Ο Ερντογάν σε νέο περιβάλλον - Free Sunday
Ο Ερντογάν σε νέο περιβάλλον
Τα προβλήματα της οικονομίας και η ήττα Τραμπ αλλάζουν τους υπολογισμούς.

Ο Ερντογάν σε νέο περιβάλλον

Ο Ερντογάν λειτουργεί πλέον σε διαφορετικό πολιτικό και διεθνοπολιτικό περιβάλλον. Τα αδύνατα σημεία του είναι η μεγάλη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τουρκίας και η εκλογική ήττα του προέδρου Τραμπ, με τον οποίο είχε αναπτύξει στενή προσωπική και οικογενειακή σχέση.

Από την άλλη πλευρά, ο Ερντογάν καταγράφει επιτυχίες στον νότιο Καύκασο και στη Λιβύη, οι οποίες ενισχύουν την ελευθερία των κινήσεών του.

Επιδίδεται σε κινήσεις τακτικής προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο και να χαράξει στρατηγική που θα ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες.

Η ήττα Τραμπ

Ο Ερντογάν είναι από τους ηγέτες που χρειάστηκαν μερικά 24ωρα για να αφομοιώσουν πολιτικά την εκλογική ήττα Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος του πρόσφερε πλουσιοπάροχα πολιτική κάλυψη σε θέματα τα οποία θα προκαλούσαν δυναμική αντίδραση των ΗΠΑ, αν τα είχε κινήσει ξένος ηγέτης που δεν είχε την προεδρική εύνοια.

Από τα θέματα αυτά, δύο είναι που ξεχωρίζουν: το σπάσιμο του εμπάργκο στο Ιράν από την Τουρκία με τη βοήθεια της τράπεζας Halkbank και η προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400.

Η αμερικανική διοίκηση είναι ιδιαίτερα αυστηρή στο ζήτημα της εφαρμογής του εμπάργκο σε βάρος του Ιράν, γιατί το θεωρεί αποτελεσματικό μέσο πίεσης προκειμένου να μην αποκτήσει το Ιράν πυρηνικό οπλοστάσιο. Στην αντίληψη των ΗΠΑ το Ιράν είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή και θανάσιμη απειλή για το Ισραήλ, με το οποίο οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει ειδική σχέση.

Η προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400 δημιουργεί πρόβλημα αξιοπιστίας στην Τουρκία στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και ήδη έχει προκαλέσει τη ματαίωση της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των μαχητικών αεροσκαφών 5ης γενιάς, όπως και τη ματαίωση της παράδοσής τους στην τουρκική πολεμική αεροπορία, η οποία θα προκαλούσε δραστική ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της Ελλάδας.

Η αμερικανική αντίδραση θα μπορούσε να είναι πιο σκληρή αν δεν είχε παρέμβει ο πρόεδρος Τραμπ στο Πεντάγωνο και στο State Department. Το 2018 τα οικονομικά μέτρα που πήραν οι ΗΠΑ σε βάρος της Τουρκίας, εξαιτίας της σύλληψης του Αμερικανού πάστορα που θεωρήθηκε ότι συνωμοτούσε σε βάρος του καθεστώτος, προκάλεσαν νομισματική και συναλλαγματική κρίση στη γειτονική χώρα. Επομένως, ο αμερικανικός παράγοντας εξακολουθεί να προσδιορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις εξελίξεις και αυτό υποχρεώνει τον Ερντογάν σε αναγκαία προσαρμογή της πολιτικής του.

Η εξαφάνιση του γαμπρού

Η πρώτη απόφαση που πήρε ο Ερντογάν μετά την ήττα του Τραμπ ήταν η πολιτική εξαφάνιση του γαμπρού του και επίδοξου διαδόχου του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ.

Ο Αλμπαϊράκ θεωρήθηκε πολιτικά ευάλωτος διότι είχε αναπτύξει προσωπική σχέση με τον γαμπρό του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, η οποία εξαιτίας του εκλογικού αποτελέσματος μετατράπηκε από πολιτικό πλεονέκτημα σε μειονέκτημα.

