Ο κορονοϊός, ο Ερντογάν και η «Γαλάζια Πατρίδα» - Free Sunday
Ο κορονοϊός, ο Ερντογάν και η «Γαλάζια Πατρίδα»
Η στρατηγική της Τουρκίας δυσκολεύει τον ελληνικό σχεδιασμό.

Ο κορονοϊός, ο Ερντογάν και η «Γαλάζια Πατρίδα»

Η Τουρκία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα από τον κορονοϊό, παρά τις θεωρίες που διατύπωσαν διάφοροι Τούρκοι αξιωματούχοι –μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος Ερντογάν– ότι το… DNA των Τούρκων τούς προστατεύει από τον κορονοϊό και ότι σε δύο εβδομάδες, όπως υποστήριζε ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, θα είχαν αφήσει οριστικά πίσω τους την πανδημία.

Η τουρκική οικονομία, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας από το 2018, μετράει κι αυτή το κόστος από τον κορονοϊό, ενώ πολλοί συνδέουν τις νέες δυσκολίες με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού σε βάρος του Ερντογάν.

Ο τελευταίος ενισχύει τη θέση του με ένα μείγμα καταπίεσης στο εσωτερικό και προώθησης της νεο-οθωμανικής στρατηγικής του σε διεθνές επίπεδο. Μέρος αυτής της στρατηγικής είναι η λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα», που στηρίζεται στην πρωταγωνιστική παρουσία του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού σε τρεις θάλασσες.

Ο ηγεμονισμός του Ερντογάν στην ευρύτερη περιοχή μας ενισχύεται σε συνθήκες εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής πίεσης και λειτουργεί, σε ό,τι μας αφορά, σαν ένας εξωγενής παράγοντας που κάνει ακόμη πιο σύνθετη τη δική μας στρατηγική εξόδου από την κρίση.

 

Ο κορονοϊός στην Τουρκία

Το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Τουρκία καταγράφηκε επίσημα στις 11 Μαρτίου. Στη διάρκεια τριών μηνών οι θάνατοι από κορονοϊό έφτασαν τους 4.746, ενώ τα κρούσματα που έχουν καταγραφεί είναι 173.036.

Στην αρχή ο Ερντογάν υποτίμησε τον κίνδυνο. Στη συνέχεια προσπάθησε να ελέγξει την πανδημία με ένα μείγμα στοχευμένων παρεμβάσεων και ήπιων lockdown.

Η στρατηγική του συνοψίζεται στη φράση «οι τροχοί της οικονομίας πρέπει να συνεχίσουν να κινούνται». Το τουρκικό καθεστώς ανέλαβε μεγαλύτερους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει, στο μέτρο του δυνατού, την οικονομία.

Σε ό,τι αφορά τους θανάτους, η Τουρκία έρχεται 16η στον κόσμο, με 17η την Κίνα –απ’ όπου ξεκίνησε η πανδημία–, όπου μέχρι τις 10 Ιουνίου είχαν καταγραφεί 4.634 θάνατοι.

Στον αριθμό των κρουσμάτων η Τουρκία έρχεται 11η, με 10ο το Ιράν, όπου έχουν καταγραφεί 177.938 κρούσματα.

Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Τουρκίας δεν θεωρούνται ιδιαίτερα ακριβή, όπως άλλωστε και των περισσότερων κρατών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους του κόμματος του Ερντογάν θεωρεί ότι τα στοιχεία που δίνονται στη δημοσιότητα παρουσιάζουν το πρόβλημα μικρότερο απ’ ό,τι είναι.

Το καθεστώς δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, προκειμένου να περάσει τη γραμμή του. Έτσι, 400 άτομα κατηγορήθηκαν για διάδοση λαθεμένων και προβοκατόρικων πληροφοριών στο διαδίκτυο και τέθηκαν υπό προσωρινή κράτηση, μεταξύ των οποίων και αρκετοί δημοσιογράφοι.

