Ε.Ε. - Ελλάδα: Μεταξύ πράσινης μετάβασης και ενεργειακού κραχ - Free Sunday
Ε.Ε. - Ελλάδα: Μεταξύ πράσινης μετάβασης και ενεργειακού κραχ
Επιβάλλονται διορθωτικές παρεμβάσεις που όμως είναι δύσκολο να γίνουν

Ε.Ε. - Ελλάδα: Μεταξύ πράσινης μετάβασης και ενεργειακού κραχ

Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει μία ακόμη κρίση στην οποία φαίνεται να έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Προτού βγει από την κρίση της πανδημίας, επεξεργαστεί και εφαρμόσει ολοκληρωμένη στρατηγική για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, ενισχύσει την αμυντική της αυτονομία και προσδιορίσει τις σχέσεις της με Κίνα και Ρωσία, αρχίζει να βυθίζεται σε ενεργειακή κρίση.

Πρόκειται για την πρώτη ενεργειακή κρίση κατά την περίοδο της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης και απ’ ό,τι φαίνεται δεν θα είναι η τελευταία. Η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην ελληνική οικονομία, η οποία συνδυάζει τις διαρθρωτικές αδυναμίες με τη μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, έχω αρχίσει να ανεβάζω τους τόνους στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και στις δημόσιες παρεμβάσεις μου. Δυστυχώς όμως, οι διορθωτικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν είναι εξαιρετικά δύσκολες στον «λαβύρινθο» των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Είναι τόσο σύνθετη η διαδικασία λήψης αποφάσεων, ώστε η Ε.Ε. παραμένει –στις περισσότερες περιπτώσεις– κολλημένη στο βασικό σενάριο, ακόμα κι όταν αυτό αποδεικνύεται ότι δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι επαναλαμβάνονται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οι ίδιες συζητήσεις των τελευταίων ετών σε ένα εντελώς διαφορετικό ενεργειακό περιβάλλον. Το γεγονός ότι οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου είναι εξαπλάσιες απ’ ό,τι πριν δώδεκα μήνες, ή ότι η Κίνα στην οποία αναλογεί πάνω από το 50% της παγκόσμιας παραγωγής άνθρακα αυξάνει την εξάρτησή της από αυτόν για να καλύψει το ενεργειακό της έλλειμμα, αντιμετωπίζεται στις Βρυξέλλες σαν απλές διακυμάνσεις που δεν επηρεάζουν την ενεργειακή στρατηγική. Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί όμως να αποτελούν και προμήνυμα μιας ενεργειακής ανατροπής, που θα δοκιμάσει τις αντοχές οικονομιών όπως η ελληνική.

Το γεγονός ότι η Ε.Ε. επιμένει στο βασικό σενάριο, το οποίο αμφισβητείται έντονα από τις εξελίξεις, προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό και ενισχύει την αβεβαιότητα.

Η ενέργεια σαν χρηματιστήριο

Το βασικό πρόβλημα –κατά την άποψή μου– είναι ότι η Ε.Ε. μετέτρεψε την ενέργεια σε χρηματιστηριακό είδος. Έτσι έχει ενισχύσει τη συστημική αστάθεια και την κερδοσκοπική διάθεση των μεγάλων παικτών στον τομέα της ενέργειας σε βάρος της παραγωγής, της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και των οικονομικών των νοικοκυριών.

Ο Παντελής Κάπρος, καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ, εξηγεί το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί από τις στήλες της Καθημερινής (Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021).

Όπως επισημαίνει: «Τίθεται ένα γενικότερο ερώτημα περί δομής της ηλεκτρικής αγοράς. Είναι σωστό οι μεγάλες χρηματιστηριακές διακυμάνσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας να αντανακλώνται απευθείας στα τιμολόγια των καταναλωτών;»