Επιπλέον, ο γαμπρός του Ερντογάν θεωρείται ότι έχει ανάμειξη σε δύο σκάνδαλα τα οποία μπορεί να αποκτήσουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία στο μέλλον. Κατά το παρελθόν είχε διατελέσει διευθύνων σύμβουλος του τουρκικού ομίλου επιχειρήσεων Calik, στον οποίο ανήκει και η Aktif Bank. Η συγκεκριμένη τράπεζα φέρεται να έχει ειδίκευση στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος, που συμπεριλαμβάνει χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και παράνομες δραστηριότητες στο Αφγανιστάν.

Ο Αλμπαϊράκ είναι εκτεθειμένος και επειδή συμμετείχε σε κύκλωμα λαθρεμπορίου χρυσού και παραβίασης του εμπάργκο κατά του Ιράν. Ο Τουρκοϊρανός λαθρέμπορος χρυσού Ζαράμπ κατά τη δίκη του στις ΗΠΑ περιέγραψε τη λειτουργία κυκλώματος με επικεφαλής τον Αλμπαϊράκ και τον φίλο του, Μεχμέτ Ατίλα, αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο της Halkbank, η οποία μεσολάβησε στις συναλλαγές με το Ιράν.

Η αμερικανική Δικαιοσύνη δεν κινήθηκε κατά του Αλμπαϊράκ, ενώ επέτρεψε στον Ατίλα, ο οποίος κρατείτο στις ΗΠΑ, να επιστρέψει στην Τουρκία. Ψιθυρίζεται ότι ο πρόεδρος Τραμπ βρίσκεται πίσω από τη σχετική αδράνεια της αμερικανικής Δικαιοσύνης.

Αποσύροντας τον γαμπρό του από το προσκήνιο, ο Ερντογάν ουσιαστικά τον προστατεύει, εφόσον παύει προσωρινά να είναι πολιτικός στόχος μεγάλης σημασίας. Τα τελευταία χρόνια είχε αναπτυχθεί η λεγόμενη «διπλωματία των γαμπρών», με τον Αλμπαϊράκ και τον Κούσνερ να ρυθμίζουν πολιτικά και οικονομικά ζητήματα στη βάση μιας προσωπικής σχέσης που είχαν αναπτύξει.

Ο Κούσνερ θεωρείται βασικό στέλεχος του συστήματος Τραμπ, το οποίο είχε την τάση να ανακατεύει τη διπλωματία με την προώθηση των επιχειρηματικών συμφερόντων του ομίλου Τραμπ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μετά τις 20 Ιανουαρίου 2021 –οπότε ο Μπάιντεν θα αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ– το πολιτικό και ενδεχομένως το δικαστικό ενδιαφέρον θα στραφεί στον ρόλο του Κούσνερ και της οικογενειοκρατίας Τραμπ.

Από τον Κούσνερ οι αμερικανικές αρχές θα μπορούσαν να περάσουν σχετικά εύκολα στον Αλμπαϊράκ ή να ακολουθήσουν την αντίστροφη πορεία.

Στις νέες συνθήκες, η πολιτική εξαφάνιση του Αλμπαϊράκ μπορεί να θεωρηθεί πράξη πολιτικής σοφίας από την πλευρά του Ερντογάν, εφόσον τον κάνει λιγότερο ευάλωτο στις πιέσεις των ΗΠΑ και διευκολύνει τη συνεννόηση με τη διακυβέρνηση Μπάιντεν.

Οικονομική κρίση

Η αποπομπή του υπουργού Οικονομικών Αλμπαϊράκ από την κυβέρνηση ήταν αναγκαία και εξαιτίας της κακής πορείας της οικονομίας. Τα δύο τελευταία χρόνια το δίδυμο Ερντογάν-Αλμπαϊράκ εφάρμοσε μια ανορθόδοξη οικονομική πολιτική, που έδινε απόλυτη προτεραιότητα στην εύκολη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και της οικονομίας σε βάρος της οικονομικής και νομισματικής σταθερότητας.

