Σταυρόλεξο χωρίς λύση οι σχέσεις ΗΠΑ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ και Ρωσίας - Free Sunday
Σταυρόλεξο χωρίς λύση οι σχέσεις ΗΠΑ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ και Ρωσίας
Οι συνομιλίες περιορίζουν την ένταση και αποτρέπουν δυσάρεστες «εκπλήξεις»

Σταυρόλεξο χωρίς λύση οι σχέσεις ΗΠΑ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ και Ρωσίας

Η επιστροφή των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. σε μία περίοδο συνομιλιών με τη Ρωσία, που μπορεί να ανοίξουν τον δρόμο και σε διαπραγματεύσεις, είναι μία θετική εξέλιξη. Περιορίζει την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών και τις πιθανότητες για παρεξηγήσεις και δυσάρεστες «εκπλήξεις».

Οι συνομιλίες στη Γενεύη σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Ρωσίας, η συνεδρίαση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ και Ρωσίας στις Βρυξέλλες και οι συνεδριάσεις στο πλαίσιο του Οργανισμού Ασφαλείας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) ανέδειξαν την αναγκαιότητα της συνεργασίας σε περίοδο κατά την οποία πρέπει να ληφθούν αποφάσεις στρατηγικής σημασίας.

Οι προσδοκίες των δύο πλευρών είναι εξαιρετικά περιορισμένες σε αυτήν τη φάση. Ξεκινώντας όμως από τα διπλωματικά χαμηλά, μπορεί να δημιουργηθεί η δυναμική συνεννόησης για βελτίωση της συνεργασίας ή έστω για αποτροπή των χειρότερων.

Το ζήτημα της Ουκρανίας

Οι δύο πλευρές ξεκινούν από εντελώς διαφορετικές γεωπολιτικές αφετηρίες.

Η πλευρά των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ –και ως έναν βαθμό της Ε.Ε.– δίνει προτεραιότητα στην επιθετική πολιτική που ακολουθεί η Ρωσία έναντι της Ουκρανίας.

Αντιμέτωπη με τη φιλοευρωπαϊκή στροφή της Ουκρανίας, το 2014, η Μόσχα αντέδρασε με εξαιρετικά δυναμικό τρόπο. Προχώρησε στην προσάρτηση της Κριμαίας και ενίσχυσε τους ρωσόφωνους αυτονομιστές της βιομηχανικής περιοχής του Ντονμπάς, στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρωσία.

Με ρωσική πρωτοβουλία, η Ουκρανία ουσιαστικά κόπηκε στα τρία. Η Κριμαία προσαρτήθηκε στη Ρωσία, η ανατολική βιομηχανική περιοχή της χώρας αυτονομήθηκε και η υπόλοιπη Ουκρανία έγινε πεδίο σκληρών πολιτικών και γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων.

Η Ρωσία ακολουθεί μία μεθοδική στρατηγική αποδυνάμωσης της Ουκρανίας. Συνέδεσε μεγάλα έργα υποδομής στη χερσόνησο της Κριμαίας με τη Ρωσία, ενώ μοίρασε ήδη 600.000 ρωσικά διαβατήρια στους ρωσόφωνους αυτονομιστές του Ντονμπάς που θέλουν να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στη Ρωσία.

Αξιοποιώντας την επιρροή που έχει σε ισχυρούς ολιγάρχες της Ουκρανίας αλλά και μεταξύ των ρωσόφωνων της ανατολικής Ουκρανίας, η Μόσχα προσπαθεί να επιβάλει στην Ουκρανία δόγμα περιορισμένης κυριαρχίας.

ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ε.Ε. αντιδρούν στα σχέδια του Πούτιν, αλλά η αποφασιστικότητά τους περιορίζεται από διάφορους παράγοντες. Η Ουκρανία έχει ένα από τα πιο διεφθαρμένα καθεστώτα, με τους ολιγάρχες να λεηλατούν την οικονομία και να ειδικεύονται στο διπλό και στο τριπλό παιχνίδι.

ΗΠΑ και Ε.Ε. διαφωνούν συχνά στην αξιολόγηση της ρωσικής απειλής και στον τρόπο αντίδρασης σε αυτήν. Επιπλέον, στην Ε.Ε. των «27» δεν υπάρχει κοινή αντίληψη για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει στο ζήτημα της Ουκρανίας.

Η απειλή της περικύκλωσης

Αμερικανοί και Ευρωπαίοι προσπαθούν να επιβάλουν στη Ρωσία μια πιο εποικοδομητική προσέγγιση στο ζήτημα της Ουκρανίας, ο Πούτιν όμως αντιδρά προβάλλοντας τις δικές του στρατηγικές προτεραιότητες και εντάσσοντας το θέμα της Ουκρανίας στο ευρύτερο ζήτημα του στρατηγικού ανταγωνισμού ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε. και Ρωσίας.

