Η Γερμανία μετά την εποχή Μέρκελ - Free Sunday
Η Γερμανία μετά την εποχή Μέρκελ
Θα εκδηλωθούν αλλαγές που έχουν ήδη ωριμάσει

Η Γερμανία μετά την εποχή Μέρκελ

Μετά από δεκαέξι χρόνια στην εξουσία, η καγκελάριος Μέρκελ πήρε την πρωτοβουλία για την πολιτική της συνταξιοδότηση και άνοιξε τον δρόμο για σημαντικές αλλαγές στη Γερμανία

Επιτεύγματα, λάθη και παραλείψεις

Οι τέσσερις τετραετίες στην καγκελαρία ανέδειξαν τη Μέρκελ στη σημαντικότερη πολιτικό της Ε.Ε. Η πορεία της χαρακτηρίζεται από μεγάλες επιτυχίες και ορισμένα λάθη και παραλείψεις.

Ξεκίνησε από την Ανατολική Γερμανία και μπόρεσε να παραμερίσει το πανίσχυρο δυτικογερμανικό κατεστημένο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, με κορυφαίους εκπροσώπους τον Κολ και τον Σόιμπλε.

Οργάνωσε με επιτυχία την παραπέρα οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Γερμανίας και την ενίσχυση της συνοχής μεταξύ των λιγότερο αναπτυγμένων ανατολικών περιοχών της χώρας και των περισσότερο αναπτυγμένων δυτικών περιοχών.

Επέτυχε την ηγεμονία της ενιαίας Γερμανίας στην Ε.Ε. και πήρε σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζω το άνοιγμα των συνόρων και της γερμανικής κοινωνίας το 2015-2016 στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, προκειμένου να αποτραπεί μία ανθρωπιστική καταστροφή. Σημαντική, επίσης, υπήρξε η υποστήριξη της Μέρκελ στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και στη χρηματοδότησή του μέσω μιας πρώτης αμοιβαιοποίησης του χρέους.

Στα αρνητικά της περιόδου Μέρκελ περιλαμβάνονται κατά την άποψή μου τα εξής:

Η αδυναμία της να ηγηθεί της ευρωπαϊκής ενοποίησης και η επιβολή κανόνων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που ενίσχυσαν την ηγεμονία της Γερμανίας αλλά προκάλεσαν σοβαρές ευρωπαϊκές δυσλειτουργίες.

Η έμμεση διευκόλυνση εκ μέρους της στη διαδικασία του Brexit, εφόσον δεν υποστήριξε την υποψηφιότητα του Τόνι Μπλερ, σημαντικότερου φιλοευρωπαίου πολιτικού του Ηνωμένου Βασιλείου, για τη θέση του πρώτου προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και προτίμησε τον Βέλγο πρώην πρωθυπουργό Βαν Ρομπούι, με χαρακτηριστικά… Σαρλ Μισέλ.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η Μέρκελ στήριξε τη δυναμική που είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό της Ευρωζώνης υπέρ του Grexit και χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση του Ολάντ και του Γιούνκερ για να αλλάξει, την τελευταία στιγμή, στάση.

Πιστή στο δόγμα ότι η Γερμανία μπορεί να είναι ταυτόχρονα οικονομικός γίγαντας και πολιτικός νάνος, προσέδωσε με την πολιτική της αυτά τα χαρακτηριστικά και στην Ε.Ε., ενισχύοντας έτσι τη διεθνοπολιτική της αδυναμία.

