Νέες δυνατότητες για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και μεγάλες εκκρεμότητες - Free Sunday
Νέες δυνατότητες για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και μεγάλες εκκρεμότητες

Νέες δυνατότητες για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και μεγάλες εκκρεμότητες

Πού θα κριθεί η πορεία της οικονομίας.

Η φετινή ΔΕΘ έχει ξεχωριστή σημασία. Ο Μητσοτάκης πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη με τρία βασικά πλεονεκτήματα έναντι των προηγούμενων πρωθυπουργών.

Πρώτον, ηγείται μονοκομματικής κυβέρνησης, εφόσον η ΝΔ κατέκτησε την αυτοδυναμία, κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή της επικράτησης του Γ. Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ.

Δεύτερον, η δυναμική της οικονομίας είναι θετική παρά τα σημαντικά προβλήματα.

Τρίτον, έχει περιγράψει με ακρίβεια την πολιτική που θα εφαρμόσει και έχει κερδίσει τις εκλογές στη βάση αυτών που πιθανότατα θα γίνουν και όχι αυτών που ήταν πρακτικά αδύνατο να γίνουν, όπως το 2015 ο Τσίπρας.

Τα ζητήματα της οικονομίας, τα οποία τις περισσότερες φορές κρίνουν τις πολιτικές εξελίξεις, αξιολογούνται με βάση το αποτέλεσμα.

Πρώτα το δημοσιονομικό

Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι το σημαντικότερο κριτήριο αποτελεσματικότητας για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως για κάθε κυβέρνηση μετά την κρίση του 2009-2010.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν χρηματοδοτήσει τη διαχείριση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου και δεν δέχονται μεγάλες δημοσιονομικές αποκλίσεις που μπορεί να τους εκθέσουν πολιτικά στην κοινή γνώμη της χώρας τους.

Τα καλά νέα είναι ότι ο κρατικός προϋπολογισμός εκτελείται εντός των στόχων, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου επταμήνου. Παρατηρείται μάλιστα μια υπέρβαση στα έσοδα, η οποία διευκολύνει κάπως τους χειρισμούς της κυβέρνησης.

Ο Σεπτέμβριος θεωρείται κρίσιμος μήνας για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, εφόσον οι φορολογούμενοι θα πρέπει να καταβάλουν την πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ, τη δεύτερη δόση του φόρου εισοδήματος και θα φανεί πόσοι θα ανταποκριθούν στην κυβερνητική πρόταση για ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε έως και 120 δόσεις.

Το τελευταίο τετράμηνο του έτους είναι πολύ βαρύ από άποψη φορολογικών υποχρεώσεων, γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία η επίδοση του Σεπτεμβρίου.

Υπάρχουν σημαντικές εκκρεμότητες, τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Η φοροδιαφυγή χτυπάει ρεκόρ και έχει χαρακτηριστικά κοινωνικού φαινομένου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι απώλειες ΦΠΑ στην Ε.Ε. έφτασαν το 2017 τα 137 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα, με «διαρροή» ΦΠΑ 33,6%, η οποία μεταφράζεται σε 7,4 δισ. ευρώ, έχει τη δεύτερη χειρότερη φορολογική συμμόρφωση μεταξύ των «28», μετά τη Ρουμανία.

Άλλη απόδειξη της εκτεταμένης φοροδιαφυγής είναι η στασιμότητα των δηλωθέντων εισοδημάτων το 2018. Τα δηλωθέντα εισοδήματα αυξήθηκαν μόλις 0,5% σε μια χρονιά κατά την οποία η ανάπτυξη ήταν της τάξης του 1,9%. Το 82% των εισοδημάτων δηλώνουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, ενώ το 2011 δήλωναν το 75,4% των εισοδημάτων.

Το εκπληκτικό είναι ότι επαγγελματίες διαφόρων κλάδων διαμαρτύρονται για την υπερφορολόγηση ενώ φοροδιαφεύγουν συστηματικά, ακόμη και όταν μειώνεται η φορολογία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εστίαση.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φιλόδοξους στόχους σε ό,τι αφορά τη μείωση των δαπανών. Υπάρχουν κυβερνητικά στελέχη που υποστηρίζουν ότι μπορεί να υπάρξει όφελος, μέσα σε έναν χρόνο, από τη συρρίκνωση των καταναλωτικών δαπανών και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των ΔΕΚΟ, της τάξης των 600 εκατ. ευρώ ή 0,3% του ΑΕΠ.