Επιτυχία του Ερντογάν και της κυβέρνησης θεωρείται ότι το σύστημα υγείας, το οποίο αναπτύχθηκε επί των ημερών του, άντεξε στην πίεση της πανδημίας. Στην κορύφωση της πανδημίας χρησιμοποιήθηκαν περίπου τα 2/3 των κλινών σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Έτσι, δεν δημιουργήθηκαν απαράδεκτες καταστάσεις, όπως αυτές που παρατηρήθηκαν κυρίως στη Βόρεια Ιταλία και στη Νέα Υόρκη.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο σχετικά μικρός αριθμός των θανάτων σε σχέση με τα κρούσματα που έχουν καταγραφεί μπορεί να διευκολύνεται από τα νεανικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού της Τουρκίας, με τους μισούς Τούρκους να είναι κάτω των 32 ετών. Η γειτονική χώρα προχώρησε από τις αρχές Ιουνίου στη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, σε μια προσπάθεια να προλάβει ένα μέρος της κρίσιμης για την οικονομία τουριστικής περιόδου.

 

Οικονομική αδυναμία

Από το καλοκαίρι του 2018 η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ύστερα από μια μεγάλη περίοδο κατά την οποία επιτύγχανε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 5%.

Οι επιδόσεις της οικονομίας παίζουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της πολιτικής δυναμικής. Ο Ερντογάν κατάφερε να επιβάλει συνταγματική μεταρρύθμιση που δίνει υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είναι πλέον πανίσχυρος και κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει, με τους συγγενείς και φίλους του να ελέγχουν κρίσιμα υπουργεία. Η παντοδυναμία του μεγαλώνει τις ευθύνες του για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, που μπαίνουν, με το πέρασμα του χρόνου, ολοένα περισσότερο στην καθημερινότητα του πολίτη.

Η κρίση της τουρκικής λίρας το 2018 οδήγησε μεταξύ των άλλων σε πληθωρισμό της τάξης του 25%, που έριξε το πραγματικό εισόδημα πολλών μη προνομιούχων και φτωχών Τούρκων. Ύστερα από 17 χρόνια παντοδυναμίας το κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη του Ερντογάν άρχισε να δέχεται σοβαρή πολιτική πίεση. Στις δημοτικές εκλογές του 2019 έχασε την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, ενώ η απόφαση των αρμόδιων αρχών να επαναλάβουν τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη έφερε στην επιφάνεια τις μεθοδεύσεις του καθεστώτος και μεγάλωσε τη νίκη του αντικυβερνητικού υποψηφίου, η εκλογή του οποίου είχε αμφισβητηθεί.

