Από το αγωνιώδες 2020 στο αβέβαιο 2021 - Free Sunday
Από το αγωνιώδες 2020 στο αβέβαιο 2021
Covid-19, οικονομία, Ε.Ε., σχέσεις με Τουρκία, θα προσδιορίσουν τις εξελίξεις.

Από το αγωνιώδες 2020 στο αβέβαιο 2021

Το 2020 περάσαμε, εξαιτίας της πανδημίας, από την προοπτική της δυναμικής ανάπτυξης σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση χωρίς προηγούμενο.

Ξεκινήσαμε το 2020 διεκδικώντας οικονομική ανάπτυξη 2%-2,5%. Με την εμφάνιση της πανδημίας η πρόγνωση άλλαξε από αύξηση σε μείωση του ΑΕΠ κατά 2%-4%. Στο τέλος του 2020 η εκτίμηση είναι πως η πτώση του ΑΕΠ μπορεί να είναι διψήφια.

Αυτό σημαίνει ότι η πανδημία άλλαξε τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας κατά 12-13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε ένα δωδεκάμηνο. Τέτοια διαφορά δεν έχει καταγραφεί και ελπίζουμε να μην αντιμετωπίσουμε στο μέλλον τέτοιες καταστάσεις.

Μεγάλες αλλαγές παρατηρήθηκαν το 2020 και στα ζητήματα της δημόσιας υγείας, του προσφυγικού-μεταναστευτικού, στην οικονομία της Ε.Ε., στις σχέσεις με την Τουρκία, στις πολιτικές προτεραιότητες των ΗΠΑ που μας αφορούν.

Η γενική εικόνα είναι ότι το 2021 θα είναι καλύτερο από το 2020, με βασικό χαρακτηριστικό την αβεβαιότητα για το πόσο μεγάλη θα είναι η βελτίωση και αν τελικά θα αμφισβητηθεί από γεγονότα που δεν μπορούμε να προβλέψουμε.

Η απειλή για την υγεία

Η απειλή για την υγεία προβλέπεται να υποχωρήσει σταδιακά κατά τη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2021 και να περιοριστεί δραστικά προς το φθινόπωρο ή τον επόμενο χειμώνα.

Τα νέα από την πρόοδο της επιστήμης είναι εντυπωσιακά καλά. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα νέου τύπου εμβόλια διεκδικούν ποσοστά αποτελεσματικότητας της τάξης του 90% και 95%, ενώ πριν από μερικούς μήνες οι επιστήμονες υπολόγιζαν ότι τα εμβόλια κατά του Covid-19 θα ακολουθούσαν τον κανόνα της αποτελεσματικότητας 40%-70% που ισχύει μέχρι σήμερα για τα εμβόλια.

Η διαφορά είναι συγκλονιστική και οφείλεται σε επιστημονικά άλματα που θεωρείται πολύ πιθανό να αξιοποιηθούν για την καταπολέμηση ασθενειών που δοκιμάζουν την ανθρωπότητα, όπως ο καρκίνος.

Η εικόνα παραμένει συγκεχυμένη σε ό,τι αφορά τον χρόνο που θα χρειαστεί για τον εμβολιασμό του γενικού πληθυσμού και το πέρασμα σε μια νέα κανονικότητα. Σύμφωνα με τα σενάρια που αναπτύσσονται, το νωρίτερο που μπορούμε να έχουμε γενικό εμβολιασμό είναι προς τα τέλη της άνοιξης - αρχές καλοκαιριού, ενώ, ανάλογα με τις δόσεις και τον τρόπο που δρα το εμβόλιο, θα χρειαστούμε 1-2 μήνες μετά τον γενικό εμβολιασμό για να ενισχυθεί η άμυνά μας απέναντι στην πανδημία.

Προς το παρόν, έχουμε υγειονομική κρίση σε εξέλιξη και το πέρασμα από το 2020 στο 2021 προβλέπεται δύσκολο έως δραματικό.

