Η Ελλάδα σε δημογραφικό αδιέξοδο - Free Sunday
Η Ελλάδα σε δημογραφικό αδιέξοδο
Δύσκολη η κατάσταση και στην Ε.Ε.

Η Ελλάδα σε δημογραφικό αδιέξοδο

Η Ελλάδα έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια σε δημογραφικό αδιέξοδο από το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να βγει. Οι δημογραφικές τάσεις είναι εξαιρετικά αρνητικές και στην Ε.Ε., γεγονός που κάνει πιο σύνθετη την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Χρειάζεται μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και δύσκολες, από οικονομική και διοικητική άποψη, παρεμβάσεις για να ελεγχθεί, μεσομακροπρόθεσμα, η αρνητική δυναμική.

Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι επιβαρύνουν την κατάσταση, όπως είναι οι συνέπειες της κρίσης της πανδημίας και το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Απόλυτη πτώση

Ο πληθυσμός της Ελλάδας μπήκε σε φάση απόλυτης δημογραφικής πτώσης το 2011. Οι γεννήσεις το 2010 ήταν 114.766 και ξεπερνούσαν οριακά τους θανάτους, οι οποίοι ήταν 109.087. Για πρώτη φορά το 2011 οι θάνατοι –που έφτασαν τις 111.099– ξεπέρασαν τις γεννήσεις, που υποχώρησαν στις 106.428.

Τα επόμενα χρόνια ήταν ακόμη πιο δύσκολα από δημογραφική άποψη, καθώς οι γεννήσεις άρχισαν να επηρεάζονται αρνητικά και από τις συνέπειες της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, ενώ οι θάνατοι συνέχισαν να αυξάνονται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Το 2014, η διαφορά θανάτων και γεννήσεων έφτασε τις 25.000, με τους θανάτους στους 117.730 και τις γεννήσεις στις 92.149.

Ακόμη χειρότερο το 2015, με τη διαφορά μεταξύ θανάτων και γεννήσεων να πλησιάζει τις 30.000. Οι θάνατοι ήταν 121.183 και οι γεννήσεις 91.847.

Το 2017 επιδεινώθηκε η δυναμική με τη διαφορά θανάτων –124.495– και γεννήσεων –88.553– να είναι της τάξης των 35.000.

Το 2019 η διαφορά θανάτων και γεννήσεων έσπασε, σε ετήσια βάση, το φράγμα των 40.000. Οι θάνατοι ανήλθαν στις 124.965 και οι γεννήσεις στις 83.763.

Η αρνητική δυναμική ενισχύθηκε το 2020, χρονιά κατά την οποία άρχισαν να γίνονται αισθητές οι συνέπειες της πανδημίας, με τους θανάτους στις 131.839 και τις γεννήσεις στις 85.605. Μια διαφορά που ξεπερνά τις 45.000.

Η μείωση του δείκτη γονιμότητας κάτω από το όριο αναπλήρωσης –που προσεγγιστικά ορίζεται στις δύο γεννήσεις ανά γυναίκα– και η γήρανση του πληθυσμού συνδυάζονται για να δώσουν μια αυξανόμενη ετήσια διαφορά μεταξύ των περισσότερων θανάτων και των λιγότερων γεννήσεων.

Ειδικοί επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η δεκαετής οικονομική και κοινωνική κρίση περιόρισε δραστικά τις γεννήσεις και το ίδιο αναμένεται να γίνει στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας. Η προοπτική της δυναμικής ανάκαμψης της οικονομίας μπορεί να μετριάσει κάπως τις δημογραφικές συνέπειες της νέας κρίσης, δεν πρόκειται όμως να τις εξαφανίσει.

Με βάση ορισμένες εκτιμήσεις, στο τέλος της δεκαετίας θα έχουμε μία πρόσθετη αρνητική δημογραφική εξέλιξη της τάξης των 200.000, εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής αναταραχής που προκάλεσε η πανδημία.

Ευρωπαϊκό πρόβλημα

Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. που αντιμετωπίζει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση που επικρατεί στους «27» δημιουργούν δικαιολογημένο προβληματισμό.

Με βάση τα επίσημα στοιχεία του 2018, ο αριθμός τοκετών ανά γυναίκα ήταν στους 1,55, αρκετά κάτω από τον αριθμό 2 που εξασφαλίζει –σε γενικές γραμμές– την αναπαραγωγή του πληθυσμού. Η μέση ηλικία στην οποία φέρνουν στον κόσμο παιδί οι γυναίκες στην Ε.Ε. είναι τα 31,3 έτη.