Τέλος, αν και η Μέρκελ μπόρεσε να προβληθεί σαν το πρότυπο του φιλελεύθερου Ευρωπαίου ηγέτη, στήριξε τον Ερντογάν και την επεκτατική του πολιτική με όλα τα μέσα, σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά και της ίδιας της Ε.Ε. Δεν υπήρχε πρόκληση του Τούρκου προέδρου την οποία να μην κάλυψε πολιτικά η καγκελάριος Μέρκελ με μία κατευναστική παρέμβαση στη βάση της θεωρίας των ίσων αποστάσεων. Επιβεβαίωσε την φιλότουρκη παράδοση της γερμανικής διπλωματίας, η οποία έχει βαθιές ρίζες στον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων σε σχέση με την αντιμετώπιση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Άλλαξε το πολιτικό τοπίο

Κατά τη διάρκεια της δεκαεξαετούς περιόδου της πολιτικής ηγεμονίας της Μέρκελ άλλαξε το πολιτικό τοπίο στη Γερμανία, γεγονός που προετοιμάζει ενδιαφέρουσες εξελίξεις για τη μετά-Μέρκελ εποχή.

Η πρώτη βασική αλλαγή έχει να κάνει με τη μείωση των ποσοστών και της απήχησης των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της Γερμανίας σε όλη της διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2017, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση και το αδελφό κόμμα της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας, είδαν το ποσοστό τους να περιορίζεται στο 32,9%. Στις εκλογές του 2013 είχαν επιτύχει ποσοστό 41,5%. Η μείωση των εκλογικών τους δυνάμεων περιόρισε τις βουλευτικές έδρες τους από 309 σε 246.

Πιο εντυπωσιακή ήταν η εκλογική πτώση του άλλοτε πανίσχυρου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Στις εκλογές του 2017 υποχώρησε στο 20,5% απ’ το 25,7% των εκλογών του 2013 και έτσι είδε τις έδρες του στην ομοσπονδιακή βουλή να περιορίζονται από 193 σε 153.

Η μεγάλη πτώση των Σοσιαλδημοκρατών το 2017 εντυπωσίασε τους αναλυτές γιατί είχαν επιστρατεύσει τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, σε μια προσπάθεια να καλύψουν την απόσταση που τους χώριζε από τους Χριστιανοδημοκράτες. Για μερικές εβδομάδες ο Σουλτς έσπαγε τα ρεκόρ δημοτικότητας για να ακολουθήσει στη συνέχεια την πτωτική πορεία του κόμματός του.

Μετά τις εκλογές του 2017 σχηματίστηκε για μία ακόμη φορά ο λεγόμενος Μεγάλος Συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών. Μόνο που με το πέρασμα του χρόνου, ο Μεγάλος Συνασπισμός που άλλοτε δέσμευε τις εξελίξεις γίνεται λιγότερο μεγάλος και με λιγότερες δυνατότητες προσδιορισμού των κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις έδιναν ποσοστά κατώτερα του 30% στους Χριστιανοδημοκράτες και λίγο μεγαλύτερα του 15% στους Σοσιαλδημοκράτες.

Τα δύο μεγάλα κόμματα υπέστησαν σημαντική φθορά κατά τη διάρκεια της περιόδου Μέρκελ η οποία, σαν πολιτικός του κέντρου, έκανε επιλογές που περιόρισαν τις μεταξύ τους διαφορές.

Η άνοδος της άκρας Δεξιάς

Η δεύτερη σημαντική αλλαγή στο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας της Μέρκελ ήταν η άνοδος της άκρας Δεξιάς.

Την άκρα Δεξιά εκφράζει το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο αναπτύχθηκε επενδύοντας στο Grexit. Οι εκπρόσωποί του υποστήριξαν την αναγκαστική αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ενώ ανέπτυξαν τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η Γερμανία θα έβγαινε κερδισμένη εάν αποχωρούσε από το ευρώ.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2013, η Εναλλακτική για τη Γερμανία λίγο έλειψε να φτάσει το όριο του 5%, το οποίο επιτρέπει την εκπροσώπηση στην ομοσπονδιακή βουλή. Τα προσφυγικά - μεταναστευτικά ρεύματα του 2015-2016 έδωσαν στην Εναλλακτική για τη Γερμανία την πολιτική ευκαιρία που δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει με το σενάριο του Grexit. Η απόφαση της Μέρκελ να ανοίξει τα σύνορα της Γερμανίας και την κοινωνία στους πρόσφυγες και τους μετανάστες προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί το ποσοστό της Εναλλακτικής για τη Γερμανία σε πάνω από 12% στις βουλευτικές εκλογές του 2017.

