Η πτώση της ευρωαριστεράς δυσκολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ - Free Sunday
Η πτώση της ευρωαριστεράς δυσκολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ

Η πτώση της ευρωαριστεράς δυσκολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ

Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρονται για τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, θεωρώντας ότι οι εταιρείες που κάνουν έρευνες της κοινής γνώμης μπορεί να ανεβάζουν τα ποσοστά της ΝΔ και να ρίχνουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας της εξάρτησής τους από άμεση ή έμμεση κρατική χρηματοδότηση.

Υπάρχουν όμως σοβαρότερα προβλήματα για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Διάφορες πλευρές του κυβερνητικού του παρελθόντος περιορίζουν την αξιοπιστία του, ενώ αρκετά από τα ηγετικά του στελέχη δυσκολεύονται να περάσουν το μήνυμα, όποιο και να είναι αυτό. Η δημόσια εικόνα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρα, υστερεί εντυπωσιακά της δημόσιας εικόνας του πρωθυπουργού, κ. Μητσοτάκη.

Η διψήφια δημοσκοπική διαφορά υπέρ της ΝΔ και σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει παγιωμένη. Επιπλέον, φτάνουμε σιγά-σιγά στο τέλος της περιόδου της πανδημίας και αρχίζει –με τα γνωστά προβλήματα– η ανάκαμψη της οικονομίας.

Τα ζητήματα της ανάκαμψης, των επενδύσεων και της οικονομικής προοπτικής είναι αυτά στα οποία οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τον κ. Μητσοτάκη και έχουν τις μεγαλύτερες επιφυλάξεις έναντι του κ. Τσίπρα, λόγω της κρίσης του 2015.

Η ευρωπαϊκή διάσταση

Οι δημοσκοπικές, πολιτικές δυσκολίες του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλονται μόνο στις εσωτερικές εξελίξεις, αλλά και στην αλλαγή του ευρωπαϊκού πολιτικού πλαισίου σε βάρος της Αριστεράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάσταση για τα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς είναι καλή. Τα προβλήματα όμως που αντιμετωπίζουν είναι πολύ μικρότερα από αυτά που δοκιμάζουν την πολιτική και εκλογική αντοχή των κομμάτων της Αριστεράς σε όλη την Ε.Ε.

Οι ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 ανέδειξαν τη μεγάλη πτώση της ευρω-Αριστεράς, με νέο στοιχείο την πίεση που δέχονται από τους Πράσινους. Γι’ αυτό, άλλωστε, επαναπροσδιορίστηκε η Αριστερά σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αφαιρώντας από τον τίτλο της τη συμμαχία με Πράσινες δυνάμεις, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε ανταγωνιστικές.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρας, αναλύει σωστά τις δυσκολίες, γι’ αυτό επιδιώκει βοηθούμενος από τον επικεφαλής των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κ. Παπαδημούλη, να ελιχθεί σε ένα δύσκολο ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Κάθε τόσο επιχειρεί ανοίγματα στην κατεύθυνση των ευρωσοσιαλιστών σε αναζήτηση συμμαχιών, αλλά και για να εμποδίσει την ανάπτυξη των δυνάμεων του Κινήματος Αλλαγής σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι ευρωσοσιαλιστές έδωσαν μεγάλη σημασία στον ΣΥΡΙΖΑ για όσο διάστημα βρισκόταν στην εξουσία και προσπαθούσε να ολοκληρώσει τη φιλοευρωπαϊκή του στροφή. Ο ενθουσιασμός τους σήμερα έχει περιοριστεί εξαιτίας διαφόρων λόγων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μικρότερη πολιτική σημασία σαν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αμφισβητούσαν την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών τους έχουν αποδυναμωθεί ή έχουν προσαρμοστεί. Δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο Κίνημα Αλλαγής, που είναι πλήρες μέλος της ομάδας των Σοσιαλιστών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, απ’ ό,τι στον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι συνεργαζόμενο κόμμα.

Η αλλαγή στη στάση των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών φάνηκε και κατά την επίσημη επίσκεψη του Σοσιαλιστή πρωθυπουργού της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσεθ, στην Αθήνα. Έδωσε μεγάλη σημασία στη Φώφη Γεννηματά και απέφυγε να προβάλει την πολιτική σχέση ευρωσοσιαλιστών-ΣΥΡΙΖΑ.

