Σημαντικό το ταξίδι Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον - Free Sunday
Σημαντικό το ταξίδι Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον
Καλές σχέσεις, εντυπωσιακή υποδοχή αλλά και στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας

Σημαντικό το ταξίδι Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον

Τη Δευτέρα 16 Μαΐου ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα υποδεχθεί στον Λευκό Οίκο τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη, ενώ θα ακολουθήσει ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα επαφών υψηλού επιπέδου.

Η αμερικανική πλευρά έχει οργανώσει μια εξαιρετικά τιμητική υποδοχή στον κ. Μητσοτάκη, η οποία συμπεριλαμβάνει την ομιλία του σε κοινή συνεδρίαση της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η πανδημία είχε σταθεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση τέτοιου είδους εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κοινή συνεδρίαση των δύο νομοθετικών σωμάτων μιλάνε μόνο ηγέτες στους οποίους τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό η αμερικανική ηγεσία, όπως οι πρόεδροι της Γαλλίας και οι ηγέτες του Ισραήλ.

Το πλαίσιο

Για να γίνει μια τέτοια υψηλού επιπέδου επίσκεψη με τόσο εντυπωσιακές προδιαγραφές πρέπει το πλαίσιο των διμερών σχέσεων να θεωρείται άψογο.

Τους Αμερικανούς εντυπωσίασε το περιεχόμενο της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ, όπως και η αποφασιστικότητα με την οποία την προώθησε ο κ. Μητσοτάκης, για έγκριση στη Βουλή, παρά τις αντιδράσεις κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Η συμφωνία απέκτησε μεγαλύτερη σημασία μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία και την αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου των εγκαταστάσεων στην Αλεξανδρούπολη.

Με άριστα βαθμολογεί η αμερικανική κυβέρνηση και τους χειρισμούς Μητσοτάκη στην ουκρανική κρίση. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που έστειλαν οπλικά συστήματα στην Ουκρανία και προχώρησε, με επιδεικτικό τρόπο, στην απέλαση 12 Ρώσων διπλωματών μεταξύ των οποίων είναι και αυτός που θεωρείται ο «εγκέφαλος» του ρωσικού δικτύου επιρροής στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια.

Και επί Τσίπρα υπήρξε εντυπωσιακή βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, παρά το γεγονός ότι η ριζοσπαστική Αριστερά είχε ειδικευθεί, για δεκαετίες, στον αντιαμερικανισμό. Επιπλέον, στον Λευκό Οίκο ήταν ο Τραμπ, ένας δύσκολος και απρόβλεπτος συνομιλητής.

Επί Μητσοτάκη, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις πηγαίνουν ακόμη καλύτερα. Όπως τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, οι δύο ηγέτες θα συζητήσουν, μεταξύ των άλλων, το Ουκρανικό, την απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας, την κλιματική αλλαγή, την ενεργειακή ασφάλεια.

Θα κάνουν επίσης «απολογισμό των κοινών προσπαθειών για την προώθηση της παγκόσμιας ασφάλειας μέσω του ΝΑΤΟ καθώς και των κοινών μας στόχων για ειρήνη και ευημερία στην περιοχή.»

Η σκιά της Τουρκίας

Οι καλές σχέσεις και η εξαιρετικά τιμητική μεταχείριση του Έλληνα πρωθυπουργού από την αμερικανική κυβέρνηση δεν καταργεί βέβαια τους στρατηγικούς υπολογισμούς.

Το πρόβλημα της ελληνικής διπλωματίας σε αυτή τη φάση είναι η αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας, λόγω της κρίσης στην Ουκρανία.

Ο Μπάιντεν, ο οποίος είναι παραδοσιακός και σταθερός στην προσέγγισή του στα διεθνή θέματα, θέλει την Τουρκία πρωταγωνιστή στην κοινή νατοϊκή προσπάθεια για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας του Πούτιν.

Είναι πρόθυμος να κάνει τους αναγκαίους συμβιβασμούς στα πλαίσια ενός διεθνοπολιτικού ρεαλισμού που αναπόφευκτα έχει και στοιχεία κυνισμού.