Στην αντίληψη του Πούτιν, η Ρωσία απειλείται από τη στρατηγική περικύκλωσης της Δύσης. Οι ανησυχίες του είναι βάσιμες, αν κρίνουμε από το τι συνέβη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τι ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πριν από 30 χρόνια.

Η ρωσική κοινή γνώμη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε θέματα ξένων επεμβάσεων και απειλής της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό είναι λογικό σε μία χώρα στην οποία εισέβαλαν τα χιτλερικά στρατεύματα και στην οποία κρίθηκε, σε μεγάλο βαθμό, η έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τεράστιο κόστος για τον ρωσικό λαό, την οικονομία και την υποδομή της χώρας.

Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιουργήθηκαν, από τη μία στιγμή στην άλλη, δεκαπέντε ανεξάρτητα κράτη, ενώ πάνω από 25.000.000 Ρώσοι βρέθηκαν να ζουν σε ξένες χώρες, εκ των οποίων τα 8.000.000 στην Ουκρανία.

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Ρωσίας, Γιέλτσιν, και είχε σαν στόχο και την εξαφάνιση από την πολιτική ζωή του αντιπάλου του, προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης, Γκορμπατσόφ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να διατηρήσει τη μορφή που είχε, θα μπορούσε όμως η διάλυσή της να είναι οργανωμένη και να αφήσει πίσω της λιγότερες εκκρεμότητες.

Η περίοδος Γιέλτσιν ήταν περίοδος εθνικής ταπείνωσης για τη Ρωσία. Η κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία κατέρρευσε. Οι μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις μετατράπηκαν σε λεηλασία των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών από τους ολιγάρχες που ξεπήδησαν από τις δομές του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ενισχύθηκαν αυτονομιστικά κινήματα, με πιο απειλητικό αυτό που αναπτύχθηκε στην Τσετσενία. Ο Γιέλτσιν με την οικογενειοκρατία, τη φαυλότητα και τον αλκοολισμό του μετατράπηκε σε σύμβολο της εθνικής παρακμής και της διεθνούς υποβάθμισης της Ρωσίας.

Η Δύση δεν είχε στρατηγικό σχεδιασμό ποιότητας για τη μετακομμουνιστική Ρωσία. Έμεινε απόλυτα ικανοποιημένη με τη διάλυση που παρατηρήθηκε και αξιοποίησε με όποιον τρόπο μπορούσε την πτώση της Ρωσίας από το επίπεδο της υπερδύναμης.

Η παρακμιακή εποχή Γιέλτσιν προετοίμασε κατά κάποιον τρόπο την πολιτική άνοδο του Πούτιν, ενός αποφασισμένου στελέχους της κομματικής νομενκλατούρας και της KGB που έπαιξε με αποτελεσματικό τρόπο το χαρτί της εθνικής συσπείρωσης και της εκ νέου διεκδίκησης του ρωσικού μεγαλείου.

Για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, ο Πούτιν τραβάει την επιχειρηματολογία του στα άκρα. Ενώ είναι φανερό ότι οι δυτικές δυνάμεις έπρεπε να μεταχειριστούν τη μετακομμουνιστική Ρωσία με μεγαλύτερο σεβασμό στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής σταδιακής σύγκλισης, ο Πούτιν φτάνει να υποστηρίζει ότι βρίσκεται σε εξέλιξη σχέδιο στρατηγικής περικύκλωσης της Ρωσίας που μπορεί να απειλήσει την ίδια την ύπαρξή της.

Με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει, συσπειρώνει ένα μεγάλο τμήμα της ρωσικής κοινής γνώμης απέναντι στον εξωτερικό εχθρό. Έτσι, αποφεύγει να δώσει εξηγήσεις στους Ρώσους πολίτες για την οικονομική στασιμότητα και την πίεση που δέχεται το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων, για την κυριαρχία φιλικών προς αυτόν ολιγαρχών, τη διαφθορά του καθεστώτος, τις κοινωνικές ανισότητες, την έλλειψη έργων βασικής υποδομής.

Η θέση που προβάλλει η Μόσχα είναι ότι το ΝΑΤΟ και γενικότερα η Δύση πρέπει να πάνε την επιρροή τους πίσω στα όρια του 1997. Από τότε έχει μεσολαβήσει η ένταξη δεκατεσσάρων χωρών στο ΝΑΤΟ, οι έντεκα από τις οποίες είναι και μέλη της Ε.Ε. Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Σλοβενία, Κροατία, Ρουμανία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία και Αλβανία, Μαυροβούνιο και Βόρεια Μακεδονία.

