Γιατί μένει πίσω η Ε.Ε. - Free Sunday
Γιατί μένει πίσω η Ε.Ε.
Λάθη και ελλείψεις των «27» σε έναν σκληρό και ανταγωνιστικό κόσμο.

Γιατί μένει πίσω η Ε.Ε.

Παρατηρώντας την πορεία της Ε.Ε. στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, μιας δεκαετίας αλλεπάλληλων κρίσεων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι είναι καταδικασμένη να μείνει πίσω σε έναν σκληρό και ανταγωνιστικό σύγχρονο κόσμο.

Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει σοβαρές ελλείψεις και έχουν γίνει λάθη στρατηγικής σημασίας τα οποία περιορίζουν το δυναμικό της Ε.Ε.

Η Ελλάδα, σαν μια από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα διπλό πρόβλημα. Πρώτον, παρακολουθεί την Ε.Ε. να μένει πίσω σε σχέση με τις ΗΠΑ, την Κίνα και άλλες ισχυρές χώρες, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι δυνατότητες να μας «τραβήξει» προς τα επάνω.

Δεύτερον, εξαιτίας των δικών μας αδυναμιών αλλά και των διαρθρωτικών προβλημάτων της Ε.Ε. υποχωρούμε συνεχώς στην εσωτερική οικονομική κατάταξη της Ε.Ε.

Θα θέλαμε μια Ε.Ε. που θα θριάμβευε στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα, θα πρόσφερε περισσότερες δυνατότητες στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της και μια Ελλάδα ικανή να αξιοποιήσει όλες τις ευκαιρίες, να βελτιώνει συνεχώς τη θέση της στο εσωτερικό των «27». Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται όμως είναι εντελώς διαφορετική.

Δεν είναι πολιτική ένωση

Το βασικό πρόβλημα της Ε.Ε. είναι ότι δεν αποτελεί ούτε πρόκειται να γίνει πολιτική ένωση. Έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά στον σύγχρονο κόσμο κυριαρχούν ισχυρά κράτη.

Η πορεία της Ε.Ε. προς την πολιτική ενοποίηση διακόπηκε το 2004 με τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία με τα οποία απορρίφθηκε το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα, στην επεξεργασία του οποίου είχε πρωταγωνιστήσει ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.

Αναπτύχθηκαν σημαντικές πρωτοβουλίες για να καλυφθεί το κενό που δημιούργησε η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος, αλλά όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει πολιτική δυναμική για αναθεώρηση των συνθηκών στην κατεύθυνση της πολιτικής ένωσης.

Το πρόβλημα που δημιουργείται δεν είναι μόνο εσωτερικής λειτουργίας, αλλά και αντίληψης που έχουν οι ηγέτες των ισχυρών κρατών για την Ε.Ε. Γνωρίζουν τα πολιτικά της όρια και τις εσωτερικές αντιθέσεις και τις αξιοποιούν κατάλληλα.

Χωρίς κοινή άμυνα, εξωτερικά σύνορα

Η αδυναμία της Ε.Ε. να μετασχηματιστεί σε πολιτική ένωση, της αφαιρεί τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη κοινή πολιτική άμυνας και να προσφέρει εγγυήσεις για τα εξωτερικά της σύνορα, που είναι σύνορα κρατών-μελών με τρίτες χώρες.

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν αποφάσεις υπέρ της κοινής ευρωπαϊκή άμυνας, αλλά είναι περισσότερο στο επίπεδο των σχεδίων για το μέλλον, παρά στο επίπεδο της πρακτικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κονδύλια που δεσμεύτηκαν για την επόμενη επταετία είναι της τάξης του ενός δισ. ευρώ τον χρόνο, χωρίς τα κονδύλια να προέρχονται στο σύνολό τους από φρέσκο χρήμα του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από μεταφορά κονδυλίων από έναν λογαριασμό σε άλλον, ενώ η προσπάθεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αυξήσει τις σχετικές δαπάνες προσέκρουσε, ως συνήθως, στις αντιρρήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Τα ζητήματα της αμυντικής στρατηγικής δεν λύνονται βέβαια με συμβολικού χαρακτήρα αποφάσεις. Η Ε.Ε. δέχθηκε σημαντικό πλήγμα στον αμυντικό τομέα από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι Βρετανοί βέβαια δεν ήταν υπέρ της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής άμυνας, αλλά αποτελούσαν έναν ισχυρό δεσμό με το ΝΑΤΟ. Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου το 80% των νατοϊκών δαπανών πραγματοποιούνται εκτός Ε.Ε.

