Από την πολιτική στην… ιδιωτική πρωτοβουλία - Free Sunday
Από την πολιτική στην… ιδιωτική πρωτοβουλία

Από την πολιτική στην… ιδιωτική πρωτοβουλία

Ο Νικ Κλεγκ είναι ένας από τους πιο συμπαθείς Βρετανούς πολιτικούς: έξυπνος, σοβαρός, συγκροτημένος, με μια ιδιόρρυθμη αίσθηση του χιούμορ και αρκετά κεντρώος, ώστε να μπορεί να ασκεί κριτική τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά. Ως αρχηγός των Φιλελευθέρων, ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κάμερον το διάστημα 2010-2015, ωστόσο η συντριβή του κόμματός του στις εκλογές εκείνης της χρονιάς τον οδήγησε στην παραίτηση από την ηγεσία του κόμματος, ενώ στις εκλογές του 2017 απώλεσε και τη βουλευτική έδρα του. Από τότε αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές και νηφάλιες φωνές κατά του Brexit, γεγονός που τον έχει κάνει ακόμα πιο συμπαθή σε πολύ κόσμο στη Βρετανία και όχι μόνο.

Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα ο Κλεγκ βρίσκεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας για διαφορετικούς λόγους. Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε ότι ο πρώην ηγέτης των Φιλελευθέρων θα εργάζεται ως λομπίστας και υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων για το Facebook, αναλαμβάνοντας τη θέση του αντιπροέδρου Διεθνών Υποθέσεων και Επικοινωνιών του κολοσσού των social media. Έτσι, ο Κλεγκ προστίθεται στη διαρκώς μεγεθυνόμενη λίστα πολιτικών που αξιοποιούν τον ρόλο και τις επαφές τους για να βρουν μια καλοπληρωμένη θέση στον ιδιωτικό τομέα.

Ευρωπαϊκή εμπειρία

Σύμφωνα με Βρετανούς αναλυτές, αυτό που βάρυνε περισσότερο στην πρόσληψη του Κλεγκ από το Facebook είναι η μακρά εμπειρία και γνώσεις του στα ευρωπαϊκά ζητήματα. Ο 51χρονος σήμερα Κλεγκ ήταν στην ομάδα του Λίον Μπρίταν, όταν εκείνος διετέλεσε Ευρωπαίος επίτροπος και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ ήταν και ευρωβουλευτής το διάστημα 1999-2004. Ο Κλεγκ μιλά και αντιλαμβάνεται με μεγάλη ακρίβεια τη «γλώσσα» της Ε.Ε., ως εκ τούτου μπορεί να βοηθήσει το Facebook να ξεπεράσει τα εμπόδια που η ευρωγραφειοκρατία ήδη του βάζει και είναι σημαντικά.

Μετά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, ο γίγαντας των social media καλείται να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα, αυτή της οδηγίας GDPR, αλλά και άλλων νομικών πρωτοβουλιών της Ε.Ε. για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την καταπολέμηση των fake news. Και όλα αυτά χωρίς να ληφθεί υπόψη η δράση της σκληρής επιτρόπου Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ, η οποία έχει βάλει στο στόχαστρο σχεδόν ολόκληρη την big tech κοινότητα των ΗΠΑ, από το Facebook και την Google ως την Apple.

Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσληψη του Κλεγκ, ενός ανθρώπου που γνωρίζει εκ των έσω τη λειτουργία των οργάνων της Ε.Ε., είναι κατά τεκμήριο «ευρωπαϊστής» και διαθέτει ένα καλό προφίλ, μοιάζει, αν μη τι άλλο, εύλογη, μετά το annus horribilis που περνά φέτος το Facebook, έχοντας υποστεί πλείστα όσα χτυπήματα στην εικόνα και την αξιοπιστία του.

Από καγκελάριος, αρχισυντάκτης

Κι αν ο Κλεγκ ετοιμάζει βαλίτσες για την Καλιφόρνια, δεν συνέβη το ίδιο για το «χρυσό αγόρι» της βρετανικής πολιτικής σκηνής, τον πρώην Καγκελάριο του Θησαυροφυλακίου (έτσι ονομάζεται επίσημα ο υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου) Τζορτζ Όσμπορν, ο οποίος, μετά το καταστροφικό για την κυβέρνηση Κάμερον δημοψήφισμα του 2016 μετακόμισε από το 11 της Ντάουνινγκ Στριτ (την οικία του ΥΠΟΙΚ) στη Φλιτ Στριτ (ο δρόμος του Λονδίνου όπου παραδοσιακά είχαν τα «στρατηγεία» τους οι μεγάλες βρετανικές εφημερίδες).

