Η Γερμανία στην «πρέσα» Ρωσίας και Ουκρανίας - Free Sunday
Η Γερμανία στην «πρέσα» Ρωσίας και Ουκρανίας
Δέχεται σκληρή κριτική και από την Πολωνία

Η Γερμανία στην «πρέσα» Ρωσίας και Ουκρανίας

Η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, με πρωτοβουλία Πούτιν, ανατρέπει τους κανόνες της πολιτικής ζωής στη Γερμανία και της επιβάλλει να αναζητήσει έναν νέο διεθνοπολιτικό ρόλο και μία διαφορετική οικονομική στρατηγική.

Η περίοδος Μέρκελ, η οποία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη σε βάρος ζητημάτων στρατηγικής σημασίας και προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες με τον Πούτιν –όπως και με τον Ερντογάν– έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις.

Το ερώτημα είναι ποιες θα είναι οι επιλογές της χώρας με τη σημαντικότερη οικονομία στην Ε.Ε. και με την καλύτερη διακρατική διασύνδεση στον εσωτερικό της Ε.Ε.

Αυτοκριτική και κριτική

Εντύπωση προκάλεσε η είδηση του προσωρινού –κατά τα φαινόμενα– διπλωματικού αποκλεισμού του Γερμανού Προέδρου της Δημοκρατίας, Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ, από το Κίεβο.

Σύμφωνα με δηλώσεις που έκανε ο Στάινμαγιερ σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Βαρσοβία, του ζητήθηκε από την κυβέρνηση της Ουκρανίας να μην επισκεφθεί τη χώρα μαζί με τον πρόεδρο της Πολωνίας και τους πρωθυπουργούς των Δημοκρατιών της Βαλτικής, οι οποίοι έχουν σκληρή και συνεπή στάση έναντι της Ρωσίας.

Όπως είπε ο Γερμανός πρόεδρος στους δημοσιογράφους: «Ήμουν έτοιμος γι’ αυτό, αλλά προφανώς –και πρέπει να το λάβω υπ’ όψιν– αυτό δεν ήταν επιθυμητό από το Κίεβο».

Ο πρέσβης της Ουκρανίας στο Βερολίνο εξήγησε τη στάση της χώρας του στη γερμανική εφημερίδα «Tagesspiegel”, τονίζοντας: «Για τον Στάινμαγιερ, η σχέση με τη Ρωσία ήταν και παραμένει κάτι θεμελιώδες έως και ιερό, ό,τι και αν συμβαίνει. Δεν παίζει ρόλο ούτε ο πόλεμος. Έχει δημιουργήσει έναν ιστό αράχνης επαφών με τη Ρωσία εδώ και δεκαετίες».

Ασκώντας κριτική στον Στάινμαγιερ, οι Ουκρανοί προσπαθούν να τραβήξουν τη Γερμανία μακριά από τη στρατηγική που επέλεξαν επί Βίλι Μπραντ για άνοιγμα προς Ανατολάς και αλλαγές μέσα από οικονομική συνεργασία και ανθρώπινες επαφές. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε θρίαμβο και ξεπέρασε κάθε προσδοκία, εφόσον συνέβαλε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του σοβιετικού μπλοκ και οδήγησε στην αναίμακτη επανένωση της Γερμανίας.

Παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ουκρανία, αντιλαμβανόμαστε τις διαστάσεις της επιτυχίας της γερμανικής πολιτικής τάξης.

Όπως θα περίμενε κανείς, οι Γερμανοί ακολούθησαν μια παραλλαγή αυτής της στρατηγικής μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του σοβιετικού μπλοκ και μέχρι τη μεγάλης κλίμακας εισβολή ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Προηγούμενες επιθετικές κινήσεις της Ρωσίας –όπως για παράδειγμα ο πόλεμος εναντίον της Γεωργίας το 2008, που την οδήγησε στην απώλεια του 20% των εδαφών της– και η πρώτη επιθετική κίνηση κατά της Ουκρανίας το 2014 –που οδήγησε και στην ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία– δεν κρίθηκαν αρκετές για να αλλάξει η παραδοσιακή στρατηγική της Γερμανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και επιβλήθηκαν ευρωπαϊκές οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, η Γερμανία προχώρησε στην πολλαπλάσιας οικονομικής σημασίας ανάπτυξη της ενεργειακής της συνεργασίας με τη Ρωσία.

Μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, ο Στάινμαγιερ –πρώην Σοσιαλδημοκράτης υπουργός της Γερμανίας– δήλωσε μετανιωμένος για την πολυετή προσήλωση του για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, με πρώτη απ’ όλους τη Μέρκελ, υποστήριζαν ότι η κατασκευή του αγωγού ήταν ένα… ιδιωτικό επιχειρηματικό project. Η Ουκρανία, η Πολωνία, η Λετονία, η Εσθονία και η Λιθουανία επέμεναν από την πλευρά τους ότι ο αγωγός αυτός θα εξελισσόταν σε γεωστρατηγικό όπλο στα χέρια του Πούτιν και σε πραγματική απειλή γι’ αυτές.

Η γερμανική ηγεσία αναγνωρίζει τώρα το λάθος της, το οποίο διευκόλυνε την ενίσχυση του Πούτιν και την προώθηση των επιθετικών του σχεδίων. Κατά την άποψή μου, η κυβέρνηση της Ουκρανίας ξεπερνάει τα όρια στην κριτική της, γιατί εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία για τον εξοπλισμό της, την ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο και την ένταξή της στην Ε.Ε.

Η πολιτική όμως έχει διαφορετικούς κανόνες σε κάθε χώρα ξεχωριστά και είναι φανερό ότι ορισμένες επιλογές της Γερμανίας και της Ουκρανίας αποκλίνουν.

Η στροφή του Σολτς

Ο Σολτς ανήλθε στην εξουσία περισσότερο σαν συνεχιστής του έργου της Μέρκελ παρά σαν εκπρόσωπος των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι τον καταψήφισαν όταν διεκδίκησε την προεδρία του κόμματος.

Ήταν αποτελεσματικός υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος στην κυβέρνηση Μέρκελ και η απόφαση της τελευταίας να εξαντλήσει την τετραετία στέρησε τη δυνατότητα από τον αντικαταστάτη της στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος να προωθηθεί ταυτόχρονα στην καγκελαρία, σύμφωνα με την πολιτική παράδοση.

Ο Σολτς, ένας διακριτικός πολιτικός που ανέλαβε τον ρόλο του συνεχιστή του έργου της Μέρκελ, δεν δίστασε να εγκαταλείψει τη στρατηγική της, μόλις εκδηλώθηκαν οι επιθετικές διαθέσεις του Πούτιν σε βάρος της Ουκρανίας.

Ρόλο στην αλλαγή στρατηγικής έπαιξε και η νέα γενιά πολιτικών Πρασίνων και Φιλελευθέρων που συμμετέχουν στον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες, σε εξαιρετικά σημαντικές θέσεις, όπως είναι το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Οικονομίας.

Πρώτον, ο Σολτς αποφάσισε τη μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας. Δημιούργησε ένα ειδικό ταμείο της τάξης των 100 δισ. ευρώ με τη βοήθεια του οποίου οι αμυντικές δαπάνες θα ανέλθουν στο 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), σύμφωνα με τον στόχο που έχει θέσει το ΝΑΤΟ.

Επί Μέρκελ, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες κρατούσαν τις αμυντικές δαπάνες κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ, δίνοντας προτεραιότητα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στην ανάπτυξη.

Η αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι εντυπωσιακή σε σχέση με το δημοσιονομικό παρελθόν της Γερμανίας, δεν είναι βέβαιο όμως ότι καλύπτουν πλήρως τις νέες ανάγκες που δημιουργούν η επιθετική στρατηγική του Πούτιν και ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Δείγμα το νέου προσανατολισμού της Γερμανίας είναι ότι θα προμηθευτεί αμερικανικά μαχητικά 5ης γενιάς F-35. Θεωρούνται τα πιο σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη στον κόσμο και είναι ικανά να φέρουν και πυρηνικά όπλα. Ο επαναπροσανατολισμός της γερμανικής αμυντικής προσπάθειας κάνει πιο δύσκολη την ανάπτυξη του γαλλογερμανικού μαχητικού 5ης γενιάς FCAS (Future Compact Air System).

Δεύτερον, η Γερμανία συμμετέχει στην προμήθεια οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία από την Ε.Ε. Έχουν ήδη δεσμευτεί γι’ αυτόν τον σκοπό 1 δισ. ευρώ που μετατρέπονται κυρίως σε αντιαρματικά και αντιαεροπορικά κατευθυνόμενα βλήματα. Αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικά στο πεδίο της μάχης και συνέβαλαν στην αποτυχία των Ρώσων να καταλάβουν το Κίεβο.