Το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες το 2018 ήταν τα 78,2 έτη και για τις γυναίκες τα 83,7.

Οι αλλαγές στη δημογραφική δυναμική οφείλονται κυρίως σε κοινωνικούς λόγους. Τα νοικοκυριά με δύο γονείς και παιδιά μειώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Αυξάνονται οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα ζευγάρια χωρίς παιδιά, τα άτομα που ζουν μόνα και εκείνοι που κάνουν διαφορετικές επιλογές στην προσωπική τους ζωή.

Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ορίζοντα το 2070 δείχνουν την ανάγκη δραστικών αλλαγών. Το προσδόκιμο ζωής εκτιμάται ότι θα είναι τότε 86 έτη για τους άνδρες και 90 για τις γυναίκες.

Το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών θα έχει αυξηθεί από 20,3% το 2019 σε 30,3% με ορίζοντα πεντηκονταετίας.

Το ποσοστό των άνω των 80 ετών θα έχει αυξηθεί από 5,8% σε 13,2% του συνολικού πληθυσμού.

Η δημογραφική γήρανση της Ε.Ε. θα συνοδευτεί και από μείωση του συνολικού πληθυσμού της, σαν ποσοστό επί του παγκόσμιου πληθυσμού, μόλις στο 4%.

Η Ελλάδα έχει ίσως το μεγαλύτερο δημογραφικό πρόβλημα στην Ε.Ε. Υπάρχουν και μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Γερμανία, με ανησυχητικά αρνητική δυναμική, αλλά με μεγαλύτερες δυνατότητες σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό, την οικονομία και την κοινωνία.

Η έξοδος του πληθυσμού

Ο πληθυσμός της Ελλάδας –όπως και της Ε.Ε.– δεν προσδιορίζεται μόνο από το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, αλλά και από τα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Η Ελλάδα έχει περάσει περιόδους στη διάρκεια των οποίων η έξοδος του πληθυσμού ήταν η απάντηση στη φτώχεια, στη μιζέρια και στην έλλειψη προοπτικής.

Εντυπωσιακό ήταν το μεταναστευτικό ρεύμα της περιόδου 1900-1920, οπότε 8% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας κατευθύνθηκε κυρίως στις ΗΠΑ, με αρκετούς να πηγαίνουν στην Αυστραλία και στη Νότιο Αφρική.

Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, παρατηρήθηκε επίσης μαζική μετανάστευση –κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα– προς τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Σουηδία, αλλά και τον Καναδά και την Αυστραλία. Η Ελλάδα πρόσφερε εργατικό δυναμικό για τη στήριξη του γερμανικού και ευρωπαϊκού μεταπολεμικού «θαύματος».

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, οι Έλληνες της διασποράς –πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς– μπορεί να φτάνουν τα 2,5 εκατομμύρια.

Κατά τη μνημονιακή περίοδο, επαναλήφθηκε σε μικρότερη κλίμακα η φυγή στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης οικονομικής και επαγγελματικής προοπτικής. Η «μνημονιακή» έξοδος είχε διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες, εφόσον αφορούσε κυρίως καλά μορφωμένους και εκπαιδευμένους νέους.

Το δημογραφικό επηρεάζεται, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και από τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Δημιουργούνται κέντρα οικονομικής ανάπτυξης στις οικονομικά ισχυρότερες χώρες της Ε.Ε., τα οποία προσελκύουν τους πιο φιλόδοξους και καλά εκπαιδευμένους νέους από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και περιφέρειες.

Έτσι, η Ελλάδα πληρώνει διπλό λογαριασμό, με την έννοια ότι στο δημογραφικό πρόβλημα που προκαλείται από τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων σε σχέση με τις γεννήσεις προστίθεται και η έξοδος ενός εξαιρετικά δυναμικού τμήματος του πληθυσμού. Αντίθετα, χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Σουηδία μετριάζουν το δημογραφικό τους πρόβλημα προσελκύοντας νέους από άλλες χώρες της Ε.Ε.

Πρόσφυγες και μετανάστες

Ο υπολογισμός του πληθυσμού της Ελλάδας επηρεάζεται και από τις ροές προσφύγων και μεταναστών.

Μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, η Ελλάδα υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες –κυρίως από την Αλβανία– και σε μικρότερο βαθμό από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία και τη Ρωσία. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2006 είχαν εγκατασταθεί 695.979 ξένοι στην Ελλάδα. Οι 605.758 προέρχονταν από ευρωπαϊκές χώρες, με τους Αλβανούς να φτάνουν τις 481.663. Από ασιατικές χώρες προέρχονταν οι 70.647 και από αφρικανικές 19.237.

