Έχεις πτυχίο; Είσαι άνεργος - Free Sunday
Έχεις πτυχίο; Είσαι άνεργος

Έχεις πτυχίο; Είσαι άνεργος

Ακόμη μία έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά ανάμεσα στις 28 χώρες-μέλη της Ε.Ε. στους άνεργους πτυχιούχους. Η πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ σχετικά με την απασχόληση στη χώρα δείχνει ότι το ποσοστό αυτό φτάνει το 20%. Την ίδια ώρα καταγράφονται και οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας.

Πρώτη θέση σε μακροχρόνια άνεργους πτυχιούχους

Συγκεκριμένα, το ΚΑΝΕΠ επισημαίνει ότι η χώρα μας καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε μακροχρόνια άνεργους πτυχιούχους έως 29 ετών, με ποσοστό 19,6%, επίσης την πρώτη θέση (ποσοστό 20,5%) σε πτυχιούχους που τελούν σε κατάσταση φτώχειας (κοινωνική και οικονομική αποστέρηση, όπως αναφέρει η μελέτη), την τελευταία θέση σε ποσοστό απασχόλησης αποφοίτων ανώτατης (69,6%), αλλά και ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (55,3%) έως 34 ετών και τη δεύτερη θέση μεταξύ των μελών της Ε.Ε. σε νέους έως 34 ετών που βρίσκονται εκτός εργασίας και, ταυτόχρονα, εκτός εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Δεν πρόκειται όμως για τη μοναδική αρνητική πρωτιά, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά το μέσο καθαρό εισόδημα των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών χαμηλού (23η θέση) και μέσου (25η θέση) όσο και υψηλού (25η θέση) μορφωτικού επιπέδου για το έτος 2018.
Επιπλέον, η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση στην Ε.Ε., με ποσοστό 33,9%, «στην ΚΑΘΕΤΗ αναντιστοιχία προσόντων και δεξιοτήτων σε εργαζόμενους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η θέση εργασίας των οποίων υπολείπεται του μορφωτικού τους επιπέδου, με το χάσμα να διευρύνεται σημαντικά την περίοδο εντός κρίσης (2010-2018)».

Το πλήγμα που υπέστησαν οι επιχειρήσεις

Όπως σημειώνεται στην έρευνα, «εκτιμάται ότι το 2019 οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα αντιστοιχούν στο 99,7% του συνόλου των επιχειρήσεων, θα απασχολούν το 78,2% του συνόλου των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις και θα παράγουν το 46,6% της συνολικής προστιθέμενης αξίας (σε κόστος συντελεστών παραγωγής) που παράγει το σύνολο του μη οικονομικού και ασφαλιστικού κλάδου των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα. Ας σημειωθεί ότι το 2016 η ετήσια συνολική δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα αντιστοιχούσε μόλις στο 11,7% (83,6 εκατ. ευρώ) της συνολικής δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας στη χώρα (740,4 εκατ. ευρώ)».
Την περίοδο 2008-2014 οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα υπέστησαν ισχυρότατο πλήγμα από την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, «το 2014, έναντι του 2008, έχασαν το 1/5 της δυναμικής τους (175.844 επιχειρήσεις), οδήγησαν στην ανεργία το 25% των εργαζομένων τους (498.486 εργαζόμενους) και απώλεσαν το 35,3% της προστιθέμενης αξίας τους (14,7 δισ. ευρώ)».
Ας σημειωθεί ότι «στην κατηγορία των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων ανήκουν οι καινοφανείς επιχειρήσεις έντασης γνώσης, οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startup) και οι τεχνοβλαστοί (spin-offs), αλλά και ευρύτερα η νεανική επιχειρηματικότητα, καθώς και το σύνολο των φορέων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας στη χώρα».

Χωρίς αντίκρισμα η τεχνολογική εξειδίκευση

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της μελέτης έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η Ελλάδα «δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της εκπαίδευσης, που είναι προσανατολισμένο σε σύγχρονα επιστημονικά πεδία σπουδών. Άτυπα, όμως, έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency (αναγνωρισμένο δίπλωμα επάρκειας για διδασκαλία της Αγγλικής) και την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, συνήθως το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται αντιστοιχεί σε εξειδικευμένο απόφοιτο Επαγγελματικού Λυκείου και IEK, ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ανειδίκευτου εργαζόμενου)».
Όπως επισημαίνεται, η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain drain (διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό) και brain waist (σπατάλη εγκεφάλων στην αγορά – αναντιστοιχία δεξιοτήτων), που ισχυροποιούνται κυρίως στις περιπτώσεις όπου το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης της επιχείρησης (και τελικά του κλάδου και της αγοράς) είναι χαμηλότερο της προσφερόμενης.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, κυρίως ο δημόσιος τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα (στον οποίο εντάσσεται και η τριτοβάθμια εκπαίδευση) επενδύει στην Έρευνα και Ανάπτυξη, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλότερο. «Η αγορά φαίνεται να “αμύνεται” ακόμα για μια οικονομία έντασης εργασίας έναντι μιας οικονομίας έντασης γνώσης» προσθέτουν οι ερευνητές, κάνοντας λόγο για «αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει υψηλής προστιθέμενης αξίας θέσεις εργασίας, ενώ ταυτοχρόνως η μεγάλη έκταση του φαινομένου διαμορφώνει συνθήκες περαιτέρω εγκλωβισμού της οικονομίας στον αρνητικό της κύκλο».
Συγκεκριμένα, «η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργείται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα, για να βγει με ασφάλεια από την κρίση, χρειάζεται να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες». Αυτό δηλαδή που συνιστά το ΚΑΝΕΠ είναι «να δημιουργηθούν διαφορετικές θέσεις εργασίας από αυτές που δημιουργούνται».

Απαραίτητη η θέσπιση στήριξης της διά βίου μάθησης

Βάσει των παραπάνω, η έρευνα προτείνει «να αυξηθεί η δημόσια και ιδιωτική επένδυση στην ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας, να θεσπιστεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη στήριξη της διά βίου μάθησης, που θα περιλαμβάνει μια ισχυρότερη και καλύτερα χρηματοδοτούμενη επαγγελματική κατάρτιση σε σύνδεση με την αγορά εργασίας και διευρυμένες δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, και να επανασχεδιαστεί το σύστημα Επαγγελματικής Κατάρτισης ως σύστημα διασφάλισης της ποιότητας και με κυρίαρχο ρόλο των κοινωνικών εταίρων».
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να «επανιδρυθεί και να αναβαθμιστεί ο ρόλος του ΕΟΠΠΕΠ (Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων Επαγγελματικού Προσανατολισμού) ως ο κατεξοχήν οργανισμός πιστοποίησης της επαγγελματικής κατάρτισης (προσόντα, δεξιότητες, δομές, εκπαιδευτές κ.λπ.), να επανασχεδιαστεί το σύστημα πιστοποίησης των φορέων κατάρτισης εντάσσοντας ουσιαστικά, ποιοτικά και εκπαιδευτικά κριτήρια αξιολόγησης και να διασυνδεθεί η Επαγγελματική Κατάρτιση με τον μηχανισμό διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, επαγγελμάτων, ειδικοτήτων και δεξιοτήτων».