Η Ε.Ε. μετά το Brexit - Free Sunday
Η Ε.Ε. μετά το Brexit
Η Ε.Ε. των «27» αντιμέτωπη με σοβαρή κρίση στρατηγικής.

Η Ε.Ε. μετά το Brexit

Οι συνεδριάσεις της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την Τετάρτη και την Πέμπτη 29-30 Ιανουαρίου στις Βρυξέλλες είχαν χαρακτηριστικά πικρού αποχαιρετισμού.

Η ευρύτατη πλειοψηφία των ευρωβουλευτών που ήταν υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. ψήφισε υπέρ ενός οργανωμένου Brexit. Γνωρίζαμε πλέον ότι ήταν αδύνατη, μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Μπόρις Τζόνσον και των Συντηρητικών, η παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. και απλά θελήσαμε να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός καλού πλαισίου συνεργασίας για το μέλλον.

Ενθουσιασμένοι εμφανίστηκαν και στις τελευταίες συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο Φάρατζ και οι ευρωβουλευτές του Κόμματος του Brexit, θεωρώντας ότι έφτασαν στο τέλος της ιστορικής επιτυχίας τους. Η επιτυχία, πάντως, τους κόστισε τις έδρες τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ πολύ δύσκολα θα βρουν πολιτικό ρόλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον το Συντηρητικό Κόμμα, σκληραίνοντας τις θέσεις του στο Brexit, κατέλαβε τον πολιτικό χώρο του κόμματος του Φάρατζ και του πήρε τους ψηφοφόρους.

Η επόμενη μέρα

Η επόμενη μέρα δεν θα είναι εύκολη για το Ηνωμένο Βασίλειο. Παραμένει μια χώρα με σημαντικές δυνατότητες, αλλά θα είναι πιο μόνη σε έναν δύσκολο και ανταγωνιστικό κόσμο απ’ ό,τι θα ήταν ως μέλος της Ε.Ε.

Ο Τζόνσον στήριξε τον εκλογικό του θρίαμβο και την πλήρη επιβολή του Brexit σε σύνθετες θεωρητικές κατασκευές που δεν έχουν καμία σχέση με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Τόλμησε να συγκρίνει την ηρωική μοναξιά του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τα χιτλερικά στρατεύματα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια ακόμη «ηρωική» ώρα των Εγγλέζων που οδηγεί στη νικηφόρα μάχη του Brexit.

Να θυμίσουμε στον κ. Τζόνσον ότι η μάχη που έδωσαν οι Βρετανοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχε την περιορισμένη διάσταση της μάχης των Εγγλέζων αλλά τη διευρυμένη διάσταση της μάχης της Αυτοκρατορίας και των λαών της προκειμένου να αποτραπεί η διάλυσή της υπό την πίεση των Γερμανών, των Ιταλών και των Ιαπώνων.

Άσχετη με τη σύγχρονη πραγματικότητα είναι και η λεγόμενη ειδική σχέση με τις ΗΠΑ που προβάλλει ο Μπόρις Τζόνσον. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τραμπ, ο οποίος πηγαίνει ολοταχώς για επανεκλογή, εφαρμόζει το δόγμα «πρώτα η Αμερική», το οποίο δεν αναγνωρίζει την ειδική σχέση του παρελθόντος με το Ηνωμένο Βασίλειο. Μόλις ανακοίνωσε το Λονδίνο ότι θα αξιοποιήσει το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο 5G της κινεζικής Huawei, δέχτηκε πιέσεις από την Ουάσινγκτον να αλλάξει απόφαση, γιατί διαφορετικά μπορεί να επιβληθούν τιμωρητικοί εμπορικοί δασμοί από τις ΗΠΑ σε βρετανικά προϊόντα.

Το «πρώτα η Αμερική», όπως το εφαρμόζει ο Τραμπ, περιορίζει τη σημασία της παραδοσιακής σχέσης ΗΠΑ - Ηνωμένου Βασιλείου και κινδυνεύει να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα στους Βρετανούς τώρα που βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκής προστατευτικής ασπίδας σε ό,τι αφορά τις εμπορικές συναλλαγές τους.

Στρατηγική υποβάθμιση

Η βρετανική οικονομία θα δεχτεί κάποια πλήγματα εξαιτίας του Brexit στη διάρκεια της επόμενης πενταετίας. Ορισμένοι ειδικοί τα εκτιμούν σε σωρευτική απώλεια ΑΕΠ της τάξης του 2%. Κατανεμημένο σε μία πενταετία, το 2% δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αν η βρετανική οικονομία συνεχίσει να αναπτύσσεται, η απώλεια θα περάσει περίπου απαρατήρητη. Αν όμως υπάρξουν φαινόμενα ύφεσης στη βρετανική οικονομία, τότε η απώλεια του 2% του ΑΕΠ θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την κατάσταση.