Το πρώτο κύμα μετανάστευσης προς την Ελλάδα, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συνέβαλε στη δημογραφική ενίσχυση της χώρας και στην οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη. Μετά από ένα μεταβατικό στάδιο που χαρακτηρίστηκε από αρκετές τριβές, η κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών προχώρησε χωρίς μεγάλα προβλήματα, εφόσον οι Αλβανοί και οι Έλληνες έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά.

Οι προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές όμως, που κορυφώθηκαν το 2015-2016, λειτουργούν –σε μεγάλο βαθμό– αποσταθεροποιητικά. Η Ελλάδα εξακολουθεί να περνά μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση, γι’ αυτό δεν μπορεί να προσφέρει πολλές επαγγελματικές και οικονομικές ευκαιρίες. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες προέρχονται από χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, η Συρία και η Σομαλία που έχουν κυρίως μουσουλμανικούς πληθυσμούς και λίγα κοινά χαρακτηριστικά με τους Έλληνες.

Οι οικονομικές δυσκολίες και οι πολιτισμικές και κοινωνικές διαφορές κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την επιτυχημένη ενσωμάτωσή τους. Άλλωστε, ελάχιστοι από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που συγκεντρώνονται κατά περιόδους στην Ελλάδα θέλουν να παραμείνουν στη χώρα μας. Οι περισσότεροι θέλουν να προωθηθούν σε Γερμανία, Αυστρία και Σουηδία σε αναζήτηση συγγενών και καλύτερου βιοτικού επιπέδου.

Από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την άναρχη παγκοσμιοποίηση η Ελλάδα βγαίνει διπλά χαμένη σε ό,τι αφορά το δημογραφικό. Χάνει πολλά από τα καλύτερα παιδιά της, που αξιοποιούν –σαν πολίτες– τις ευκαιρίες που τους προσφέρει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ταυτόχρονα, καλείται να υποδεχθεί –με πολλά προβλήματα πρόσφυγες και μετανάστες– οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν περιέλθει σε δεινή θέση και δεν έχουν ούτε τη διάθεση, ούτε τη δυνατότητα να προσφέρουν στην ανάπτυξη της χώρας, όπως συνέβη με τους μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90.

Ορίζοντας 2050

Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη της διαΝΕΟσις, η οποία μάλιστα προηγήθηκε της πανδημίας και της επιδείνωσης των τάσεων που προκάλεσε, περιλαμβάνονται οι ακόλουθες ανησυχητικές εκτιμήσεις.

Ο πληθυσμός της Ελλάδας θα υποχωρήσει το 2050 –ανάλογα με το σενάριο– στα 8,3 ως 10 εκατ. από 10,7 εκατ. που υπολογίζεται σήμερα.

Μεγαλύτερη και πιο ανησυχητική θα είναι η συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού. Θα πέσει από τα 4,7 εκατ. στα 3 ως 3,7 εκατ. Αυτό σημαίνει ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα περιοριστεί από το 43,5 % του συνόλου στο 35,5% ως 37,8% του συνόλου.

Εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, οι άνω των 65 θα αυξηθούν σαν ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού από 21% σε 30% ως 33% στη διάρκεια των επόμενων τριάντα ετών.

Μεγάλες συνέπειες

Οι συνέπειες από τη δημογραφική γήρανση είναι εξαιρετικά σημαντικές. Περιορίζονται το αναπτυξιακό δυναμικό και η οικονομική δυναμική της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αρνητική δημογραφική μας δυναμική θα ρίξει, μακροπρόθεσμα, τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 1%.

Ήδη, τα οικονομικά του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού βρίσκονται για μία ακόμη φορά σε αδιέξοδη πορεία και επιβάλλουν, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, δύσκολες διορθωτικές κινήσεις.

Με μικρό ποσοστό πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία και με ολοένα μεγαλύτερο κόστος σε ό,τι αφορά μεταβιβάσεις όπως είναι οι συντάξεις, είναι πολύ δύσκολο να ανέβει το κατά κεφαλήν εισόδημα και να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον ελκυστικό για τους πιο νέους και δυναμικούς.

Αν δεν σπάσουμε με διαρθρωτικές παρεμβάσεις και με μία ολοκληρωμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική τον κύκλο των προβλημάτων που ανέφερα, το δημογραφικό μας πρόβλημα θα οξυνθεί και αντί για το επιδιωκόμενο brain gain θα έχουμε μια νέα φυγή των νέων μας στο εξωτερικό.