Ενώ σχεδόν όλοι οι αναλυτές υποδείκνυαν άνοδο των βασικών επιτοκίων με πρωτοβουλία της κεντρικής τράπεζας για να χτυπηθεί ο πληθωρισμός και να σταθεροποιηθεί το εθνικό νόμισμα, ο πρόεδρος και ο υπουργός Οικονομικών κινήθηκαν σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση.

Τους τελευταίους 18 μήνες ο πανίσχυρος πρόεδρος της Τουρκίας καρατόμησε δύο διοικητές της κεντρικής τράπεζας, γιατί δεν ακολούθησαν πλήρως τις οδηγίες του ή γιατί είχε εξαντληθεί η πολιτική χρησιμότητά τους. Αρχές Νοεμβρίου ο Ερντογάν τοποθέτησε στη διοίκηση της Τράπεζας της Τουρκίας τον πρώην υπουργό Οικονομικών Νατζί Αγμπάλ, ο οποίος είχε μια συγκρουσιακή σχέση με τον Αλμπαϊράκ. Ο τελευταίος αντέδρασε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των τουρκικών ΜΜΕ, υποβάλλοντας την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Οικονομικών.

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε θυμίζει τουρκικό τηλεοπτικό σήριαλ. Ο Αλμπαϊράκ ανακοίνωσε την παραίτησή του μέσω διαδικτύου. Η Προεδρία της Δημοκρατίας χρειάστηκε 48 ώρες για να πάρει θέση και να την κάνει αποδεκτή. Τα ΜΜΕ, ακόμη κι αυτά που ελέγχονται από την οικογένεια του Αλμπαϊράκ, δεν ανέφεραν την παραίτηση μέχρι να πάρει τις αποφάσεις του ο Ερντογάν. Στο παρασκήνιο αναπτύχθηκε ο ψίθυρος για εξωσυζυγική σχέση του Αλμπαϊράκ με πανέμορφη ηθοποιό, με αποτέλεσμα να χάσει την εύνοια του Ερντογάν και να τον «σωφρονίσουν» άνθρωποι του προέδρου.

Η αποπομπή του Αλμπαϊράκ έγινε με τρόπο που εκθέτει διπλά τον Ερντογάν. Πρώτον, ανέδειξε το πρόβλημα της οικονομίας και την αποτυχία των οικονομικών επιλογών τους. Δεύτερον, ενίσχυσε την εντύπωση ότι το οικογενειακό-κρατικό καθεστώς που έχει αναπτυχθεί είναι απόλυτα διεφθαρμένο.

Στην αντίληψη πολλών μη προνομιούχων Τούρκων ο Ερντογάν δεν αποτελεί πλέον εγγύηση οικονομικής και κοινωνικής ανόδου αλλά εκφράζει ένα κατεστημένο που νέμεται την εξουσία στέλνοντας τον λογαριασμό στο κοινωνικό σύνολο.

Ο ίδιος ο Ερντογάν, ο γιος του Μπιλάλ και η κόρη του, Έζρα Αλμπαϊράκ, έχουν κατηγορηθεί από την αντιπολίτευση για ανάμειξη σε μεγάλα σκάνδαλα και η υπόθεση Αλμπαϊράκ φαίνεται να επιβεβαιώνει τις χειρότερες υποψίες.

Στη θέση του Αλμπαϊράκ τοποθετήθηκε ο Λουτφί Ελβάν, βουλευτής και ανώτατο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος AKP, ο οποίος έχει διατελέσει υπουργός Μεταφορών, Ναυτιλίας και Υποδομών και υπουργός Ανάπτυξης. Η διπλή αλλαγή, του διοικητή της κεντρικής τράπεζας και του υπουργού Οικονομικών, ενίσχυσε προσωρινά την τουρκική λίρα, γιατί θεωρήθηκε προμήνυμα προσαρμογής της οικονομικής πολιτικής στη σκληρή πραγματικότητα. Οι αγορές περιμένουν να δουν αν θα προχωρήσει το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας της Τουρκίας σε άνοδο των βασικών επιτοκίων στη συνεδρίαση που έχει προγραμματιστεί για την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου.