Πριν από τον κορονοϊό είχε αρχίσει να καταγράφεται, λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης, υποχώρηση των δημοσκοπικών ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος και της δημοτικότητας του Προέδρου Ερντογάν. Η Τουρκία, βέβαια, δεν είναι καμιά αναπτυγμένη δημοκρατία, εφόσον το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 έδωσε την ευκαιρία στον Ερντογάν να περιορίσει κι άλλο τα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα και να κλιμακώσει την καταπίεση σε βάρος των Κούρδων και των πολιτικών του αντιπάλων. Από τους 65 δήμους που κέρδισε το κόμμα που εκφράζει την κουρδική μειονότητα (HDP), έχουν ήδη αντικατασταθεί στους 40 από αυτούς οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης από διορισμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους με βασική δικαιολογία την υποτιθέμενη καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Σε ένα τόσο αντιδημοκρατικό καθεστώς οι δημοσκοπήσεις δεν έχουν ιδιαίτερα μεγάλη αξιοπιστία. H καταγραφή των τάσεων του εκλογικού σώματος, ακόμα κι αν είναι σωστή, δεσμεύει σε μικρότερο βαθμό τις εξελίξεις, εφόσον χρησιμοποιούνται άλλες μέθοδοι για την αντιμετώπιση της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Η φθορά της κυβερνητικής παράταξης εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών και η απόλυτη εξουσία του Ερντογάν συνέβαλαν στην αποχώρηση από αυτήν του πρώην πρωθυπουργού Νταβούτογλου και του πρώην υπουργού Οικονομικών Μπαμπακάν, οι οποίοι δημιούργησαν τα δικά τους κόμματα. Για να εκπροσωπηθεί ένα κόμμα στην τουρκική Βουλή χρειάζεται να συγκεντρώσει το 10% των ψήφων. Έτσι, δεν υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να φτάσουν στο όριο που επιτρέπει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Η πανδημία μεγαλώνει τις οικονομικές δυσκολίες και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το ΑΕΠ της Τουρκίας θα μειωθεί κατά 5% το 2020, ο επίσημος πληθωρισμός, που υποχώρησε σταδιακά προς το 10%, θα αυξηθεί στο 12%, ενώ το ποσοστό ανεργίας θα εκτοξευτεί στο 17,2% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Εκφράζονται επίσης ανησυχίες για την αδυναμία της τουρκικής λίρας και τις συνέπειες που μπορεί να έχει για τις μεγάλες τουρκικές επιχειρήσεις με σημαντικές οφειλές σε συνάλλαγμα. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με επικεφαλής τον… γαμπρό του Ερντογάν, αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ και άλλων διεθνών οργανισμών και επιμένει ότι η τουρκική οικονομία θα είναι μία από τις λίγες που θα αναπτυχθούν σε συνθήκες κορονοϊού.

Είναι δύσκολο να προβλεφθούν με ακρίβεια οι οικονομικές εξελίξεις, αλλά πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχιστούν οι πιέσεις προς το εθνικό νόμισμα και προς το βιοτικό επίπεδο των περισσότερων Τούρκων.

Το εξωτερικό χρέος, κυρίως του ιδιωτικού τομέα, που πρέπει να ρυθμιστεί με διάφορους τρόπους στη διάρκεια του δωδεκαμήνου φτάνει τα 170 δισ. δολάρια. Ο τουρισμός είναι μία από τις βασικές πηγές συναλλάγματος και γι’ αυτό καταβάλλονται προσπάθειες να καλυφθεί, στο μέτρο του δυνατού, το χαμένο έδαφος, ιδιαίτερα τους κρίσιμους από συναλλαγματική άποψη μήνες, Ιούλιο και Αύγουστο. Οι απώλειες εσόδων για τις περισσότερες ξενοδοχειακές μονάδες είναι μέχρι σήμερα της τάξης του 80%-90%, ενώ η πανδημία εξακολουθεί να έχει ισχυρή παρουσία στη γειτονική χώρα. Τον Απρίλιο, οπότε η διάδοση του κορονοϊού είχε αποκτήσει εντυπωσιακή δυναμική, είχαμε ορισμένες ημέρες καταγραφή 5.000 κρουσμάτων, ενώ ο ημερήσιος ρυθμός στο ξεκίνημα του Ιουνίου είναι της τάξης των 1.000 κρουσμάτων.

 

Η αντεπίθεση του καθεστώτος

Παρά τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες που φθείρουν την κυβερνητική παράταξη του Ερντογάν, ο τελευταίος παραμένει κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Έχει να αντιμετωπίσει την πρόκληση των προεδρικών εκλογών του 2023, οπότε θα έχει συμπληρώσει 20 χρόνια στην εξουσία. Δεν έχουν όμως αναδειχθεί ακόμα πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες ικανές να τον αμφισβητήσουν.