Η Ε.Ε. και η Ελλάδα αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτητα και τη σφοδρότητα του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Οι ειδικοί προειδοποιούσαν ότι το ερώτημα δεν ήταν αν θα εκδηλωνόταν δεύτερο κύμα πανδημίας αλλά πότε και με ποια ένταση. Τελικά, ήρθε μερικούς μήνες πιο γρήγορα απ’ ό,τι το περίμεναν και η αντιμετώπισή του αποδεικνύεται πιο δύσκολη από την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος την περασμένη άνοιξη.

Προτού συνέλθουμε από το σοκ του δεύτερου κύματος, οι ειδικοί μάς προειδοποιούν για τη μεγάλη πιθανότητα εκδήλωσης τρίτου κύματος στο ξεκίνημα του 2021.

Στην Ελλάδα περάσαμε με άριστα το πρώτο κύμα εξαιτίας της στρατηγικής σημασίας απόφασης του Μητσοτάκη να προχωρήσει σε ένα γρήγορο και αποτελεσματικό lockdown. Χαρακτηριστική της προσέγγισής του ήταν η ματαίωση του Καρναβαλιού της Πάτρας προτού καν αρχίσει να καταγράφεται ικανός αριθμός κρουσμάτων στην Ελλάδα.

Στο δεύτερο κύμα η Ελλάδα δεν μπόρεσε να διαφοροποιηθεί από την πολιτική που ισχύει στο σύνολο της Ε.Ε. και οι επιδόσεις της είναι λίγο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το άθροισμα, όμως, των εξαιρετικών επιδόσεων στο πρώτο κύμα της πανδημίας και των μέτριων επιδόσεων στο δεύτερο κύμα εξακολουθεί να είναι πολύ καλό, με βάση τον δείκτη με τον οποίο γίνονται οι συγκρίσεις, τους θανάτους από κορονοϊό ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα πάμε σε ένα νέο γενικό lockdown ή θα ακολουθήσουμε τον ευρωπαϊκό κανόνα των light lockdowns και των μέτρων-ακορντεόν, τα οποία θα χαλαρώνουν και θα αυστηροποιούνται ανάλογα με τις εξελίξεις και μέχρις ότου φτάσουμε στη λύτρωση των εμβολίων.

Δυστυχώς, έχει επικρατήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια πολιτική διαχείριση της πανδημίας, όπου η κάθε κυβέρνηση παίρνει αποφάσεις με βάση τις εκλογικές αναμετρήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ή τις πολιτικές πιέσεις που δέχεται. Δεν υπάρχει σοβαρός ευρωπαϊκός συντονισμός –με θετική εξαίρεση τη συμφωνία για την προμήθεια των εμβολίων– και επικρατεί η λογική του βλέποντας και κάνοντας. Σε αυτό συμβάλλει η αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά τον χρονικό προσδιορισμό του γενικού εμβολιασμού, εφόσον οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να αποφασίσουν αν χρειάζεται ένα νέο γενικό lockdown για να προστατευτεί η δημόσια υγεία ή μπορούμε να περάσουμε μερικούς μήνες σε μια γκρίζα περιοχή έως ότου λυθεί το πρόβλημα.

Το γενικό lockdown γίνεται ακόμη πιο δύσκολο αν λάβουμε υπόψη έρευνες Κινέζων επιστημόνων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε συνθήκες εγκλεισμού η μεγάλη διάδοση γίνεται, για ένα διάστημα, στο οικογενειακό περιβάλλον. Το πρόβλημα με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι ότι η διάδοση του Covid-19 έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις σε σύγκριση με τη διάδοση στην Κίνα την περίοδο που το Πεκίνο επέβαλε δρακόντειο εγκλεισμό. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη κι αν υπάρξουν σκληρά μέτρα, θα χρειαστεί χρόνος για να αποδώσουν.

Η άποψή μου είναι ότι, παρά τις δυσκολίες και την αβεβαιότητα, έχουμε υποχρέωση να ακολουθήσουμε το αυστηρότερο σενάριο για να προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία. Πρέπει να προσεγγίσουμε το μοντέλο χωρών όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία, προσαρμόζοντάς το στις ευρωπαϊκές ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Δεν αρκούν τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα. Χρειάζεται και μαζική δωρεάν χρήση των τεστ, για να καταγραφούν και να αντιμετωπιστούν οι εστίες μετάδοσης, και στη συνέχεια η ψηφιακή παρακολούθηση των επαφών των νέων κρουσμάτων.