Οι περισσότεροι αναλυτές φαίνεται να προεξοφλούν την άνοδο των επιτοκίων, η οποία, αν πραγματοποιηθεί, θα είναι μία ακόμη εξαιρετικά σημαντική κίνηση προσαρμογής του Ερντογάν.

Η άνοδος των επιτοκίων και μια σχετικά περιοριστική πολιτική θεωρούνται αναγκαίες για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και του νομίσματος, αλλά θα επηρεάσουν, για ένα διάστημα, αρνητικά το βιοτικό επίπεδο των περισσότερων Τούρκων, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να μεγαλώσει η πολιτική φθορά του καθεστώτος και προσωπικά του Ερντογάν.

Οι επιτυχίες της Άγκυρας

Τα οικονομικά προβλήματα δείχνουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να χρηματοδοτηθεί η νεο-οθωμανική επεκτατική στρατηγική του Ερντογάν από ένα ΑΕΠ 750 δισ. δολαρίων και μια οικονομία η οποία απειλείται από το αυξανόμενο χρέος των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε συνάλλαγμα.

Σε επίπεδο στρατηγικής, ο Ερντογάν έχει βάλει ένα στοίχημα το οποίο είναι πολύ δύσκολο να κερδηθεί. Σε ό,τι αφορά όμως την τακτική, καταγράφει επιτυχίες που αντισταθμίζουν τη φθορά του εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών στο εσωτερικό και ενισχύουν τη διαπραγματευτική του θέση στο εξωτερικό.

Η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη, με drones και μισθοφόρους, ματαίωσε την επικράτηση των δυνάμεων του Χάφταρ, σταθεροποίησε τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης και οδήγησε τους εμπόλεμους σε κατάπαυση του πυρός. Επομένως, η Τουρκία ενίσχυσε τη θέση της στη Λιβύη παρά την αντίδραση πολλών αραβικών κρατών και εμφανίζεται μαζί με τη Ρωσία να ελέγχει τις αντιμαχόμενες πλευρές.

Ανάλογη κατάσταση, αλλά με τη Ρωσία να έχει το πλεονέκτημα, στη Συρία, όπου η Ρωσία και το Ιράν είναι τα βασικά στηρίγματα του καθεστώτος Άσαντ, αλλά η Τουρκία έχει καταφέρει να ελέγχει την περιοχή στην οποία έχουν συγκεντρωθεί οι τελευταίοι αντικαθεστωτικοί τζιχαντιστές, αλλά και την περιοχή με κουρδικό πληθυσμό.

Στην κατεχόμενη Κύπρο ο Ερντογάν κατάφερε να αντικαταστήσει, μέσα από εκλογές, τον Ακιντζί με τον άμεσα ελεγχόμενο από αυτόν Τατάρ.

Στον νότιο Καύκασο η Τουρκία έκανε επίδειξη δύναμης βοηθώντας το Αζερμπαϊτζάν να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχε χάσει τη δεκαετία του ’90 στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Οι στρατιωτικές δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν επικράτησαν με άνεση των Αρμενίων, στηριζόμενες κυρίως σε ισραηλινά και ρωσικά οπλικά συστήματα, αλλά και σε Σύρους μισθοφόρους και drones που τους προμήθευσε η Τουρκία. Η κατάπαυση του πυρός υπογράφηκε με όρους που είναι υπέρ του Αζερμπαϊτζάν και σε βάρος των Αρμενίων και με τη Ρωσία και την Τουρκία να αναλαμβάνουν την επίβλεψη της εκεχειρίας και της τήρησης της συμφωνίας. Πρόκειται για μεγάλη επιτυχία της Τουρκίας, γιατί μέχρι σήμερα η Ρωσία θεωρούσε το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία μέρος του λεγόμενου «εγγύς εξωτερικού», που αποτελείται από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, και δεν μοιραζόταν την επιρροή και τη στρατιωτική παρουσία της σε αυτές.