Το μόνο κράτος-μέλος της Ε.Ε. που έχει αρκετά σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες και την ικανότητα άμεσης προβολής ισχύος είναι πλέον η Γαλλία.

Γερμανία-Γαλλία: Έλλειψη συντονισμού

Ένα από τα επιτεύγματα της ΕΟΚ και στη συνέχεια της Ε.Ε. είναι η ιστορική συμφιλίωση της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το Στρασβούργο, έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποτελούσε για 70 χρόνια και μέχρι το 1945 προνομιακό πεδίο σύγκρουσης της Γερμανίας και της Γαλλίας. Είμαι ένας από τους λίγους ευρωβουλευτές που πιστεύουν στον συμβολισμό του Στρασβούργου και γι’ αυτό ψηφίζω να παραμείνει σε αυτό η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η συντριπτική πλειονότητα των ευρωβουλευτών προτιμούν να γίνονται όλες οι εργασίες στις Βρυξέλλες για να αποφεύγονται χρονοβόρες και δαπανηρές μετακινήσεις. Όλα εξαρτώνται πάντως από την κυβέρνηση της Γαλλίας, η οποία έχει δικαίωμα βέτο σε οποιαδήποτε προσπάθεια εγκατάλειψης του Στρασβούργου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Πέρα από τους συμβολισμούς, η συνεννόηση μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας αποδεικνύεται αρκετά προβληματική. Η Γερμανία έχει ενισχύσει το ειδικό της βάρος στο εσωτερικό της Ε.Ε. μέσα από την επανένωση των δύο γερμανικών κρατών με την κατάργηση της Ανατολικής Γερμανίας και με τη βοήθεια της διεύρυνσης προς την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη.

Η οικονομική και πολιτική επιρροή της Γερμανίας στους «27» είναι πολύ μεγαλύτερη της Γαλλίας και αυτό αντανακλάται και στην οργάνωση και τη σύνθεση των ευρωπαϊκών θεσμών. Η Γαλλία είχε το πλεονέκτημα στις πρώτες δεκαετίες της τότε ΕΟΚ, οπότε η Γερμανία είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της ήττας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και του Ψυχρού Πολέμου.

Το ισχυρό δίδυμο Γαλλίας-Γερμανίας –στο οποίο στηρίζεται η Ε.Ε.– δεν είναι καλά συντονισμένο και αποτελεσματικό. Τα τελευταία χρόνια ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν είχε ενδιαφέρουσες προτάσεις για περισσότερη Ευρώπη, οι περισσότερες από τις οποίες δεν υιοθετήθηκαν από την καγκελάριο Μέρκελ.

Οι Ανατολικοί

Ένα από τα εμπόδια στην προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι η προτεραιότητα που δίνουν πρώην ανατολικές χώρες στην ανάπτυξη του πολιτικού τους συστήματος και στην ενίσχυση της εθνικής τους ταυτότητας.

Μετά απ’ όσα πέρασαν επί σοβιετικού κομμουνισμού δεν βιάζονται να συμβάλουν στην επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπάρχουν και τάσεις αυταρχισμού στις κυβερνήσεις τους, εφόσον οι ηγέτες τους –χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Όρμπαν της Ουγγαρίας– αναδείχθηκαν μέσα από έναν σκληρό αγώνα, πρώτα κατά του σοβιετικού κομμουνισμού και στη συνέχεια κατά των πολιτικών δυνάμεων που συνδέονται, ιστορικά, με το πρώην ΚΚ.

Χώρες όπως η Πολωνία, η Τσεχία, οι Δημοκρατίες της Βαλτικής φροντίζουν ιδιαίτερα τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Θεωρούν ότι οι Αμερικανοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην απελευθέρωσή τους από τον σοβιετικό ζυγό και πως προσφέρουν ισχυρές εγγυήσεις έναντι της επιθετικότητας του καθεστώτος Πούτιν.