Το κεμαλικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να εξασφαλίσει ευρύτερες συσπειρώσεις, ούτε μπορεί να συνεννοηθεί με το κόμμα που εκπροσωπεί την κουρδική μειονότητα και κινείται πάντα κοντά στο όριο του 10%, που εξασφαλίζει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ο νέος και εξαιρετικά δημοφιλής δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης μπορεί, θεωρητικά, να συσπειρώσει την κοινωνία των πολιτών εναντίον ενός εξαιρετικά αυταρχικού καθεστώτος, είναι πολύ αμφίβολο όμως ότι μπορεί να απευθυνθεί στις λαϊκές τάξεις στο σύνολο της Τουρκίας.

Σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις, η θέση του Ερντογάν ενισχύθηκε, παρά τα σοβαρά λάθη εκτίμησης που έκανε, τους δύο πρώτους μήνες της πανδημίας. Ευνοήθηκε κι αυτός από την ενστικτώδη συσπείρωση πολλών πολιτών γύρω από την εξουσία σε συνθήκες μεγάλης απειλής. Το ερώτημα είναι αν θα διατηρήσει την πολιτική υπεροχή όταν με το πέρασμα του χρόνου θα κυριαρχήσουν στην επικαιρότητα τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα.

Από το 2018, οπότε η τουρκική οικονομία μπήκε σε περίοδο ασταθούς ισορροπίας, ο Ερντογάν αξιοποιεί τη στρατηγική που ακολουθεί στο εξωτερικό για να συσπειρώνει τους Τούρκους στη βάση του πατριωτισμού. Το επιχείρησε με μέτρια αποτελέσματα στη Συρία, όταν τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν εδάφη στα οποία κυριαρχούσε το κουρδικό στοιχείο, στο όνομα της καταπολέμησης της κουρδικής τρομοκρατίας. Το επιχειρεί ξανά σήμερα, σε καλύτερες γι’ αυτόν συνθήκες, ενισχύοντας τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη και προωθώντας τη νεο-οθωμανική επεκτατική στρατηγική, μέρος της οποίας είναι η «Γαλάζια Πατρίδα», δηλαδή η δυνατότητα της Τουρκίας να προβάλλει τη δύναμή της σε τρεις θάλασσες.

 

Η «Γαλάζια Πατρίδα»

Τα σχέδια της Τουρκίας για επιστροφή στον… 16ο αιώνα, οπότε ήταν κυρίαρχη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο, δεν είναι καινούργια. Εξελίσσονται από το 2007 και στηρίζονται, μεταξύ των άλλων, στη σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών, στον πολλαπλασιασμό των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη στην Άμυνα, στη συνέχιση μιας παράδοσης στρατιωτικοποίησης της οικονομίας και στις σοβαρές επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία. Αυτή τη στιγμή το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό έχει στη διάθεσή του 112 πλοία. Ο στόλος θα ενισχυθεί με την προσθήκη άλλων 24 πολεμικών πλοίων –μεταξύ των οποίων 4 φρεγάτες– μέχρι το 2023, οπότε θα εορταστούν με κάθε επισημότητα τα 100 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Τις ναυτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας συμβολίζει η ένταξη του ελαφρού αεροπλανοφόρου «Anadolu» στο Πολεμικό Ναυτικό της. Το σκάφος αυτό θεωρείται το σημαντικότερο μετά το πρώην γερμανικό θωρηκτό που εντάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό της Τουρκίας το 1914 με το όνομα «Yavuz».

Το «Anadolu» ναυπηγείται από το 2015 και αναμένεται να ενταχθεί στον τουρκικό στόλο το 2020. Έχει εκτόπισμα 27.000 τόνους, μήκος 231 μέτρα, πλάτος 32 μέτρα και μέγιστη ταχύτητα 21 κόμβους.

Θα μεταφέρει πολλά επιθετικά ελικόπτερα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) και 4 μεγάλα αποβατικά σκάφη. Θεωρείται ένα οπλικό σύστημα που αναβαθμίζει συνολικά το Πολεμικό Ναυτικό της γειτονικής χώρας, εφόσον του δίνει τη δυνατότητα να προβάλει την ισχύ της Τουρκίας από την Κύπρο μέχρι την Αλβανία –περνώντας από το Αιγαίο– και από τη Λιβύη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ναυπήγηση του «Anadolu» στηρίζεται στη συνεργασία της τουρκικής εταιρείας Sedef Shipbuilding με την ισπανική Navantia, γεγονός που δείχνει και τα όρια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της στρατηγικής απειλής της Τουρκίας που αντιμετωπίζουμε.