Δίνει την ακόλουθη απάντηση: «Σε μια υγιή αγορά, η ημερήσια χρηματιστηριακή τιμή χρειάζεται, αλλά όμως όχι για να καλύπτει το 100% της αγοράς όπως στην Ελλάδα. Χρειάζεται μόνο για να διευθετούνται αποτελεσματικά οι ανισορροπίες παραγωγών και προμηθευτών. Ταυτόχρονα, το μεγάλο μέρος της κατανάλωσης πρέπει να βασίζεται σε προμήθεια σε σταθερές τιμές, μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων. Οι τιμές αυτές πρέπει να αντανακλούν το μακροχρόνιο μέσο κόστος της ενέργειας και να περιέχουν ασφάλιστρα κινδύνου έναντι ακραίων διακυμάνσεων των χρηματιστηριακών τιμών. Έτσι αποφεύγονται οι κρίσεις, οι καταναλωτές ξέρουν σταθερά τι θα πληρώνουν και οι παραγωγοί έχουν βεβαιότητα για τα έσοδά τους.»

Ο καθηγητής Κάπρος συνοψίζει την επιχειρηματολογία του με τον ακόλουθο τρόπο: «Το συμπέρασμα είναι ότι δεν επιτρέπεται η 100% εξάρτηση από τις χρηματιστηριακές τιμές και η αγορά ηλεκτρισμού να μην έχει την κατάλληλη οργάνωση ώστε τα τιμολόγια καταναλωτή να είναι σταθερά, μακροχρόνια και με βάση το μέσο συνολικό κόστος της ενέργειας.

Πάντως, το Μαξίμου δεν δείχνει ιδιαίτερα προβληματισμένο με τον τρόπο λειτουργίας του χρηματιστηριακού μοντέλου στην ενέργεια, ενώ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –αν κρίνουμε από τις ανακοινώσεις της Τετάρτης 13 Οκτωβρίου 2021– φαίνεται ικανοποιημένη από τη σημερινή κατάσταση. Όπως επισημαίνει: «Το σημερινό μοντέλο οριακής τιμολόγησης είναι το πιο αποτελεσματικό αλλά απαιτείται περαιτέρω ανάλυση». Στη γλώσσα των Βρυξελλών αυτό σημαίνει ότι θα συνεχιστεί η ίδια πολιτική.

Μπαίνουμε λοιπόν στην πρώτη ενεργειακή κρίση της περιόδου της πράσινης μετάβασης με ένα χρηματιστηριακό μοντέλο προσδιορισμού των τιμών, που ενισχύει την αβεβαιότητα και την κερδοσκοπία, αλλά δεν φαίνεται να αμφισβητείται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Η αύξηση του κόστους

Το χρηματιστηριακό μοντέλο δεν αμφισβητείται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμβάλλει όμως στην αύξηση του κόστους με έναν τρόπο που μπορεί να προκαλέσει λαϊκές αντιδράσεις, μέχρι και πολιτικό σεισμό.

Η Χρύσα Λιάγγου κάνει τους ακόλουθους ενδιαφέροντες υπολογισμούς στην Καθημερινή (Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021): «Η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων της χώρας (μέσης και χαμηλής τάσης) σε όλους τους κλάδους πλήρωσε για τον Σεπτέμβριο ένα επιπλέον κόστος περί τα 137 εκ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021, ως αποτέλεσμα της αύξησης της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος από τα 52,52 ευρώ/MWh τον Ιανουάριο, στα 134,73/MWh ευρώ τον Σεπτέμβριο. Για τον Οκτώβριο, με μέση χονδρεμπορική τιμή μέχρι στιγμής τα 178,73 ευρώ/MWh το επιπλέον κόστος σε σχέση με τον Ιανουάριο που θα κληθούν να πληρώσουν εκτοξεύεται στα 164,8 εκ. ευρώ. Αν οι τιμές του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου αναχθούν σε διάστημα επταμήνου, αφού τα προθεσμιακά συμβόλαια φυσικού αερίου παραμένουν σε υψηλές τιμές μέχρι και το 1ο τρίμηνο του 2022, το επιπλέον κόστος μπορεί να φτάσει στο αστρονομικό ποσό του 1 έως 1,3 δισ. ευρώ».