Οι ιστορικές εμπειρίες των «ανατολικών» χωρών της Ε.Ε. περιορίζουν, για ένα απροσδιόριστο διάστημα, τον ευρωπαϊκό τους ζήλο.

Οι «φειδωλοί»

Φρένο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση πατάνε για διαφορετικούς λόγους και οι λεγόμενοι «φειδωλοί», στους οποίους πρωταγωνιστεί η Ολλανδία. Παρόμοια είναι η προσέγγιση στα ευρωπαϊκά ζητήματα της Δανίας –που μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο είχε τις περισσότερες εξαιρέσεις από τους ευρωπαϊκούς κανόνες και δεσμεύσεις–, όπως επίσης της Φινλανδίας, της Σουηδίας και ως έναν βαθμό της Αυστρίας.

Οι χώρες αυτές έχουν καλή κοινωνική οργάνωση και ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς οικονομίες. Αξιοποιούν την Ε.Ε. και τις οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρει σαν ισχυρή βάση για την επιτυχημένη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας τους. Δεν θέλουν πρόσθετες ευρωπαϊκές υποχρεώσεις που μπορεί να τις επιβαρύνουν οικονομικά επηρεάζοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους, ούτε δεσμεύσεις που μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση το κοινωνικό μοντέλο τους.

Πρόκειται για μικρού ή μεσαίου μεγέθους εξαιρετικά επιτυχημένες από οικονομική και κοινωνική άποψη χώρες, οι οποίες θέλουν να διατηρήσουν τη στρατηγική αυτονομία τους.

Όλα τα παραπάνω, με το δίδυμο Γαλλίας-Γερμανίας, τους Ανατολικούς και τους «φειδωλούς», είναι απολύτως κατανοητά. Δεν παύουν όμως να περιορίζουν την αποτελεσματικότητα και να επιδρούν αρνητικά στην προοπτική της Ε.Ε. Είναι γνωστά σε όλους τους συνομιλητές των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και τα αξιοποιούν ανάλογα με τις επιδιώξεις και τη στρατηγική τους.

Ευρωμιζέρια

Η καλύτερη απόδειξη της έλλειψης φιλοδοξίας που χαρακτηρίζει σε αυτή τη φάση την Ε.Ε. είναι ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για τη διαχειριστική περίοδο 2021-2027.

Έμεινε κολλημένος στο 1% του ΑΕΠ των «27», παρά τις προσπάθειες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ορισμένων κυβερνήσεων –μεταξύ των οποίων η ελληνική– να τον αυξήσουν στο 1,3% του ΑΕΠ.

Τα κονδύλια του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού είναι εντελώς ανεπαρκή για να χρηματοδοτήσουν στρατηγικές όπως είναι η πράσινη μετάβαση, η ψηφιακή μετάβαση, η ευρωπαϊκή άμυνα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των πανδημιών.

Την εικόνα βελτιώνει κάπως η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Αυξάνονται οι ευρωπαϊκές δαπάνες για μία εξαετία και γίνεται ένα πρώτο προσεκτικό βήμα στην κατεύθυνση της αμοιβαιοποίησης του χρέους, εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα βγει στις αγορές για να δανειστεί εκ μέρους των «27».

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης είναι εξαιρετικά σημαντικό, συγκρινόμενο με το διαχειριστικό παρελθόν της Ε.Ε. Ταυτόχρονα όμως είναι ανεπαρκές σε σχέση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε και ιδιαίτερα σε σχέση με τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ και της Κίνας για τη στήριξη της οικονομίας τους σε συνθήκες κρίσης της πανδημίας. Δεν είναι τυχαίο ότι και σε αυτή την κρίση οι οικονομικές επιδόσεις της Ε.Ε., συνολικά, είναι πολύ χειρότερες από των ΗΠΑ και της Κίνας.

Το κόστος της γραφειοκρατίας

Σοβαρές δυσκολίες στην πρόοδο της Ε.Ε. δημιουργεί και η λειτουργία της συχνά ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής και εθνικής γραφειοκρατίας.

Με το πέρασμα του χρόνου ενισχύθηκαν τα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά των υπηρεσιών των ευρωπαϊκών θεσμών. Οι δεκάδες χιλιάδες υπάλληλοι λειτουργούν σε ένα περιβάλλον που οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις στον λεγόμενο ιδρυματισμό. Εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί εξαιρετικά ικανοί υπάλληλοι και στελέχη στις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, εμποδίζονται όμως από χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Παράλληλα, δέχονται μεγάλη πίεση από τα καλά οργανωμένα λόμπι και τους εκπροσώπους τους.