Αυτό βέβαια μένει να αποδειχθεί στην πράξη, γιατί είναι γνωστό ότι η εξοικονόμηση δαπανών στο Δημόσιο εύκολα περιγράφεται και δύσκολα εφαρμόζεται.

Άλλα «αγκάθια» για το οικονομικό επιτελείο είναι τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου, που ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τα χρέη που δεν εξοφλήθηκαν μετά την παρέλευση 90 ημερών από την ημερομηνία οφειλής. Υπάρχουν και άλλου είδους εκκρεμείς επιστροφές από τα τελωνεία για ΕΦΚ και ΦΠΑ που δεν συμπεριλαμβάνονται στις ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε αναμονή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα ή μη των περικοπών των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων. Ανάλογα με την απόφαση, η κυβέρνηση μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με επιστροφές της τάξης των 4 έως 12 δισ. ευρώ, τις οποίες προτίθεται να πραγματοποιήσει σε βάθος πενταετίας. Η απόφαση του ΣτΕ σε σχέση με τη συνταγματικότητα ή μη του νόμου Κατρούγκαλου θα εκδοθεί πιθανότατα εντός του Οκτωβρίου και θα δείξει στην κυβέρνηση τη δημοσιονομική απόσταση που πρέπει να καλύψει για να αποφύγει παρεξηγήσεις με τους εταίρους.

Η μάχη για το πλεόνασμα

Οι καλές δημοσιονομικές επιδόσεις χωρίς σημαντικές αποκλίσεις από τα συμφωνηθέντα αποτελούν βασική προϋπόθεση για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της κυβέρνησης, τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και τη συνεννόηση με τους εταίρους για τη μελλοντική μείωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, ώστε να υπάρξουν περισσότερες δυνατότητες για τη στήριξη της ανάπτυξης.

Η ίδια η εφαρμογή του προγράμματος που έχει ανακοινώσει ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, και θα παρουσιάσει αναλυτικά από το βήμα της ΔΕΘ στηρίζεται στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.

Ο φορολογικός συντελεστής στα επιχειρηματικά κέρδη του 2019 μειώνεται από 28% στο 24%. Στη συνέχεια προβλέπεται μείωση του συντελεστή στο 20% για τα κέρδη του 2020.

Μειώνεται ο φόρος στα διανεμόμενα κέρδη από 10% στο 5%.

Μειώνεται ο ΕΝΦΙΑ κατά 20% για το 2019 και προβλέπεται νέα μείωση 10% για το 2020.

Αναστέλλονται ο ΦΠΑ στην οικοδομική δραστηριότητα για τρία χρόνια και ο φόρος υπεραξίας για ακόμη τρία χρόνια.

Παρέχεται έκπτωση του 40% των δαπανών ενεργειακής, λειτουργικής και αισθητικής αναβάθμισης των ακινήτων από το φορολογητέο εισόδημα.

Προετοιμάζεται η μείωση του ΦΠΑ σε όλο το τουριστικό πακέτο στο 13%.

Όλα αυτά τα μέτρα υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης στηρίζονται στη σωστή εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού χωρίς σημαντικές αποκλίσεις και στην εκτίμηση των εταίρων ότι θα πιάσουμε το 2019 και το 2020 τον φιλόδοξο στόχο για πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ.

Ο κ. Μητσοτάκης διεκδικεί τη μελλοντική μείωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος μέσα από μια μεθοδική οικονομική διπλωματία κορυφής. Εξήγησε τις θέσεις του στον Μακρόν, στη Μέρκελ και στον Ρούτε, ενώ, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις που μας έκανε η Λαγκάρντ στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, θα έχει την υποστήριξή της σε αυτό το θέμα από 1ης Νοεμβρίου, οπότε αναμένεται να αντικαταστήσει τον Μάριο Ντράγκι στην προεδρία της ΕΚΤ.