Έτσι, οι Αμερικανοί είναι εξαιρετικά ικανοποιημένοι με τον Ερντογάν επειδή προμηθεύει στην Ουκρανία αποτελεσματικά οπλικά συστήματα, όπως τα drones Μπαϊρακτάρ, και έκλεισαν τα Δαρδανέλια στον ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας, ο οποίος δέχεται το ένα πλήγμα μετά το άλλο από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και χρειάζεται ενισχύσεις.

Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν εφαρμόζει οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, φιλοδοξεί να μετατραπεί σε πόλο έλξης Ρώσων ολιγαρχών και ο Ερντογάν προβάλλεται σαν διαμεσολαβητής που μπορεί να συντονίσει τις διαπραγματεύσεις Ρωσίας-Ουκρανίας.

Η τουρκική ηγεσία έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετούς μήνες μία προσπάθεια να κλείσει μέτωπα με χώρες όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, για να σταθεροποιήσει την οικονομία της και να προωθήσει το φιλόδοξο εξοπλιστικό της πρόγραμμα.

Οι γέφυρες που ρίχνει η τουρκική διπλωματία εμποδίζονται από ορισμένες κινήσεις του Ερντογάν. Επιμένει στην αξιοποίηση των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 που έχει προμηθευτεί η Τουρκία, αλλά ανέβαλε την προγραμματισμένη δεύτερη παραγγελία πυραύλων S-400.

Επιμένει επίσης σε μία πολιτική χαμηλών επιτοκίων με ετήσιο πληθωρισμό της τάξης του 70%. Η επιλογή του αυτή αποσταθεροποιεί την τουρκική λίρα και δυσκολεύει τη συνεργασία με ξένους επενδυτικούς, επιχειρηματικούς κύκλους.

Τέλος, συνεχίζει την προκλητική καταπάτηση των δημοκρατικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων με χαρακτηριστικό παράδειγμα την καταδίκη του βαθύπλουτου «αντικαθεστωτικού» Οσμάν Καβαλά σε ισόβια.

Παρά τα σημαντικά προβλήματα, η Ουάσιγκτον έχει αποφασίσει υπέρ της αναβάθμισης των σχέσεων με την Τουρκία. Γι’ αυτό ο πρόεδρος Μπάιντεν προτείνει στο Κογκρέσο ένα πρώτο εξοπλιστικό πρόγραμμα αναβάθμισης των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 που θα κοστίσει στην Άγκυρα 500 εκ. δολάρια. Στη συνέχεια, μπορεί να πραγματοποιηθεί πώληση 40 νέων μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, κόστους δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η εκκρεμότητα με τα F-35

Η Ουάσιγκτον έχει και οικονομικό συμφέρον να αναβαθμίσει τη στρατιωτική συνεργασία της με την Τουρκία πουλώντας σε πρώτη φάση πυραύλους Sidewinder, AMRAAM και λογισμικό για τα πιλοτήρια των F-16.

Η προμήθεια από την Τουρκία ρωσικών πυραύλων S-400 προκάλεσε την αποβολή, το 2019, της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής μαχητικών αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35. Οι Τούρκοι είχαν καταβάλει προκαταβολή 1,4 δισ. για τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35, ενώ σύμφωνα με τον σχεδιασμό τους επρόκειτο να προμηθευτούν 100 από αυτά.

Θα είχαμε μία φοβερή ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος μας, η οποία απετράπη εξαιτίας της προμήθειας των ρωσικών πυραύλων S-400 με πρωτοβουλία του Ερντογάν.

Η βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία οδηγεί στην επανάληψη του εξοπλισμού της γειτονικής χώρας από τις ΗΠΑ, αλλά σε κατώτερο επίπεδο από αυτό που είχε συμφωνηθεί πριν την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400.

Η πολιτική διαμάχη

Η χρονική σύμπτωση της επίσκεψης Μητσοτάκη στις ΗΠΑ με την έναρξη του επανεξοπλισμού της Τουρκίας από τους Αμερικανούς προκάλεσε έντονη πολιτική διαμάχη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας είναι ετεροβαρής και οδηγεί στην υποβάθμιση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας. Υποστηρίζει μάλιστα ότι η επανέναρξη του εξοπλισμού της Τουρκίας από τις ΗΠΑ οφείλεται στο γεγονός ότι μας θεωρούν «δεδομένους».

Ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε στη Βουλή, μαζί με άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης την αμυντική συμφωνία. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ την υπερψήφισε επικαλούμενο λόγους εθνικής αναγκαιότητας παρά κάποιες επιφυλάξεις της ηγεσίας του και τις εσωτερικές αντιθέσεις που αναδείχθηκαν στο συγκεκριμένο θέμα.

Στο εσωτερικό της κυβέρνησης εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις για την πρωτοβουλία Μπάιντεν υπέρ της Τουρκίας. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να υποβαθμίσει τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών F-16, λέγοντας κατά τη διάρκεια της σχετικής συζήτησης στη Βουλή, ότι «φαίνεται πως έχει υπάρξει κάποιο διαδικαστικό αίτημα στην Ουάσιγκτον».

Αντίθετα, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας άφησε τα διαδικαστικά κατά μέρος και πήγε στην ουσία του ζητήματος. Υποστήριξε από το βήμα της Βουλής ότι η πρωτοβουλία του προέδρου Μπάιντεν «είναι πρόβλημα για τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματά μας».

Η πολιτική αντιπαλότητα κομμάτων και ανώτατων στελεχών δεν καταργεί, κατά την άποψή μου, την αναγκαιότητα της υπογραφής και της εφαρμογής της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας-ΗΠΑ.

Ο στρατιωτικός, στρατηγικός ρόλος της Ελλάδας ενισχύεται και αναβαθμίζονται οι αμερικανικές εγγυήσεις προς την Ελλάδα. Στο προοίμιο της συμφωνίας αναφέρεται ρητά η κοινή βούληση των δύο μερών για αμοιβαία προστασία έναντι απειλής και επίθεσης.

Επομένως, είμαστε κερδισμένοι από τη σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ σε μία περίοδο μεγάλων αναταράξεων λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Η κοινή γνώμη

Δεν μπορούμε όμως να αποτρέψουμε την αναβάθμιση, λόγω της κρίσης στην Ουκρανία, τη στρατιωτική συνεργασία ΗΠΑ-Τουρκίας, ούτε θα ήμαστε πιο ασφαλείς αν αντιδρούσαμε σε αυτή την εξέλιξη γυρνώντας την πλάτη στην υπερδύναμη. Αντίθετα, θα δίναμε νέες δυνατότητες για την εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας σε βάρος μας, με πολύ μικρότερο οικονομικό και διεθνοπολιτικό κόστος για την Τουρκία.

Το πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι η κοινή γνώμη δεν βγάζει συμπεράσματα βάσει αναλύσεων της διεθνοπολιτικής κατάστασης, αλλά αντιδρώντας και επικοινωνιακά και πολιτικά ερεθίσματα.

Τα περισσότερα από αυτά είναι αρνητικά και δυσκολεύουν τη διαχείριση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων από τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη και τους συνεργάτες του.

Η πρώτη αρνητική αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης οφείλεται στο πέρασμα της υφυπουργού Πολιτικών Υποθέσεων του State Department, Βικτόρια Νούλαντ, από Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία, το οποίο συνδυάστηκε με το οριστικό «θάψιμο» του αγωγού φυσικού αερίου East Med. Το σχέδιο για την κατασκευή του προσκρούει σε σημαντικά οικονομικά και τεχνικά εμπόδια, ενώ είναι πρακτικά αδύνατη η μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ και την Κύπρο προς την Ε.Ε. μέσω του αγωγού East Med χωρίς τη συνεννόηση με την Τουρκία και τη συνεργασία της.

Είχα επισημάνει πολλές φορές ότι ο East Med επρόκειτο να μείνει στα χαρτιά. Η παρέμβαση Νούλαντ όμως προκάλεσε αντιδράσεις γιατί θεωρήθηκε ότι έστειλε μήνυμα στην Τουρκία - στο όνομα της νατοϊκής αναβάθμισής της - ότι δεν επρόκειτο να κατασκευαστεί ένας αγωγός τον οποίο αντιμετώπιζε ανταγωνιστικά ή και εχθρικά.