Χειρότερη είναι η κατάσταση –σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κ. Λιάγγου– για τα νοικοκυριά. Γράφει σχετικά στην Καθημερινή: «Για φυσικό αέριο, τα νοικοκυριά πλήρωσαν τον Ιανουάριο για κατανάλωση 15,2 MWh και τιμή στα 17,6 ευρώ (+2 ευρώ premium) περί τα 298 εκ. ευρώ. Τον Οκτώβριο με τιμή στα 67,5 ευρώ, η δαπάνη για την ίδια κατανάλωση εκτινάσσεται πάνω από το 1 δισ. ευρώ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο στο κόστος του ρεύματος όσο και του φυσικού αερίου δεν συμπεριλαμβάνονται οι ρυθμιστικές χρεώσεις (μεταφοράς, διανομής, ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ κλπ. αντίστοιχα) που αντιπροσώπευαν πριν τις μεγάλες αυξήσεις στην τιμή της κιλοβατώρας σχεδόν τα δύο τρίτα του τελικού λογαριασμού».

Τίτλος του σχετικού ρεπορτάζ της Καθημερινής: «1,3 δισεκατομμύρια επιπλέον για ρεύμα και αέριο κάθε μήνα. Σε δυσθεώρητα επίπεδα ο λογαριασμός της ενεργειακής κρίσης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις».

Η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί σε δημοσιονομικό επίπεδο για να περιορίσει το ενεργειακό σοκ για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Οι παρεμβάσεις της όμως είναι περιορισμένες σε σχέση με τις διαστάσεις του προβλήματος και απλά μεταφέρουν ένα μέρος του πρόσθετου κόστους στον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς να υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια. Το δημοσιονομικό έλλειμμα κινείται ήδη στα επίπεδα του 10% του ΑΕΠ και δεν υπάρχουν περιθώρια για νέα αύξησή του.

Είναι φανερό λοιπόν ότι χρειάζονται παρεμβάσεις κυβερνητικές και των ευρωπαϊκών θεσμών στο σύστημα που έχει δημιουργηθεί και στις βασικές στρατηγικές επιλογές.

Διαφορετικά, θα πρέπει να ελπίζουμε ότι θα μας χαμογελάσει η τύχη μετά την άνοιξη μαζί με τον Πούτιν, τον Σι Τζινπίνγκ και τους εκπροσώπους των πολυεθνικών της ενέργειας. Στην αντίθετη περίπτωση θα δούμε τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης –37% των οποίων αναλογούν στην ενεργειακή-πράσινη μετάβαση– να «καίγονται» στη φωτιά των ενεργειακών αυξήσεων.

Απολιγνιτοποίηση-εξπρές χωρίς άμυνα

Βασικές επιλογές της ενεργειακής μας στρατηγικής αμφισβητούνται υπό την πίεση της σκληρής πραγματικότητας. Αποδεικνύεται στην πράξη ότι η απολιγνιτοποίηση-εξπρές την οποία έχουμε επιλέξει, έχει τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, μεγαλώνει την εξάρτησή μας από το πανάκριβο και εισαγόμενο φυσικό αέριο και δεν φαίνεται να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Οι χώρες της Ε.Ε. που έχουν το ρεκόρ κατανάλωσης άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι η Γερμανία και η Πολωνία. Στη Γερμανία αναλογεί το 32% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και το 1,2% της παγκόσμιας κατανάλωσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την Πολωνία είναι 30% και 1,1%.

Η Γερμανία έχει θέσει σαν χρονικό όριο για την πλήρη απεξάρτησή της από τον άνθρακα το 2039 και η Πολωνία το 2048. Είναι πολύ δύσκολο να δικαιολογηθεί, σε αυτές τις συνθήκες, η ελληνική βιασύνη για την απολιγνιτοποίηση.

Υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα με την επιλογή της Ε.Ε. να πάμε, πρώτοι απ’ όλους, στην απεξάρτηση από τον άνθρακα.

Με βάση τα στοιχεία του 2019, η Νότια Αφρική στηρίζει το 90% της ηλεκτροπαραγωγής της στον άνθρακα.

Τα αντίστοιχα ποσοστά για την Ινδία είναι 72% και για την Κίνα 65%.

Ο παγκόσμιος μέσος όρος εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από τον άνθρακα είναι 37%.

Το ποσοστό για την Ιαπωνία είναι 32%, για τις ΗΠΑ 25% και για την Ε.Ε. 17%.