Τα νέα είναι ενθαρρυντικά για την κυβέρνηση και την ελληνική οικονομία, εφόσον η Φον ντερ Λάιεν, η οποία θα αναλάβει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τον Γιούνκερ, κινείται στη γραμμή Βέμπερ και τάσσεται υπέρ της δημοσιονομικής διευκόλυνσης της Ελλάδας. Η εφημερίδα «Financial Times» δημοσίευσε αποκλειστικό ρεπορτάζ (Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019) σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προετοιμάζουν πρόταση για χαλάρωση της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία θα περιλαμβάνει τη βραδύτερη μείωση του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης, με το σκεπτικό ότι πρέπει να υποστηριχθούν σε περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης και εξαιρετικά χαμηλού πληθωρισμού.

Θετικά μηνύματα φτάνουν και σε ό,τι αφορά την εγγραφή των ετήσιων επιστροφών των κερδών των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου (SMPs και ANFAs) στα έσοδα του προϋπολογισμού. Αν συμβεί αυτό, το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα θα μειωθεί από 3,5% του ΑΕΠ σε κάτι λιγότερο από 3% του ΑΕΠ.

Όλα θα κριθούν σε πολιτικό επίπεδο, γι’ αυτό η εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί και η ενίσχυση της αξιοπιστίας της ελληνικής κυβέρνησης έχουν τεράστια σημασία.

Η σημασία της ψυχολογίας

Η ψυχολογία επηρεάζει την πορεία της οικονομίας και σε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταγράφει μεγάλες επιτυχίες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο δείκτης οικονομικού κλίματος για την Ελλάδα ανέβηκε τον Αύγουστο στις 108,4 μονάδες, από 105,3 τον Ιούλιο και 101 μονάδες τον Ιούνιο.

Η τάση ήταν συγκρατημένα ανοδική τον Αύγουστο για την Ευρωζώνη και η Ελλάδα ξεχώρισε με τις εντυπωσιακές επιδόσεις της. Ύστερα από πολλά χρόνια ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Κινείται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 12 ετών. Το κλίμα διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο της οικονομίας, αλλά η γενική εικόνα είναι εξαιρετικά ενθαρρυντική.

Το κλίμα εμπιστοσύνης αντανακλάται και στην κάθετη πτώση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.

Το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου έχει κάνει βουτιά προς το 1,5%, ενώ στο ξεκίνημα της χρονιάς ήταν στο 4,2% και μέχρι τον Μάιο στο 3,3%.

Η επικράτηση Μητσοτάκη και ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης στη βάση συγκεκριμένου προγράμματος βοήθησαν την Ελλάδα να αξιοποιήσει τη μεγάλη πτώση των επιτοκίων που φέρνει στην Ευρωζώνη η πολιτική της ΕΚΤ και τις ευκαιρίες από την εκτόνωση της ιταλικής κρίσης με την πολιτική εξουδετέρωση του Σαλβίνι και τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού Κινήματος Πέντε Αστέρων και Δημοκρατικού Κόμματος με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Με το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου κοντά στο 1,5% και του πενταετούς στην περιοχή του 0,9% δημιουργούνται νέες δυνατότητες για τη μείωση του ετήσιου κόστους διαχείρισης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, ενώ αλλάζουν δραστικά και οι υπολογισμοί στους οποίους στηρίζονται οι μελέτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Η μείωση των επιτοκίων έχει σχέση με την προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών να προλάβουν, με μία εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική, τη διαφαινόμενη ύφεση της διεθνούς οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν συγκεκριμένα οφέλη και πιθανότατα θα υπάρξουν και διευκολύνσεις για την ελληνική κυβέρνηση, αλλά με τον οικονομικό ορίζοντα να είναι γκρίζος.

Μάχη με τον χρόνο

Το οικονομικό επιτελείο είναι υποχρεωμένο να δώσει μάχη με τον χρόνο και να εκμεταλλευτεί την καλή ψυχολογία και τις ευκαιρίες που του προσφέρονται προτού επιδεινωθεί το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η επιδείνωση δεν είναι μαθηματικά βέβαιη, αλλά είναι το βασικό σενάριο, στη βάση του οποίου προετοιμάζονται οι πρωταγωνιστές της διεθνούς πολιτικής και της οικονομίας.