Εκκρεμότητες με ΗΠΑ, Ε.Ε.

Επιδίωξη του Ερντογάν είναι να αξιοποιήσει την ενισχυμένη θέση της Τουρκίας σε Συρία, Λιβύη και νότιο Καύκασο για να κλείσει, όσο καλύτερα γίνεται, τις εκκρεμότητές του με ΗΠΑ και Ε.Ε.

Οι ΗΠΑ επί Μπάιντεν είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ζητήσουν τρία πράγματα από τον Ερντογάν: 1) Να σταματήσει την ανάπτυξη των ρωσικών πυραύλων S-400. 2) Να εξασφαλίσει καλύτερη μεταχείριση των Κούρδων της Συρίας που πολέμησαν κατά του Ισλαμικού Κράτους αλλά τώρα καταπιέζονται από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής και τους Σύρους τζιχαντιστές συνεργάτες τους. 3) Να δείξει μεγαλύτερο σεβασμό στα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα και στις θρησκευτικές μειονότητες.

Ο Ερντογάν θα πρέπει να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση διαπραγματευόμενος συνεχώς με την Ουάσινγκτον, εφόσον η Τουρκία θεωρείται στρατηγικής σημασίας για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Επιπλέον, θα εμφανίσει την παρουσία της Τουρκίας σε Συρία, Λιβύη και νότιο Καύκασο σαν αντιστάθμισμα της ρωσικής παρουσίας, εφόσον οι ΗΠΑ εφαρμόζουν στρατηγική σταδιακής απόσυρσης και η Ε.Ε. δεν ενδιαφέρεται να καλύψει τα όποια κενά δημιουργούνται.

Και σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Ε.Ε. ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει ένα νέο ξεκίνημα. Οι συστηματικές επιθέσεις του κατά της Γαλλίας και του προέδρου Μακρόν, ύστερα μάλιστα από χτυπήματα της ισλαμικής τρομοκρατίας στη Γαλλία, τον εξέθεσαν στην αντίληψη αρκετών Ευρωπαίων ηγετών και κυρίως της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο Ερντογάν θεωρείται παράγοντας αποσταθεροποίησης και φορέας ενός απαράδεκτου εθνικοϊσλαμισμού, του οποίου μάλιστα επιχειρεί την εξαγωγή στην Ε.Ε.

Η γαλλική κυβέρνηση έθεσε τους ακροδεξιούς Γκρίζους Λύκους εκτός νόμου, ενώ και η Αυστρία μετά το ισλαμικό τρομοκρατικό χτύπημα στη Βιέννη επανεξετάζει την παρουσία και τη λειτουργία οργανώσεων που συνδέονται με το τουρκικό κράτος και παρακράτος στα εδάφη της.

Η άμυνα της Άγκυρας

Η άμυνα της Άγκυρας, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Ε.Ε. και την αποτροπή ενδεχόμενων οικονομικών κυρώσεων, θα κινηθεί σε τρεις άξονες.

Ο Ερντογάν θα επιχειρήσει απευθείας συνεννόηση με τη Μέρκελ, ώστε να παρέμβει και να του εξασφαλίσει τον αναγκαίο πολιτικό χρόνο για ένα υποτιθέμενο νέο ξεκίνημα στις σχέσεις του με την Ε.Ε. Η εικόνα της Τουρκίας στη Γερμανία είναι το τελευταίο διάστημα ενισχυμένη, γιατί το ζευγάρι των επιστημόνων που ελέγχει την εταιρεία BioNTech, που ανέπτυξε το εμβόλιο κατά του κορονοϊού σε συνεργασία με τη Pfizer, είναι Γερμανοί πολίτες, παιδιά Τούρκων μεταναστών.

