Δυναμική επιστροφή του πληθωρισμού - Free Sunday
Δυναμική επιστροφή του πληθωρισμού
Προκαλεί οικονομική, κοινωνική αναταραχή σε Ελλάδα και Ε.Ε.

Δυναμική επιστροφή του πληθωρισμού

Τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δέχονται το τελευταίο διάστημα μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Πρόκειται για ένα διεθνές φαινόμενο, το οποίο - προς το παρόν - εκδηλώνεται πιο δυναμικά σε ισχυρές οικονομίες, όπως των ΗΠΑ και της Γερμανίας, απ’ ότι στην ελληνική οικονομία.

Τα στοιχεία του Αυγούστου δείχνουν την έκταση του φαινομένου, ενώ προβληματίζει και η δυναμική του.

Σημαντικές ανατιμήσεις

Με βάση τα επίσημα στοιχεία του Αυγούστου, η τιμή του φυσικού αερίου έχει αυξηθεί κατά 91% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, το πετρέλαιο θέρμανσης 28,9% και τα καύσιμα - λιπαντικά 17,4%.

Παρατηρούνται σημαντικές ανατιμήσεις και στο «καλάθι της νοικοκυράς»: 21,5% ακριβότερα μέσα σε έναν χρόνο τα νωπά λαχανικά, 17,6% τα βρώσιμα έλαια, 12,2% τα αρνιά και τα κατσίκια, 7,1% το ελαιόλαδο, 8% τα νωπά ψάρια, 4,5% τα πουλερικά, 4,2% τα φρούτα και 3,4% τα τυριά.

Επίσης, οι ξενοδοχειακές υπηρεσίες ακρίβυναν κατά 11,4% στη διάρκεια του δωδεκαμήνου και η μεταφορά επιβατών με αεροπλάνο 9%.

Η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων σχετίζεται άμεσα με την πορεία της πανδημίας. Το 2020, οπότε επιβλήθηκαν αυστηροί περιορισμοί στην οικονομία λόγω COVID-19, παρατηρήθηκε υποχώρηση των τιμών. Τώρα που ενισχύεται η οικονομική ανάκαμψη διεθνώς, επανέρχονται οι τιμές στα προηγούμενα επίπεδα με τάση παραπέρα αύξησης.

Συνολικά, από τη σύγκριση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μηνός Αυγούστου 2021 με τον αντίστοιχο δείκτη του Αυγούστου 2020, προέκυψε αύξηση 1,9% έναντι μείωσης 1,9% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2020 με το έτος 2019.

Μεγάλη ανησυχία

Στατιστικά δεν υπάρχει σοβαρός λόγος ανησυχίας, εφόσον οι τιμές επανέρχονται στα προηγούμενα επίπεδα λόγω σημαντικής βελτίωσης της πορείας της διεθνούς οικονομίας.

Στην πράξη όμως, οι παράγοντες της οικονομίας σπεύδουν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση χωρίς να είναι σε θέση να εκτιμήσουν με ακρίβεια τις επιπτώσεις.

Ο σχεδιασμός των ελληνικών επιχειρήσεων ανατρέπεται εξαιτίας του εξαιρετικά υψηλού εισαγόμενου πληθωρισμού. Τον Απρίλιο του 2021 είχαμε αύξηση 28,2% του Γενικού Δείκτη Τιμών Εισαγωγών στη βιομηχανία σε σχέση με τον Απρίλιο του 2020.

Τον Μάϊο η αύξηση ήταν 22,8%, τον Ιούνιο 20,5% και τον Ιούλιο 21,2%.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας είναι ότι για μία ακόμη φορά οι εισαγωγές αυξάνονται περισσότερο από τις εξαγωγές, γεγονός που οδηγεί στη διεύρυνση του «παραδοσιακού» εμπορικού ελλείμματος. Η αρνητική εξέλιξη δείχνει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο μπορεί να μεγαλώσει εξαιτίας του εξαιρετικά υψηλού εισαγόμενου πληθωρισμού, που θα περάσει αναπόφευκτα στις τιμές των προϊόντων μας.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η ενίσχυση του πληθωρισμού προκαλεί ανησυχία είναι ότι οι ανατιμήσεις αφορούν κυρίως τα καύσιμα και την ενέργεια, αδύνατα σημεία της ελληνικής οικονομίας.

Η εξάρτησή μας από εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο παραμένει τεράστια, ενώ το ενεργειακό κόστος της Ελλάδας είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε., η οποία με τη σειρά της είναι ενεργειακά πανάκριβη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.