Για να καλύψει την πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του προσπαθεί να ενισχύσει και την πράσινη πολιτική του διάσταση. Στην Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχει ισχυρή εκπροσώπηση των Πρασίνων, και το κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει για την περιβαλλοντική του ευαισθησία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Πράσινοι έχουν μεγάλη ιστορία, συγκεκριμένη στρατηγική και σε ορισμένες χώρες –όπως η Γερμανία– εντυπωσιακή πολιτική δυναμική.

Επομένως, τα ευρωσοσιαλιστικά και τα πράσινα ανοίγματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε αυτήν τη φάση κυρίως για εσωτερική κατανάλωση και δεν δείχνουν ιδιαίτερα αποτελεσματικά με βάση τις δημοσκοπήσεις και τη γενική πολιτική εικόνα.

Γερμανική πτώση

Οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στη Σαξονία - Άνχαλτ για την ανάδειξη της περιφερειακής Βουλής και της κυβέρνησης αποτέλεσαν πραγματικό σοκ για τη γερμανική Αριστερά. Το αποτέλεσμα προβλημάτισε και τον ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτηριστικό το ρεπορτάζ της «Αυγής» (Τρίτη 8 Ιουνίου 2021) με τίτλο «Η Γερμανία χωρίς αριστερό όραμα».

Η γερμανική Αριστερά (Die Linke) είναι ένα κόμμα που δημιουργήθηκε το 2007 μέσα από την ενοποίηση του κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS), που αναπτύχθηκε στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, κι ενός κόμματος που δημιουργήθηκε σε περιοχές της πρώην Δυτικής Γερμανίας από στελέχη της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, τα οποία αποχώρησαν από αυτό θεωρώντας ότι πραγματοποιούσε δεξιά στροφή στην πολιτική του.

Η Αριστερά έχει κοινοβουλευτική παρουσία σε δέκα από τις δεκαέξι περιφερειακές Βουλές των κρατιδίων της Γερμανίας. Περνάει το όριο του 5% που εξασφαλίζει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Είναι ισχυρότερη στα πέντε γερμανικά κρατίδια που αναλογούν σε περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Αυτό δεν είναι περίεργο, γιατί το κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους αναλυτές σαν ένα είδος συνέχειας του Κόμματος Σοσιαλιστικής Ενότητας (SED), δηλαδή του σταλινικού ΚΚ που ασκούσε την εξουσία την περίοδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Μετά από μία περίοδο σταθερότητας ή και ανόδου των εκλογικών της δυνάμεων, η Αριστερά άρχισε να καταγράφει σημαντική εκλογική πτώση, η οποία αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα στη Σαξονία - Άνχαλτ φαίνεται να επιταχύνεται.

Στις εκλογές του 2009 για την ομοσπονδιακή Βουλή, η Αριστερά κατέγραψε ένα ικανοποιητικό 11,1% αξιοποιώντας την ενοποίηση της ανατολικογερμανικής και της δυτικογερμανικής διάστασής της. Στις βουλευτικές εκλογές του 2013 υποχώρησε στο 8,2% και στις εκλογές του 2017 κέρδισε λίγο έδαφος στο 8,6%.

Η αδυναμία της άρχισε να φαίνεται πιο καθαρά στις ευρωπαϊκές εκλογές. Το 2009 το ευρωεκλογικό ποσοστό της ήταν 7,5%, το 2014 ήταν 7,4% και το 2019 υπήρξε μεγάλη πτώση-«καμπανάκι» στο 5,5%.

Η δυναμική της πτώσης φαίνεται να ενισχύεται ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2021. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν στην Αριστερά ποσοστά της τάξης του 6% ως 7%, αισθητά χαμηλότερα από το 8,6% των βουλευτικών εκλογών του 2017.

Στη Σαξονία - Άνχαλτ, ένα από τα «ανατολικά» εκλογικά προπύργιά της, η Αριστερά έχασε στις περιφερειακές εκλογές το ένα τρίτο των δυνάμεών της και περιορίστηκε σε κάτι παραπάνω από 10%.

Η σημασία μιας ήττας

Η ήττα της Αριστεράς στη Σαξονία - Άνχαλτ απέκτησε μεγαλύτερη σημασία εξαιτίας του γεγονότος ότι πρόκειται για την τελευταία περιφερειακή εκλογική αναμέτρηση πριν από τις κρίσιμες ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021.

Με τους Χριστιανοδημοκράτες να φτάνουν αρκετά αποδυναμωμένοι στο τέλος της περιόδου Μέρκελ, αποκτά σοβαρές πιθανότητες εφαρμογής το σενάριο δημιουργίας κυβέρνησης συνασπισμού που δεν θα τους περιλαμβάνει.