Η Γερμανία προβάλλει την ανάπτυξη του εμβολίου και τη χρηματοδότηση της παραγωγής και διανομής του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία.

Η Άγκυρα θα χρησιμοποιήσει την τουρκική παρουσία και επιρροή σε Συρία, Λιβύη και νότιο Καύκασο για να εξασφαλίσει την ανοχή των περισσότερων κυβερνήσεων της Ε.Ε., που θεωρούν τη Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, τη βασική απειλή. Το αντιρωσικό μπλοκ που έχει δημιουργηθεί στην Ε.Ε. δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις κινήσεις της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας, της Κύπρου και της Γαλλίας και την αντιμετωπίζει ως παράγοντα μετριασμού της ρωσικής επιρροής.

Η Τουρκία θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί και την παράδοση που έχει δημιουργήσει η Ε.Ε. υπέρ ήπιων μορφών οικονομικών κυρώσεων. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. είναι παγκόσμιοι πρωταθλητές στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων, αλλά ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση. Οι ΗΠΑ επιβάλλουν σκληρές κυρώσεις που έχουν φοβερές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Αντίθετα, η Ε.Ε. ειδικεύεται σε στοχευμένες και περισσότερο συμβολικές κυρώσεις, που στέλνουν πολιτικά μηνύματα σε βάρος κυβερνήσεων και καθεστώτων αλλά δεν τιμωρούν τους πολίτες των χωρών στις οποίες επιβάλλονται οι κυρώσεις. Η Ε.Ε. επιλέγει αυτή την προσέγγιση για να μην τιμωρούνται οι λαοί για τις επιλογές αυτών που τους κυβερνούν, αλλά και γιατί θεωρεί την οικονομική επιρροή και τη σχετική διπλωματία το βασικό της πλεονέκτημα, εφόσον δεν λειτουργεί σαν ενιαία πολιτικο-στρατιωτική δύναμη, ικανή να διαμορφώσει εξελίξεις σε άλλες χώρες.

Με βάση αυτή τη λογική που επικρατεί στην Ε.Ε., η Τουρκία θα επιδιώξει να αποτρέψει σκληρές κυρώσεις, όπως είναι το πάγωμα της τελωνειακής ένωσης, και να τις περιορίσει –αν τελικά υπάρξουν– σε συμβολικές κινήσεις χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, όπως ήταν οι κυρώσεις σε βάρος τουρκικών εταιρειών και στελεχών τους που έπαιξαν ρόλο στην παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Ερντογάν μπορεί με διάφορους τρόπους να προστατεύσει, σε μεγάλο βαθμό, τα συμφέροντα του καθεστώτος που έχει δημιουργήσει και της Τουρκίας. Θα πρέπει όμως να αποφύγει νέες προκλήσεις –ιδιαίτερα σε βάρος της Γαλλίας– και να ρίξει τους τόνους στην αντιπαράθεση με την Κύπρο και την Ελλάδα, για να διευκολυνθεί στους χειρισμούς του.

Η κακή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και η αναγκαστική προσαρμογή που θα επιχειρήσει δεν του επιτρέπουν κινήσεις που ενισχύουν την αρνητική του εικόνα στην αντίληψη των ξένων επενδυτών και στέκονται εμπόδιο στη σταθεροποίηση και στην ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας.

Ο Ερντογάν στο νέο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί θα είναι πιο προσεκτικός στις κινήσεις του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα παραιτηθεί από την επεκτατική νεο-οθωμανική στρατηγική του. Γνωρίζει ότι αν δεν ελέγξει τα μέτωπα που έχει ανοίξει με την Ε.Ε., η οικονομία του θα υποστεί νέο πλήγμα, ακόμη και χωρίς κυρώσεις, λόγω της επιδείνωσης του κλίματος, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν οι πιθανότητες να οδηγηθεί σε πρόγραμμα του ΔΝΤ, όπως κατά το παρελθόν.