Η μαξιμαλιστική θέση της Μόσχας να επιστρέψει η επιρροή της Δύσης στο 1997 είναι βέβαια εκτός πραγματικότητας. Αποσκοπεί όμως στη δέσμευση του ΝΑΤΟ για μη διεύρυνση προς την Ουκρανία και αποτροπή άλλων κινήσεων που θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ρωσική σφαίρα επιρροής, όπως θα ήταν ο εκδημοκρατισμός της Λευκορωσίας και η στροφή της προς την Ε.Ε.

Η επίσημη απάντηση του ΝΑΤΟ είναι ότι δεν διαπραγματεύεται την πολιτική ανοιχτών θυρών που εφαρμόζει και πως η Ουκρανία, όπως και άλλες κυρίαρχες χώρες που ήταν άλλοτε μέρη της Σοβιετικής Ένωσης, έχουν δικαίωμα να επιλέξουν τον δικό τους δρόμο προς το μέλλον.

Εκκρεμότητες χωρίς τέλος

Είναι χωρίς αμφιβολία μεγάλη ιστορική επιτυχία το γεγονός ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, μιας πυρηνικής υπερδύναμης, επιτεύχθηκε χωρίς αιματοχυσία. Οι εκκρεμότητες όμως που άφησε πίσω της η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, με τον τρόπο που έγινε, είναι σημαντικές και τις συναντάμε από το Καζακστάν μέχρι τη Λευκορωσία.

Στην αντίληψη του Πούτιν, εκτός από την απειλή της περικύκλωσης, υπάρχει και η συνδεδεμένη με αυτήν απειλή της αλλαγής καθεστώτος.

Σε κάθε ευκαιρία καταγγέλλει τις «πολύχρωμες επαναστάσεις» στην Ουκρανία, στο Καζακστάν, στη Λευκορωσία, σε οποιαδήποτε χώρα αποτελούσε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης και εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή η Ρωσία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η λαϊκή εξέγερση στο Καζακστάν, χώρα της κεντρικής Ασίας με πενταπλάσια έκταση από τη Γαλλία, με τεράστιο ορυκτό πλούτο, αποδόθηκε από την ηγεσία της σε ξένους πράκτορες και ισλαμιστές τρομοκράτες. Ζητήθηκε η επέμβαση των ρωσικών στρατευμάτων από τον ηγέτη του Καζακστάν, Τοκάγιεφ, στα πλαίσια του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφαλείας. Σε αυτό τον Οργανισμό, που δημιουργήθηκε το 2002, συμμετέχουν εκτός από τη Ρωσία το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν, η Αρμενία και η Λευκορωσία.

Ο Πούτιν έστειλε επίλεκτα ρωσικά στρατεύματα στο Καζακστάν, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σερντιούκοφ, με σημαντική παρουσία στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία.

Στο Καζακστάν, η ρωσική ηγεσία εφάρμοσε την ίδια μέθοδο που ακολούθησε στη Λευκορωσία. Θεώρησε ότι η λαϊκή εξέγερση κατά του Λουκασένκο μπορούσε να αποτελέσει δοκιμή για αμφισβήτηση του καθεστώτος στη Ρωσία. Κι ενώ στη Λευκορωσία υπάρχει η βάση για μια «πολύχρωμη επανάσταση» στα πρότυπα της Ουκρανίας, εφόσον οι Λευκορώσοι οραματίζονται ένα ευρωπαϊκό μέλλον, στο Καζακστάν η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Η στρατηγική επιρροή των ΗΠΑ στο Καζακστάν μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν είναι περίπου μηδενική, όπως διαχρονικά και της Ε.Ε.

Ο Πούτιν ενοχλείται από οποιαδήποτε αμφισβήτηση διεφθαρμένων καθεστώτων τύπου Λουκασένκο και Ναζαρμπάγιεφ, με το σκεπτικό ότι μπορεί να δημιουργήσει πολιτική δυναμική κατά του καθεστώτος στη Ρωσία.

Ο σημερινός ηγέτης του Καζακστάν, Τοκάγιεφ, διαδέχθηκε στην εξουσία τον Νουσουρλτάν Ναζαρμπάγιεφ, ο οποίος ήλεγξε το Καζακστάν σε όλη τη διάρκεια της μετακομμουνιστικής περιόδου, όπως άλλωστε και ο Λουκασένκο τη Λευκορωσία. Λόγοι υγείας υποχρέωσαν τον Ναζαρμπάγιεφ να μεταβιβάσει την εξουσία στον έμπιστό του Τοκάγιεφ, διατηρώντας όμως τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας υπό τον έλεγχο της πολυμελούς οικογένειάς του.