Όταν η Τερέζα Μέι γύρισε την πλάτη στον Όσμπορν, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Κάμερον, ο πρώην ΥΠΟΙΚ δεν κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα αλλά αποφάσισε να επιστρέψει στη δημοσιογραφία, επάγγελμα που είχε ασκήσει –ως freelancer– στο παρελθόν, και ανέλαβε αρχισυντάκτης της «London Evening Standard» από τον Μάιο του 2017, ενώ ήταν ακόμη βουλευτής. Βρετανικά ΜΜΕ ισχυρίστηκαν ότι η πρόσληψή του θα μπορούσε να σχετιστεί με κάποιες «εξυπηρετήσεις» που είχε κάνει ως ΥΠΟΙΚ στον ιδιοκτήτη της εφημερίδας Εβγένι Λεμπέντεφ, ενώ πληροφορίες από το προσωπικό της «London Evening Standard» φέρουν τον Όσμπορν να δήλωσε άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ότι δεν θα ησυχάσει αν δεν δει την Τερέζα Μέι «σε κομματάκια στον καταψύκτη μου».

Όταν καλεί η Goldman Sachs

Οι δύο Βρετανοί πολιτικοί αποτελούν παραδείγματα ανθρώπων που πέρασαν με άνεση από τον πολιτικό στίβο στην ιδιωτική οικονομία, ωστόσο το παράδειγμα του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο είναι μάλλον από τα πιο χαρακτηριστικά. Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ο νυν μη εκτελεστικός πρόεδρος της Goldman Sachs International (GSI), της μεγαλύτερης θυγατρικής του αμερικανικού τραπεζικού γίγαντα. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μπαρόζο ανέλαβε τη συγκεκριμένη θέση μόλις δύο μήνες μετά το τέλος της 18μηνης περιόδου «ακινησίας» που επιβάλλεται σε πολιτικούς που ολοκληρώνουν τη θητεία τους σε ευρωπαϊκά αξιώματα.

Η βιασύνη του πρώην πρωθυπουργού της Πορτογαλίας να αναλάβει πόστο στην GSI προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, υποχρεώνοντας την Επιτροπή να κινήσει μια πρωτοφανή διαδικασία ηθικού ελέγχου, δεδομένου ότι στην Ε.Ε. υπήρχε καχυποψία για τον ρόλο της Goldman Sachs στην κρίση του ευρώ, αλλά και δεδομένου ότι ο Μπαρόζο ανακοίνωσε τη μετακίνησή του στο Λονδίνο, έδρα της GSI, λίγο μετά το δημοψήφισμα για το Brexit. Τελικά, η έρευνα… έβγαλε λάδι τον Πορτογάλο, αποδεχόμενη τη δέσμευσή του ότι δεν πρόκειται να κάνει λόμπινγκ υπέρ της GSI.

Ρούβλια στη Γερμανία

Ωστόσο, το παράδειγμα Μπαρόζο κάθε άλλο παρά μοναδικό είναι. Την αρχή την είχε κάνει ο Γερμανός δις καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος λίγο μετά τις εκλογές του 2005, οπότε και ηττήθηκε από την Άνγκελα Μέρκελ, έγινε πρόεδρος της κοινοπραξίας του αγωγού φυσικού αερίου Nοrd Stream AG μετά από πρόσκληση της ρωσικής Gazprom, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις τόσο εντός όσο και εκτός Γερμανίας, με Δημοκρατικό βουλευτή των ΗΠΑ να τον χαρακτηρίζει «πολιτική πόρνη».

Πάντως, οι αντιδράσεις και οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί δεν απέτρεψαν τον Σρέντερ από το να γίνει πρόεδρος της κοινοπραξίας, ενώ από το 2017 είναι πρόεδρος της ρωσικής εταιρείας πετρελαίου Rosneft, υποχρεώνοντας ακόμα και την ίδια τη Μέρκελ να σημειώσει ότι «δεν νομίζω πως ό,τι κάνει ο κ. Σρέντερ είναι εντάξει». Ακόμα κι έτσι, όμως, το αφτί του Σρέντερ δεν ίδρωσε. Με ετήσιες αποδοχές 350.000 δολαρίων, γιατί να σκάσει άλλωστε…