Επισκέφθηκα, σε επίσημη αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την Εσθονία και τη Λιθουανία λίγα 24ωρα πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η στάση της Γερμανίας ήταν αντικείμενο ειρωνικών σχολίων από πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες των χωρών αυτών, εφόσον μέχρι τότε η στρατιωτική βοήθεια της Γερμανίας προς την Ουκρανία περιοριζόταν σε 5.000 κράνη και ένα νοσοκομείο εκστρατείας. Με βάση την αμυντική στρατηγική της Γερμανίας, έπρεπε να αποφεύγονται εξαγωγές οπλικών συστημάτων σε περιοχές μεγάλης έντασης ή σε εμπόλεμες χώρες. Αυτός ο κανόνας βέβαια είχε σημαντικές εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν συμπεριελάμβαναν την οικονομικά αδύναμη Ουκρανία.

Τρίτον, με πρωτοβουλία του Σολτς μπήκε οριστικά στο «ψυγείο» ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2, που θα αύξανε ακόμη περισσότερο την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία και είχε προκαλέσει έντονες διεθνοπολιτικές αντιπαραθέσεις.

Αντιμέτωπος με το σοκ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, πιεζόμενος από τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους στην κυβέρνησή του και για να ανταποκριθεί στις νέες υποχρεώσεις προς το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία, ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος πήρε σημαντικές αποφάσεις.

Διαμάχη για τα όρια

Φρόντισε όμως οι αλλαγές να είναι ελεγχόμενες για να μην υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις για την οικονομία της Γερμανίας και να περιοριστεί κάπως το διεθνοπολιτικό ρίσκο.

Ο Γερμανός καγκελάριος είπε «όχι» σε οικονομικές κυρώσεις που θα περιλάμβαναν απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Η γερμανική βιομηχανία έχει μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η κυβέρνηση Μέρκελ περιόρισε την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο σε κάτω από 15% του συνόλου, αυξάνοντας παράλληλα την ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη και σκληρό άνθρακα προς το 30% του συνόλου.

Ενδεχόμενη απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου θα οδηγούσε τη γερμανική οικονομία σε στασιμότητα ή και ύφεση και θα προκαλούσε τη δυσαρέσκεια των πολιτών λόγω πρόσθετων ανατιμήσεων.

Υπάρχει ο αντίλογος ότι όσο η Γερμανία και οι άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, εξακολουθούν να χρηματοδοτούν –μέσω των εισαγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου– την πολεμική μηχανή του Πούτιν με 800 εκατ. ευρώ ή και 1 δισ. ευρώ την ημέρα, η επιθετική στρατηγική της Ρωσίας έχει εξασφαλισμένο μέλλον και το κόστος αντιμετώπισής της θα αυξάνεται συνεχώς.

Για να προστατεύσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, η γερμανική κυβέρνηση αντιτάχθηκε στην αποβολή της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT. Όπως εξήγησε ο πρόεδρος Μπάιντεν απευθυνόμενος στα αμερικανικά ΜΜΕ, η πλήρης αποβολή της Ρωσίας από το σύστημα SWIFT δεν υποστηρίζεται από τους Ευρωπαίους συμμάχους.

Επελέγη ο αποκλεισμός από το SWIFT σημαντικών ρωσικών τραπεζών με ταυτόχρονη παραμονή σε αυτό ρωσικών τραπεζών που διεκπεραιώνουν τις πληρωμές της Γερμανίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών για τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου.

Πρόκειται για μία άσκηση οικονομικής και πολιτικής ισορροπίας στην οποία πρωταγωνιστεί η κυβέρνηση της Γερμανίας και είναι φανερό ότι περιορίζει την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία των ευρωπαϊκών οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Από τη στιγμή που στην Ε.Ε. «βολεύουμε» καταστάσεις, χάνουμε τη δυνατότητα άσκησης σοβαρής πίεσης σε ισχυρές χώρες όπως είναι η Κίνα και η Ινδία για την εφαρμογή εκ μέρους τους οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.