Η άκρα Δεξιά αναδείχθηκε σε τρίτη σημαντικότερη πολιτική δύναμη στη Γερμανία, μια χώρα με δύσκολο ιστορικό παρελθόν με τη συλλογική ενοχή του Ναζισμού και των εγκλημάτων του. Η απόφαση μάλιστα των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών να συνεργαστούν για μία ακόμη φορά στα πλαίσια του λεγόμενου Μεγάλου Συνασπισμού ανέδειξε την Εναλλακτική για τη Γερμανία σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η άνοδος των Πρασίνων

Η περίοδος Μέρκελ ολοκληρώθηκε με τη θεαματική πολιτική άνοδο των Πρασίνων. Η Γερμανία φροντίζει για ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και αποτροπής της κλιματικής αλλαγής. Δεν είναι πάντα αποτελεσματική στη μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων, πρωταγωνιστεί όμως στην αναδιάρθρωση της οικονομίας με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής.

Οι Πράσινοι έχουν παρουσία δεκαετιών στην πολιτική ζωή της Γερμανίας και παίρνουν μέρος σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε επίπεδο κρατιδίων και σε ορισμένες περιπτώσεις και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2017 οι Πράσινοι κατέγραψαν ποσοστό 8,9%. Αύξησαν οριακά τις δυνάμεις τους από το 8,5% των εκλογών του 2013 και τις έδρες τους στην ομοσπονδιακή βουλή από 63 σε 67.

Η κόπωση της εξουσίας που χαρακτηρίζει τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Χριστιανοδημοκράτες, αλλά και η ανάδειξη της πράσινης μετάβασης της οικονομίας σε Γερμανία και Ε.Ε. σε κυρίαρχο θέμα, έδωσαν στους Πράσινους τη μεγάλη πολιτική ευκαιρία. Η ανάδειξη στην ηγεσία της σαραντάχρονης Άναλένα Μπέρμποκ οδήγησε προσωρινά σε μία έκρηξη δημοτικότητας, με τα ποσοστά του κόμματος να φτάνουν στο 28% και να αφήνουν στη δεύτερη θέση τους Χριστιανοδημοκράτες.

Στη συνέχεια όμως η Μπέρμποκ άρχισε να ακολουθεί την πτωτική πορεία που διέγραψε ο Σοσιαλδημοκράτης Σουλτς στις βουλευτικές εκλογές του 2017. Από τον αρχικό ενθουσιασμό και τα δημοσκοπικά ρεκόρ στη σκληρή κριτική και στην υποχώρηση σε πιο ρεαλιστικά πολιτικά επίπεδα.

Σε διάστημα λίγων μηνών η δημοτικότητα της Μπέρμποκ περιορίστηκε ύστερα από σκληρές επικοινωνιακές, πολιτικές επιθέσεις. Ορισμένοι πρόβαλαν το γεγονός ότι δεν έχει κυβερνητική εμπειρία, άλλοι διαπίστωσαν ότι το βιογραφικό της ήταν κατάλληλα επεξεργασμένο για να δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις, διαπιστώθηκε ότι καθυστέρησε να δηλώσει στην εφορία ένα χρηματικό μπόνους που της είχε δώσει το κόμμα της. Οι πιο υπερβολικοί στην κριτική τους υποστήριξαν ότι στο βιβλίο της «Πώς να ανανεώσουμε τη χώρα μας» είχε περιλάβει ολόκληρες παραγράφους από κείμενα άλλων συγγραφέων και δημοσιεύματα στον Τύπο.