Θα περίμενε κανείς ότι η Ε.Ε. θα πίεζε τις άλλες χώρες να μειώσουν την εξάρτησή τους, σε ό,τι αφορά την ηλεκτροπαραγωγή, από τον άνθρακα προτού επιταχύνει τη μείωση των ήδη χαμηλών ποσοστών της.

Υποτίθεται ότι με το καλό της παράδειγμα θα επηρεάσει την ενεργειακή πολιτική άλλων χωρών κι έτσι θα φτάσουμε στην επιδιωκόμενη αποτροπή της κλιματικής αλλαγής μέσω της μείωσης των αερίων ρύπων.

Προς το παρόν, πάντως, η Κίνα η οποία είναι υπεύθυνη για πάνω από το 50% της παγκόσμιας παραγωγής άνθρακα και η Ινδία αυξάνουν την παραγωγή άνθρακα για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες.

Αξιοπερίεργη είναι και η κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα μας, όπου θεωρούμε ότι κλείνοντας τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ συμβάλλουμε στη σωτηρία του πλανήτη. Υπάρχουν άλλες 8.500 που λειτουργούν σε ολόκληρο τον κόσμο με τάση παραπέρα αύξησης, ιδιαίτερα στην Κίνα και στην Ινδία. Αρκετές λιγνιτικές μονάδες –τεχνολογίας υπαρκτού σοσιαλισμού– λειτουργούν στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων επιβαρύνοντας το περιβάλλον. Από αυτές πραγματοποιούμε συχνά ακριβές και φυσικά «βρώμικες» εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, εφόσον η απολιγνιτοποίηση-εξπρές έχει περιορίσει το παραγωγικό μας δυναμικό, γεγονός που μας υποχρεώνει να καλύπτουμε 10%-15% των αναγκών μας με εισαγωγές σε τσιμπημένες τιμές.

Η Ε.Ε. επιβάλλει με την γρήγορη απομάκρυνση από τον άνθρακα οικονομική τιμωρία στον εαυτό της ενισχύοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα των Κινέζων, οι οποίοι αυξάνουν παραγωγή και εισαγωγές ρυπαίνοντας ακόμη περισσότερο τον πλανήτη.

Τα ίδια κάνουμε κι εμείς –σε μικρότερη κλίμακα– με κερδισμένες τις ρυπογόνες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.

Τα παραπάνω δεν έχουν οικονομικό νόημα, ούτε περιβαλλοντικό. Άλλωστε, οι αέριοι ρύποι που αναλογούν στη Γερμανία είναι γύρω στο 2% των παγκοσμίων ρύπων, ενώ στην Ε.Ε. συνολικά αρκετά κάτω από το 10%.

Αν υπάρχει λογική εξήγηση στα παραπάνω, θα πρέπει –κατά την άποψή μου– να αναζητηθεί στην υιοθέτηση ενός ενεργειακού μοντέλου, που θα δώσει το πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες χώρες στον εσωτερικό οικονομικό ανταγωνισμό της Ε.Ε. ή στην υπόκλιση πολιτικών δυνάμεων στον «πράσινο» λαϊκισμό, που ενισχύεται τελευταία στην Ε.Ε.

Πανάκριβο το μεταβατικό καύσιμο

Η Ε.Ε. στηρίζει τη γρήγορη απεξάρτηση από τον άνθρακα και τη μετάβασή της στην πράσινη ενέργεια στο φυσικό αέριο. Αυτό είναι το καύσιμο της μεταβατικής περιόδου, το οποίο όμως παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες.

Πρώτον, αν και είναι φανερό ότι για τις επόμενες δεκαετίες θα στηριχθούμε περισσότερο στο φυσικό αέριο, αποκλείεται από την ευρωπαϊκή και τραπεζική χρηματοδότηση, γιατί είναι κι αυτό ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο.

Είναι προφανές όμως ότι από τη στιγμή που φεύγουμε όσο ταχύτερα γίνεται από τον άνθρακα και χρειάζεται χρόνος για τη μετάβαση στις ΑΠΕ, πρέπει να λυθεί το ζήτημα της μεταβατικής περιόδου και του μεταβατικού καυσίμου.