Το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό πραγματοποίησε τον Μάρτιο ασκήσεις σε τρεις θάλασσες ταυτόχρονα, με τη συμμετοχή 100 πολεμικών πλοίων, με την επωνυμία «Γαλάζια Πατρίδα». Έχει επίσης οργανωμένη παρουσία σε χώρες όπως η Σομαλία και το Κατάρ και στέλνει το μήνυμα της τουρκικής ισχύος στον Ινδικό Ωκεανό, στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο.

 

Ενέργεια και Λιβύη

Η Τουρκία με τη θεαματική ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού της στέλνει το μήνυμα στις δυνάμεις που παίζουν ρόλο στη Μεσόγειο ότι χωρίς τη συμμετοχή ή την έγκρισή της δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής εκμετάλλευση ενεργειακού πλούτου, ούτε ασφαλής ανάπτυξη αγωγών φυσικού αερίου.

Τη μεγαλύτερη πίεση τη δέχεται η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θέλει να αξιοποιήσει τα τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου που έχουν εντοπιστεί στη δική της ΑΟΖ. Το μήνυμα που στέλνει η Άγκυρα είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει αξιοποίηση αν δεν προηγηθεί επίλυση του Κυπριακού με όρους που εγκρίνει και εξασφάλιση των δικών της συμφερόντων. Ανάλογη είναι η προσέγγιση της Άγκυρας και σε ό,τι αφορά τον αγωγό EastMed, τα σχέδια του οποίου στηρίζονται στη συνεργασία Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου-Ελλάδας με την έγκριση των ΗΠΑ. Είναι φανερό ότι η τουρκική αντίδραση κάνει ακόμη πιο δύσκολη την κατασκευή ενός αγωγού του οποίου η οικονομική βιωσιμότητα αμφισβητείται. Πιθανότατα δεν θα υπάρξει ούτε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, εφόσον το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πράσινη μετάβαση δίνει απόλυτη προτεραιότητα στις ΑΠΕ.

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής εντάσσεται και η συμφωνία της Τουρκίας με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης για τον ορισμό τουρκολιβυκών θαλάσσιων ζωνών που καταλήγουν να αμφισβητούν κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Στη Λιβύη η Τουρκία εμφανίζεται πολύ πιο αποτελεσματική απ’ ό,τι στη Συρία, γιατί έχει διδαχτεί από τα λάθη της.

Αξιοποιεί την απουσία των ευρωπαϊκών δυνάμεων που άλλοτε ήταν κυρίαρχες στη στρατηγικής σημασίας χώρα της Βόρειας Αφρικής. Η Ιταλία, που απέσπασε τη Λιβύη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν διανοείται στρατιωτική παρουσία στη Λιβύη, ενώ δυσκολεύεται να συνεννοηθεί σε επίπεδο συμφερόντων με τη Γαλλία.

Η Γερμανία ανέλαβε μια μεσολαβητική προσπάθεια για την ειρήνευση στη Λιβύη, από την οποία φρόντισε να αποκλειστεί η Αθήνα για να μη δυσαρεστηθεί η Άγκυρα, αλλά δεν έφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Η ευρωπαϊκή αδυναμία επιβεβαιώνεται μέσα από τα προβλήματα της επιχείρησης «Ειρήνη» με την οποία η ευρωπαϊκή ναυτική δύναμη υποτίθεται ότι θα επιβάλει εμπάργκο όπλων στην κυβέρνηση της Τρίπολης και στις δυνάμεις του Χάφταρ που ελέγχουν την ανατολική Λιβύη.