Δύσκολα πράγματα, αλλά εντελώς αναγκαία, κατά την άποψή μου.

Τα σενάρια για την οικονομία

Στο ξεκίνημα της πανδημίας επικρατούσε η άποψη ότι θα είχαμε μια γρήγορη πτώση του ΑΕΠ και στη συνέχεια δυναμική ανάκαμψη σε σχήμα V. Τώρα τα οικονομικά επιτελεία λειτουργούν στη βάση ότι οι χώρες της Ε.Ε. με μεγάλες οικονομικές δυνατότητες θα καλύψουν τη χαμένη οικονομική απόσταση του 2020 μέχρι τα τέλη του 2022, ενώ χώρες με διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να αγωνιστούν και το 2023 για να επιστρέψει η οικονομία στα προ πανδημίας επίπεδα του 2019.

Με το πέρασμα του χρόνου οι προγνώσεις για την πορεία των βασικών οικονομικών μεγεθών της Ελλάδας μεταβάλλονται από το κακό στο χειρότερο.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει πτώση του ΑΕΠ κατά 9% το 2020 και αύξηση του ΑΕΠ κατά 5% το 2021 και κατά 3,5% το 2022. Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, στις αρχές του 2023 θα έχουμε καλύψει πλήρως τη χαμένη απόσταση του 2020.

Το χρέος θα εκτοξευτεί στο 207,1% του ΑΕΠ το 2020, για να υποχωρήσει στο 199,6% το 2021 και στο 193,1% το 2022. Το ποσοστό είναι τεράστιο, αν σκεφτούμε ότι μπήκαμε –προ δεκαετίας– στην προηγούμενη οικονομική κρίση με χρέος της τάξης του 120% του ΑΕΠ.

Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα είναι 6,9% του ΑΕΠ το 2020, για να υποχωρήσει στο 3,4% του ΑΕΠ το 2022.

Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ είναι συγκρίσιμες με εκείνες της Ε.Ε., με κάποιες διαφορές στην αυξομείωση του ΑΕΠ και στο δημοσιονομικό έλλειμμα. Το ΔΝΤ προβλέπει πτώση του ΑΕΠ 9,5% το 2020 και ανάπτυξη 5,7% το 2021. Προβλέπει για το 2020 δημοσιονομικό έλλειμμα 9,8% του ΑΕΠ, το οποίο θα περιοριστεί σε 4,3% του ΑΕΠ το 2021.

Από την πλευρά του, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το οποίο ως τώρα έχει αποδειχθεί υπερβολικά αισιόδοξο στις εκτιμήσεις του με βάση τις εξελίξεις, προβλέπει μείωση του ΑΕΠ κατά 10,5% το 2020 και ανάπτυξη 4,8% το 2021. Εκτιμά επίσης ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα είναι 9,9% του ΑΕΠ το 2020, για να υποχωρήσει στο 6,7% το 2021.

Από τις προγνώσεις της Ε.Ε., του ΔΝΤ και της ίδιας της κυβέρνησης προκύπτει το συμπέρασμα ότι η πανδημία ρήμαξε την ελληνική οικονομία. Έσπασε την αναπτυξιακή δυναμική που είχε δημιουργηθεί, οδήγησε σε μια χαμένη τριετία, πιθανότατα τετραετία, άνοιξε μια νέα περίοδο υπερχρέωσης του ελληνικού Δημοσίου και μας οδήγησε ξανά σε περίοδο δίδυμου ελλείμματος. Το δημοσιονομικό έλλειμμα έγινε για μία ακόμη φορά σοβαρό πρόβλημα που οδηγεί και στην υπερχρέωση, ενώ η κατάρρευση των τουριστικών εσόδων οδήγησε στην επανεμφάνιση σημαντικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, παρά την ανθεκτικότητα που δείχνουν οι εξαγωγές προϊόντων σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Πρόγνωση-σοκ του ΟΟΣΑ

Κι ενώ τα σενάρια χειροτερεύουν αλλά σε γενικές γραμμές συγκλίνουν, ήρθε ο ΟΟΣΑ με προγνώσεις-σοκ να μας προειδοποιήσει ότι το 2021 μπορεί να είναι πολύ χειρότερο απ’ ό,τι το περιμένουμε.

