Μια ελληνική δίκη μέσα από τα μάτια ενός ξένου - Free Sunday
Μια ελληνική δίκη μέσα από τα μάτια ενός ξένου

Μια ελληνική δίκη μέσα από τα μάτια ενός ξένου

Προσφάτως ένα ταξίδι σε μεγάλη πόλη της περιφέρειας για ένα ακροατήριο δικαστηρίου λειτούργησε ως αφετηρία μιας ακόμη ημέρας προβληματισμού για την απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας. 

Από την αρχή σκεπτόμουν ότι η διαδρομή με τον εντολέα από μια σκανδιναβική χώρα από το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» μέχρι τον προορισμό μας θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δούμε πώς φαίνεται απέξω η Ελλάδα, πέρα από την τουριστική της εικόνα.

Ο περιοδικός σχολιασμός για λεπτομέρειες της διαδρομής επανέφερε τη συζήτηση στην καλή και σταθερή ποιότητα του αυτοκινητοδρόμου και στη μοναδική και εναλλασσόμενη ομορφιά του ρουμελιώτικου τοπίου. 

Πλησιάζοντας στον προορισμό μας, η κουβέντα πύκνωνε ολοένα γύρω από τον λόγο για τον οποίο γινόταν το ταξίδι. Το ακροατήριο αφορούσε θανατηφόρο ατύχημα που συνέβη στον νησιωτικό επαρχιακό δρόμο. Μια ακούσια σύγκρουση ενοικιασμένου αυτοκινήτου με μοτοσικλέτα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής ενός αλλοδαπού μετανάστη. Ο άτυχος νεαρός δεν είχε έγκυρο δίπλωμα και δεν έφερε κράνος, δυστυχώς, όπως συμβαίνει με αρκετούς μοτοσικλετιστές στη χώρα μας. Η τόσο ετεροβαρής σχέση των εμπλεκομένων ήταν έτσι κι αλλιώς εκκωφαντική.

Ο εντολέας είχε ακούσει τόσα και τόσα για το σύστημα δικαιοσύνης της χώρας μας, τα περισσότερα από αυτά πολύ αρνητικά, γεγονός που επέτεινε το άγχος του για τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της δίκης. Ωστόσο, απέφευγε να εκφράζει την αβεβαιότητά του αυτήν, αν και προσπαθούσε να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε εκ των προτέρων, σαν να αισθανόταν ότι η δίκη δεν θα γίνει κατά τις διατάξεις κάποιου κώδικα δικονομίας αλλά κατά τον εθιμικό βηματισμό μιας βαλκανικής χώρας.

Η άφιξή μας στο εξαιρετικής αισθητικής διατηρητέο κτίριο που, ως συνήθως, συντηρείται πρόχειρα βρήκε τον κατηγορούμενο με ένα μείγμα συστολής, σεβασμού, αλλά και τρόμου. Καθίσαμε στον χώρο του ακροατηρίου, προκειμένου ο εντολέας να εγκλιματιστεί στην αίθουσα όπου θα έμενε ως νωρίς το απόγευμα. Παρατήρησε τα περίτεχνα σκαλιστά ξύλινα έδρανα των δικηγόρων και την υπερυψωμένη έδρα. Μου ανέφερε με έμφαση την κυρίαρχη παρουσία των γυναικών στο σώμα των δικαστών. 

Επίσης εντυπωσιάστηκε από το επιμελημένο ντύσιμο των δικηγόρων, χαρακτηρίζοντάς τους «fashion-conscious». Το βλέμμα του στάθηκε στην τεράστια, δυτικής τεχνοτροπίας εικόνα του Ιησού, έκκεντρα κρεμασμένη πάνω από τα κεφάλια των δικαστών. «Μα ο θανών και οι μάρτυρες που προτείνει είναι όλοι μουσουλμάνοι» διαμαρτυρήθηκε. Η απάντηση στη διαμαρτυρία ήρθε από μόνη της, με τη σταθερή ερώτηση της προέδρου του δικαστηρίου προς κάθε μάρτυρα αν επιθυμεί θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο και την αντικατάσταση του Ευαγγελίου από το Κοράνι κατά περίπτωση.

Έδειξε σοκαρισμένος από την προσέλευση πάνω από δέκα συγγενών του θανόντος στις θέσεις του ακροατηρίου. Αρνήθηκε διαρρήδην όμως την παραίνεση να χαιρετήσει σεμνά τη μαυροφορεμένη μητέρα του. Στη χώρα του, λέει, σε τέτοιες υποθέσεις οι διάδικοι και οι συγγενείς τους δεν έχουν καμία επικοινωνία και τα πάντα διαμείβονται αποκλειστικά μεταξύ των δικηγόρων τους.

Η δίκη ξεκίνησε και το δικαστήριο διόρισε διερμηνέα, ρωτώντας τον εντολέα αν επιθυμεί διερμηνεία στη γλώσσα του ή στην αγγλική, γεγονός που του φάνηκε εντυπωσιακό σε μια χώρα σε οξύτατη οικονομική κρίση εδώ και χρόνια. 

Η πρόεδρος, που τα πηγαδάκια των τοπικών δικηγόρων ανέφεραν ότι ως πρόσφατα υπήρξε επιτυχημένη δικηγόρος, έδειχνε να χειρίζεται την ποινική δικονομία με απίστευτη άνεση. Διέκοπτε τους μάρτυρες που ταυτολογούσαν, πειθαρχούσε τους βερμπαλισμούς των δικηγόρων, επεβλήθη τουλάχιστον δύο φορές σε απόπειρες φραστικών επεισοδίων από την οικογένεια του θανόντος. Τηρούσε στάση ίση απέναντι σε όλους τους εμπλεκόμενους καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, όπου εξέτασε επτά (!) μάρτυρες. Έκανε υποδείξεις στον διερμηνέα να μη διακόπτει τη μετάφραση και με νεύματα κατηύθυνε τους αστυνομικούς για την τήρηση της ησυχίας στη δικαστική αίθουσα. 

Στάθηκε σιωπηλή και ελαφρώς αμήχανη, όπως άλλωστε όλοι στη δικαστική αίθουσα, στην απολογία του ηλικιωμένου κατηγορουμένου, που εμφανίστηκε με κοστούμι, τρεμάμενα χέρια και βουρκωμένο βλέμμα. Με παραδειγματικό σκανδιναβικό αυτοέλεγχο ανέφερε ότι βρίσκεται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο από σεβασμό στην αλήθεια, στο δικαστήριο, στη μνήμη του θανόντος και κυρίως στη χώρα που επισκέπτεται ως τουρίστας και θαυμάζει από παιδί.

Κατέληξε, ωστόσο, λιτά ότι δεν αποδέχεται καμία συνυπευθυνότητά του για την πρόκληση του δυστυχήματος, αλλά συντρίβεται ακόμη με την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής. Το δικαστήριο, αφού άκουσε τη συγκροτημένη και προσεγμένη στη λεπτομέρεια αγόρευση του ως τότε σιωπηλού νεαρού εισαγγελέα και των συνηγόρων, αποφάσισε με σχετική επιείκεια την ενοχή του κατηγορουμένου. 

Στον δρόμο της επιστροφής ο εντολέας, εμφανώς ανακουφισμένος, σχολίασε μόνο «τώρα καταλαβαίνω καλά γιατί σε αυτή τη χώρα όλοι προσφεύγουν συχνά στα δικαστήρια».