Γιατί ο Μπαράκ Ομπάμα συμπεριφέρεται σαν σταρ του Χόλιγουντ; - Free Sunday
Γιατί ο Μπαράκ Ομπάμα συμπεριφέρεται σαν σταρ του Χόλιγουντ;

Γιατί ο Μπαράκ Ομπάμα συμπεριφέρεται σαν σταρ του Χόλιγουντ;

Τον όρο εισήγαγε στο αμερικανικό πολιτικό λεξιλόγιο ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν, προσπαθώντας να περιγράψει εκείνο τον γερουσιαστή ή εκπρόσωπο που δεν φαίνεται να έχει πιθανότητες επανεκλογής. «Lame duck» φέρεται να είπε ο Λίνκολν, όπως λέμε εμείς «κουτσό άλογο».

Πλέον χρησιμοποιείται και για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ το διάστημα μεταξύ της ημέρας των εκλογών και της ορκωμοσίας του διαδόχου του. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ο απερχόμενος Πρόεδρος μεταβαίνει σε περίοδο «αχρηστίας» καθ’ όλη τη διάρκεια του τελευταίου έτους του. Είναι το διάστημα εκείνο που ο απερχόμενος επιμελείται το προφίλ του, φροντίζει για την υστεροφημία του, ασχολείται με την παρακαταθήκη του. Δεν συγκρούεται, δεν νομοθετεί, δεν διοικεί, ταξιδεύει. Ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ένα καλό παράδειγμα.

Το 2016 θυμίζει περισσότερο χολιγουντιανό σταρ παρά εν ενεργεία πολιτικό. Το Reuters στην αρχή της χρονιάς τού αφιέρωσε ένα δημοσίευμα με τίτλο «Προσπαθώντας να παραμείνει απαραίτητος». Δεν είχε άδικο. Με τη μονομαχία Τραμπ-Κλίντον να κυριαρχεί, ο Πρόεδρος Ομπάμα λίγα θέματα απ’ όσα είχε στο τραπέζι του ακούμπησε. Η καυτή πατάτα στον επόμενο.

Ο ίδιος, συνεντεύξεις, εμφανίσεις σε χιουμοριστικά talk shows, φωτογραφίσεις. Εκείνος και η Μισέλ χρησιμοποιούν τη λάμψη τους σε μια γκλιτεράτη καμπάνια υστεροφημίας. Σύμφωνα με το περιοδικό «Politico», το επιτελείο του δουλεύει πάνω σε μια σειρά οδηγιών με τίτλο εργασίας «Όσα σημαντικά έγιναν την τελευταία τετραετία». Μια ωραιοποιημένη επανάληψη της τελευταίας θητείας του, όχι εν είδει απολογισμού, αλλά λογοκριμένης παρακαταθήκης.

Στο προσκήνιο, λοιπόν, η συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά, η αποκατάσταση της επικοινωνίας με την Κούβα, το νομοσχέδιο για την υγεία Obamacare, οι συμφωνίες για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή.

Δεν είναι ο μόνος και σίγουρα δεν θα είναι ο τελευταίος. Είναι πολιτική παράδοση στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Και αν οι συγκυρίες το επιτρέπουν, τόσο το καλύτερο.

Όπως στην περίπτωση του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Η δεύτερη και τελευταία τετραετία του συνέπεσε με την αρχή του τέλους της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά από δύο δύσκολα χρόνια εντάσεων στο Ιράν και στη Νικαράγουα, υπέγραψε, στην Ουάσινγκτον, με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συνθήκη για τον περιορισμό των πυρηνικών εξοπλισμών, που στην ουσία τερμάτιζε τον Ψυχρό Πόλεμο. Ήταν η πρώτη συνθήκη που προέβλεπε όχι απλώς περιορισμό αλλά και καταστροφή πυρηνικών κεφαλών. Πολλοί Αμερικανοί πολίτες, αλλά και διεθνείς αναλυτές, κρατάνε αυτή την πράγματι πολύ σημαντική συμφωνία, ξεχνώντας τα «Ριγκανόμικς» (λογοπαίγνιο για τις ακραία νεοφιλελεύθερες οικονομικές αντιλήψεις της κυβέρνησης Ρέιγκαν), που αποδείχθηκαν καταστροφή για την αμερικανική εργατική τάξη (η αξία των μισθών είχε καταβαραθρωθεί και η φτώχεια είχε αυξηθεί κατά 20%).

O Μπιλ Κλίντον ακολούθησε τη συνταγή. Προσπάθησε, αλλά απέτυχε να βρει λύση στο Μεσανατολικό. Έτσι, κατευθύνθηκε ακόμα πιο ανατολικά, υπογράφοντας εμπορική συμφωνία με την Κίνα, που ακόμα και σήμερα ρίχνει νερό στον μύλο της αμερικανικής οικονομίας.

Στον Μπαράκ Ομπάμα τέτοιες ευκαιρίες δεν έχουν δοθεί. Ευκαιρίες, όμως, δημιουργούνται. Και η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ είναι μια τέτοια. Με τη Μισέλ στο πλευρό του, έχουν ταχθεί στον ανένδοτο. Βοηθούν και περιοδεύουν σαν να είναι υποψήφιος ο ίδιος και όχι η Χίλαρι Κλίντον.

Εκμεταλλευόμενος τη δική του πρωτοφανή δημοτικότητα, αλλά και της συζύγου του, που δεν αναλύεται με πολιτικούς όρους και ανέρχεται στο 55% σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση, βάζουν στο στόχαστρό τους τον Ντόναλντ Τραμπ και ό,τι εκπροσωπεί.

Μαζί του, media, άνθρωποι του θεάματος, διανοούμενοι, τεχνοκράτες… Σας θυμίζει κάτι; Το ελληνικό δημοψήφισμα πέρυσι το καλοκαίρι. Τότε που όλοι παρουσίαζαν το «ναι» ως τη μόνη επιλογή για τη χώρα, για να οδηγήσουν τον λαό ομαδικά στο «όχι». Ας ελπίσουμε οι Αμερικανοί να είναι πιο νηφάλιοι.