Οι ειδικοί του διεθνούς οργανισμού –τη Γενική Γραμματεία του οποίου θα διεκδικήσει η Άννα Διαμαντοπούλου μαζί με άλλους εννέα ισχυρούς υποψηφίους– εκτιμούν ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 10,1% το 2020 και πως η ανάκαμψη το 2021 θα περιοριστεί σε μια ισχνή αύξηση του ΑΕΠ, κατά 0,9%.

Θα πρέπει να περιμένουμε το 2022 για δυναμική ανάκαμψη με αύξηση 6,6% του ΑΕΠ, ενώ θα πρέπει να ιδρώσουμε και το 2023 για να καλύψουμε πλήρως τη χαμένη απόσταση του 2020.

Σε ό,τι αφορά το χρέος του ελληνικού Δημοσίου, ο ΟΟΣΑ προβλέπει την εκτόξευσή του στο 213,7% το 2020 και τη σταδιακή υποχώρησή του στο 207,6% το 2021 και στο 194,6% το 2022.

Η πρόγνωση για το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι 9,4% του ΑΕΠ το 2020, 7% του ΑΕΠ το 2021 και 2,6% του ΑΕΠ το 2022.

Η βασική διαφορά μεταξύ του ΟΟΣΑ από τη μια πλευρά και της Ε.Ε., του ΔΝΤ και της ελληνικής κυβέρνησης από την άλλη στηρίζεται στην εκτίμηση της πορείας του τουρισμού και των υπηρεσιών. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θεωρεί ότι μπορούμε το 2021 να έχουμε 60% των τουριστικών εσόδων του 2019, ενώ το σχετικό ποσοστό περιορίστηκε στο 20% το 2020, παρά το ριψοκίνδυνο άνοιγμα του τουρισμού στην Ελλάδα και στο σύνολο του ευρωπαϊκού Νότου.

Στον ΟΟΣΑ θεωρούν ότι είναι πρακτικά αδύνατο να έχουμε 18 εκατομμύρια τουρίστες το 2021, έναντι άνω των 30 εκατομμυρίων το 2019, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η υγειονομική θωράκιση του πληθυσμού θα πάρει –σε παγκόσμιο επίπεδο– αρκετό χρόνο, με αποτέλεσμα να χαθεί και αυτή η τουριστική περίοδος για την Ελλάδα. Δεύτερον, θα χρειαστεί πρόσθετος χρόνος μεταξύ της αντιμετώπισης της πανδημίας και της επιστροφής του τουριστικού τομέα στην κανονικότητα, γιατί τα νοικοκυριά –στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο– θα έχουν να αντιμετωπίσουν οικονομικές εκκρεμότητες εξαιτίας της πανδημίας και θα χρειαστούν ένα διάστημα για τη βελτίωση των οικονομικών και της ψυχολογίας τους.

Δεν μπορώ να εκτιμήσω αν το σενάριο του ΟΟΣΑ είναι το βασικό, αν δηλαδή έχει τις περισσότερες πιθανότητες πραγματοποίησης, σίγουρα όμως είναι από τα σενάρια με σοβαρές πιθανότητες πραγματοποίησης.