Στην πράξη, δεν υπάρχουν επαρκείς δυνάμεις για την εφαρμογή του εμπάργκο. Η Τουρκία αξιοποιεί την κατάσταση για να προμηθεύει με όπλα και drones την κυβέρνηση της Τρίπολης, ενώ έχει μεταφέρει από τη Συρία στη Λιβύη χιλιάδες ισλαμιστές μαχητές, οι οποίοι κάνουν τη διαφορά στα πεδία των μαχών.

Οι δυνάμεις του Χάφταρ βρίσκονται σε φάση υποχώρησης. Υποχρεώθηκαν να λύσουν την πολιορκία της Τρίπολης που κράτησε περίπου έναν χρόνο, έχασε πόλεις στρατηγικής σημασίας που ήλεγχε στη δυτική Λιβύη, ενώ, απ’ ό,τι φαίνεται, θα χάσει σύντομα και τη Σύρτη, γενέτειρα του Καντάφι και λιμάνι από το οποίο περνάει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών πετρελαίου της Λιβύης.

Η επιτυχία του Ερντογάν στη Λιβύη δεν οφείλεται μόνο στην ευρωπαϊκή απουσία, που λειτούργησε σε όφελός του, αλλά και στην καλή συνεννόηση με τη Ρωσία, την άλλη δύναμη που αξιοποιεί τις δυνατότητες που προφέρει η απουσία των Ευρωπαίων και των ΗΠΑ. Οι Ρώσοι δεν κλιμάκωσαν την αντιπαράθεση με τις δυνάμεις που ελέγχονται από την Τουρκία, όπως συνέβη σε περιπτώσεις στη Συρία, αλλά απέσυραν έγκαιρα από την εμπόλεμη ζώνη τους Ρώσους μισθοφόρους που στηρίζουν τον Χάφταρ.

Διαγράφεται η προοπτική μιας συνεννόησης Τουρκίας-Ρωσίας, με την πρώτη να έχει το πλεονέκτημα στη Λιβύη και τη δεύτερη στη Συρία, στο πλαίσιο μιας ελεγχόμενης αντιπαλότητας προκειμένου να έχουν οφέλη και οι δύο πλευρές.

Η ενίσχυση της παρουσίας της Τουρκίας στη Λιβύη προκαλεί το σύνολο σχεδόν των αραβικών κρατών, ακριβώς επειδή είναι στα πλαίσια μιας νεο-οθωμανικής στρατηγικής που παραπέμπει στην οθωμανική κυριαρχία επί των Αράβων. Ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί κάποια ισορροπία δυνάμεων στη Λιβύη είναι η δυναμικότερη παρέμβαση της Αιγύπτου, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Σαουδικής Αραβίας και άλλων αραβικών κρατών υπέρ του Χάφταρ.

Ο Ερντογάν καταγράφει επιτυχίες στη Λιβύη, ενισχύει την άμεση και έμμεση παρουσία της Τουρκίας στον ενεργειακό χάρτη, αναδεικνύει τη στρατηγική απουσία των Ευρωπαίων, προβάλλει μια ευρύτερη στρατηγική που ασκεί μεγάλη πίεση και στην Ελλάδα και συνεννοείται καλύτερα για το μοίρασμα της πίτας με τη Ρωσία.

Από την άλλη πλευρά, ενισχύει την εικόνα της Τουρκίας ως δύναμης αποσταθεροποίησης και προκαλεί τη δικαιολογημένη αντίδραση της Αιγύπτου και των περισσότερων αραβικών κρατών.

Η εικόνα μιας Τουρκίας με πρωταγωνιστικό ρόλο στη Συρία και στη Λιβύη, χώρες από τις οποίες θα μπορεί να ρυθμίζει και τη ροή προσφύγων και μεταναστών προς την Ε.Ε., πρέπει κάποτε να αφυπνίσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη διπλωματία των ευρωπαϊκών κρατών.