Ένας τρίτος λόγος σοβαρής ανησυχίας αφορά στην προοπτική.  Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των περισσότερων ειδικών, η αύξηση των τιμών - ιδιαίτερα στην ενέργεια - θα είναι το χαρακτηριστικό του χειμώνα 2021-2022. Πρέπει να πούμε πάντως ότι οι ειδικοί πέφτουν συχνά έξω στις εκτιμήσεις τους. Για παράδειγμα, στο ξεκίνημα της πανδημίας προέβλεπαν μεγάλη πτώση του τουρισμού και των τιμών των πρώτων υλών διεθνώς και σε βάθος χρόνου. Ο τουρισμός δείχνει να ανακάμπτει πιο γρήγορα απ’ ότι είχε εκτιμηθεί, ενώ οι τιμές των πρώτων υλών έχουν ήδη απογειωθεί.

Ο τέταρτος λόγος της ανησυχίας για τον πληθωρισμό έχει σχέση με τα χαμηλά εισοδήματα. Στη διάρκεια της πανδημίας η κυβέρνηση προστάτευσε με την πολιτική της τα εισοδήματα των δημοσίων υπαλλήλων, των συνταξιούχων και των αγροτών. Έμειναν όμως ακάλυπτοι εκατομμύρια συμπολίτες μας που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, δίνουν τη μάχη τους με πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, ή είναι άνεργοι.

Για όλους αυτούς η πανδημία έφερε μεγάλη μείωση του εισοδήματός τους λόγω των δυσλειτουργιών που προκάλεσε στην οικονομία. Με πολύ χαμηλά εισοδήματα είναι φυσικό να στέκονται μπροστά στην επιστροφή του πληθωρισμού με μεγάλο άγχος.

Τέλος, υπάρχει και η πολιτική διάσταση που συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος ανησυχίας. Από το β’ τρίμηνο του 2021 η ελληνική οικονομία μπήκε σε φάση δυναμικής ανάκαμψης, γεγονός που υποχρεώνει τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης να προσαρμόσουν την επιχειρηματολογία τους στη νέα πραγματικότητα. Η οικονομία πήρε μπροστά διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για παράταση της ύφεσης και είναι λογικό να εστιάζουν την κριτική τους στην άνοδο των τιμών, επιδιώκοντας να αξιοποιήσουν πολιτικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Αλλαγή σκηνικού

Με την επιστροφή των πληθωριστικών πιέσεων, έχουμε μία αλλαγή σκηνικού στην ελληνική οικονομία, η οποία πέρασε μία περίοδο εντυπωσιακού αποπληθωρισμού. Οι τιμές έμειναν στάσιμες, αυξήθηκαν ελάχιστα ή και υποχώρησαν εξαιτίας των φαινομένων ύφεσης που εκδηλώθηκαν στην ελληνική οικονομία.

Συνολικά, από το 2010 ως και το 2020 το ελληνικό ΑΕΠ κατρακύλησε γύρω στο 30%. Περίπου 22% του ΑΕΠ ήταν η πτώση εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και προστέθηκε μία πτώση 8% του ΑΕΠ το 2020 εξαιτίας της πανδημίας. Σε αυτές τις συνθήκες εκδηλώθηκαν έντονα τα φαινόμενα του αποπληθωρισμού.

Παίρνοντας σαν βάση το 2009 = 100 για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, φτάσαμε το 2020 στο 105,9.

Το 2010, το 2011 και το 2012 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ανέβηκε από τη βάση 2009 = 100 στο 109,8 εξαιτίας της μεγάλης αύξησης των έμμεσων καταναλωτικών φόρων, στα πλαίσια της εφαρμογής των μνημονίων.

Μετά την αύξηση των καταναλωτικών φόρων ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ακολούθησε μία μακρά πορεία σταδιακής υποχώρησης εξαιτίας του «παγώματος» της οικονομικής δραστηριότητας.

Από το 109,8 του 2012, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή υποχώρησε στο 105,9 το 2020. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι ετήσιες μεταβολές στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που δίνουν τον ετήσιο πληθωρισμό.

Το 2013 ήταν -0,9%, το 2014 ήταν -1,3%, το 2015 ήταν -1,7% και το 2016 ήταν -0,8%. 

Το 2017 είχαμε αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή 1,1%, το 2018 η αύξηση ήταν 0,6% και το 2019 η αύξηση περιορίστηκε στο 0,3%.

Το 2020 επανήλθαμε σε αρνητικό πληθωρισμό -1,2% εξαιτίας του «παγώματος» της οικονομίας, που προκάλεσε η πανδημία.