Στην αρχή, ο Τοκάγιεφ απέδωσε τις ταραχές σε «ξένους πράκτορες και ισλαμιστές τρομοκράτες». Μετά όμως την αποτελεσματική επέμβαση των ρωσικών στρατευμάτων και την αιματηρή καταστολή της λαϊκής εξέγερσης από πιστές σε αυτόν δυνάμεις, ο Τοκάγιεφ είπε την πικρή αλήθεια: «Εξαιτίας του πρώτου προέδρου, μια κάστα πολύ επικερδών εταιρειών, πολύ πλουσίων ανθρώπων, ακόμη και με διεθνή κριτήρια, εμφανίστηκε στη χώρα. Πιστεύω πως ήρθε ο καιρός να πληρώσουν αυτά που οφείλουν στον λαό του Καζακστάν». Στη συνέχεια αναφέρθηκε, για να μην υπάρξουν περιθώρια παρερμηνείας, στις κόρες, τους γαμπρούς και τα εγγόνια του Ναζαρμπάγιεφ, απόλυτου κυρίαρχου της χώρας μέχρι το 2018.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Καζακστάν, όπως και η Λευκορωσία, εφαρμόζουν μία πολιτική που στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στον εθνικισμό και στην αυτονομία της άρχουσας ελίτ από τη Μόσχα. Ο Λουκασένκο είχε οργανώσει τα δικά του οικονομικά ανοίγματα προς την Ε.Ε. σαν αντιστάθμισμα στη ρωσική επιρροή, ενώ ο Ναζαρμπάγιεφ είχε αναπτύξει και στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ, την Τουρκία και την Ιταλία και έδινε ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις με την Κίνα.

Όταν, όμως, άρχισαν να αμφισβητούνται οι δομές του καθεστώτος στη Λευκορωσία και στο Καζακστάν, το παρόμοιο καθεστώς της Ρωσίας έσπευσε να συμβάλει στη σταθεροποίηση της κατάστασης, θεωρώντας ότι μία ευρύτερη αποσταθεροποίηση τέτοιου είδους καθεστώτων απειλεί και τα δικά της συμφέροντα.

Ο κατάλογος των διαφορών

Ο Πούτιν έχει καταφέρει να αναδείξει τη Ρωσία ξανά σε σημαντική στρατιωτική δύναμη η οποία συμπεριφέρεται, λόγω του πυρηνικού οπλοστασίου της και της γεωπολιτικής της επιρροής σε χώρες που αποτελούσαν άλλοτε μέρη της Σοβιετικής Ένωσης, σαν υπερδύναμη.

Συνολικά, όμως, οι δυνατότητες της Ρωσίας είναι αρκετά περιορισμένες. Δεν έχει τις οικονομικές προϋποθέσεις για να διεκδικήσει ξανά ρόλο υπερδύναμης. Σε αντίθεση με την Κίνα, η οικονομία της δεν είναι ανταγωνιστική και η άρχουσα τάξη δεν είναι δημιουργική και αποτελεσματική.

Η ρωσική οικονομία στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον ενεργειακό πλούτο και οι ολιγάρχες που συνδέονται με το καθεστώς αποθησαυρίζουν χωρίς να είναι σε θέση να συμβάλουν στην ολόπλευρη ανάπτυξη της οικονομίας.

Παρά τις μεγάλες αδυναμίες του ρωσικού καθεστώτος, αυτό δεν πρόκειται να δεχθεί μεγάλη πίεση από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Ένας μεγάλος κατάλογος αντιθέσεων και διαφορών στέκεται εμπόδιο στην επεξεργασία και την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής στρατηγικής των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. έναντι της Ρωσίας. Επομένως, τα περί δυτικής περικύκλωσης της Ρωσίας και προσπάθειας αλλαγής του καθεστώτος έχουν μεγαλύτερη σχέση με τους φόβους και την προπαγάνδα του Πούτιν και των συνεργατών του, παρά με τη διεθνοπολιτική πραγματικότητα.

Πρώτον, δεν είναι βέβαιο ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν την ισότιμη συνεργασία με τους Ευρωπαίους έναντι της Ρωσίας. Τους «άδειασαν» με την αποχώρηση-εξπρές από το Αφγανιστάν, τους «άδειασαν» στον Ινδο-Ειρηνικό με τη συμφωνία για τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια της Αυστραλίας και δεν δείχνουν έτοιμοι να δεχθούν την ισοτιμία των Ευρωπαίων στη χάραξη και εφαρμογή κοινής στρατηγικής έναντι της Ρωσίας.