Προς το παρόν, πάντως, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις, που έχουν σχέση με τη νεο-οθωμανική στρατηγική του Ερντογάν και την επιδίωξη της τουρκικής κυριαρχίας στη θάλασσα με βάση τη «Γαλάζια Πατρίδα».

 

Η ελληνική απάντηση

Η ελληνική απάντηση έχει αρχίσει να δίνεται στην πράξη και μοιάζει αποτελεσματική.

Η Αθήνα στηρίζει τον Χάφταρ στη Λιβύη για να στείλει το μήνυμα ότι δεν δέχεται τον αποκλεισμό της από τις εξελίξεις σε όφελος της Τουρκίας και πως είναι σταθερά στο πλευρό της Αιγύπτου και των Αράβων, που αντιδρούν, απόλυτα δικαιολογημένα, στη νεο-οθωμανική στρατηγική του Ερντογάν.

Η Αθήνα θέτει συστηματικά στους ευρωπαϊκούς θεσμούς το ζήτημα της συμπεριφοράς της Τουρκίας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί αποσταθεροποιητικά και εκτός του πλαισίου της διεθνούς νομιμότητας.

Η ελληνική διπλωματία παίρνει αυτό που θέλει σε επίπεδο αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμών, συχνά όμως δεν ικανοποιείται σε διμερές επίπεδο, εφόσον κράτη-μέλη της Ε.Ε. μπορεί να δίνουν προτεραιότητα στις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία, διευκολυνόμενα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας, ούτε κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.

Η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για τον ορισμό των θαλάσσιων ζωνών δείχνει την έμφαση που δίνεται στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Αν υπάρξει ανάλογη συμφωνία με την Αίγυπτο, θα πρόκειται για μεγάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας, που θα περιορίσει την ελευθερία κινήσεων της τουρκικής.

Η Αίγυπτος είναι χώρα στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα. Αν είχαν διατηρηθεί στην εξουσία οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, θα είχαν προωθηθεί εντυπωσιακά τα νεο-οθωμανικά σχέδια του Ερντογάν. Ευτυχώς, το καθεστώς Αλ-Σίσι μοιράζεται μ’ εμάς την αντίθεση προς τη στρατηγική της Τουρκίας, χωρίς να είναι φανερό σε ποιον βαθμό θέλει να προχωρήσει.

Εκεί όπου είναι απόλυτη η επικράτηση της ελληνικής πλευράς είναι στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, όπου έχει διαμορφωθεί μια ιδιαίτερα αυστηρή άποψη για τον ρόλο της Τουρκίας και την προοπτική ένταξής της στην Ε.Ε.

 

Νέα καθήκοντα

Το ξεδίπλωμα της στρατηγικής της Τουρκίας υπό την πίεση της πανδημίας και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της μας επιβάλλει νέα καθήκοντα, εφόσον είμαστε η χώρα που θα δεχτεί, πιθανότατα, τη μεγαλύτερη πίεση από την εφαρμογή αυτής της στρατηγικής.

Στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, πρέπει και στα νησιά του Αιγαίου να δείξουμε την ίδια αποτελεσματικότητα που δείξαμε στην κρίση του Έβρου. Οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες, αλλά πρέπει να σταλεί ξανά το μήνυμα ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν πρόκειται να μετατραπεί σε μέσο εκβιασμού της Ελλάδας και της Ε.Ε. από τον Ερντογάν, όπως το 2015-2016. Καλούμαστε να ενισχύσουμε κι άλλο το ευρωπαϊκό πλεονέκτημα της χώρας μας έναντι της Τουρκίας. Ο Μητσοτάκης έβαλε ξανά την Ελλάδα στον πυρήνα της Ευρωζώνης, εξασφάλισε πρωτοφανή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από το 2021 και πέρα και ετοιμάζεται να συνδιαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο για την πολιτική της Ε.Ε. στο προσφυγικό-μεταναστευτικό κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας το δεύτερο εξάμηνο του 2020. Το πλαίσιο αυτό θα λαμβάνει περισσότερο υπόψη του τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των χωρών πρώτης υποδοχής και κυρίως της Ελλάδας.