Ο καγκελάριος Σολτς βρίσκεται τώρα αντιμέτωπος με μια νέα πρόκληση. Η εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων επιβάλλει την άμεση ενίσχυση της Ουκρανίας με βαρύ οπλισμό, όπως τεθωρακισμένα, άρματα μάχης και συστοιχίες πυραύλων. Διαφορετικά, είναι σχεδόν απίθανο να αντέξουν τα στρατεύματα της Ουκρανίας στην πίεση που ασκούν τα ρωσικά στρατεύματα στις ανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας. Μπορεί οι Ρώσοι να έχασαν τη μάχη του Κιέβου και άλλων μεγάλων αστικών κέντρων, τώρα όμως συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους σε περιοχές που έχουν το πλεονέκτημα και ακολουθούν τακτική οδοστρωτήρα αξιοποιώντας την υπεροπλία τους σε άρματα μάχης, βαρύ πυροβολικό, πυραυλικά συστήματα και στην πολεμική αεροπορία.

Η Πράσινη υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Αναλένα Μπέρμποκ, τάχθηκε υπέρ της αποστολής βαρέως οπλισμού στην Ουκρανία, δηλώνοντας στο περιθώριο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων που πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο στις 11 Απριλίου: «Η Ουκρανία έχει ανάγκη περισσότερου στρατιωτικού υλικού, ειδικά βαρέων όπλων. Η φοβερή πραγματικότητα που αντικρίζουμε κάθε μέρα δικαιολογεί κατά απόλυτο τρόπο την προμήθεια αυτού του εξοπλισμού. Πρέπει να είμαστε ταυτόχρονα δημιουργικοί και πραγματιστές για να βοηθήσουμε την Ουκρανία το συντομότερο δυνατόν».

Ο επίσης Πράσινος υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, προετοίμασε τη χρηματοδότηση της άμεσης παράδοσης εκατό αρμάτων μάχης στην Ουκρανία.

Σε αυτές τις κινήσεις αντιτάχθηκε η Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας, Κριστίνε Λάμπρεχτ, με το σκεπτικό ότι υπάρχουν σημαντικά κενά στον βαρύ εξοπλισμό του γερμανικού στρατεύματος που δεν επιτρέπεται να μεγαλώσουν, για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Ο Σολτς παρενέβη στη διαμάχη ζητώντας να μην υπάρξει παράδοση αρμάτων μάχης και γενικότερα βαρέως οπλισμού στην Ουκρανία, μέχρις ότου ληφθούν σχετικές αποφάσεις και συντονισμός δράσης σε επίπεδο Ε.Ε. Ο προβληματισμός της υπουργού Άμυνας και του καγκελαρίου είναι βάσιμος, δεν καταργεί όμως την ανάγκη άμεσης ενίσχυσης των Ουκρανών, οι οποίοι κινδυνεύουν να αποκοπούν πλήρως από την Αζοφική Θάλασσα και τη Μαύρη Θάλασσα εξαιτίας της προέλασης των ρωσικών στρατευμάτων.

Ο ρόλος της Πολωνίας

Οι επιθετικές κινήσεις του Πούτιν ανέδειξαν τη στρατηγική σημασία της Πολωνίας. Πρόκειται για μία χώρα η οποία μετατράπηκε κατά περιόδους σε «σάντουιτς» μεταξύ Ρωσίας, Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ που οδήγησε στην κατοχή της από χιτλερικά και σοβιετικά στρατεύματα.

Η Πολωνία ηγείται σήμερα των χωρών της Ε.Ε. που υιοθετούν σκληρή γραμμή έναντι της Ρωσίας. Εκτός από αυτή, συμμετέχουν στο μέτωπο των «σκληρών» η Λιθουανία, η Εσθονία, η Λετονία, η Τσεχία και η Σλοβακία. Αποστάσεις κρατάει στο συγκεκριμένο θέμα η Ουγγαρία, η οποία συνεργάζεται με την Πολωνία στην αντιπαράθεσή τους με τις Βρυξέλλες για θέματα Κράτους Δικαίου, αλλά δίνει προτεραιότητα στη συνεννόηση με τον Πούτιν με αντάλλαγμα φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο με το οποίο διατηρούνται σταθερά τα τιμολόγια ηλεκτρικού στην Ουγγαρία.

Ακόμη και χώρες με παραδοσιακή πολιτική ουδετερότητας, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, σκληραίνουν τη στάση τους έναντι της επιθετικής Ρωσίας και είναι πιθανό να ζητήσουν να ενταχθούν στο άμεσο μέλλον στο ΝΑΤΟ για να εξασφαλίσουν την προστασία τους από τη Συμμαχία.