Το πιθανότερο είναι ότι θα δοθεί προτεραιότητα στην απευθείας συνεννόηση Ουάσινγκτον και Μόσχας.

Δεύτερον, οι Ευρωπαίοι διεκδικούν την ισοτιμία στα λόγια, αποφεύγουν όμως να αναλάβουν τις σχετικές υποχρεώσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σημαντικές χώρες, όπως η Γερμανία, αποφεύγουν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, όπως δεσμεύτηκαν στο ΝΑΤΟ.

Επιπλέον, η Γερμανία και η Γαλλία δεν δείχνουν τον νατοϊκό ζήλο των ΗΠΑ στο ζήτημα της Ουκρανίας. Έχουν πληρώσει ακριβά τη διαφθορά και το διπλό παιχνίδι του πολιτικού συστήματος της Ουκρανίας και των ολιγαρχών που εκτρέφει. Δεν είναι διατεθειμένες να αναλάβουν πρόσθετο ρίσκο έναντι της Ρωσίας για να προωθήσουν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Ακόμη και η ευρωπαϊκή πορεία της Ουκρανίας μοιάζει να έχει παγώσει εξαιτίας της έκτασης της διαφθοράς, ανεξάρτητα από το ποιοι βρίσκονται στην εξουσία.

Τρίτον, Γερμανία και Γαλλία δεν έχουν κοινή προσέγγιση στο ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία. Η Γαλλία επιδιώκει ένα στρατηγικό άνοιγμα έναντι της Ρωσίας, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο Πούτιν θα συμβάλει στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος. Οι Γάλλοι επηρεάζονται από τη θεώρηση του Ντε Γκολ για Ευρώπη των λαών, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.

Οι Γερμανοί είναι πιο προσεκτικοί στις πολιτικές τους θέσεις, γιατί ενδιαφέρονται περισσότερο για την αμερικανική ομπρέλα προστασίας. Είναι όμως πιο τολμηροί στις οικονομικές τους πρωτοβουλίες και στην ανάπτυξη της ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία, όπως έδειξε η ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.

Οι Ρώσοι ειδικεύονται στην αξιοποίηση των διαφορών μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων, ενώ δεν διστάζουν να αξιοποιούν πρώην πρωταγωνιστές της πολιτικής. Ο Συντηρητικός πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φιγιόν, πήγε πρόσφατα να συναντήσει τον Σοσιαλδημοκράτη πρώην καγκελάριο της Γερμανίας, Σρέντερ, και τον Συντηρητικό πρώην καγκελάριο της Αυστρίας, Σιούσελ, στα διοικητικά συμβούλια των ενεργειακών κολοσσών της Ρωσίας.

Τέταρτον, υπάρχει στο εσωτερικό της Ε.Ε. μία ομάδα χωρών –Πολωνία, Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία– που λόγω της ιστορικής εμπειρίας τους με τη Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας τάσσονται υπέρ μια αδιάλλακτης στάσης έναντι της Ρωσίας.

Απορρίπτουν οποιαδήποτε ιδέα αυτονομίας της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ σε ζητήματα άμυνας και στρατηγικής. Δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στη διατήρηση και την ενίσχυση των αμερικανικών εγγυήσεων σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας έναντι της Ρωσίας.

Οι επιλογές αυτών των τεσσάρων χωρών κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την επεξεργασία και εφαρμογή κοινής στρατηγικής. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μόσχα ανεβάζει τους τόνους της κριτικής απέναντί τους και προβάλλει απαιτήσεις σε βάρος τους, για να κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη συνεννόηση μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων.

ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ε.Ε. καλούνται να λύσουν το ρωσικό σταυρόλεξο παρά τις σημαντικές διαφορές στις προτεραιότητες, στα συμφέροντα και στην ανάλυση της κατάστασης και της προοπτικής.

Η Ρωσία είναι ξανά σημαντικός διεθνής παίκτης. Μπορεί να μην είναι υπερδύναμη τύπου Σοβιετικής Ένωσης, ΗΠΑ και Ε.Ε. όμως χρειάζονται τη συνεννόηση –αν το επιτρέψουν οι συνθήκες– και τη συνεργασία μαζί της, σε μία περίοδο κατά την οποία θεωρούν την Κίνα βασικό ανταγωνιστή και ισχυρό στρατηγικό αντίπαλο.