Ορισμένες από τις προτάσεις που υποστηρίζει η Μπέρμποκ ίσως εξηγούν καλύτερα την υποχώρηση των δημοσκοπικών ποσοστών της σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα. Για παράδειγμα, υποστηρίζει, για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, την απαγόρευση των πτήσεων μικρής διάρκειας ενώ τάσσεται υπέρ πρόσθετης φορολογίας 15 λεπτά το λίτρο στη βενζίνη για περιβαλλοντικούς λόγους.

Ανεξάρτητα πάντως από τις όποιες αδυναμίες, υπαρκτές ή κατασκευασμένες, της Μπέρμποκ, το γεγονός είναι ότι οι Πράσινοι μπήκαν στην τελική προεκλογική ευθεία με δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 18-20% και την εικόνα ενός κόμματος που μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις τη δεύτερη θέση.

Τους υπολογισμούς κάνουν πιο σύνθετους οι πλημμύρες που έπληξαν στα μέσα Ιουλίου 2021 τη Γερμανία, με εκατοντάδες νεκρούς και αγνοούμενους και υλικές ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων. Τα πλημμυρικά φαινόμενα αποδόθηκαν από τους περισσότερους ειδικούς στην κλιματική αλλαγή, ενώ προειδοποίησαν ότι στο μέλλον θα γίνουν πιο συχνά και έντονα.

Η βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, το κρατίδιο στο οποίο είναι πρωθυπουργός ο Άρμιν Λάσετ, υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών για το αξίωμα του καγκελαρίου, ήρθε δεύτερο μεταξύ των γερμανικών κρατιδίων σε θανάτους και καταστροφές από τη θεομηνία. Ο Λάσετ εμφανίστηκε να χαμογελά και να αστειεύεται κατά τη διάρκεια κοινής επίσκεψής του με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Σταϊνμάιερ, στην πόλη Έρθσταντ. Την ώρα που ο Σταϊνμάιερ παρηγορούσε τις οικογένειας των θυμάτων και αφού ο Λάσετ είχε χαρακτηρίσει τις πλημμύρες σε «καταστροφή του αιώνα», ο τελευταίος εμφανίστηκε με αυτό που έκριναν πολλά ΜΜΕ σαν προκλητικά χαλαρή διάθεση.

Στη Γερμανία υπάρχει παρελθόν επηρεασμού των ομοσπονδιακών εκλογών από τον τρόπο αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής. Εκτιμάται ότι ο Σοσιλαδημοκράτης καγκελάριος Σρέντερ εξασφάλισε την επανεκλογή του δίνοντας το καλό παράδειγμα με την παρουσία του στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης πλημμυρών, που συνέπεσαν και εκείνη την περίοδο με την προεκλογική αναμέτρηση.

Οι τάσεις των δημοσκοπήσεων

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη των δημοσκοπικών ποσοστών των κομμάτων κατά τη διάρκεια του προεκλογικού 2021. Παραθέτω τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων του Ινστιτούτου Forsa για να είναι όσο το δυνατόν συγκρίσιμα τα αποτελέσματα.

Η χρονιά ξεκίνησε με τους Χριστιανοδημοκράτες ισχυρούς στο 36% και τους Πράσινους να έρχονται δεύτεροι με 20%. Στην τρίτη θέση οι Σοσιαλδημοκράτες με 14% και τα άλλα κόμματα από 7% έως 8%.

Στο ξεκίνημα του 2021 οι Γερμανοί ήταν ακόμη ικανοποιημένοι με τις επιδόσεις της κυβέρνησης Μέρκελ στην αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ εμφανίζονταν πρόθυμοι να δώσουν ευκαιρίες στους Πράσινους στα πλαίσια της πράσινης μετάβασης της γερμανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Οι επόμενες δημοσκοπήσεις του Forza έδειξαν σταδιακή υποχώρηση των Χριστιανοδημοκρατών κατά τη διάρκεια τους Φεβρουαρίου και του Μαρτίου στο 27% με τους Πράσινους να ενισχύουν τη θέση τους στο 23%, τους Σοσιαλδημοκράτες να ανεβαίνουν στο 16%, την Εναλλακτική για τη Γερμανία και τους Φιλελεύθερους στο 10% και την Αριστερά στο 7%.

