Διπλή μετάβαση για το τραπεζικό σύστημα - Free Sunday
Διπλή μετάβαση για το τραπεζικό σύστημα
Τα εμπόδια στην ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, οι προκλήσεις για τις συστημικές τράπεζες.

Διπλή μετάβαση για το τραπεζικό σύστημα

Η εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία βγήκε οριστικά από την κρίση μοιάζει αισιόδοξη εάν λάβουμε υπόψη μας τι συμβαίνει με το ιδιωτικό χρέος.

Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι σε μεγάλο βαθμό υπερχρεωμένα. Οφείλουν τεράστια ποσά στην εφορία, στο ασφαλιστικό σύστημα και στις τράπεζες.

Οι υποχρεώσεις προς την εφορία και το ασφαλιστικό σύστημα στέκονται συχνά εμπόδιο στην εξυπηρέτηση των οφειλών προς τις τράπεζες και στη σημαντική άνοδο των τραπεζικών καταθέσεων, την οποία έχει ανάγκη το τραπεζικό σύστημα για να χρηματοδοτήσει περισσότερο και με καλύτερους όρους την πραγματική οικονομία.

Τους τελευταίους μήνες φαίνεται ότι βγήκαμε οριστικά από την κρίση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Η συνεννόηση με τους πιστωτές που πέτυχε η κυβέρνηση Τσίπρα, η μεγάλη πτώση των διεθνών επιτοκίων που έφερε η επιστροφή της ΕΚΤ στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης λίγο πριν από το τέλος της περιόδου Ντράγκι και η ενίσχυση της αξιοπιστίας του Δημοσίου και της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας της επικράτησης Μητσοτάκη και των επιλογών του δημιούργησαν μια εντυπωσιακά θετική εικόνα και προοπτική για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.

Το ελληνικό Δημόσιο εκδίδει βραχυπρόθεσμους τίτλους με οριακά αρνητικό επιτόκιο, ενώ το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο έχει πέσει σε εντυπωσιακά χαμηλά επίπεδα, συγκρίνεται πλέον με το επιτόκιο για τα δεκαετή ομόλογα του ιταλικού Δημοσίου, ενώ περιορίζεται δραστικά και το spread σε σχέση με τους γερμανικούς τίτλους.

Η εικόνα σε ό,τι αφορά το ιδιωτικό χρέος είναι εντελώς διαφορετική. Τώρα αρχίζει η πραγματική διαχείρισή του με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση Τσίπρα έχασε πολύτιμο χρόνο και σπατάλησε πολιτικό κεφάλαιο σε μια στείρα αντιπαράθεση με την ΕΚΤ, η οποία, επί Ντράγκι, στάθηκε με συνέπεια στο πλευρό των υπερχρεωμένων χωρών του Νότου και έδωσε εντυπωσιακές ευκαιρίες στο τραπεζικό τους σύστημα.

Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης δοκιμάζουν αναπόφευκτα τις αντοχές του τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον, υπάρχει μια σχετική αβεβαιότητα σε σχέση με την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης της Ε.Ε. και τη μετάβαση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος σε μια νέα περίοδο, που χαρακτηρίζεται από μεγάλες προκλήσεις και αρκετό ρίσκο.

Ο τρίτος πυλώνας

Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 η Ε.Ε. έκανε μεγάλη πρόοδο στην κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης. Επιδίωξή της είναι ο καλύτερος έλεγχος και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, για να αποτραπούν νέες περιπέτειες στο μέλλον και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για καλύτερη συνεργασία ή και συγχωνεύσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών.

Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRΒ) λειτουργούν αποτελεσματικά και δίνουν νέες δυνατότητες στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.

Η πρόοδος όμως είναι περιορισμένη σε σχέση με τον τρίτο πυλώνα, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης των Καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πήρε τη σχετική πρωτοβουλία τον Νοέμβριο του 2015 αλλά η Γερμανία και η Ολλανδία διστάζουν να προχωρήσουν, επικαλούμενες το μεγάλο ρίσκο από το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στο τραπεζικό σύστημα χωρών του Νότου, ιδιαίτερα της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Κύπρου.

Η άποψη που εκφράζεται, κυρίως από τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς, είναι ότι πρώτα θα πρέπει να μειωθεί το ρίσκο μέσα από την κατάλληλη διαχείριση των κόκκινων δανείων, για να μπορέσει στη συνέχεια να μοιραστεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το μειωμένο ρίσκο.