Σαν να μην έφταναν αυτά, σε πολλές περιπτώσεις εκδηλώνεται αντιπαλότητα μεταξύ ευρωπαϊκής και εθνικής γραφειοκρατίας. Πολλά κράτη-μέλη δημιουργούν γραφειοκρατικό «άβατο» για τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες δυσκολεύοντας τη συνεννόηση και τη συνεργασία. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των υπουργείων Άμυνας των κρατών-μελών τα οποία επιμένουν σε έναν σχεδόν απόλυτα εθνικό σχεδιασμό, γεγονός που εμποδίζει την ευρωπαϊκή συνεργασία στα εξοπλιστικά προγράμματα, οδηγεί σε κατασπατάληση πόρων και στηρίζει την κυριαρχία των Αμερικανών προμηθευτών.

Τεράστια κενά

Χρειάστηκαν δεκαετίες ολόκληρες για να αποκτήσει η ΕΟΚ –μετέπειτα Ε.Ε.– κοινές πολιτικές, για παράδειγμα στον αγροτικό τομέα και σε ό,τι αφορά το ευρώ. Τα κενά όμως στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα παραμένουν τεράστια.

Το διαπιστώνουμε σε κάθε προσπάθεια για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων. Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ναυάγησαν όλες οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού φορολογικού συστήματος. Τα περισσότερα κράτη-μέλη θεωρούν τη φορολογική πολιτική αποκλειστικό τους προνόμιο και εναντιώνονται σε δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να τους στερήσουν το φορολογικό πλεονέκτημα, ή την επιδίωξή του. Τεράστιες ελλείψεις διαπιστώσαμε και στον τομέα της Υγείας, όπου ουσιαστικά δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Η Ε.Ε προκειμένου να αντιμετωπίσει την πανδημία συντονίστηκε σε ορισμένα θέματα, με κυριότερο την προμήθεια των εμβολίων. Εξακολουθεί όμως να μην έχει κοινή πολιτική Υγείας, ενώ δεν υπάρχει πολιτική διάθεση για να κινηθούν οι «27» προς αυτή την κατεύθυνση.

Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρξαν ενιαίες ευρωπαϊκές λύσεις για ζητήματα όπως οι αεροπορικές συγκοινωνίες, η επιβολή περιοριστικών μέτρων, η εφαρμογή της καραντίνας σε συνθήκες πανδημίας. Η επεξεργασία και εφαρμογή κοινής πολιτικής Υγείας, ή κοινής κοινωνικής πολιτικής προϋποθέτουν πολλαπλασιασμό των κονδυλίων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, κάτι το οποίο απορρίπτεται από τις κυβερνήσεις των περισσότερων κρατών-μελών.

Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με εντυπωσιακή ταχύτητα, η απροθυμία μας να καλύψουμε τα τεράστια κενά που χαρακτηρίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα περιορίζει τις δυνατότητες της Ε.Ε. και το ειδικό βάρος της σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η επίγνωση της απροθυμίας και της αδυναμίας μας –η μία συνδέεται με την άλλη– έχει δημιουργήσει έναν ειδικό τρόπο προσέγγισης στα προβλήματα. Τα περισσότερα προβλήματα περιγράφονται χωρίς να αντιμετωπίζονται άμεσα. Οι ευρωπαϊκές αποφάσεις αφορούν κυρίως το μέλλον και ως ότου φτάσουμε στην περίοδο εφαρμογής τους μπορεί να έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Η αναβλητικότητα έχει μετατραπεί σε ευρωπαϊκή μέθοδο εξαιτίας της απροθυμίας και της αδυναμίας να αντιμετωπίσουμε «εδώ και τώρα» τα προβλήματα και τις προκλήσεις.

Χρηματοπιστωτική αδυναμία

Στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρακολούθησα τα τελευταία χρόνια και στο μέτρο του δυνατού συνέβαλα, στην προστασία της συνοχής της Ευρωζώνης, στην ενίσχυση του ευρώ, στην προώθηση της νομισματικής και τραπεζικής ένωσης.

Έγιναν σημαντικά πράγματα και ορισμένα ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου. Ταυτόχρονα όμως μπόρεσα να αντιληφθώ τις διαστάσεις της χρηματοπιστωτικής αδυναμίας της Ε.Ε., ιδιαίτερα έναντι των ΗΠΑ.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν μπόρεσαν να παίξουν παγκόσμιο ρόλο. Η Deutsche Bank, η μόνη που το επεδίωξε δυναμικά, κόντεψε να καταστραφεί. Οι Αμερικανοί κυριαρχούν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και το Brexit στέρησε από την Ε.Ε. το ισχυρότερο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κέντρο.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν χαμηλή κερδοφορία. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται ξανά αντιμέτωπο με αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας της πανδημίας. Επιπλέον, δεν υπάρχουν αυστηροί έλεγχοι –όπως στις τράπεζες– στη λειτουργία των ολοένα ισχυρότερων funds. Η ψηφιακή οικονομία έφερε ακραίες μορφές ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας –όπως με το bitcoin– οι οποίες μπορεί να συμβάλουν σε νέα χρηματοπιστωτική αποσταθεροποίηση. Ενδεικτικό του υποδεέστερου ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ε.Ε. είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επιβάλλουν –αξιοποιώντας την κυριαρχία τους στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα– τους κανόνες και τους νόμους τους διεθνώς. Σε πολλές περιπτώσεις, ευρωπαϊκές τράπεζες υποχρεώθηκαν από τις αμερικανικές αρχές να καταβάλουν αστρονομικά πρόστιμα και αποζημιώσεις.

Η χρηματοπιστωτική αδυναμία της Ε.Ε. είναι κοινό μυστικό στις Βρυξέλλες, χωρίς να υπάρχει ολοκληρωμένη πολιτική αντιμετώπισής της.

Ψηφιακή αδυναμία

Στη χρηματοπιστωτική αδυναμία της Ε.Ε. προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και η ψηφιακή αδυναμία. Η πανδημία λειτούργησε σαν καταλύτης στη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να φεύγουν πολύ μπροστά και την Ε.Ε. να μένει πίσω.

Το 20% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα χρηματοδοτήσει, σε βάθος εξαετίας, την ψηφιακή μετάβαση των «27». Τα κονδύλια είναι εντυπωσιακά σε σχέση με το παρελθόν, αλλά εντελώς ανεπαρκή σε σύγκριση με τις ψηφιακές επενδύσεις των ΗΠΑ και της Κίνας.

Δεν υπάρχει στρατηγική για δημιουργία Ευρωπαίων ψηφιακών πρωταθλητών και για την κάλυψη της ψηφιακής απόστασης που μας χωρίζει από τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Χωρίς επαρκή χρηματοπιστωτική υποδομή και με εντυπωσιακή ψηφιακή υστέρηση έναντι των παγκόσμιων πρωταθλητών, η Ε.Ε. δύσκολα θα αντέξει στις ανταγωνιστικές πιέσεις στο παγκόσμιο περιβάλλον της μετα-COVID εποχής.

Το άθροισμα της αποζημίωσης που πήρε η πρώην κ. Μπέζος για το διαζύγιό της από τον ιδρυτή της Amazon και της αποζημίωσης που θα πάρει η κ. Γκέιτς για το διαζύγιό της από τον ιδρυτή της Microsoft κινείται γύρω στα 100 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τις δωρεάν οικονομικές ενισχύσεις για την ψηφιακή μετάβαση της Ε.Ε.

Το σύνδρομο του Σουέζ

Στο ξεκίνημα της πανδημίας αρκετοί Ευρωπαίοι αναλυτές θεώρησαν ότι η Κίνα θα γνώριζε το δικό της Τσερνόμπιλ, μια καταστροφή η οποία θα απονομιμοποιούσε στην αντίληψη της κινεζικής κοινής γνώμης το καθεστώς και ίσως να προκαλούσε και την πτώση του, όπως το πυρηνικό ατύχημα επιτάχυνε την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού.

