείς τιμές των τροφίμων πάντως τραβάνε την ανηφόρα, γεγονός που φαίνεται στα ράφια των σουπερμάρκετ, με αποτέλεσμα να δέχεται μεγάλη πίεση ο οικογενειακός προϋπολογισμός.

Επίσης, ανοδικές είναι –χωρίς μεγάλες αυξήσεις– οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, με συνέπεια η ΔΕΗ και οι άλλοι πάροχοι να ετοιμάζουν αναπροσαρμογή των τιμολογίων τους και το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών να δέχεται μεγάλη πίεση σε περίοδο κάμψης των εσόδων από τον τουρισμό.

Οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες και οι σύμβουλοί τους καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι πληθωριστικές πιέσεις είναι παροδικό φαινόμενο και δεν πρόκειται να επηρεάσουν την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, το κόστος του χρήματος, την προοπτική της ανάκαμψης και στη συνέχεια της ανάπτυξης.

Αυτό είναι το σενάριο που κυριαρχεί στις αναλύσεις τους, μένει όμως να δούμε αν θα επιβεβαιωθεί στην πράξη.

Χρηματοπιστωτική αβεβαιότητα

Πιο σοβαρή απειλή για το μέλλον της διεθνούς, και φυσικά της ελληνικής, οικονομίας θεωρώ τις συνθήκες χρηματοπιστωτικής αστάθειας που δημιουργούνται με το πέρασμα του χρόνου. Οι αξίες των μετοχών σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Το άφθονο δωρεάν ή και επιδοτούμενο χρήμα ενθαρρύνει την κερδοσκοπία και φαινόμενα «φούσκας» ακόμη και στον στεγαστικό τομέα. Τα κρυπτονομίσματα αναπτύσσονται δυναμικά και εντελώς ανεξέλεγκτα.

Η σκιώδης τραπεζική (shadow banking) έχει αναπτυχθεί περισσότερο σε σχέση με την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και είναι εκτός των αυστηρών ελέγχων που ισχύουν για το διεθνές τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό.

Δεν μπορούμε λοιπόν να αποκλείσουμε δυσάρεστες εξελίξεις, όσο κι αν οι ηγέτες των δυτικών χωρών και οι τραπεζίτες δείχνουν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν οποιεσδήποτε νέες προκλήσεις με δυναμικό και αν χρειαστεί ανορθόδοξο τρόπο.

Η χρηματοπιστωτική αβεβαιότητα σκιάζει κάπως την αναπτυξιακή προοπτική μας για δύο λόγους.

Παραμένουμε αδύναμος κρίκος του ευρωσυστήματος. Το τραπεζικό μας σύστημα δεν έχει συνέλθει πλήρως από την κρίση του 2015 και δυσκολεύεται να χρηματοδοτήσει επαρκώς και με ανταγωνιστικούς όρους την ανάκαμψη και στη συνέχεια την ανάπτυξη της οικονομίας.

Το βασικό σενάριο δεν είναι μια νέα μεγάλη αναταραχή στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά οι πιθανότητες πραγματοποίησης του αρνητικού σεναρίου είναι υπολογίσιμες.

Γεωπολιτικό ρίσκο

Στην αξιολόγηση των μελλοντικών σεναρίων είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε υπόψη μας το διεθνές γεωπολιτικό ρίσκο.

Είναι φανερό ότι οι σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας έχουν μπει σε μία περίοδο έντασης. Η Ε.Ε. θα κληθεί από τον πρόεδρο Μπάιντεν να αναλάβει υποχρεώσεις και να κάνει συγκεκριμένες επιλογές στα πλαίσια της στρατηγικής του ΝΑΤΟ. Προς το παρόν, ο Πούτιν δείχνει αποφασισμένος να υπερασπιστεί με δυναμικό έως επιθετικό τρόπο τις σφαίρες επιρροής της Ρωσίας που απέμειναν μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

Ακόμη πιο σύνθετες, σε ό,τι αφορά την επιρροή τους στις μελλοντικές εξελίξεις, είναι οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Πρόκειται για τις δύο υπερδυνάμεις, που ανταγωνίζονται η μία την άλλη σε ζητήματα οικονομίας, διεθνούς εμπορίου, ψηφιακής οικονομίας, τεχνολογίας, άμυνας και προβολής του δικού τους «μοντέλου» σε δεκάδες χώρες που δεν έχουν αποφασίσει σε ποια ακριβώς κατεύθυνση θα κινηθούν.