Δεύτερον, υπάρχουν δεύτερες σκέψεις για το πόσο καθαρό είναι το φυσικό αέριο. Η καύση του φυσικού αερίου παράγει περίπου τους μισούς αέριους ρύπους απ’ ό,τι η καύση του άνθρακα και του λιγνίτη. Όμως, η εξόρυξη του φυσικού αερίου και η μεταφορά του παράγει εκπομπές μεθανίου που θεωρείται από τους ειδικούς ακόμη πιο επικίνδυνο αέριο του θερμοκηπίου. Επομένως, λύνουμε –σε ένα βαθμό– το πρόβλημα των αερίων ρύπων για να βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγαλύτερο πρόβλημα εκπομπών μεθανίου.

Τρίτον, η Ε.Ε. δεν έλαβε υπόψη στον σχεδιασμό της τις αλλαγές στη διεθνή αγορά φυσικού αερίου. Μέχρι πριν λίγα χρόνια κυριαρχούσαν οι αγωγοί με σταθερά σημεία διοχέτευσης και παραλαβής και αρκετά σταθερές συμφωνίες. Τα τελευταία χρόνια όμως αναπτύχθηκε πολύ η αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) με τα φορτία των ειδικών πλοίων που το μεταφέρουν να διαπραγματεύονται στην αγορά spot. Επιπλέον, πολλαπλασιάστηκε η ζήτηση υγροποιημένου φυσικού αερίου από την Κίνα και άλλες δυναμικές οικονομίες της Ασίας, με αποτέλεσμα να το προμηθεύονται σε ακριβότερες τιμές απ’ ό,τι οι ευρωπαϊκές οικονομίες και να ασκούν με αυτό τον τρόπο ανοδική πίεση στις διεθνείς τιμές.

Η κατάσταση έγινε πιο σύνθετη και εξαιτίας της αντιμετώπισης της Ρωσίας από την Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου.

Η αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας από ρωσόφωνους αυτονομιστές και η ενσωμάτωση της Κριμαίας από τη Ρωσία δημιούργησαν κρίση στις σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας. Αποφασίστηκαν οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας με μεγάλο κόστος για την οικονομία της, αλλά και σοβαρή επιβάρυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Για παράδειγμα, ο ελληνικός αγροτικός τομέας στερήθηκε τη δυνατότητα να πραγματοποιεί εξαγωγές στη ρωσική αγορά.

Η αντιπαράθεση μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας δεν εμπόδισε τη Γερμανία να αυτονομηθεί στον ενεργειακό τομέα και να προχωρήσει στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 που θα καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της γερμανικής οικονομίας με ρωσικό φυσικό αέριο και θα χρηματοδοτεί πλουσιοπάροχα το καθεστώς Πούτιν, σε βάρος του οποίου εφαρμόζουμε οικονομικό εμπάργκο με σημαντικό κόστος για την οικονομία μας.

Η καγκελάριος Μέρκελ επέμενε ότι οι αποφάσεις για τον Nord Stream 2 ήταν καθαρά επιχειρηματικές, αρνούμενη την προφανή πολιτική τους διάσταση. Η Πολωνία και οι Δημοκρατίες της Βαλτικής διαμαρτυρήθηκαν έντονα εκτιμώντας ότι με τον νέο αγωγό φυσικού αερίου η Ρωσία θα χρηματοδοτήσει την επιθετική πολιτική της στην περιοχή τους. Διαμαρτυρήθηκε και η Ουκρανία, η οποία βλέπει να απαξιώνεται το δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου που τη συνέδεσε με τη Ρωσία την περίοδο του κομμουνισμού κι έτσι να χάνει τέλη διέλευσης δισεκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο.