Στη Σαξονία - Άνχαλτ, οι Χριστιανοδημοκράτες πέτυχαν μεγάλη νίκη αξιοποιώντας τη δημοφιλία του πρωθυπουργού του κρατιδίου. Αύξησαν το ποσοστό τους κατά 6 μονάδες, στο 36%, και επικράτησαν με άνεση της σκληρής Δεξιάς έως ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, που είναι εξαιρετικά ισχυρή στις ανατολικές περιοχές της Γερμανίας. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία κατέγραψε 23%. Δεν μπόρεσε να ενισχύσει τις δυνάμεις της αξιοποιώντας τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν φροντίζει όπως πρέπει τις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και την οργανωμένη και μαζική αμφισβήτηση των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία.

Η επιτυχία στη Σαξονία - Άνχαλτ διευκολύνει τους Χριστιανοδημοκράτες στην ανασύνταξη των δυνάμεών τους ενόψει των βουλευτικών της 26ης Σεπτεμβρίου 2021. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις τους εμφανίζουν σε υποχώρηση, αλλά πρώτους με ποσοστό της τάξης του 24,5% ως 26%.

Δεύτεροι με ποσοστό 20,5% ως 22% έρχονται οι Πράσινοι, οι οποίοι για ένα διάστημα είχαν τη δημοσκοπική πρωτιά σε εθνικό επίπεδο. Στην τρίτη θέση, με περίπου σταθερό εκλογικό ποσοστό 15,5% ως 17%, είναι οι Σοσιαλδημοκράτες. Στην τέταρτη θέση, ενισχυμένοι με 12% ως 13,5%, είναι οι Φιλελεύθεροι. Πέμπτη έρχεται η σκληρή Δεξιά έως ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία με δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 11% ως 12%.

Η Αριστερά, η οποία εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις με ποσοστό 6% ως 7%, απειλείται με πλήρη περιθωριοποίηση. Οι μικρές δυνάμεις της δεν της επιτρέπουν να αποτελέσει το κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα μιας αριστερόστροφης εναλλακτικής συμμαχίας Πρασίνων, Σοσιαλδημοκρατών κι Αριστεράς.

Με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός θα αναζητηθεί σε έναν κατάλληλο συνδυασμό μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Πρασίνων, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελευθέρων.

Κανείς δεν επιθυμεί τη συνεργασία με την Εναλλακτική για τη Γερμανία, ενώ οι Πράσινοι και οι Σοσιαλδημοκράτες –οι οποίοι δεν αποκλείουν τη συνεργασία τους με την Αριστερά– δεν έχουν λόγο να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ο συνδυασμός απλής αναλογικής –που ισχύει στη Γερμανία– και πολιτικής εξασθένησης της Αριστεράς δεν τους λύνει το πρόβλημα σε περίπτωση προσπάθειας δημιουργίας αριστερόστροφου κυβερνητικού συνασπισμού.

Η γερμανική Αριστερά έχει ηγετικό ρόλο στην ευρωπαϊκή Αριστερά και η αποδυνάμωσή της επηρεάζει τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Επειδή μάλιστα συνδυάζεται με την ουσιαστική εξαφάνιση του γαλλικού ΚΚ και την πολυδιάσπαση των δυνάμεων της σοσιαλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Γαλλία, ενισχύει την εικόνα της αδυναμίας της ευρω-Αριστεράς που δικαιολογημένα ανησυχεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Τελικά δεν μπόρεσε

Το δεύτερο μήνυμα της αποδυνάμωσης της ευρω-Αριστεράς ήρθε από τις περιφερειακές εκλογές της Μαδρίτης. Οι Podemos (Μπορούμε) τελικά δεν μπόρεσαν, με αποτέλεσμα ο ιδρυτής τους, Πάμπλο Ιγκλέσιας, να εξαναγκαστεί σε παραίτηση και αποχώρηση από την πολιτική ζωή.

Οι Podemos ξεπήδησαν το 2014 μέσα από ένα κίνημα αγανακτισμένων κατά της κοινωνικής αδικίας και της διαφθοράς του συστήματος εξουσίας.

Το 2015-2016, στις βουλευτικές εκλογές πέτυχαν ποσοστά κατώτερα αλλά συγκρίσιμα με τα ποσοστά του Σοσιαλιστικού Κόμματος και προσπάθησαν να αμφισβητήσουν την ηγεμονία του στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς.