Η Ελλάδα πληρώνει σε αυτή τη φάση τη μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας της από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες. Είναι φανερό ότι δεν μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά σε συνθήκες πανδημίας. Θεωρητικά, προχωρούμε στη σταδιακή αναδιάρθρωση της οικονομίας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πράσινη μετάβαση και στον ψηφιακό μετασχηματισμό, αλλά στην οικονομία –ιδιαίτερα στην Ελλάδα– μπορεί να υπάρξει μεγάλη απόσταση μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση διστάζει να υιοθετήσει την πρότασή μου για άμεσο και αυστηρό lockdown για όσο χρειαστεί είναι το κόστος για την οικονομία. Αναμφίβολα θα είναι τεράστιο. Με βάση όμως το σενάριο του ΟΟΣΑ, δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε την οικονομία με light lockdown και μέτρα-ακορντεόν. Η επιλογή του «βλέποντας και κάνοντας» μπορεί να έχει τελικά μεγαλύτερο οικονομικό κόστος από το άμεσο και αυστηρό lockdown, στο τέλος του οποίου θα μπορέσουμε να επιχειρήσουμε την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Άλλωστε, με τους αριθμούς της πανδημίας δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην οικονομική διάσταση. Είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα για τον δραστικό περιορισμό του αριθμού όσων νοσούν βαριά, χρειάζονται θεραπεία στις ΜΕΘ ή χάνουν τη ζωή τους.

Επιβαρυντικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία είναι η αβεβαιότητα σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Το βέτο της Πολωνίας και της Ουγγαρίας στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό είναι η απάντησή τους στη σύνδεση των χρηματοδοτήσεων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης με τον σεβασμό των αρχών του κράτους δικαίου. Ο Όρμπαν και ο Κατσίνσκι, οι υπερσυντηρητικοί ηγέτες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα στραφεί γρήγορα εναντίον τους εξαιτίας της προσπάθειάς τους να ελέγξουν πολιτικά τη Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ.

Η Ουγγαρία και κυρίως η Πολωνία –που έχει και το πρόβλημα της απολιγνιτοποίησης– έχουν τεράστια ανάγκη τα ευρωπαϊκά κονδύλια, γι’ αυτό το βέτο που προβάλλουν δεν προβλέπεται να αντέξει στον χρόνο. Πιθανότατα θα αναζητήσουν έναν συμβιβασμό, γιατί χωρίς τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις θα σταματήσει η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, στην οποία στηρίζουν τη δημοτικότητα των κυβερνήσεών τους.

Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μείνει πίσω, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό, στην έγκριση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης από τα εθνικά Κοινοβούλια. Αυτό σημαίνει ότι οι χρηματοδοτήσεις που περιμέναμε στο α΄ εξάμηνο του 2021 μπορεί να πάνε στο β΄ εξάμηνο και μάλιστα προς το τέλος του.

Αν δεν αρθεί το βέτο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας στους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς της επόμενης επταετίας, θα δημιουργηθούν προβλήματα και στη χρηματοδότηση άλλων πολιτικών της Ε.Ε. Θα δυσκολευτεί επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να βγει στις διεθνείς αγορές για να δανειστεί τα 750 δισ. ευρώ με τα οποία θα χρηματοδοτήσει τις δωρεάν οικονομικές ενισχύσεις και τα δάνεια με προνομιακό επιτόκιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Διαφορετικό περιβάλλον

Το πέρασμα από το αγωνιώδες 2020 στο αβέβαιο 2021 συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον.

Τα καλά νέα είναι η επικράτηση του Μπάιντεν, που μπορεί να βάλει τέλος στον νεο-απομονωτισμό του Τραμπ. Το «πρώτα η Αμερική» που εφάρμοσε ο Τραμπ εξελίχθηκε σε «μόνη η Αμερική».

Οι Ευρωπαίοι –παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ– βγήκαν ζημιωμένοι από τις επιλογές της Ουάσινγκτον. Η σχέση τους με τις ΗΠΑ εξασθένησε. Δεν υπήρξε συνεννόηση για την κοινή αντιμετώπιση περιφερειακών προκλήσεων. Η Κίνα έφυγε μπροστά χωρίς να υπάρχει κοινή αντίδραση της Δύσης, ενώ σταμάτησε και η συνεργασία σε ζητήματα τεράστιας σημασίας, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και ο συντονισμός στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Με απόφαση του προέδρου Τραμπ οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία του Παρισιού για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, αλλά και από τον ΠΟΥ, τον οποίο θεωρούν παράρτημα της Κίνας. Ο Μπάιντεν θα οργανώσει την άμεση επιστροφή των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού και όρισε τον Κέρι, υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ επί Ομπάμα, ειδικό διαπραγματευτή των ΗΠΑ για ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος. Είναι εξαιρετικά πιθανό να επιδιώξει και την επιστροφή των ΗΠΑ στον ΠΟΥ, αφού συνεννοηθεί για τις αλλαγές που τον ενδιαφέρουν.