Το πρώτο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι οι σχετικά χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας.

Το πρώτο τρίμηνο του 2019 η οικονομία αναπτύχθηκε μόλις 1,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018, ενώ το δεύτερο τρίμηνο του 2019 το ΑΕΠ αυξήθηκε 1,9% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2018.

Η ανάπτυξη είναι καλοδεχούμενη σε μια χώρα που έχασε 23% του ΑΕΠ στη διάρκεια της κρίσης, κινείται όμως πολύ χαμηλότερα από τον ετήσιο ρυθμό 2,3% στον οποίο στηρίζεται ο προϋπολογισμός του 2019.

Η εικόνα της οικονομίας είναι μεικτή και υπάρχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας. Οι εξαγωγές παρουσίασαν μείωση 9% τον Ιούνιο, αλλά αυξήθηκαν κατά 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2019. Εμφανίζουν μια κόπωση σε ό,τι αφορά την αύξησή τους και μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές πετρελαίου, που μετατρέπονται σε εξαγωγές πετρελαιοειδών.

Στον τουρισμό υπάρχει ένα κλίμα ανησυχίας ότι δεν θα συνεχιστούν τα ρεκόρ των τελευταίων ετών. Σύμφωνα, πάντως, με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρώτο εξάμηνο αυξήθηκαν τα τουριστικά έσοδα κατά 15,3%, αύξηση που στηρίχτηκε στη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν τουριστική δαπάνη.

Η ναυτιλία επιβεβαιώνεται ως ο πιο παγκοσμιοποιημένος και επιτυχημένος κλάδος της ελληνικής οικονομίας, πρέπει όμως να γίνουν πολλά για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού νηολογίου και να αποτραπεί η συρρίκνωσή του, και να συνδεθεί καλύτερα επιχειρηματικά η ναυτιλία με τους άλλους κλάδους της οικονομίας.

Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των κονδυλίων ΕΣΠΑ, περάσαμε από τη θριαμβολογία για τα ρεκόρ απορρόφησης της προηγούμενης κυβέρνησης στην προειδοποίηση του επιτρόπου για την περιφερειακή πολιτική, Χαν, ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε ευρωπαϊκά κονδύλια άνω των 2 δισ. ευρώ εξαιτίας καθυστερήσεων στην υλοποίηση προγραμμάτων όπως το «Εξοικονομώ κατ’ οίκον ΙΙ», των λαθών στη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων, των αστοχιών σε έργα ψηφιακής υποδομής της δημόσιας διοίκησης και στον κλάδο αποθήκευσης μεταφορών εμπορευμάτων (logistics).

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις («Καθημερινή», 24 Αυγούστου 2019), η απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ κινείται μόλις στο 25% και από τα 19,7 δισ. ευρώ της περιόδου 2014-2020 έχουν εκταμιευτεί τα 4,9 δισ. ευρώ.

Σε μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα («Ναυτεμπορική», 22 Αυγούστου 2019) επισημαίνεται ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε την περίοδο 2008-2018 τον υψηλότερο ρυθμό μείωσης της συνολικής επενδυτικής δαπάνης (13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. Η μείωση αυτή οφείλεται στην πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και των δημόσιων επενδύσεων κατά 3 μονάδες του ΑΕΠ.

Τα τελευταία χρόνια η συμπίεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων σε βάρος της οικονομικής ανάπτυξης συνέβαλε στη δημιουργία των λεγόμενων υπερπλεονασμάτων.

Με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, εάν οι δημόσιες επενδύσεις είχαν αυξηθεί το 2018 κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ σε σχέση με το 2017, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2018 θα ήταν κατά 0,79% υψηλότερος, ενώ ακόμη εντυπωσιακότερα θα ήταν τα αποτελέσματα σε βάθος δεκαετίας και μακροπρόθεσμα.

Ο βαθμός δυσκολίας στην εφαρμογή μιας επιτυχημένης αναπτυξιακής πολιτικής μεγαλώνει και εξαιτίας των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων της ΔΕΗ και των νέων ευρωπαϊκών κανόνων και περιορισμών στο πλαίσιο της γρήγορης μετάβασης σε μια πιο «πράσινη» οικονομία.