Στις διπλές εκλογές του Απριλίου και Νοεμβρίου του 2019, οι Podemos έμειναν από δυνάμεις και στρατηγική, με αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί η παραδοσιακή κυριαρχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του 2015 οι Podemos είχαν εξασφαλίσει 49 βουλευτικές έδρες επί συνόλου 350, ενώ στις εκλογές του Νοεμβρίου 2019 περιορίστηκαν στις 26.

Ο ηγέτης τους, Πάμπλο Ιγκλέσιας, έκανε διάφορους αμφιλεγόμενους χειρισμούς, όπως να αγοράσει με τη συμβία του μια πολυτελή έπαυλη για να στεγάσουν τον έρωτα και τα παιδιά τους. Όταν η επιλογή του αμφισβητήθηκε από τα στελέχη που είχε εκπαιδεύσει σε μια σκληρή φρασεολογία κατά των προνομιούχων, πραγματοποίησε εσωκομματικό δημοψήφισμα προκειμένου να εγκριθεί η αγορά της έπαυλης.

Το 2019 αποχώρησε από τους Podemos το Νο.2 του κόμματος και «εγκέφαλος» σε ό,τι αφορά τη στρατηγική του, Ινίγο Ερεχόν, δημιούργησε το δικό του μικρό κόμμα και ανέπτυξε τις δυνάμεις του κυρίως στην περιφέρεια της Μαδρίτης.

Σαν κύπελλο παρηγοριάς για τη συνεχή πολιτική πτώση των Podemos, ο Ιγκλέσιας εξασφάλισε τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση συνασπισμού με κυρίαρχο το Σοσιαλιστικό Κόμμα και πρωθυπουργό τον ηγέτη των Σοσιαλιστών, Σάντσεθ. Ο ίδιος πήρε τη θέση του β’ αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ενώ φρόντισε να υπουργοποιηθεί και η σύντροφός του.

Ο Ιγκλέσιας προσπάθησε ανεπιτυχώς να ενισχύσει την επιρροή του σε ζητήματα των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών πληροφοριών της Ισπανίας. Ο Σοσιαλιστής πρωθυπουργός όμως τον κράτησε σε απόσταση ασφαλείας, αποτρέποντας τη διείσδυση των Podemos στον σκληρό πυρήνα του κράτους.

Τον Μάρτιο του 2021, ο Ιγκλέσιας ανακοίνωσε την παραίτησή του από την κυβέρνηση και το σχέδιό του να αναδειχθεί σε περιφερειάρχη στην περιφέρεια της Μαδρίτης, συσπειρώνοντας όλες τις «προοδευτικές» δυνάμεις σε ένα «αντιφασιστικό» μέτωπο.

Η αποτυχία του ήταν εντυπωσιακή και τον οδήγησε στην παραίτηση από την ηγεσία των Podemos και στην οριστική, απ’ ό,τι φαίνεται, αποχώρηση από την πολιτική.

Οι Μαδριλένοι όχι μόνο δεν πείστηκαν από τις αντιφασιστικές του θεωρίες, αλλά ανέβασαν το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα –το οποίο ήταν στο στόχαστρο του Ιγκλέσιας– στο 44,8% και στον υπερδιπλασιασμό των εδρών του στις 65 επί συνόλου 136 στην περιφέρεια της Μαδρίτης.

Οι Podemos αύξησαν κάπως το ποσοστό τους στις περιφερειακές εκλογές της Μαδρίτης από 5,6% σε 7,2%, δεν μπόρεσαν όμως να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της περιφερειακής παράταξης που εκφράζει τις απόψεις του Ινίγο Ερεχόν, η οποία ανέβηκε από το 14,7% στο 17%.

Ο Ιγκλέσιας όχι μόνο ηττήθηκε από την κεντροδεξιά –την οποία περιέγραψε σαν «ακροδεξιά»–  αλλά απομονώθηκε και στο εσωτερικό της ευρύτερης Αριστεράς από τους εκπροσώπους του άλλοτε Νο.2 των Podemos.

Από το ΣΥΡΙΖΑ-Podemos Venceremos του 2014 περάσαμε στην αναγκαστική πρόωρη πολιτική συνταξιοδότηση του Ιγκλέσιας το 2021. Το μήνυμα για την προοπτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ στην Ε.Ε. είναι απόλυτα σαφές.

Κρίση και στο ΑΚΕΛ

Οι βουλευτικές εκλογές στην Κύπρο ήταν σχεδιασμένες από τα κόμματα της αντιπολίτευσης για να υποστεί μεγάλη ήττα ο Δημοκρατικός Συναγερμός –το κόμμα από το οποίο προέρχεται ο Πρόεδρος Αναστασιάδης– και να αποσταθεροποιηθεί πολιτικά ο ίδιος.

