Άξιοι και ανάξιοι - Free Sunday
Άξιοι και ανάξιοι

Άξιοι και ανάξιοι

Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ πριν από λίγους μήνες επανέφερε στην επιφάνεια της δημόσιας συζήτησης το ζήτημα της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα, καθώς ο νέος αρχηγός είχε ταυτίσει την κυβερνητική του θητεία με την παρουσία του στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης. 

Υπογραμμίζοντας την επιμονή του είτε στις απολύσεις ορισμένων κατηγοριών υπαλλήλων είτε στην εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, εχθροί και φίλοι, αντιστοίχως, του κ. Μητσοτάκη έστρεψαν την προσοχή της κοινής γνώμης στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. 

Το στενό, και συχνά παρωχημένο, θεσμικό πλαίσιο, οι μειωμένοι προϋπολογισμοί, η εξάρτηση από την πολιτική ηγεσία, έρχονται να προστεθούν στον θεωρούμενο ως βασικό παράγοντα ερμηνείας της αναποτελεσματικότητας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης: τη λεγόμενη «δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία». Είναι όμως στ’ αλήθεια δικαιολογημένη η ευρύτατα αποδεκτή άποψη ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ανταποκρίνονται στον ρόλο τους;

Η εμπειρία της δημόσιας εκπαίδευσης, είτε ως εκπαιδευόμενος είτε ως γονέας μαθητών, παρέχει μια πρώτης τάξης ευκαιρία βιωματικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, καθώς η συχνότητα και η ένταση της επαφής με υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, τους εκπαιδευτικούς, επιτρέπει τη λεπτομερή σκιαγράφηση της συμπεριφοράς τους και τελικά της αποδοτικότητάς τους. 

Τα τελευταία χρόνια, ως γονέας μαθητή δημοτικού, επιβεβαίωσα την προφανή ετερογένεια ως προς τον βαθμό ανταποκρισιμότητας στα καθήκοντά τους του κλάδου των εκπαιδευτικών. Στο διάβα των έξι ετών του δημοτικού του γιου μου, γνώρισα, ως γονέας, τη Μ., μία γυναίκα που είχε την πλήρη ακτινογραφία της προσωπικότητας των μαθητών της από τον πρώτο μήνα, υποδεχόταν τα παιδιά στην αυλή κάθε πρωί, έμενε τελευταία να συζητά με τους γονείς κατά τις ημέρες ενημέρωσης, όταν τα φώτα των υπόλοιπων αιθουσών είχαν σβήσει, ενθάρρυνε, συμβούλευε, αγκάλιαζε.

Γνώρισα επίσης τη Β., μία γυναίκα που δεν επιδίωξε ποτέ να γνωρίσει ουσιαστικά τους μαθητές της, μετέθετε μέρος της γνωστικής διαδικασίας στους γονείς των μαθητών, απουσίαζε από την τάξη προφασιζόμενη έκτακτα καθήκοντα, ερχόταν σε αντιπαράθεση με παιδιά και γονείς, αποθάρρυνε, απωθούσε. Σήμερα, το άκουσμα του ονόματος της πρώτης φέρνει στα παιδιά νοσταλγία και μία πληροφορία ή έναν κανόνα, ενώ η αναφορά στο όνομα της δεύτερης επαναφέρει έναν εκνευρισμό ή τη διαπίστωση ενός γνωστικού κενού.


Προφανώς, η παραπάνω συνθήκη είναι συνήθης: όλοι οι επαγγελματίες δεν είναι ίδιοι και κάποιοι είναι εμφανώς καλύτεροι από τους άλλους. Ο νόμος της τυχαιότητας βεβαιώνει ότι καθένας μας θα κληθεί να συνεργαστεί με δημοσίους υπαλλήλους της μίας και της άλλης κατηγορίας. Όμως η μικρή συνέχεια της παραπάνω ιστορίας αναδεικνύει μία παράμετρο που δύναται να προβλεφθεί. Έναν χρόνο μετά τη συνεργασία μας ως γονέων με τη Μ., έκρινα ότι η γυναίκα αυτή πρέπει να επιβραβευτεί για τη δουλειά της και για τον λόγο αυτό έστειλα σχετική επιστολή, περιγράφοντας εκτενώς τη δουλειά της και την εμπειρία μου στην αρμόδια αρχή. 

Δεν έλαβα ποτέ κάποια απάντηση, ούτε η εκπαιδευτικός ενημερώθηκε από την αρχή για την κίνηση αυτή. Έναν χρόνο μετά την απογοητευτική εμπειρία παιδιών και γονέων από τη Β., πληροφορήθηκα ότι η γυναίκα αυτή τοποθετήθηκε, κατόπιν κρίσης, σε θέση διευθύντριας. Φοβάμαι ότι κάτι δεν γίνεται σωστά εδώ. Η επιβράβευση δεν μπορεί να ακολουθεί τον νόμο της τυχαιότητας και η δημιουργία ενός ορθολογικού μηχανισμού αξιολόγησης των εργαζομένων είναι ευθύνη μιας δημοκρατικής πολιτείας.

Είναι αλήθεια πως στον βωμό της ισότητας η επιβράβευση των αρίστων συχνά θυσιάζεται, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ανατρέπεται σε όφελος των μετρίων. Η «μετριοκρατία» όμως είναι εκείνη που εκτρέφει την αναποτελεσματικότητα στην εργασία και τελικά, στην περίπτωση του ελληνικού δημόσιου τομέα, συντηρεί την εικόνα του αργόμισθου δημοσίου υπαλλήλου.

Και είναι μεγάλο κρίμα να προσδίδεται μια τέτοια ιδιότητα στη Μ. και σε χιλιάδες άλλους εργαζόμενους στο Δημόσιο. Η πολιτική ηγεσία έχει την υποχρέωση να διαφυλάξει την τιμή των ανθρώπων αυτών επενδύοντας στην αριστεία. Στην εκπλήρωση τούτης της υποχρέωσής της, η καθιέρωση ενός μηχανισμού επιβράβευσης είναι μάλλον το εύκολο βήμα. Το δυσκολότερο είναι να κατανοήσει ότι ο εξισωτισμός δημιουργεί τελικά ανισότητες.