Το ζήτημα έχει τεράστια σημασία, γιατί χωρίς ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων δεν σταθεροποιείται πλήρως το σύστημα και παραμένουν τα εμπόδια στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Θεωρείται επίσης κριτήριο για τη θέληση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να προχωρήσουν στην κατεύθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Ερμηνεύοντας τον Σολτς

Τα νερά τάραξε με πρόσφατη δήλωσή του ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς. Σε συνέντευξή του στους «Financial Times» ο Σολτς τόνισε ότι «ένα προωθημένο πλαίσιο τραπεζικής ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει κάποιας μορφής μηχανισμό για κοινή ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων». Πρόσθεσε ότι αυτό «δεν είναι μικρό βήμα για έναν Γερμανό υπουργό Οικονομικών».

Αναπτύχθηκαν διάφορες οικονομικές και πολιτικές ερμηνείες της εντυπωσιακής πρωτοβουλίας Σολτς.

Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών, Γκουαλτιέρι, χαιρέτισε τις προτάσεις Σολτς για ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων, δεν δέχτηκε όμως τον όρο που θέτει ο Γερμανός ομόλογός του για αναγνώριση ρίσκου στα ομόλογα του Δημοσίου που αποτελούν μέρος του χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Μια τέτοια εξέλιξη θα υποχρέωνε τις συστημικές ιταλικές τράπεζες να αυξήσουν τα ίδια κεφάλαιά τους κι έτσι θα ανέβαζε το κόστος λειτουργίας τους.

Ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές αποδίδουν την κίνηση Σολτς σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ευρωπαϊκή δυναμική υπέρ των συγχωνεύσεων, που θα διευκόλυνε τη συγχώνευση μεταξύ της Deutsche Bank και της Commerzbank, οι οποίες βρίσκονται εδώ και χρόνια σε δύσκολη θέση.

Από το 2012 η Deutsche Bank έχει συσσωρεύσει ζημιές που ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ, έχει προχωρήσει σε αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 20 δισ. ευρώ, έχει εφαρμόσει πέντε διαφορετικές στρατηγικές και είδε τη μετοχή της να χάνει το 75% της αξίας της.

Η Deutsche Bank είναι η μόνη γερμανική τράπεζα που προσπάθησε να γίνει παγκόσμια τράπεζα και να ανταγωνιστεί τους κολοσσούς των ΗΠΑ και της Κίνας.

Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και ενισχύει την εντύπωση ότι οι γερμανικές αντιρρήσεις στην προώθηση της τραπεζικής ένωσης δεν έχουν τόσο σχέση με τα προβλήματα των τραπεζών άλλων κρατών-μελών όσο με τους γερμανικούς δισταγμούς στην προώθηση της ΟΝΕ.

Προβάλλεται και πολιτική ερμηνεία για την κίνηση του Σολτς. Δίνει μια δύσκολη μάχη για την προεδρία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με τον εκπρόσωπο της αριστερής πτέρυγας και πρώην υπουργό της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας Μπόργιανς (εξού και η πολυσυζητημένη λίστα Μπόργιανς με διεθνείς φοροφυγάδες) και φαίνεται ότι θέλησε να προβάλει τα φιλοευρωπαϊκά του χαρακτηριστικά.

Παρά τα ανοίγματα του Σολτς, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η καγκελάριος Μέρκελ προτίθεται να υιοθετήσει στο άμεσο μέλλον μια πιο ελαστική στάση στο θέμα της κοινής ευρωπαϊκής εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων.

Παλιά και νέα προβλήματα

Η συνολική εικόνα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, η λειτουργία του οποίου επηρεάζει και το ελληνικό, είναι πολύ καλύτερη από τα χρόνια της κρίσης, εξακολουθεί όμως να προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν, σε αυτή τη φάση, διαρθρωτικό πρόβλημα κερδοφορίας, το οποίο έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων που εφαρμόζει η ΕΚΤ.