Ο Μπάιντεν συνεχίζει την πολιτική του σκληρού ανταγωνισμού με την Κίνα που κορυφώθηκε επί Τραμπ. Την απαλλάσσει όμως από ορισμένες αντιπαραγωγικές υπερβολές και στη θέση του διμέτωπου που είχε κηρύξει ο Τραμπ ταυτόχρονα κατά της Κίνας και της Ε.Ε., βάζει μια στρατηγική συσπείρωσης των δυτικών δυνάμεων για να περιοριστεί η επιρροή της Κίνας.

Το ζήτημα της Τουρκίας

Εκτός από το γενικό γεωπολιτικό ρίσκο που ισχύει για όλους, η Ελλάδα αντιμετωπίζει και ένα πρόσθετο γεωπολιτικό ρίσκο –σε περιφερειακό επίπεδο– εξαιτίας της Τουρκίας.

Παρά τις πιέσεις που δέχεται από τις ΗΠΑ, ο Ερντογάν δείχνει αποφασισμένος να συνεχίσει τη στρατηγική του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού. Μπορεί να προσαρμόσει την τακτική του στις αλλαγές που σημειώνονται στο διεθνοπολιτικό περιβάλλον, ελάχιστοι όμως αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι θα εγκαταλείψει τη στρατηγική του.

Αυτό μας δημιουργεί συγκεκριμένα προβλήματα.

Πρώτον, είμαστε υποχρεωμένοι σε μια διαρκή αύξηση των αμυντικών δαπανών, των οποίων η χρηματοδότηση είναι οικονομικά επώδυνη σε περίοδο μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος και μεγάλου ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Δεύτερον, η οικονομική ανάκαμψη –που φιλοδοξούμε να μετατραπεί γρήγορα σε ανάπτυξη– χρειάζεται ένα περιβάλλον διεθνοπολιτικής σταθερότητας και ηρεμίας. Για παράδειγμα, ο τουρισμός –που έχει χτυπηθεί από την πανδημία– δεν χρειάζεται να δοκιμαστεί και από ελληνοτουρκικές εντάσεις.

Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό –που έχει ενισχυμένη την οικονομική και την κοινωνική διάσταση– οι ροές έχουν μειωθεί δραστικά, αλλά υπάρχει πάντα η διάθεση από την πλευρά του Ερντογάν να το χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο των γεωπολιτικών του επιδιώξεων.

Τρίτον, και εξαιρετικά σημαντικό, δεν απειλούμαστε μόνο από ενδεχόμενη επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και από μία γενικότερη περιφερειακή αναταραχή –ίσως και ανάφλεξη– με ευθύνη της Τουρκίας. Ο Ερντογάν προβάλλει δύναμη σε διάφορα μέρη, από τον Νότιο Καύκασο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Ουκρανία μέχρι το Ιράκ, τη Συρία, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη.

Οι πιθανότητες να προκαλέσει, σε κάποια φάση, ντόμινο αρνητικών εξελίξεων είναι σημαντικές.

Τι πρέπει να κάνουμε

Για να προστατεύσουμε, στο μέτρο του δυνατού, την προγραμματισμένη καλή πορεία για την περίοδο β’ εξάμηνο 2021 - τέλη 2026 πρέπει να ενισχύσουμε κυρίως την οικονομική μας άμυνα και τις αντοχές. Σε ό,τι αφορά την διεθνοπολιτική μας στρατηγική, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση κινείται σωστά και αποτελεσματικά.

Η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων του Δημοσίου – ακόμη κι αν χρειαστεί πρόσθετος δανεισμός– η αναδιάρθρωση της οικονομίας για να γίνει πιο εξωστρεφής και ανταγωνιστική, η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και της πραγματικής οικονομίας μέσω αποτελεσματικής παρέμβασης στο θέμα των κόκκινων δανείων, ο άμεσος περιορισμός του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού ελλείμματος που κινείται σε επίπεδα-ρεκόρ, ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών σε επίπεδο κράτους, τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης και ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας είναι οι κατευθύνσεις στις οποίες πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση προτού αρχίσουν να πραγματοποιούνται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, κάποια από τα αρνητικά σενάρια στα οποία αναφέρθηκα.

Εκτιμώ ότι το μέλλον μας ανήκει, αλλά πρέπει να το προστατεύσουμε.