Η Πολωνία, το «μέτωπο των σκληρών» και η αλλαγή στάσης της Φινλανδίας και της Σουηδίας μεγαλώνουν την πίεση προς τη Γερμανία για μια πιο δυναμική αντιμετώπιση της Ρωσίας. Το διεθνοπολιτικό ρίσκο όμως είναι μεγάλο, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας το παρελθόν των συγκρούσεων Γερμανίας - Ρωσίας.

Προς το παρόν, η Πολωνία αναλαμβάνει ρόλο «πρώτης γραμμής» έναντι της Ρωσίας υποστηριζόμενη δυναμικά από τον πρόεδρο Μπάιντεν, ο οποίος την επισκέφθηκε μετά τις Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες, για να στείλει μήνυμα αποφασιστικότητας στην άλλη πλευρά.

Για τη Συντηρητική κυβέρνηση της Πολωνίας, η Γερμανία δεν αναλαμβάνει πλήρως τις ευθύνες της και εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στα οικονομικά συμφέροντά της έναντι της συλλογικής ασφάλειας. Οι Πολωνοί έπεισαν τον πρόεδρο Τραμπ να μεταφέρει αμερικανικά στρατεύματα από τη Γερμανία στα δικά της εδάφη και συνεργάζονται με τον πρόεδρο Μπάιντεν για την παραπέρα ενίσχυση της αμερικανονατοϊκής στρατιωτικής παρουσίας στην Πολωνία.

Οι Πολωνοί έχουν τη βασική ευθύνη για τη μεταφορά της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενώ υποδέχονται με υποδειγματικό τρόπο εκατομμύρια πρόσφυγες από την Ουκρανία.

Η Βαρσοβία βρίσκεται στο στόχαστρο της Μόσχας. Η ρωσική πολεμική αεροπορία βομβάρδισε, προειδοποιητικά, στρατόπεδο στην Ουκρανία κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, δηλώνει ότι κατέστρεψε πυραύλους S-300 που προσφέρθηκαν στην Ουκρανία και υπογραμμίζει ότι όσοι μεταφέρουν οπλικά συστήματα στην Ουκρανία αποτελούν νόμιμο στρατιωτικό στόχο. Η κυβέρνηση της Πολωνίας, προβάλλοντας τον ρόλο της στην αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής, ενισχύει τη θέση της χώρας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ και υποχρεώνει τις Βρυξέλλες να βάλουν σε δεύτερη μοίρα την κριτική για κυβερνητικές πρακτικές σε βάρος της ανεξαρτησίας της πολωνικής Δικαιοσύνης.

Η επόμενη μέρα

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις Γερμανίας και Πολωνίας προετοιμάζουν μια δύσκολη επόμενη μέρα για την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.

Εκτός συγκλονιστικού στρατιωτικού απροόπτου, τα ρωσικά στρατεύματα θα ελέγξουν σε διάστημα μερικών εβδομάδων ή λίγων μηνών το 80%-100% των περιοχών της ανατολικής, νοτιοανατολικής Ουκρανίας.

Μόλις επιτύχουν τον στόχο τους και θέσουν υπό τον έλεγχό τους περίπου το 20%-25% των εδαφών της Ουκρανίας, θα κηρύξουν μονομερή κατάπαυση του πυρός.

Σε αυτό το κομβικό σημείο θα εκδηλωθεί –πιθανότατα– η αντίθεση μεταξύ της Γερμανίας, η οποία θα επιδιώξει κάποιου είδους ειρήνευση και της Πολωνίας και των άλλων «σκληρών» της Ε.Ε. που θα υποστηρίξουν την Ουκρανία για να συνεχίσει τον αγώνα.

Θα προκληθούν μεγάλες εντάσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε., με ορισμένους να καταγγέλλουν τη Γερμανία για πολιτική τύπου Μονάχου (1938) σε βάρος της Ουκρανίας και το Βερολίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να προειδοποιούν για τους κινδύνους από τη συνέχιση ενός ευρωπαϊκού πολέμου.

Από την πλευρά της, η Μόσχα θα απαιτήσει στα πλαίσια του «πακέτου» της προσωρινής κατά πάσα πιθανότητα ειρήνευσης, την κατάργηση όλων των οικονομικών κυρώσεων προκαλώντας νέες δυσκολίες συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Ε.Ε. αλλά και στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Η επιθετική κίνηση του Πούτιν σε βάρος της Ουκρανίας ακύρωσε τη «μερκελική» στρατηγική της Γερμανίας και της επιβάλλει την αναζήτηση ενός νέου διεθνοπολιτικού ρόλου σε εξαιρετικά σύνθετες συνθήκες με υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο.