Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις - Free Sunday
Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις
Οι πολιτικές διαστάσεις του «πρωτοκόλλου» του Ερντογάν σε βάρος της Φον ντερ Λάιεν.

Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις

Η φωτογραφία με τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ερντογάν, και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Μισέλ, να κάθονται στις επιβλητικές πολυθρόνες του προεδρικού μεγάρου στην Άγκυρα και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, να ψάχνει αμήχανη τη θέση της για να καταλήξει σε έναν καναπέ συνοψίζει τη διπλωματική αδυναμία της Ε.Ε. αλλά και διαχρονικές πολιτικές επιλογές που περιορίζουν τη δυναμικό της Ένωσης.

5277431

Η ικανοποίηση του Μισέλ

Η πρωτοβουλία του Ερντογάν να μειώσει επιδεικτικά το διπλωματικό στάτους της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πρωτοφανής. Φωτογραφίες παλαιότερων συναντήσεων μεταξύ των κορυφαίων εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών και του προέδρου της Τουρκίας δείχνουν ότι οι συναντήσεις τους ήταν πάντα για τρεις. Στις Βρυξέλλες και στην Άγκυρα ο Ερντογάν καθόταν σε μια πολυθρόνα στη μέση, με τους εκάστοτε προέδρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να κάθονται σε δύο παρόμοιες πολυθρόνες δεξιά και αριστερά του Τούρκου ηγέτη.

Ο Μισέλ δεν αντέδρασε στην προκλητική υποβάθμιση της Φον ντερ Λάιεν από τον Ερντογάν. Αντίθετα, φαίνεται να τη χάρηκε προσωρινά, για να υποχρεωθεί στη συνέχεια σε διορθωτικές δηλώσεις.

Οι πολιτικοί παρατηρητές των Βρυξελλών εκτιμούν ότι Φον ντερ Λάιεν και Μισέλ δεν αποτελούν δίδυμο, όπως κατά το παρελθόν ο Γιούνκερ και ο Τουσκ. Έχουν μια δύσκολη προσωπική και πολιτική σχέση. Ο Μισέλ καλλιεργεί την εικόνα ότι έχει το προβάδισμα σε επίπεδο διπλωματίας και επιρροής, κερδίζοντας έτσι πόντους μεταξύ των ηγετών της Ε.Ε., στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Από το 2010, οπότε ξέσπασαν αλλεπάλληλες κρίσεις στην Ε.Ε., παρατηρείται μια μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους από τη θεσμική ευρωπαϊκή συνεργασία στη διακρατική συνεργασία, την οποία εκφράζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Μετά την επιστροφή του στις Βρυξέλλες, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υποχρεώθηκε σε διορθωτικές δηλώσεις, σε μια προσπάθεια να απαντήσει στις επικρίσεις ότι ανέχθηκε την πρόκληση Ερντογάν και άδειασε τη Φον ντερ Λάιεν. Στη σχετική δήλωσή του τονίζει: «Η επίσκεψή μας σηματοδότησε μια σημαντική στιγμή στη σύνθετη διαδικασία βελτίωσης των σχέσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία. Ήταν το αποτέλεσμα προσεκτικής προετοιμασίας και της διπλωματικής προεργασίας που πραγματοποιήθηκε για πολλούς μήνες, για να επιστρέψει αυτή η χώρα σε μια εποικοδομητική προσέγγιση στις σχέσεις της με την Ε.Ε.».

Ο Μισέλ συμπλήρωσε την πολιτική επιχειρηματολογία του καταλήγοντας ότι λυπάται «διότι αυτή η κατάσταση επισκιάζει τη μεγάλη και επωφελή γεωπολιτική δουλειά που κάναμε μαζί στην Άγκυρα και της οποίας ελπίζω ότι η Ευρώπη θα καρπωθεί τα οφέλη».

Η επίσκεψη Μισέλ - Φον ντερ Λάιεν στην Άγκυρα θεωρήθηκε από πολλούς ευρωβουλευτές, μεταξύ των οποίων κι εγώ, λάθος μήνυμα προς την τουρκική πλευρά. Ο Ερντογάν συνεχίζει επιταχύνοντας σε λάθος δρόμο και η Ε.Ε. επιμένει σε μια «θετική ατζέντα», η οποία δεν έχει σχέση με την πολιτική και διεθνοπολιτική πραγματικότητα.

Ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει κάνει απίθανα πράγματα το α΄ τρίμηνο του 2021, που δεν δικαιολογούν τέτοιου είδους ευρωπαϊκά ανοίγματα. Απέσυρε την Τουρκία από τη διεθνή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών από τη βία –κυρίως οικογενειακή–, προώθησε την κήρυξη εκτός νόμου του φιλοκουρδικού κόμματος που εκπροσωπείται στην τουρκική Βουλή, κλιμάκωσε τις διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, απολύσεις κάθε είδους αντιφρονούντων, ενώ συνεχίζει μια προκλητική εξωτερική πολιτική, εκτός του πλαισίου που υποτίθεται ότι υποστηρίζει η Ε.Ε. Σε αρκετές περιπτώσεις και εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ.

Επομένως, δεν υπήρχε λόγος να βρεθούν τόσο γρήγορα και χωρίς προϋποθέσεις δύο κορυφαίοι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών στην Άγκυρα. Αντίθετα, υπήρχε κάθε λόγος να αντιδράσουν δυναμικά –σε επίπεδο συμβολισμού, αλλά και ουσίας– σε οποιαδήποτε πρόκληση του Ερντογάν.

Ανεπαρκείς είναι οι εξηγήσεις του Μισέλ και σε ό,τι αφορά την προσωπική του στάση. Στη δήλωση που έκανε, τονίζει τα εξής: «Η αυστηρή ερμηνεία των κανόνων του πρωτοκόλλου από τις τουρκικές υπηρεσίες προκάλεσε μια δυσάρεστη κατάσταση με τη διαφορετική, ακόμη και μειωτική, μεταχείριση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

»Οι μερικές εικόνες που εμφανίστηκαν έδωσαν την εντύπωση ότι ήμουν αναίσθητος σε αυτή την κατάσταση. Τίποτα δεν απέχει πιο πολύ από την πραγματικότητα, ούτε από τα βαθιά συναισθήματά μου. Ούτε, τέλος, από τις αρχές του σεβασμού, που μου φαίνονται απαραίτητες».

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εκφράζει τη λύπη του για δύο λόγους: «Πρώτον, με την εντύπωση ότι ήμουν αδιάφορος για την αδεξιότητα του πρωτοκόλλου έναντι της Ούρσουλα. Και ακόμη περισσότερο επειδή έχω την τιμή να συμμετέχω σε αυτό το ευρωπαϊκό σχέδιο, στο οποίο δύο μεγάλοι θεσμοί από τους τέσσερις διευθύνονται από γυναίκες, την Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν και την Κριστίν Λαγκάρντ. Και επίσης είμαι υπερήφανος που μια γυναίκα, η πρώτη στην ιστορία, με αντικατέστησε ως πρωθυπουργό του Βελγίου».

Οι δικαιολογίες του Μισέλ δεν έπεισαν και έγινε στόχος σκληρής κριτικής για την αδιάφορη στάση του. Χαρακτηριστικό το σχόλιο της επικεφαλής της Σοσιαλιστικής Ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ισπανίδας Ιράτσε Γκαρσία Πέρες: «Πρώτα αποσύρονται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και τώρα αφήνουν την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χωρίς κάθισμα κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης. Είναι ντροπή!».

Προτίμηση στα μικρά μεγέθη

Το ευρωφιάσκο με την επίσκεψη Μισέλ - Φον ντερ Λάιεν στην Άγκυρα έρχεται σε συνέχεια ανάλογων μειωτικών για την Ε.Ε. καταστάσεων στη διάρκεια της επίσκεψης Μπορέλ στη Μόσχα.

Σε μια σκληρή διεθνή πραγματικότητα, πολλοί ισχυροί παίκτες, από τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας μέχρι τον πρόεδρο της Τουρκίας, στέλνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, το μήνυμα ότι δεν παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρά την Ε.Ε. στους υπολογισμούς τους.

Κατά την άποψή μου, ο Σαρλ Μισέλ είναι το αποτέλεσμα μιας ευρωπαϊκής διαδικασίας η οποία δείχνει σταθερή προτίμηση στα μικρά πολιτικά μεγέθη για τη θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Το αξίωμα του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προέκυψε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2009.

Οι τότε ηγέτες της Ε.Ε. είχαν να επιλέξουν μεταξύ μιας ισχυρής προσωπικότητας που θα μετρούσε στην Ουάσινγκτον, στο Πεκίνο ή στη Μόσχα και ενός «αδιάφορου» πρώην πολιτικού ηγέτη, ο οποίος, όπως έγραφαν ορισμένες εφημερίδες την εποχή εκείνη, θα… σερβίριζε καφέ στις συνόδους κορυφής.

Το Ηνωμένο Βασίλειο πρόβαλε από το 2007 μια εξαιρετικά ισχυρή υποψηφιότητα, τον πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου και ηγέτη του Εργατικού Κόμματος Τόνι Μπλερ. Η υποψηφιότητα του Μπλερ υποστηρίχθηκε στην αρχή από τον πρόεδρο της Γαλλίας Σαρκοζί. Στη συνέχεια όμως ο Σαρκοζί απέσυρε την υποστήριξή του, πιεζόμενος από την καγκελάριο Μέρκελ. Η τελευταία, αμέσως μετά την εξασφάλιση της δεύτερης τετραετίας στην εξουσία, ανέπτυξε διπλωματική επίθεση για να αφαιρέσει τον Μπλερ από τη λίστα των υποψηφίων για την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η υποψηφιότητα Μπλερ αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και στο σύνολο της Ε.Ε.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσίευσαν οι «Times» του Λονδίνου, την υποψηφιότητά του για την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υποστήριζαν 31% των Βρετανών, ήταν αντίθετοι 31% και χωρίς γνώμη το 38%. Μια κλασική βρετανική κατάσταση ευρωδιχασμού και ευρωαδιαφορίας ταυτόχρονα.

Οι Συντηρητικοί, οι οποίοι βρίσκονταν τότε στην αντιπολίτευση, ήταν κατά της υποψηφιότητας, όπως και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες.

Ακόμη πιο σύνθετη ήταν η κατάσταση στην Ε.Ε. Πολλοί ηγέτες θεωρούσαν καμένο χαρτί τον Μπλερ εξαιτίας του ρόλου που είχε παίξει στον πόλεμο του Ιράκ, όπου στήριξε δυναμικά τη γραμμή Μπους για ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής που δικαιολογούσαν τη συμμαχική εισβολή. Άλλοι θεωρούσαν αδιανόητο ο πρώτος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να προέρχεται από ένα κράτος-μέλος που δεν συμμετείχε στην Ευρωζώνη, ούτε στη ζώνη Σένγκεν.

Οι αριστερόστροφοι Σοσιαλιστές ήταν κι αυτοί κατά του «δεξιόστροφου» Εργατικού Τόνι Μπλερ, ενώ η κυριαρχία της κεντροδεξιάς σε 20 από τις 27 κυβερνήσεις της Ε.Ε. έκανε ακόμη πιο δύσκολη την προώθηση ενός κεντροαριστερού ηγέτη.

Ανεξάρτητα από αυτούς τους υπολογισμούς, το γεγονός είναι ότι ο Μπλερ ήταν πρωταγωνιστής της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο που θα μπορούσε να δώσει κύρος στο νέο αξίωμα, να ενισχύσει τη διεθνή επιρροή της Ε.Ε. και να κάνει πιο δημιουργική τη σχέση της με το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τελικά επικράτησε η λογική Μέρκελ για την επιλογή ενός αξιοπρεπούς, αλλά χωρίς ισχυρή προσωπικότητα και μεγάλη επιρροή πολιτικού γι’ αυτή τη θέση.

Οι επιλογές, όμως, έχουν πάντα ένα κόστος. Κατά την άποψή μου, ο παραγκωνισμός του Τόνι Μπλερ ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στο Brexit. Με πρωτοβουλία Μέρκελ και τη συγκατάθεση Σαρκοζί εξουδετερώθηκε πολιτικά ο ισχυρότερος φιλοευρωπαίος πολιτικός του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη της δυναμικής του Brexit και στην επικράτησή του στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016.

Από το πρόστιμο στην επικράτηση

Η σημασία των πολιτικών επιλογών στη διαμόρφωση των εξελίξεων φάνηκε από τη σταδιακή αλλαγή του ρόλου του Νάιτζελ Φάρατζ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ξεκίνησε ως ένας ταραχοποιός με τις υπερβολές του οποίου διασκέδαζαν οι περισσότεροι ευρωβουλευτές, για να αναδειχθεί, αξιοποιώντας τα λάθη και τις παραλείψεις της Ε.Ε., σε θριαμβευτή του Brexit.

Για τη θέση του πρώτου προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επελέγη ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Χέρμαν φαν Ρομπέι, μια διαφορετική εκδοχή του επίσης κεντροδεξιού Σαρλ Μισέλ.

Αναφερόμενος σε αυτόν στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Φεβρουάριο του 2010 ο Φάρατζ είπε: «Έχει το χάρισμα μιας πατσαβούρας και την εμφάνιση τραπεζικού υπαλληλίσκου».

Η παρέμβασή του αυτή του κόστισε πρόστιμο 2.980 ευρώ (δέκα ημερήσιες αποζημιώσεις) με απόφαση του τότε προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Γιέρζι Μπούζεκ.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο Φάρατζ και το κόμμα του UKIP (Κόμμα για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου) ενίσχυσαν τη θέση τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον ήταν φανερό ότι ο ακρωτηριασμός της Ε.Ε. μέσω του Brexit θα επηρέαζε και τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

Η παρουσία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ξεκίνησε το 2014, οπότε δεν πρόλαβα τις πιο «τρελές» παρεμβάσεις του Φάρατζ. Έζησα όμως τη σημαντικότερη από αυτές, στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο του 2016, αμέσως μετά την επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα.

Απευθυνόμενος στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου –η οποία συνεδρίασε εκτάκτως υπό το σοκ του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος– συνόψισε τις πολιτικές του θέσεις ως εξής: «Πολλοί από εσάς γελούσατε μαζί μου πριν από 17 χρόνια, όταν πρωτοήρθα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ανακοίνωσα ότι θα ξεκινήσω καμπάνια για την αποχώρηση της χώρας μου από την Ε.Ε. Σήμερα δεν γελάτε. Το ευρωπαϊκό πολιτικό εγχείρημα στο οποίο συμμετέχετε βρίσκεται σε άρνηση». Κατέληξε προειδοποιώντας μας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι το πρώτο κράτος-μέλος που αποχωρεί από την Ε.Ε., αλλά δεν θα είναι το τελευταίο.

Παρατηρώντας τη φωτογραφία του Ερντογάν με τον Μισέλ και τη Φον ντερ Λάιεν αναρωτιέμαι αν τελικά θα φτάσουμε στις νέες αποχωρήσεις που προέβλεψε ο θανάσιμος εχθρός της Ε.Ε., Φάρατζ. Όπως το λάθος του αποκλεισμού του Τόνι Μπλερ από τη λίστα των υποψηφίων για τη θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πληρώθηκε ακριβά από την Ε.Ε., έτσι και τα σημερινά λάθη –ένα από τα οποία είναι η επίσκεψη Μισέλ - Φον ντερ Λάιεν στην Τουρκία– μπορεί να κοστίσουν ακριβά στο μέλλον.

Όλα έχουν τη σημασία τους. Το κακό είναι ότι για διάφορους λόγους δεν την αναγνωρίζουμε έγκαιρα.

Τα όρια της Φον ντερ Λάιεν

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση στην Άγκυρα. Διατήρησε όμως την ψυχραιμία της και έκανε δηλώσεις στα ΜΜΕ, φέρνοντας από την πλευρά της σε αρκετά δύσκολη θέση τον Ερντογάν. Όπως είπε, απευθυνόμενη στην τουρκική και τη διεθνή κοινή γνώμη: «Είμαι βαθιά ανήσυχη για το γεγονός ότι η Τουρκία αποσύρθηκε από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για την προστασία των γυναικών, την προστασία των παιδιών, κατά της βίας και είναι σαφώς κακό σημάδι αυτή τη στιγμή. Τα θέματα που έχουν σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι διαπραγματεύσιμα».

Η Φον ντερ Λάιεν προστάτευσε την αξιοπρέπειά της, έστειλε ένα μήνυμα υπέρ των γυναικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά μέχρι εκεί.

Το γεγονός ότι ήταν επί 14 συνεχή χρόνια μέλος των υπουργικών συμβουλίων της Μέρκελ και πέρασε από τρία διαφορετικά υπουργεία με υπογραφή της καγκελαρίου αποκλείει οδυνηρές πολιτικές εκπλήξεις σε βάρος του Ερντογάν. Η καγκελάριος Μέρκελ δείχνει απεριόριστη κατανόηση στην πολιτική, στις υπερβολές, ακόμη και στις απρέπειες του Ερντογάν. Αυτό δεσμεύει αναπόφευκτα μια προσωπικότητα με την πολιτική διαδρομή και τις υποχρεώσεις της Φον ντερ Λάιεν.

Η εικόνα μιας Ε.Ε. που ανέχεται την προκλητική συμπεριφορά του Ερντογάν –εξαιτίας κυρίως οικονομικών και πολιτικών υπολογισμών της Γερμανίας– δεν προετοιμάζει καλές ευρωπαϊκές εξελίξεις.

Ο Ερντογάν, πάντως, έχασε την ασυλία που είχε επί Τραμπ στις ΗΠΑ και είναι πολύ πιθανό να χάσει και την απεριόριστη ευρωπαϊκή κατανόηση που του εξασφαλίζει η Μέρκελ στις βουλευτικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν τον Σεπτέμβριο του 2021 στη Γερμανία.

Ανερχόμενη πολιτική δύναμη στη Γερμανία είναι οι Πράσινοι. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, βρίσκονται στη δεύτερη θέση με 23%. Κλείνουν την ψαλίδα από τους πρώτους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι έχουν πέσει στο 27% με τάση παραπέρα υποχώρησης, και έχουν αφήσει πολύ πίσω τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι έχουν σταθεροποιηθεί στο 15%.

Είναι πολύ πιθανό οι Πράσινοι να συμμετέχουν στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό. Στην περίπτωση μάλιστα που οι Χριστιανοδημοκράτες μείνουν εκτός κυβέρνησης, ο επόμενος καγκελάριος θα είναι ηγετικό στέλεχος των Πρασίνων.

Οι Πράσινοι είναι αυστηροί στην αξιολόγηση του καθεστώτος Ερντογάν και έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στη συνέχιση των γερμανικών εξοπλιστικών προγραμμάτων με τα οποία ενισχύεται η πολεμική μηχανή της Τουρκίας, ιδιαίτερα σε βάρος της Ελλάδας.

Και στο εσωτερικό της γερμανικής κεντροδεξιάς αλλάζει ο συσχετισμός υπέρ εκείνων που θέλουν να επιβάλουν κάποιους στοιχειώδεις κανόνες καλής πολιτικής συμπεριφοράς στον Τούρκο πρόεδρο.

Στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος βρίσκεται ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ. Είναι στη γραμμή Μέρκελ σε ό,τι αφορά τις γερμανο-τουρκικές, ευρω-τουρκικές σχέσεις, αλλά δεν δείχνει ικανός να διεκδικήσει με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας την καγκελαρία. Τα ποσοστά δημοτικότητάς του υπολείπονται του εξαιρετικά μειωμένου ποσοστού του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, μόλις 16%-17% των ερωτηθέντων τον προτιμούν για καγκελάριο, ενώ οι δύο συμπρόεδροι των Πρασίνων καταγράφουν στην ίδια ερώτηση ποσοστά 22%-23%.

Αντίθετα, ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας και ηγέτης της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης -του βαυαρικού αδελφού κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης- Μάρκους Ζέντερ, θεωρείται ο καταλληλότερος για τη θέση του καγκελαρίου από το 38% των Γερμανών. Τα ποσοστά του είναι πολύ υψηλότερα των ποσοστών της Χριστιανοδημοκρατικής-Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης. Αν η κεντροδεξιά ενδιαφέρεται για τη θέση του καγκελαρίου, θα πρέπει να επιλέξει τον Ζέντερ σε βάρος του Λάσετ. Ο μηχανισμός όμως του κόμματος, που ελέγχεται ακόμη από την καγκελάριο Μέρκελ και τους συμμάχους της, δεν είναι βέβαιο ότι θα προσαρμοστεί στις επιθυμίες της ευρύτερης κοινής γνώμης.

Ο Ζέντερ, πάντως, είναι πολύ πιο αυστηρός από τον Λάσετ σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της πολιτικής του Ερντογάν και την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η Ε.Ε. απέναντί του. Ο Μάνφρεντ Βέμπερ, ένα άλλο σημαντικό στέλεχος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας, ο οποίος είναι ταυτόχρονα επικεφαλής της Πολιτικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει ταχθεί δημόσια υπέρ του επίσημου τερματισμού των πολυετών ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε.

Ο Ερντογάν, που σκηνοθέτησε την ταπείνωση της Φον ντερ Λάιεν στην Άγκυρα για να ενισχύσει την εικόνα του ηγέτη που μπορεί να κάνει περίπου ό,τι θέλει χωρίς να υπάρχει σοβαρή ευρωπαϊκή αντίδραση, μπορεί με τις υπερβολές του να συνέβαλε στις εξελίξεις που θέλει να αποφύγει.