Νέες προκλήσεις για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι το Brexit (εφόσον η Ε.Ε. χάνει το Σίτι του Λονδίνου, που είναι το σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό της κέντρο), η εφαρμογή των κανόνων Βασιλεία IV, που θα απαιτήσουν τα επόμενα χρόνια μεγάλες αυξήσεις στα ίδια κεφάλαια, και η μεγάλη ανάπτυξη της «σκιώδους τραπεζικής» (shadow banking), με τεράστια funds να λειτουργούν εκτός πλαισίου αυστηρών κανονισμών που ισχύει για τις τράπεζες και να δημιουργούν μεγαλύτερο ρίσκο.

Επομένως, έχουμε την εικόνα ενός βελτιωμένου, σε σχέση με την κρίση, ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, το οποίο όμως έχει ολοένα λιγότερες δυνατότητες σε σχέση με τον αμερικανικό και τον κινεζικό ανταγωνισμό, ενώ υπάρχει πάντα ένα στοιχείο ρίσκου, που συνδέεται με διαρθρωτικές αδυναμίες και νέες προκλήσεις.

Διπλό χτύπημα

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εκσυγχρονίστηκε και έγινε από πολλές απόψεις διεθνώς ανταγωνιστικό. Χαρακτηριστική η εντυπωσιακή βαλκανική διείσδυσή του πριν από την κρίση.

Έπεσε όμως δύο φορές θύμα των πολιτικών εξελίξεων. Σε πρώτη φάση πλήρωσε ακριβά την αδυναμία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να ελέγξουν τις δημόσιες δαπάνες και την υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου.

Το ελληνικό Δημόσιο οδηγήθηκε στην ουσιαστική χρεοκοπία εξαιτίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 και το αναγκαστικό «κούρεμα» των ομολόγων του Δημοσίου επέφερε ισχυρό πλήγμα στο τραπεζικό σύστημα.

Στη συνέχεια οι τράπεζες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση εξαιτίας του ριζοσπαστικού οικονομικού πειράματος της κυβέρνησης Τσίπρα-Βαρουφάκη. Αποσύρθηκαν καταθέσεις της τάξης των 40 δισ. ευρώ, χάθηκαν τα χρήματα των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων, τα οποία μετατράπηκαν σε υποχρεώσεις των φορολογουμένων χωρίς πιθανότητα ανάκτησής τους, κατέρρευσε η αξία των μετοχών τους και υποχρεώθηκαν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση, κυρίως με ιδιωτικά κεφάλαια, με πολύ αυστηρούς όρους.

Και ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έπεσε θύμα της κρίσης που έχει πολιτικές υπογραφές, οι τράπεζες δέχονται, σε αυτή τη φάση, μεγάλη πίεση από την κοινωνία για τις πρακτικές που εφαρμόζουν, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τους ισολογισμούς και την προοπτική τους.

Ελπιδοφόρα προοπτική

Για πρώτη φορά από τα τέλη του 2014 η προοπτική του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι ελπιδοφόρα.

Η ρευστότητα βελτιώνεται με τη σταδιακή άνοδο των καταθέσεων και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης που επέτρεψε την πλήρη άρση των capital controls.

Η αύξηση όμως των καταθέσεων παραμένει πολύ αργή σε σχέση με τις ανάγκες επαρκούς χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας σε ανταγωνιστικούς όρους.

Ένα άλλο σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση είναι η ανάκτηση από τις συστημικές τράπεζες της πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου και στον διατραπεζικό δανεισμό.

Την προσπάθεια του τραπεζικού συστήματος να επιστρέψει σε κάποιου είδους κανονικότητα στηρίζουν η βελτίωση του οικονομικού, επιχειρηματικού κλίματος, οι καλές επιδόσεις των κρατικών ομολόγων και η ανάκαμψη που παρατηρείται στην αγορά ακινήτων.

Το βασικό πρόβλημα

Το βασικό πρόβλημα των συστημικών τραπεζών είναι το ύψος-ρεκόρ των κόκκινων δανείων σε συνδυασμό με τις περιορισμένες κεφαλαιακές δυνατότητες.

Όπως επισήμαναν τα στελέχη της BofA και της Merrill Lynch που επισκέφθηκαν πρόσφατα την Αθήνα, τα κεφάλαια CET1 των ελληνικών τραπεζών (22 δισ. ευρώ) είναι αισθητά χαμηλότερα από το ύψος των ακάλυπτων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (40 δισ. ευρώ).