Τελικά, τα σημάδια της στρατηγικής αδυναμίας εκδηλώθηκαν προσωρινά στις ΗΠΑ και περισσότερο στην Ε.Ε. Στις ΗΠΑ ο Μπάιντεν έβαλε τέλος στα λάθη στρατηγικής σημασίας και τις παραλείψεις του Τραμπ και έδωσε νέα δυναμική στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στην ενίσχυση της οικονομίας. Αντίθετα, στην Ε.Ε. χάθηκε πολύτιμο οικονομικό έδαφος το 2020 και το πρώτο τρίμηνο του 2021 σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ καταγράφονται σταθερά και οι χειρότερες επιδόσεις στην υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας.

Κατά την άποψή μου, η Ε.Ε. γνωρίζει μια κρίση ανάλογη με εκείνη που πέρασαν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία στο Σουέζ το 1956. Όπως τότε οι Βρετανοί και οι Γάλλοι διαπίστωσαν ότι δεν είχαν την ισχύ για να κρατήσουν την περιοχή του Σουέζ χωρίς τη συγκατάθεσή των δύο υπερδυνάμεων της εποχής –ΗΠΑ και ΕΣΣΔ–, έτσι διαπιστώνει η Ε.Ε. μέσα από την κρίση της πανδημίας την αλλαγή του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της.

Οι περιορισμοί της οικονομικής ισχύος

Η Ε.Ε. αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος παγκόσμιας οικονομικής –ιδιαίτερα εμπορικής– υπερδύναμης. Τα στοιχεία δικαιολογούν αυτή την εντύπωση, είναι όμως ανοιχτά σε ερμηνείες.

Πρώτον, από την αναμφισβήτητα πανίσχυρη οικονομικά Ε.Ε. λείπει η αναγκαία συνοχή για την πλήρη αξιοποίηση αυτής της ισχύος. Εντελώς διαφορετικές είναι οι οικονομικές δυνατότητες μιας χώρας σαν τη Γερμανία από τις δυνατότητες μιας χώρας σαν την Ελλάδα. Η μεγάλη διαφορά στέκεται εμπόδιο στην επεξεργασία και εφαρμογή αποτελεσματικής εξωτερικής οικονομικής πολιτικής, εφόσον οι «27» έχουν διαφορετικές και σε αρκετές περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενες οικονομικές προτεραιότητες.

Δεύτερον και σημαντικότερο, η οικονομική διπλωματία μπορεί να είναι στα μέτρα της Ε.Ε., δεν δεσμεύει όμως ισχυρούς διεθνείς παίκτες –με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη Ρωσία και την Τουρκία– που μπορεί να έχουν άλλες προτεραιότητες, όπως το όραμα της αναβίωσης της ευρύτερης επιρροής ή των αυτοκρατοριών τους.

Επομένως, στη διεθνή διπλωματία δεν έχει τόσο σημασία το πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και την προοπτική της η Ε.Ε., όσο οι κανόνες που επιβάλλουν αυτοί που επιμένουν σε παραδοσιακούς υπολογισμούς της ισχύος και υποστηρίζουν τις κινήσεις τους με όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά μέσα που διαθέτουν.

Ο κόσμος είναι πιο ανταγωνιστικός και σκληρός απ’ ότι θα τον ήθελαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η Ε.Ε. έχει υποχρέωση προσαρμογής στη σκληρή πραγματικότητα.

Παλαιές και νέες αμαρτίες

Η επίσημη ιστορία των ευρωπαϊκών θεσμών παραλείπει συνήθως τον ρόλο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και της μεταπολεμικής κατάρρευσής της.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ευρωπαίοι έπρεπε να συμφιλιωθούν μεταξύ τους, να ενισχύσουν τη θέση τους απέναντι στη σοβιετική απειλή, να μάθουν να λειτουργούν σε συνθήκες αμερικανικής κηδεμονίας και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κατάρρευσης της αποικιοκρατίας.

Η Βρετανική Αυτοκρατορία πέρασε στο παρελθόν γιατί δεν υπήρχαν τα οικονομικά μέσα υποστήριξής της. Η γαλλική αποικιοκρατία γνώρισε σημαντικές ήττες από το Βιετνάμ μέχρι την Αλγερία, που λίγο έλειψε να αποσταθεροποιήσουν τη Γαλλική Δημοκρατία. Ανάλογα προβλήματα, σε μικρότερη κλίμακα, αντιμετώπισε το Βέλγιο, ενώ η Πορτογαλία χρειάστηκε να φτάσει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 για να βάλει τέλος σε καταδικασμένους σε αποτυχία αποικιοκρατικούς πολέμους. Οι Ολλανδοί είχαν φτάσει μέχρι την Ινδονησία, ενώ οι Ιταλοί είχαν ισχυρή επιρροή σε Λιβύη, Αιθιοπία και Σομαλία.