Οι τουρκικές κινήσεις επηρεάζουν αναπόφευκτα τον ενεργειακό σχεδιασμό μας. Δημιουργούν ένα πρόσθετο κίνητρο για να στραφούμε προς τις ΑΠΕ και την ηλεκτροκίνηση, αξιοποιώντας τα ευρωπαϊκά κονδύλια και τις ξένες επενδύσεις. Μας ενδιαφέρουν πάντα οι δρόμοι της ενέργειας στη Μεσόγειο και στην ευρύτερη περιοχή μας, όμως η «πράσινη» ενεργειακή αυτονομία είναι πλέον η απόλυτη προτεραιότητα.

Η προβολή δύναμης που συστηματοποιεί η Τουρκία οδηγεί αναπόφευκτα σε ελληνικές πρωτοβουλίες για ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού, επένδυση στο παραδοσιακό «Ελλάς - Γαλλία - συμμαχία» και ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας σε υπερσύγχρονη βάση με πρωταγωνιστική συμμετοχή ισραηλινών επιχειρήσεων, που έτσι θα αποκτήσουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.

 

Τα αδύνατα σημεία

Από τη στιγμή που η Τουρκία μάς στέλνει μήνυμα ότι θα μας ασκήσει κλιμακούμενη πίεση σε βάθος χρόνου στα πλαίσια της νεο-οθωμανικής στρατηγικής του Ερντογάν, πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα αδύνατα σημεία στον σχεδιασμό της Άγκυρας.

Μας προσφέρονται νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη της συνεργασίας με σημαντικά αραβικά κράτη που εναντιώνονται στη νεο-οθωμανική στρατηγική της Τουρκίας.

Στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, η Τουρκία θα υποχρεωθεί να διαχειριστεί τη δυστυχία που προκαλεί με την πολιτική της. Τα 4 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία που βρίσκονται στα εδάφη της δημιουργήθηκαν μέσα από έναν σκληρό εμφύλιο στον οποίο η Τουρκία πρωταγωνίστησε, στην προσπάθειά της να ανατρέψει το καθεστώς Άσαντ και να ελέγξει σημαντικό μέρος της Συρίας. Ανάλογες καταστάσεις παρατηρούνται στη Λιβύη με ευθύνη της Τουρκίας και των αερομεταφερόμενων Σύρων ισλαμιστών που ελέγχονται από αυτήν.

Σε ό,τι αφορά τους εξοπλισμούς, η προσπάθεια της Τουρκίας να παίξει ταυτόχρονα με τα αμερικανικά μαχητικά F-35 και τους ρωσικούς πυραύλους S-400 μάς απάλλαξε από την άμεση απειλή ανατροπής των δυνάμεων της πολεμικής αεροπορίας σε βάρος μας.

Η Τουρκία αποκλείστηκε με απόφαση του Κογκρέσου των ΗΠΑ από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 και η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει να καλύψει το κενό αξιοποιώντας και την επιρροή του Ισραήλ, με το οποίο έχουμε εξαιρετικές σχέσεις, στις ΗΠΑ.

Το ενισχυμένο ευρωπαϊκό μας πλεονέκτημα και η ευρωπαϊκή υποχώρηση της Τουρκίας μάς επιτρέπουν να θέσουμε την Άγκυρα προ των ευθυνών της σε ένα σωρό ζητήματα μεγάλης σημασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατασκευή –με ρωσική τεχνολογία και κεφάλαια– πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε πλήρη αντίθεση με τις νέες ευρωπαϊκές προτεραιότητες και σε συνθήκες που δημιουργούν δικαιολογημένο προβληματισμό για την ασφάλεια.