Μετά την ψυχρολουσία με την εγκατάλειψη του αγωγού East Med, έρχεται η επανέναρξη του εξοπλισμού της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας από τις ΗΠΑ, για να ενισχύσει την αρνητική αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης.

Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι οι αντιδράσεις των Ελλήνων πολιτών στα μεγάλα διεθνή γεγονότα διαφέρουν, σε μεγάλο βαθμό, από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Στην Ελλάδα δείχνουμε μεγαλύτερη κατανόηση έναντι του Πούτιν απ’ ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Έχουμε επίσης την τάση να μοιράζουμε τις ευθύνες για τον πόλεμο στα δύο μέρη, ενώ η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αποδίδει τις ευθύνες για τον πόλεμο σχεδόν αποκλειστικά στον Πούτιν.

Η διαφορετική θεώρηση των διεθνοπολιτικών εξελίξεων συνδυάζεται με την αρνητική, επιθετική εικόνα του Ερντογάν και τις διαχρονικές αμφιβολίες πολλών συμπολιτών μας για τον ρόλο των Αμερικανών, για να κάνουν πιο δύσκολους τους χειρισμούς της κυβέρνησης.

Ένα πρώτο δείγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο κ. Μητσοτάκης μάς έδωσε η επίσκεψη που πραγματοποίησε στον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη με δική του πρωτοβουλία. Θέλησε να περάσει το μήνυμα της εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών σε μια περίοδο κατά την οποία η νατοϊκή αλληλεγγύη πρέπει να έχει το προβάδισμα έναντι των όποιων διμερών διαφορών.

Η θεωρητική σύλληψη είχε βάση λογικής, η εκτέλεση όμως δεν είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Πρώτον, ο Ερντογάν αξιοποίησε την επίσκεψη για να εξασφαλίσει την κατανόηση ή και την ενίσχυση των ΗΠΑ και της Ε.Ε. με το σκεπτικό ότι Ελλάδα και Τουρκία «τα βρήκαν».

Δεύτερον, η τουρκική κυβέρνηση συνέχισε τις βίαιες φραστικές επιθέσεις εναντίον της Ελλάδας, ενώ κλιμακώθηκε και η παραβατική, επιθετική δραστηριότητα της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας πάνω από το Αιγαίο.

Τρίτον, η κοινή γνώμη δεν εντυπωσιάστηκε από το ηγετικό προφίλ που προσπάθησε να προβάλλει ο Μητσοτάκης στη συνάντησή του με τον Ερντογάν. Οι δημοσκοπήσεις δεν έδειξαν ανάκαμψη της ΝΔ, γι’ αυτό «πάγωσαν» τα σχέδια για πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνα της κοινής γνώμης που δημοσίευσε η εφημερίδα Δημοκρατία, μόλις 2,7% των ερωτηθέντων έκριναν ότι η πολυσυζητημένη επίσκεψη είχε θετικό για την Ελλάδα αποτέλεσμα.

Το μεγάλο πρόβλημα

Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ο ένας ή ο άλλος χειρισμός του Μητσοτάκη ή πριν από αυτόν του Τσίπρα. Υπάρχει μία συνεχής διάβρωση της συγκριτικής μας θέσης σε σχέση με την Τουρκία.

Η στρατηγική ισορροπία δυνάμεων, με την ευρεία έννοια του όρου, αλλάζει συνεχώς σε βάρος μας, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη απ’ όλους τους σημαντικούς διεθνείς παράγοντες και συμβάλλει στην αποθράσυνση του Ερντογάν και της τουρκικής κυβέρνησης.

Από το δημογραφικό, όπου έχουμε αυξανόμενη μείωση του πληθυσμού προς τα 10 εκ., ενώ η Τουρκία βαδίζει προς τα 90 εκ. με νεανικό και δυναμικό πληθυσμό, μέχρι την οικονομία, όπου το τουρκικό ΑΕΠ είναι 4-5 φορές μεγαλύτερο από το δικό μας, όλα αλλάζουν συνεχώς σε βάρος μας.

Οι γενικότερες αρνητικές εξελίξεις αποτυπώνονται και στην ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο χωρών.