Της αντικυβερνητικής επίθεσης ηγήθηκε το ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού), που αποτελεί τη συνέχεια του κομμουνιστικού κινήματος της Κύπρου.

Το ΑΚΕΛ είναι εξαιρετικά σημαντικό κόμμα. Ιδρύθηκε το 1926, εξελίχθηκε σε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας της Κύπρου και έδωσε το 2008-2013 τον πρώτο κομμουνιστή ηγέτη σε κράτος-μέλος της Ε.Ε., με τον Δημήτρη Χριστόφια στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Η εκλογική στρατηγική που επέλεξε το ΑΚΕΛ δεν απέδωσε. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός παρέμεινε πρώτο κόμμα με 27,77%, χάνοντας 2,9 μονάδες υπό την πίεση της αντιπολίτευσης. Το ΑΚΕΛ όμως δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τη φθορά του Δημοκρατικού Συναγερμού για να αναδειχθεί, όπως σχεδίαζε, σε πρώτη δύναμη. Αντίθετα, υποχώρησε περισσότερο, κατά 3,3 μονάδες στο 22,34%, με αποτέλεσμα να προκληθεί κρίση ηγεσίας και παραίτηση του Άντρος Κυπριανού.

Το Δημοκρατικό Κόμμα έχασε 3,2 μονάδες και έπεσε στο 11,29%. Η πτώση του πρέπει να αποδοθεί στη διάσπασή του με την αποχώρηση της μετριοπαθούς, σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα, πτέρυγάς του και τη δημιουργία της Δημοκρατικής Παράταξης, η οποία εξασφάλισε 6,1%.

Το Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών (ΕΔΕΚ) αύξησε ελαφρά το ποσοστό του σε 6,72%. Στους κερδισμένους της εκλογικής αναμέτρησης είναι το ακροδεξιό Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο (ΕΛΑΜ) με 6,78% (+3 μονάδες) και το κόμμα Ενεργοί Πολίτες - Κίνημα Ενωμένων Κυπρίων Κυνηγών, που πήρε 3,87% ανεβάζοντας το ποσοστό του κατά τρεις μονάδες.

Το άλλοτε πανίσχυρο ΑΚΕΛ –για παράδειγμα στις βουλευτικές του 2001 είχε ποσοστό 34,7% και στις βουλευτικές του 2011 είχε ποσοστό 32,6%– δείχνει να έχει μπει σε περίοδο εκλογικής υποχώρησης για διάφορους λόγους.

Πλήρωσε τον διχασμό της βάσης του στο δημοψήφισμα με το οποίο απερρίφθη το σχέδιο Ανάν. Υπέστη μεγάλη φθορά εξαιτίας της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που ξέσπασε επί Προεδρίας Χριστόφια. Πολλά στελέχη του αφομοιώθηκαν στο σύστημα εξουσίας, με αποτέλεσμα το ΑΚΕΛ να χάσει οριστικά ένα μεγάλο μέρος της αντισυστημικής ψήφου.

Η πτωτική πορεία του ΑΚΕΛ αποτελεί και αυτή προειδοποίηση για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δυσκολεύεται να βρει τον αντιπολιτευτικό βηματισμό του. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ του 4% επιμένουν σε μια σκληρή αντισυστημική κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το πιθανότερο είναι να προκαλέσουν μεγαλύτερη πολιτική φθορά στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ απ’ ό,τι στη ΝΔ. Κι αυτό γιατί η συμπεριφορά των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ επί κυβέρνησης Τσίπρα δεν ήταν ιδιαίτερα αντισυστημική, ενώ οι περισσότεροι ψηφοφόροι του –οι οποίοι προέρχονται από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ– θεωρούν ότι επιλέγουν στον ΣΥΡΙΖΑ ένα συστημικό κόμμα.

Με τους Γερμανούς «συντρόφους» να κινδυνεύουν με πολιτική περιθωριοποίηση, τους Podemos να έχουν περάσει στη μετά Ιγκλέσιας περίοδο με μονοψήφια δημοσκοπικά ποσοστά και το ΑΚΕΛ να παραμένει ισχυρό κόμμα εξουσίας, αλλά σε φάση έντονης εκλογική υποχώρησης, το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ στερείται περισσότερο από κάθε άλλη φορά ευρωπαϊκής διάστασης.