Οι ΗΠΑ έθεσαν βέτο στην ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2 με πρωτοβουλία του προέδρου Τραμπ, αλλά ο πρόεδρος Μπάιντεν κατάργησε τις σχετικές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί ή επρόκειτο να επιβληθούν στα πλαίσια μιας ευρύτερης συνεννόησης με τη Γερμανία.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της πανδημίας, το «πάγωμα» της οικονομίας είχε προκαλέσει μεγάλη πτώση στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου και οι Ευρωπαίοι απέφευγαν να αναλάβουν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις έναντι των Ρώσων προμηθευτών, θεωρώντας ότι η αγορά ήταν στα μέτρα τους. Με τη δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο, οι Ευρωπαίοι βρέθηκαν ακάλυπτοι και ο Πούτιν –όπως ήταν αναμενόμενο– δεν έσπευσε να τους διευκολύνει αυξάνοντας τη ροή του φυσικού αερίου προς την Ε.Ε. Η Ρωσία περιορίστηκε στην αυστηρή τήρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων ενισχύοντας έτσι την αυξητική τάση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου και μεγαλώνοντας την πίεση για άμεση λειτουργία του αγωγού Nord Stream 2 και την υπογραφή μακροπρόθεσμων συμβολαίων σε υψηλές τιμές.

Το εντυπωσιακό είναι ότι από την πλευρά των Ρώσων πρωταγωνιστεί ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Σρέντερ –ανώτατο στέλεχος πλέον της Gazprom– και άλλων ρωσικών ενεργειακών κολοσσών.

Το σκληρό διεθνοπολιτικό παιγνίδι γύρω από τον Nord Stream 2 και το ρωσικό φυσικό αέριο εξελίσσεται το τελευταίο διάστημα στα μέτρα της Ρωσίας με τεράστιο κόστος για την Ε.Ε. και φυσικά την Ελλάδα. Τα προηγούμενα χρόνια οι Ευρωπαίοι είχαν στριμώξει οικονομικά τη Ρωσία και στο θέμα του φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα αυτή να στραφεί στην τεράστια κινεζική αγορά αλλά με λιγότερο ευνοϊκούς για τη ρωσική οικονομία όρους.

Οι χειρισμοί γύρω από τον αγωγό για το φυσικό αέριο αναδεικνύουν και σε αυτό το ζήτημα την έλλειψη ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής. Θεωρητικά, η Ε.Ε. είναι ενωμένη στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Στην πράξη όμως, η Γερμανία –που έχει την ισχυρότερη οικονομία στην Ε.Ε.– κινείται αυτόνομα και κάνει τους δικούς της ενεργειακούς υπολογισμούς που καλύπτουν με το παραπάνω τη ζημιά της Ρωσίας από το ευρωπαϊκό οικονομικό εμπάργκο.

Υπολογισμοί χωρίς την Κίνα

Δείγμα της προχειρότητας που επικρατεί σε πολλά ζητήματα στην Ε.Ε. είναι το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους στη στρατηγική της πράσινης ενεργειακής μετάβασης τον παγκόσμιο ρόλο της Κίνας.

Προχώρησαν στη γρήγορη απεξάρτηση της Ε.Ε. από τον άνθρακα στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ η Κίνα αυξάνει την παραγωγή άνθρακα, ανοίγει νέα ανθρακωρυχεία, αυξάνει τις εισαγωγές άνθρακα –κυρίως από την Ινδονησία– και επενδύει σε νέες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες που καταναλώνουν άνθρακα.

Οι μόνες δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κινεζική ηγεσία είναι ότι θα σταματήσει να χρηματοδοτεί την κατασκευή νέων ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων που καταναλώνουν άνθρακα στο εξωτερικό και πως μέχρι το 2030 η Κίνα θα έχει φτάσει στο ανώτατο επίπεδο εκπομπών αερίων ρύπων από το οποίο στη συνέχεια θα αρχίσει να υποχωρεί.

Η ατελείωτη δίψα της κινεζικής οικονομίας για ενέργεια ενισχύει και τις ανάγκες της για υγροποιημένο φυσικό αέριο. Με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 7%-8% και με ρεκόρ εξαγωγών, η Κίνα δεν έχει πρόβλημα να πληρώνει περισσότερο για το εισαγόμενο φυσικό αέριο απ’ ό,τι οι Ευρωπαίοι προκειμένου να συντηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική της.