Στις αμαρτίες της αποικιοκρατίας προστέθηκαν λάθη στρατηγικής σημασίας που έκαναν οι Ευρωπαίοι σε περιφερειακούς πολέμους. Είκοσι χρόνια συμμαχικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν. Εισβολή στο Ιράκ και ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, χωρίς τελικά να υπάρχουν όπλα μαζικής καταστροφής και με όρους που ενίσχυσαν την περιφερειακή επιρροή του Ιράν και συνέβαλαν στην προσωρινή ανάδειξη του Ισλαμικού Κράτους. Έμμεση συμμετοχή στον εμφύλιο της Συρίας που συμπλήρωσε δεκαετία και αντί να οδηγήσει στην πτώση του καθεστώτος Άσαντ προκάλεσε τη διάλυση της χώρας και την ενίσχυση σε αυτήν της επιρροής του Ιράν, της Ρωσίας και της Τουρκίας. Άμεση ευρωπαϊκή συμμετοχή στην ανατροπή του Καντάφι στη Λιβύη με τελικό αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της χώρας και τη μετατροπή της σε παράγοντα αποσταθεροποίησης.

Οι αμαρτίες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και τα λάθη στρατηγικής σημασίας στη διάρκεια του νέου αιώνα προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα ενσωμάτωσης μουσουλμάνων από τις πρώην αποικίες, ιδιαίτερα σε Γαλλία και Βέλγιο. Συνέβαλαν επίσης στη δημιουργία προσφυγικών και μεταναστευτικών ρευμάτων τα οποία διαχειρίζεται κυρίως ο Ερντογάν στα πλαίσια ενός ακήρυκτου υβριδικού πολέμου, δοκιμάζοντας τις κοινωνικές και πολιτικές αντοχές των «27».

Η Ε.Ε. συνέβαλε με τα λάθη της στη δημιουργία των προσφυγικών-μεταναστευτικών ρευμάτων. Δεν έχει ολοκληρωμένη πολιτική για το προσφυγικό-μεταναστευτικό, ούτε φαίνεται ικανή να αποκτήσει, ενώ υποφέρει και από το δημογραφικό, το οποίο εμφανίζει σαφείς τάσεις επιδείνωσης.

Η ταχύτητα των αλλαγών

Ο σύγχρονος κόσμος δεν δεσμεύεται από τους ρυθμούς της Ε.Ε., η οποία αδυνατεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές σε Κίνα, ΗΠΑ και σε άλλες δυναμικές χώρες και περιοχές του πλανήτη.

Το ειδικό βάρος της Ε.Ε. περιορίζεται συνεχώς. Το συνολικό της ΑΕΠ είναι πλέον μικρότερο του 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ και η συμβολή της στην ατμοσφαιρική ρύπανση –μέσω της αντιμετώπισης της οποίας φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει σε παγκόσμιο επίπεδο– δεν ξεπερνά το 10% της παγκόσμιας εκπομπής ρύπων.

Ο κόσμος αλλάζει δυναμικά και δείχνει να μεγαλώνει, ενώ η Ε.Ε. κινείται με σχετική βραδύτητα και δείχνει να μικραίνει. Στα τέλη της δεκαετίας μόνο η Γερμανία θα μπορεί να διεκδικήσει μία θέση στις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Όλες οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες θα έχουν σημαντικά μικρότερα μεγέθη.

Είναι πολύ δύσκολο για την Ε.Ε. να ξετυλίξει όλο αυτό το κουβάρι των προβλημάτων και των αντιθέσεων και να αρχίσει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις μεγάλες προκλήσεις. Μία από τις μεγάλες ελλείψεις που περιορίζουν την αποτελεσματικότητά της είναι η έλλειψη ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, ή τουλάχιστον της διάθεσης να δημιουργηθεί. Χωρίς τη διαμόρφωση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης η προσέγγιση στα μεγάλα ευρωπαϊκά θέματα θα παραμείνει κατά κύριο λόγο εθνική.