Η ευρωπαϊκή οικονομία θα υποστεί μικρότερη ζημιά εξαιτίας του Brexit, δυστυχώς, όμως, θα γνωρίσει μεγάλη αποδυνάμωση σε επίπεδο στρατηγικής.

Πρώτον, με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου η Ε.Ε. χάνει το σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό της κέντρο, το City του Λονδίνου. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι αρκετά προβληματικό και πολυδιασπασμένο και δεν μπορεί να καλύψει τη μεγάλη απώλεια. Ενδεικτικές οι περιπέτειες της Deutsche Bank, της μόνης γερμανικής τράπεζας που διεκδίκησε παγκόσμιο ρόλο, με αποτέλεσμα να περνάει πολυετή κρίση.

Δεύτερον, χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο, τη στρατιωτική του ισχύ και τη διπλωματική του παράδοση, η δυνατότητα της Ε.Ε. να παρεμβαίνει και να διαμορφώνει τις εξελίξεις περιορίζονται στο ελάχιστο. Η εντυπωσιακή απουσία της από το Ιράκ και τη Συρία μέχρι τη Λιβύη αναδεικνύει νέους παίκτες, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία, και μας απομακρύνει ακόμη περισσότερο από την επεξεργασία και εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.

Τρίτον, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου βάζει τέλος στην καθαρή συνεισφορά 7-8 δισ. ευρώ στον ετήσιο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και δημιουργεί θέμα κάλυψης του δημοσιονομικού κενού. Αυτοί που έχουν τις δυνατότητες στην Ε.Ε. –όπως οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί και οι Αυστριακοί– θεωρούν, όπως οι Βρετανοί, ότι τα χρήματα των φορολογουμένων τους που καταλήγουν στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό είναι περίπου χαμένα.

Με αυτή τη λογική είναι πρακτικά αδύνατο να καλυφθούν οι ανάγκες λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και περιοχών και, το κυριότερο, να βρεθούν επιπλέον χρήματα για τις νέες ευρωπαϊκές πολιτικές.

Έτσι, τίθενται φιλόδοξοι στόχοι για πράσινη μετάβαση, ψηφιακή οικονομία, ανάπτυξη του δικτύου 6G, δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου άμυνας, χωρίς να διευκρινίζεται με ποιον τρόπο θα χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξή τους.

Δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο οι προϋποθέσεις για μια νέα κρίση αξιοπιστίας, εφόσον οι Ευρωπαίοι πολίτες θα διαπιστώσουν σύντομα ότι οι φιλόδοξοι στόχοι χωρίς την αναγκαία χρηματοδότηση οδηγούν σε πολύ μέτρια ή και ανύπαρκτα αποτελέσματα.

Τέταρτον, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο, εφόσον για πρώτη φορά μια σημαντική ευρωπαϊκή χώρα με δυνατότητες καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία παρά στην Ε.Ε. με τις δυνατότητες που προσφέρει, αλλά και τις υποχρεώσεις και τους περιορισμούς της.

Έχουν εγκαταλειφθεί οι σοβαρές συζητήσεις για διεύρυνση της Ε.Ε. προς την Τουρκία, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε εκτός Ε.Ε. κι άλλες χώρες-μέλη, όπως, πιθανόν, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Αυστρία, οι πολίτες των οποίων δύσκολα θα συμβιβάζονταν με την ιδέα της τουρκικής συμμετοχής.

Προς το παρόν, η Ε.Ε. προσπαθεί να αντισταθμίσει τις αρνητικές εντυπώσεις από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου προωθώντας τη διεύρυνση προς έξι εξαιρετικά προβληματικά κράτη των Δυτικών Βαλκανίων. Η Γαλλία, η Ολλανδία και η Δανία θέτουν αυστηρές προϋποθέσεις για τη διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια, ενώ ακόμη κι αυτοί που δηλώνουν ότι συμφωνούν μετράνε ανήσυχοι το πολιτικό κόστος στις εκλογικές περιφέρειές τους από μια ενδεχόμενη τέτοια διεύρυνση.

Το Brexit θα μπορούσε θεωρητικά να δώσει τη δυνατότητα στην Ε.Ε. να αναπτύξει τις δυνάμεις της απαλλαγμένη από έναν δύστροπο εταίρο. Το πρόβλημα είναι ότι και η Ε.Ε. των «27» είναι βαθιά διχασμένη. Έτσι, το Brexit δεν αποτελεί ευκαιρία για νέο ξεκίνημα, αλλά αναδεικνύει το στρατηγικό αδιέξοδο, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί το συντομότερο δυνατόν, για να μη διολισθήσουμε προς την περιθωριοποίηση της Ε.Ε.