Στην κρίση της Ουκρανίας, η Τουρκία κέρδισε νατοϊκό έδαφος γιατί προμήθευσε στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις τα εξαιρετικής αποτελεσματικότητας κατασκευαζόμενα στην Τουρκία drones Μπαϊρακτάρ.

Εδώ και δεκαετίες, η Τουρκία αναπτύσσει την πολεμική της βιομηχανία και σύμφωνα με υπολογισμούς πραγματοποιεί ετήσιες εξαγωγές οπλικών συστημάτων και στρατιωτικού υλικού της τάξης των 3 δισ. δολαρίων.

Η ελληνική πολεμική βιομηχανία είναι και απ’ ότι φαίνεται θα παραμείνει ανύπαρκτη. Η πτώση ποιότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική δημόσια διοίκηση και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας, όπως και η «αεριτζίδικη» ιδιωτική πρωτοβουλία εμποδίζουν μια τόσο σοβαρή και μακροπρόθεσμη επενδυτική προσπάθεια.

Τα τουρκικά drones χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία κατά Κούρδων ανταρτών, έπληξαν τα στρατεύματα του Άσαντ στη Συρία, εμπόδισαν την κατάληψη της Τρίπολης από τα στρατεύματα του Χάφταρ, συνέβαλαν στη μεγάλη στρατιωτική νίκη του Αζερμπαϊτζάν επί της Αρμενίας και ανεβάζουν συνεχώς το κόστος της εισβολής στην Ουκρανία για τα ρωσικά στρατεύματα.

Η Τουρκία είναι μία από τις έξι χώρες που κατασκευάζουν εξελιγμένα drones που ενσωματώνονται με επιτυχία στις ένοπλες δυνάμεις διαφόρων χωρών.

Ειδικά στην Ουκρανία φάνηκε ότι οι όροι διεξαγωγής ενός σύγχρονου πολέμου έχουν αλλάξει δραματικά. Εξελιγμένοι αντιαρματικοί και αντιαεροπορικοί φορητοί πύραυλοι, τους οποίους μπορούν να χειριστούν με μεγάλη αυτονομία δράσης ένας έως δύο στρατιωτικοί μπορούν να καταστρέψουν πανάκριβα μαχητικά αεροσκάφη και τεθωρακισμένα. Ένας συνδυασμός drones και αντιπλοϊκών πυραύλων στέλνει στον βυθό μεγάλα πολεμικά σκάφη.

Επομένως, πέρα από τις διπλωματικές κινήσεις, έχουμε σοβαρό πρόβλημα στον στρατιωτικό ανταγωνισμό με την Τουρκία. Στερούμαστε σοβαρής πολεμικής βιομηχανίας και δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να αποκτήσουμε. Το αμυντικό μας δόγμα και τα οπλικά συστήματα μοιάζουν ξεπερασμένα από τις εξελίξεις. Είναι πολύ πιθανόν να δαπανάμε τεράστια ποσά χωρίς να εξασφαλίζουμε τη δύναμη αποτροπής που χρειαζόμαστε σε έναν σύγχρονο πόλεμο.

Τέλος, δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να ακολουθήσουμε την Τουρκία σε έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών. Η Τουρκία, που μπορεί να μην αποκτήσει εξαιτίας των λαθών του Ερντογάν τα μαχητικά αεροσκάφη 5ης γενιάς F-35 αλλά μπορεί να δαπανήσει πολλά περισσότερα από εμάς για αμερικανικά F-16, γερμανικά υποβρύχια σαν κι αυτά που έχουμε προμηθευτεί κι εμείς, ή άλλα οπλικά συστήματα.

Επομένως, η κριτική στον Μητσοτάκη και στις επιλογές του - οι οποίες είναι αναγκαστικά αρκετά περιορισμένες - στηρίζεται σε μια βαθύτερη ανησυχία ότι χάνουμε συνεχώς έδαφος σε κρίσιμους τομείς σε σχέση με την Τουρκία και πως δεν μπορούμε να στηρίξουμε οικονομικά ενδεχόμενη κλιμάκωση του ανταγωνισμού στα εξοπλιστικά προγράμματα.