Η κυβέρνηση πήρε δύσκολα, για τους καταναλωτές, μέτρα προκειμένου να αποτραπεί η πλήρης οικονομική αποσταθεροποίηση της ΔΕΗ. Το υψηλό ενεργειακό κόστος λειτουργεί σε πολλές περιπτώσεις ως αντικίνητρο στις επενδύσεις στη χώρα μας. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ και φυσικά των ανταγωνιστών της μπορεί, με τις κατάλληλες κινήσεις, να οδηγήσει σε σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή ενέργειας στη βάση των νέων ευρωπαϊκών προδιαγραφών.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση δίνει μάχη με τον χρόνο για τη δημιουργία αναπτυξιακής δυναμικής που δεν θα επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από ενδεχόμενες αρνητικές διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Ο πρωθυπουργός δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και οι υπουργοί προσπαθούν να βρουν γρήγορες και καλές λύσεις σε πλήθος προβλημάτων.

Η χρηματοδότηση της οικονομίας

Ένα από τα συγκριτικά μειονεκτήματα που πρέπει να υπερβεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για να στηρίξει την ανάπτυξη είναι η κακή κατάσταση του τραπεζικού συστήματος. Η άρση των capital controls με πρωτοβουλία Μητσοτάκη ενισχύει την αξιοπιστία και βελτιώνει τη δυναμική, αλλά πρέπει να γίνουν πολλά για να υπάρξει επαρκής χρηματοδότηση της οικονομίας με ανταγωνιστικούς όρους.

Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2015 έφυγαν από τις τράπεζες καταθέσεις ύψους 45 δισ. ευρώ, από τις οποίες επέστρεψαν σταδιακά γύρω στα 17 δισ. ευρώ.

Η Πορτογαλία, μια οικονομία με συγκρίσιμα μεγέθη με την ελληνική, έχει τραπεζικές καταθέσεις που ξεπερνούν τις ελληνικές κατά… 90-100 δισ. ευρώ. Παράλληλα, το μέσο επιτόκιο στα δάνεια κάτω των 250.000 ευρώ είναι στην Ελλάδα 4,9%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 2,06%. Για τις μικρές επιχειρήσεις το κόστος δανεισμού –σε περίπτωση που μπορέσουν να εξασφαλίσουν τραπεζικό δανεισμό– είναι 2,5 φορές πάνω από το αντίστοιχο κόστος στην Ευρωζώνη.

Έχουμε ένα διπλό πρόβλημα. Το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε κακή κατάσταση εξαιτίας της κρίσης του 2015 και προσπαθεί να βγει από τη δύσκολη θέση μεταφέροντας ένα μέρος του λογαριασμού στην οικονομία και στην κοινωνία.

Για να μειώσει το ύψος των κόκκινων δανείων, να ενισχύσει το τραπεζικό σύστημα και να εξασφαλίσει μεγαλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας, η κυβέρνηση προωθεί τη λύση που εισηγήθηκε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και βασίζεται στο μοντέλο παρέμβασης στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα το 2018.

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα μεταφέρουν κόκκινα δάνεια της τάξης των 20 δισ. ευρώ στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (Asset Protection Scheme – APS) που αναμένεται να ενεργοποιηθεί στο άμεσο μέλλον.

Με βάση αυτή τη μέθοδο, οι τράπεζες θα τιτλοποιήσουν κόκκινα δάνεια και το Δημόσιο θα εγγυηθεί το τμήμα των δανείων που έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εξοφληθούν και τα οποία θα παραμείνουν στους ισολογισμούς των τραπεζών. Πρόκειται για το 40%-50% των δανείων που θα τιτλοποιηθούν.

Για την παροχή της εγγύησης οι τράπεζες θα καταβάλλουν ένα είδος προμήθειας στο Δημόσιο, η οποία θα υπολογίζεται με αναφορά στα ασφάλιστρα κινδύνου (CDs).

Σε ερώτηση που έκανα στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, στον επικεφαλής του Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ (SSM), Ενρία, διευκρίνισε ότι στηρίζει αυτή την προσπάθεια, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να καλυφθεί τεράστια απόσταση για να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών σε ευρωπαϊκά επίπεδα.