Στα τέλη Απριλίου, οι δημοσκοπήσεις του Forsa κατέγραψαν αποσταθεροποίηση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, εφόσον το ποσοστό του υποχώρησε στο 22% και πέρασε στη δεύτερη θέση με τους Πράσινους να ανεβαίνουν στο 28%. Η προώθηση της Μπέρμποκ στην ηγεσία των Πρασίνων και η αρχική θετική δημοσιότητα συνδυάστηκαν με τα προβλήματα επιλογής του υποψήφιου καγκελάριου του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος για να κάνουν, προσωρινά, τη μεγάλη ανατροπή.

Από τα μέσα Μαΐου μέχρι τα μέσα Ιουλίου παρατηρήθηκε ανάκαμψη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, με τα ποσοστά του να ανεβαίνουν πρώτα στο 25-26% και στη συνέχεια στο 28-30%.

Η επιλογή του Λάσετ για να διεκδικήσει εκ μέρους των Χριστιανοδημοκρατών την καγκελαρία προκάλεσε στην αρχή κάποιες αντιδράσεις εφόσον ο ανταγωνιστής του, πρωθυπουργός της Βαυαρίας Ζέντερ, θεωρείτο δημοφιλέστερος και πιο πολυσυλλεκτικός.

Στη συνέχεια, όμως, πραγματοποιήθηκε κομματική συσπείρωση γύρω από τον Λάσετ ενώ τα προβλήματα που εμφανίστηκαν γύρω από τη δημόσια εικόνα της Μπέρμποκ και κάποιες αμφιβολίες γύρω από τις επιλογές των Πρασίνων περιόρισαν τα δημοσκοπικά ποσοστά τους πρώτα στο 24% και στη συνέχεια στο 19-20%.

Οι Σοσιαλδημοκράτες παρέμειναν γύρω στο 15%, η Εναλλακτική για τη Γερμανία κινήθηκε λίγο πιο κάτω από το 10%, οι Φιλελεύθεροι ενισχύθηκαν προς το 12% και η Αριστερά έμεινε σταθερά χαμηλά στο 7%. Η πρώτη δημοσκόπηση του ινστιτούτου Forsa μετά τις πλημμύρες του Ιουλίου και το ατυχές για τον Λάσετ στιγμιότυπο έδειξε τους Χριστιανοδημοκράτες να υποχωρούν στο 28%, τους Πράσινους να μένουν στο 19%, τους Σοσιαλδημοκράτες στο 16%, τους Φιλελεύθερους στο 12%, την Εναλλακτική για τη Γερμανία στο 10% και την Αριστερά στο 7%.

Τα βασικά σενάρια

Με βάση τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί και τη δυναμική που αναπτύσσεται, τα βασικά σενάρια για την περίοδο μετά τη Μέρκελ έχουν κατά την άποψή μου τα εξής βασικά χαρακτηριστικά.

Πρώτον, οι Χριστιανοδημοκράτες χάνουν δυνάμεις σε σχέση με το παρελθόν, δύσκολα όμως θα βρεθούν εκτός κυβερνητικού συνασπισμού.

Η άνοδος των Πρασίνων δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την πτώση των Σοσιαλδημοκρατών και της Αριστεράς, επομένως δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ενός αριστερόστροφου κυβερνητικού συνασπισμού Πρασίνων - Σοσιαλδημοκρατών - Αριστεράς που θα οδηγούσε στην απομάκρυνση των Χριστιανοδημοκρατών από την εξουσία.