Οι τράπεζες έχουν περιορισμένη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ίδια κεφάλαια για να επιταχύνουν τη μείωση των κόκκινων δανείων, ενώ, όπως επισημαίνουν όλοι οι αναλυτές, τα κεφάλαιά τους εξαρτώνται σε υπερβολικό βαθμό από τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση με την εφαρμογή μιας παραλλαγής της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για την εξυγίανση των ιταλικών τραπεζών μέσω του περιορισμού των κόκκινων δανείων στο χαρτοφυλάκιό τους.

Προχωράει στην εφαρμογή Σχήματος Προστασίας Ενεργητικού (APS), το οποίο εμπνεύστηκε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και ενέκρινε η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG COMP).

Το σχέδιο ονομάζεται «Ηρακλής», ίσως επειδή θα χρειαστεί πραγματικός άθλος για την επιτυχή εφαρμογή του. Στηρίζεται στην τιτλοποίηση δανείων που μπορεί να φτάσουν τα 30 δισ. ευρώ και θα καλύπτονται από εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου 9 δισ. ευρώ.

Οι εγγυήσεις θα αφορούν τα καλύτερης ποιότητας δάνεια που θα τιτλοποιηθούν, θα υπάρχουν όμως προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παραλλαγής της ιταλικής μεθόδου. Πρέπει να πάρουν μέρος στη διαδικασία όλες οι συστημικές τράπεζες και για να λειτουργήσει το πρώτο τμήμα του χαρτοφυλακίου, που καλύπτεται από εγγυήσεις, θα πρέπει να διατεθούν σε funds πάνω από τα μισά δάνεια, μεσαίας ή κατώτερης ποιότητας, που δεν θα καλυφθούν από κρατικές εγγυήσεις.

Πρόκειται για μια σύνθετη άσκηση για το ελληνικό Δημόσιο και τις ίδιες τις τράπεζες. Πρέπει να υπάρξουν διευκρινίσεις για να υπολογιστεί πόσο ελκυστική και αποτελεσματική είναι η συγκεκριμένη πρόταση, ενώ είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να τεθεί το σύστημα σε λειτουργία.

Ο διοικητής της ΤτΕ κ. Στουρνάρας θεωρεί τον «Ηρακλή» βήμα στη σωστή κατεύθυνση, εκτιμά όμως ότι πρέπει να συμπληρωθεί από πρωτοβουλίες τις οποίες έχει περιγράψει η ΤτΕ για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα.

Την κατάσταση συνόψισε με τον δικό της τρόπο η επικεφαλής του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) της ΕΚΤ, Έλκε Κένιγκ, με δηλώσεις της στην «Καθημερινή» (27/10/2019): «Με δεδομένα τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σχήμα προστασίας ενεργητικού θα βοηθήσει τις τράπεζες να τα μειώσουν και να απαλλαγούν από αυτά. Η ιδέα βασίζεται στο αντίστοιχο ιταλικό σχήμα, είναι σαφώς θετική […], αλλά, επειδή, όπως πάντα, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, υπάρχει δουλειά ακόμη που θα πρέπει να γίνει από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα κατά πόσον οι τράπεζες, από τη μια, θα μπορέσουν να αντέξουν το κόστος του και οι επενδυτές, από την άλλη, θα μπορέσουν να συμμετάσχουν, παράμετροι που είναι πάντα οι πιο βασικές σε παρόμοιες ασκήσεις».

Οι τράπεζες και η κοινωνία

Με το πέρασμα του χρόνου δυσκολεύει η σχέση μεταξύ του τραπεζικού συστήματος και της κοινωνίας. Οι φορολογούμενοι έχουν συμβάλει με δεκάδες δισεκατομμύρια στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, τα οποία καλούνται να πληρώσουν. Όσοι βρίσκονται σε αδιέξοδο και βαρύνονται με κόκκινα δάνεια δέχονται μεγαλύτερη πίεση από τις τράπεζες και τα funds, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης της διαχείρισης των κόκκινων δανείων.

Ακόμη και οι πελάτες των τραπεζών εμφανίζονται σε πολλές περιπτώσεις δυσαρεστημένοι εξαιτίας της αύξησης των διαφόρων χρεώσεων στις υπηρεσίες που παρέχουν, αλλά και της αδυναμίας τους να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά επαρκώς και με ανταγωνιστικά επιτόκια.