Θετικό προβλέπεται το πέρασμα από τον Τραμπ στον Μπάιντεν και σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της επιθετικότητας του Ερντογάν. Ο Μπάιντεν δεν ενδιαφέρεται για ειδικές σχέσεις με «ισχυρούς» ηγέτες που περιορίζουν δραστικά τα δημοκρατικά δικαιώματα, ούτε πρόκειται να αναπτύξει οικογενειακές οικονομικές σχέσεις με τον Ερντογάν. Η λεγόμενη «διπλωματία των γαμπρών» φτάνει στο τέλος της και μαζί με αυτήν η ασυλία που χαίρει ο Ερντογάν εξαιτίας της κάλυψης που του προσφέρει ο Τραμπ.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα υποτιμήσουν τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας ή ότι θα οργανώσουν την τιμωρία της σε ό,τι αφορά την οικονομία και τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ. Σημαίνει όμως ότι θα απαιτήσουν από την Άγκυρα να σεβαστεί ορισμένους κανόνες, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της συγκριτικής θέσης της Ελλάδας.

Θα δούμε πώς ακριβώς θα εξελιχθούν οι παρεμβάσεις Μπάιντεν σε σχέση με την Τουρκία. Θα προηγηθεί μια δύσκολη μεταβατική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν θα έχει αποσαφηνιστεί η πολιτική των ΗΠΑ, εφόσον ο νέος πρόεδρος αναλαμβάνει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου 2021, και ο Ερντογάν θα κινείται μεταξύ αναγκαστικής προσαρμογής και του πειρασμού κάποιου αιφνιδιασμού, όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες.

Η μετάβαση από τον Τραμπ στον Μπάιντεν προβλέπεται να συντηρήσει τους ενδοιασμούς της Γερμανίας και άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. για αποφασιστική αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας. Η Ε.Ε. δεν είναι καλά εφοδιασμένη για την αντιμετώπιση γεωπολιτικών ανακατατάξεων και αναταραχών στην ευρύτερη περιφέρειά της. Η Γερμανία δίνει πάντα ιδιαίτερη σημασία στη στενή συνεργασία με την Τουρκία και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να δουν πώς θα κινηθεί ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ για να αποφασίσουν τι ακριβώς θα κάνουν.

Το μήνυμα του Ζισκάρ ντ’ Εστέν

Ο θάνατος του Ζισκάρ ντ’ Εστέν, προέδρου της Γαλλίας 1974-1981 και πρωταγωνιστή της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ε., τότε ΕΟΚ, μας θύμισε τη μεγάλη χαμένη ευρωπαϊκή ευκαιρία. Ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν ήταν επικεφαλής της επιτροπής που επεξεργάστηκε το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα και φιλοδοξούσε μέσα από την έγκρισή του να κάνει εντυπωσιακή επιστροφή σε ρόλο πολιτικού πρωταγωνιστή. Ο σχεδιασμός του έπεσε θύμα –μαζί με το Ευρωσύνταγμα– της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης που χαρακτηρίζει τη Γαλλία και περιορίζει το ευρωπαϊκό δυναμικό της. Οι Γάλλοι, όπως και οι Ολλανδοί, απέρριψαν με δημοψήφισμα το 2004 το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα, κυρίως για να τιμωρήσουν την κεντροδεξιά, που ήταν τότε στην εξουσία. Στην πράξη, τιμώρησαν τους εαυτούς τους και όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, εφόσον έβαλαν απότομο τέλος στη διαδικασία επιτάχυνσης της πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε. Τα αρνητικά αποτελέσματα φάνηκαν στην καθυστερημένη αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 και των συνεπειών της. Αναδεικνύονται και μέσα από την εντυπωσιακή αδυναμία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει τον δυναμισμό και την επιθετικότητα του Πούτιν και του Ερντογάν. Οι Γάλλοι, που σήμερα δίνουν έμφαση στην ευρωπαϊκή αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων, είναι αυτοί που για λόγους εσωτερικής πολιτικής έσπασαν τη δυναμική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Τουρκία, προσφυγικό-μεταναστευτικό

Το 2021 η Τουρκία θα υποχρεωθεί, κατά πάσα πιθανότητα, να προσαρμόσει την τακτική της έναντι της Ελλάδας στο υπό διαμόρφωση νέο περιβάλλον. Εκτιμώ ότι ο Ερντογάν θα είναι λιγότερο προκλητικός, για να μαζέψει τα σπασμένα κομμάτια της πολιτικής του, ιδιαίτερα σε σχέση με την οικονομία, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Δεν πρόκειται όμως να αλλάξει στρατηγική. Θα συνεχίσει στη γραμμή του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε όλες τις προκλήσεις και τα σενάρια. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται σωστά. Κερδίζει τη μία μάχη μετά την άλλη, αλλά ο «πόλεμος» συνεχίζεται.

Κέρδισε τη μάχη του Έβρου και αναγνωρίστηκε από τη Φον ντερ Λάιεν ως «η ασπίδα της Ευρώπης», εφόσον οδήγησε σε αποτυχία την προσπάθεια του Ερντογάν να επαναλάβει στο προσφυγικό-μεταναστευτικό την κρίση και τον εκβιασμό του 2015-2016.

Είναι φανερό ότι η Τουρκία θα δοκιμάσει και πάλι την ετοιμότητα και τις αντοχές μας στο προσφυγικό-μεταναστευτικό το 2021, μόλις περιοριστεί ο κίνδυνος της πανδημίας και διευκολυνθεί έτσι η μετακίνηση –με τη βοήθεια κυκλωμάτων– προσφύγων και μεταναστών.

Το 2021 θα δει, πιθανότατα, την καθέλκυση του πρώτου τουρκικού αεροπλανοφόρου, συμβόλου στρατιωτικής ισχύος και της επεκτατικής στρατηγικής της «Γαλάζιας Πατρίδας» που εφαρμόζει ο Ερντογάν. Η Ελλάδα, παρά τα μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα και τη νέα δυναμική υπερχρέωσης του ελληνικού Δημοσίου που έχει αναπτυχθεί, είναι υποχρεωμένη να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες για προφανείς λόγους. Το κάνει ήδη, όπως φάνηκε με τη στρατηγικής σημασίας κίνηση για γρήγορη απόκτηση από τη Γαλλία 18 μαχητικών αεροσκαφών τύπου Rafale.

Η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμής μας είναι εθνική αναγκαιότητα και διευκολύνεται από τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της ΟΝΕ εξαιτίας της πανδημίας. Είμαστε υποχρεωμένοι όμως να κινούμαστε προσεκτικά, γιατί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, από το 2022 η Ευρωζώνη θα αρχίσει να επιστρέφει σε μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, που θα έχει προσαρμοστεί βέβαια στις νέες συνθήκες.

Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και η κατανόηση στα ειδικά προβλήματά μας είναι, κατά την άποψή μου, εξασφαλισμένες, ενώ οι σημαντικές αποφάσεις για ενίσχυση από το 2022 του ρόλου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας εξασφαλίζουν νέες δυνατότητες στη χρηματοδότηση και την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, όπως και στην επιτάχυνση της πορείας προς την τραπεζική ένωση, που τόσο μας ενδιαφέρει λόγω των μεγάλων προβλημάτων του τραπεζικού μας τομέα.

Επομένως, μπορούμε να κάνουμε αυτό που πρέπει, χωρίς όμως να χάσουμε τον έλεγχο των δημοσιονομικών εξελίξεων.