Δεύτερον, η άνοδος των Πρασίνων δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, φαίνεται όμως ότι θα είναι εντυπωσιακή. Έχουν πλέον δημοσκοπική εικόνα δεύτερου ισχυρότερου κόμματος και οι πιθανότητες σχηματισμού ενός κυβερνητικού συνασπισμού που θα περιλαμβάνει τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους είναι αυξημένες. Θα χρειαστεί όμως, πιθανότατα, και η συνεργασία ενός τρίτου κόμματος για να υπάρξει η αναγκαία σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη βάση της απλής αναλογικής που ισχύει στη Γερμανία.

Το τρίτο κόμμα μπορεί να είναι οι Σοσιαλδημοκράτες ή οι Φιλελεύθεροι, ανάλογα με τις συνεννοήσεις που θα γίνουν και την πολιτική κατεύθυνση του νέου συνασπισμού.

Τρίτον, το άλλο κυβερνητικό σχήμα που θα μπορούσε, θεωρητικά, να οδηγήσει στην απομάκρυνση των Χριστιανοδημοκρατών από την εξουσία δεν έχει πολλές πιθανότητες πραγματοποίησης. Οι Πράσινοι, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι δύσκολα θα φτάσουν όλοι μαζί στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ η συνεννόηση των Φιλελευθέρων, οι οποίοι κινούνται σε γενικές γραμμές στα δεξιά των Χριστιανοδημοκρατών, με τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.

Τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας

Με τη Μέρκελ η πολιτική στη Γερμανία μετατοπίστηκε προς το κέντρο. Η προσέγγιση στα μεγάλα θέματα έγινε ακόμη πιο συναινετική, στη βάση συνεχών συμβιβασμών.

Αυτή η πολιτική μέθοδος ευνοείται και από την οργάνωση του πολιτικού συστήματος στη Γερμανία. Προωθημένη αποκέντρωση με κυβερνήσεις των κρατιδίων που έχουν ευρύτατες αρμοδιότητες και ομοσπονδιακές εκλογές στη βάση της απλής αναλογικής με όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης το 5%.

Είναι τέτοια η δομή του γερμανικού πολιτικού συστήματος ώστε είναι πολύ δύσκολο να σπάσει η παράδοση της συναίνεσης και των συμβιβασμών που έχει δημιουργηθεί. Άλλωστε, η μετατόπιση των Χριστιανοδημοκρατών προς το κέντρο με πρωτοβουλία της Μέρκελ και η σχετική αποδυνάμωση των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή σε όλη της διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, προετοιμάζουν το έδαφος για ευρύτερες συνεννοήσεις και συμβιβασμούς.

Σε ό,τι μας αφορά, τα βασικά χαρακτηριστικά της γερμανικής πολιτικής μετά την περίοδο Μέρκελ θα είναι τα εξής:

Πρωταγωνιστικός ρόλος στην πράσινη μετάβαση, επιτάχυνση των εξελίξεων, με γερμανική παρέμβαση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Συνέχιση μιας παράδοσης δημοσιονομικής αυστηρότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με κάποια χαλάρωση, ανάλογα με τον ρόλο που θα διεκδικήσουν και θα εξασφαλίσουν οι Πράσινοι.

Συνέχιση της στρατηγικής «οικονομικός γίγαντας - πολιτικός νάνος» που φαίνεται να εξυπηρετεί τη Γερμανία, δημιουργώντας όμως σοβαρά προβλήματα στην Ε.Ε. εφόσον δεν προωθούνται η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, η κοινή εξωτερική πολιτική και η εγγύηση των εξωτερικών συνόρων.

Συνέχιση των ανοιγμάτων στην κατεύθυνση της Τουρκίας με τον Λάσετ να είναι κοντά στην Άγκυρα όπως η Μέρκελ και μόνο τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους να μπορούν να βάλουν όρια στην κατανόηση προς τον Ερντογάν, ανάλογα με τον κυβερνητικό τους ρόλο.