Τα προηγούμενα χρόνια, οι Ευρωπαίοι άσκησαν σοβαρή οικονομική πίεση στον ενεργειακό τομέα και γενικότερα σε βάρος της Ρωσίας. Κι αυτό όμως κατέληξε να εξυπηρετεί την Κίνα, εφόσον η ρωσική οικονομία αναζήτησε διέξοδο στην ανάπτυξη της συνεργασίας με τη νέα υπερδύναμη. Από τη μια, οι Ευρωπαίοι δηλώνουν σε όλους τους τόνους –ακολουθώντας τους Αμερικανούς– ότι η Κίνα αποτελεί τη νέα μεγάλη πρόκληση, ενδεχομένως και τον νέο μεγάλο κίνδυνο, και από την άλλη κάνουν ότι μπορούν για να στείλουν τη Ρωσία στην οικονομική αγκαλιά της Κίνας.

Η μεγάλη σύγχυση

Η ενεργειακή στρατηγική της Ε.Ε. αποδεικνύεται εξαιρετικά προβληματική και μη βιώσιμη αν συνεχιστούν οι αναταράξεις στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά.

Τα δικαιώματα ρύπων κοστίζουν υπερ-τριπλάσια απ’ ό,τι το 2019 εξαιτίας των υπερβολικά φιλόδοξων στόχων που έθεσε η Ε.Ε. για την πράσινη μετάβαση. Το φυσικό αέριο είναι 5-6 φορές ακριβότερο απ’ ό,τι πριν από 12 μήνες και η διεθνής τιμή του πετρελαίου βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας επταετίας.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, θεωρεί ότι οι μεγάλες δυσκολίες θα διαρκέσουν μέχρι τον Απρίλιο του 2022 και πως στη συνέχεια θα επέλθει ισορροπία στη διεθνή αγορά της ενέργειας. Υπάρχουν όμως άλλοι, οι οποίοι προβλέπουν διατήρηση των εξαιρετικά υψηλών τιμών στα καύσιμα και στην ενέργεια τουλάχιστον μέχρι το 2023, ενώ πληθαίνουν οι φωνές εκείνων που υποστηρίζουν ότι κακώς η Ε.Ε. απομακρύνεται τόσο γρήγορα από τον άνθρακα και πως εφόσον έχει επιλέξει το φυσικό αέριο σαν καύσιμο της μεταβατικής περιόδου θα πρέπει να το υποστηρίξει αντί να οργανώνει τον χρηματοδοτικό αποκλεισμό του.

Αν κρίνουμε από τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021, δεν υπάρχει σοβαρή δυνατότητα ευρωπαϊκής αντίδρασης στην ενεργειακή κρίση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιορίζεται στην αναφορά των μέτρων προσωρινής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που μπορούν να πάρουν τα κράτη-μέλη για να περιορίσουν το ενεργειακό σοκ, δίνει την έμφαση στην πράσινη μετάβαση –χωρίς όμως να εξηγεί πώς θα ξεπεράσουμε τις δοκιμασίες της μεταβατικής περιόδου– και δεσμεύεται να… μελετήσει την κατάσταση για να προτείνει κοινές δράσεις μέχρι τον Δεκέμβριο. Οι προτάσεις όμως αυτές έχουν σχέση με συντονισμό των Ευρωπαίων έναντι των προμηθευτών φυσικού αερίου, έχουν αναφερθεί και δοκιμαστεί στο παρελθόν χωρίς αποτέλεσμα.

Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να περιμένουμε ουσιαστικές και αποτελεσματικές παρεμβάσεις από τις Βρυξέλλες, ή με πρωτοβουλία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Την κατάσταση περιπλέκει η πολιτική άνοδος των Πρασίνων στη Γερμανία, οι οποίοι αναμένεται να έχουν ισχυρό ρόλο στην κυβέρνηση συνασπισμού που θα σχηματιστεί, πιθανότατα με καγκελάριο τον Σοσιαλδημοκράτη Σολτς. Ο προβληματισμός των Πρασίνων επηρεάζει άμεσα την πολιτική των Σοσιαλδημοκρατών και των Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία και «χρωματίζει» τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η ενίσχυση της επιρροής των Πρασίνων στη Γερμανία και στο σύνολο της Ε.Ε. θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την προσαρμογή της Ε.Ε. στη σύνθετη ενεργειακή πραγματικότητα και την εφαρμογή των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων.

Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μετατραπεί η πράσινη μετάβαση σε ένα ενεργειακό-οικονομικό «κραχ» που θα αφήσει την Ε.Ε. ακόμη πιο πίσω στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα και θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην Ελλάδα.