Οι τριβές που παρατηρούνται μεταξύ τραπεζικού συστήματος και κοινωνίας παίρνουν αναπόφευκτα πολιτικές διαστάσεις.

Μεγάλη δημοσιότητα πήρε η «εισβολή» 80 στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού στα γραφεία των διοικήσεων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, της Τράπεζας Αττικής, της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και στα γραφεία όπου στεγάζεται το διατραπεζικό σύστημα ΔΙΑΣ.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ («Καθημερινή», Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019), η επέμβαση της ανεξάρτητης αρχής προέκυψε ύστερα από καταγγελία του ψηφιακού παρόχου Viva, ο οποίος με προσφυγή του σε αυτήν υποστηρίζει ότι οι τράπεζες καταφεύγουν σε εναρμονισμένες πρακτικές σε βάρος του ανταγωνισμού και της ανάπτυξής της στην ελληνική αγορά.

Η διαμάχη των τραπεζών με τη Viva και η ενεργοποίηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού συνέπεσαν χρονικά με την ανακοίνωση από τις τράπεζες χρεώσεων για υπηρεσίες οι οποίες μέχρι πρόσφατα ήταν δωρεάν. Μεταξύ αυτών, η επιβολή συνδρομής στη χρεωστική κάρτα, η χρέωση για την έκδοση pin, η ενημέρωση για το υπόλοιπο λογαριασμού όταν γίνεται σε ΑΤΜ άλλης τράπεζας, η προμήθεια για την εκτύπωση των τελευταίων συναλλαγών από το ΑΤΜ.

Οι περισσότερες από αυτές τις χρεώσεις ισχύουν στις ευρωπαϊκές τράπεζες και είναι μέρος της προσπάθειας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να βελτιώσει τη χαμηλή κερδοφορία του. Ταυτόχρονα, όμως, επιβαρύνουν το κοινωνικό σύνολο σε περίοδο λιτότητας και δυσκολιών και φέρνουν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός παρενέβη και ζήτησε από τους τραπεζίτες να πάρουν πίσω τις νέες χρεώσεις. Αυτοί ανταποκρίθηκαν εν μέρει και το θέμα παραμένει ανοιχτό από κοινωνική και πολιτική άποψη.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση ανέλαβε το πολιτικό κόστος για μια απόφαση που κάνει πιο αποτελεσματική τη διαχείριση του συστήματος, αλλά δίνει την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να κάνει λόγο για ειδικές ρυθμίσεις υπέρ των τραπεζιτών. Οι ποινικές ευθύνες για τραπεζικά στελέχη που υπογράφουν αναδιαρθρώσεις επιχειρηματικών δανείων θα αναζητούνται μόνο κατ’ έγκληση, δηλαδή ύστερα από μήνυση της ίδιας της τράπεζας κατά των στελεχών της, και όχι αυτεπαγγέλτως, όπως ίσχυε μέχρι πρόσφατα.

Ένα άλλο ζήτημα με κοινωνική διάσταση που έχει προκύψει είναι η διαχείριση των κόκκινων δανείων από τα funds. Οι τράπεζες έχουν τιτλοποιήσει προβληματικά δάνεια σε πολύ χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, μια τράπεζα έδωσε πακέτο προβληματικών της δανείων στο 7% της ονομαστικής τους αξίας.

Αυτό δεν εμποδίζει τους διαχειριστές των funds να ζητούν από τους οφειλέτες ρυθμίσεις στο 80% έως 90% της αξίας του δανείου, απειλώντας με εκπλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας τους.

Παράλληλα, η προσπάθεια των funds να καταγράψουν γρήγορα σημαντικά κέρδη μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές πωλήσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων που μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση τις θετικές εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, από τις οποίες βγαίνουν κερδισμένα τα νοικοκυριά.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Πρέπει να βοηθηθεί για να βγει από την κρίση. Χωρίς την αποτελεσματική εξυγίανσή του δεν θα υπάρξει ικανοποιητική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας ούτε θα αποκτήσουν γρήγορα επενδυτική βαθμίδα τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει λύσει ακόμη το πρόβλημα, αλλά κινείται γρήγορα σε αναζήτηση της αναγκαίας λύσης, βάζοντας τέλος στη στασιμότητα της τελευταίας τετραετίας.