Η πορεία του πληθωρισμού στην Ελλάδα από το 2009 ως το 2020 ήταν χαρακτηριστικό μιας «άρρωστης» οικονομίας, η οποία λειτουργούσε πολύ κάτω από το δυναμικό της, στα πλαίσια των μνημονιακών δεσμεύσεων που αναλάβαμε.

Μια οικονομία της Ευρωζώνης για να λειτουργήσει κανονικά σε όφελος του ιδιωτικού τομέα, των επενδύσεων και της διαχείρισης του δημόσιου χρέους, πρέπει να έχει ετήσιο πληθωρισμό της τάξης του 2%. Αυτός άλλωστε είναι ο καταστατικός στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Επί Ντράγκι είχε προσδιοριστεί σαν στόχος νομισματικής πολιτικής ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη 2% και λίγο κάτω από αυτό. Η Λαγκάρντ επαναπροσδιόρισε τον καταστατικό στόχο της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ σε ετήσιο πληθωρισμό 2% σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι η νέα διοίκηση της ΕΚΤ επιτρέπει την υπέρβαση του στόχου για ετήσιο πληθωρισμό 2% στην Ευρωζώνη για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, αρκεί σε βάθος χρόνου να επιστρέψουμε σε ετήσιο μέσο όρο της τάξης του 2%.

Διεθνές το φαινόμενο

Η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων είναι ένα διεθνές φαινόμενο και η προσπάθεια απόδοσης ευθυνών στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης απλά δείχνει την κακή πολιτική διάθεση αυτών που το επιχειρούν.

Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2021 ο πληθωρισμός έτρεχε στις ΗΠΑ με ετήσιο ρυθμό 5,4%.

Τον Ιούλιο του 2020 ήταν στο 1%, τον Ιανουάριο του 2021 «τσίμπησε» στο 1,4% και τον Απρίλιο του 2021 απέκτησε μία ανησυχητική δυναμική σκαρφαλώνοντας στο 4,2%, για να φτάσει στη συνέχεια τον Ιούνιο και τον Ιούλιο στο 5,4%.

Τον Αύγουστο μπήκε ένα πρώτο φρένο στον ετήσιο πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ο οποίος σταθεροποιήθηκε στο 5,3%.

Στη Γερμανία, ο ετήσιος πληθωρισμός έφτασε τον Αύγουστο του 2021 το 3,9%. Πρόκειται για τον υψηλότερο ετήσιο πληθωρισμό που έχει καταγραφεί στη Γερμανία στη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας.

Υπάρχουν ειδικοί λόγοι γι’ αυτή την πληθωριστική έξαρση στην  ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης. Αυξήθηκαν ξανά ορισμένοι συντελεστές ΦΠΑ που είχαν μειωθεί το 2020, όταν η πανδημία είχε «παγώσει» την οικονομία και έπρεπε να τονωθεί η κατανάλωση. Επίσης, οι Γερμανοί προηγούνται στην ενεργειακή-πράσινη μετάβαση και στον επιμερισμό του σχετικού κόστους. Έχουν διευρύνει το σύστημα αγοράς ρύπων σε περισσότερους κλάδους απ’ ότι άλλες χώρες της Ευρωζώνης και αυτό δημιουργεί μια προσωρινή πρόσθετη αύξηση στον ετήσιο πληθωρισμό.

Το θέμα του υψηλού πληθωρισμού έχει τεράστια πολιτική και κοινωνική σημασία στη Γερμανία και επηρεάζει άμεσα τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Η γερμανική κοινή γνώμη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις αυξήσεις των τιμών, οι οποίες φέρνουν στο νου δύσκολες εποχές υπερπληθωρισμού και αποσταθεροποίησης της Δημοκρατίας.

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) παίρνει αυτόν τον προβληματισμό σοβαρά υπόψη και πιέζει ήδη την ΕΚΤ για περιορισμό ή και τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, με το σκεπτικό ότι συμβάλλει στην ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων.

Σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο ετήσιος πληθωρισμός έφτασε τον Ιούλιο του 2021 το 2,2% και τον Αύγουστο αυξήθηκε στο 3%. Κινείται πολύ πάνω από το όριο του 2%, το οποίο πρέπει να υπηρετεί η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, γι’ αυτό άλλωστε η Λαγκάρντ προχώρησε έγκαιρα στην ελαστικοποίηση των κανόνων.

Ανάλογη η εξέλιξη του ετήσιου πληθωρισμού και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυξήθηκε από 2% τον Ιούλιο του 2021 σε 3,2% τον Αύγουστο.

Επομένως, οι πληθωριστικές μας επιδόσεις παραμένουν εξαιρετικά καλές συγκρινόμενες με των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ευρωζώνης στο σύνολό της. Είναι λογικό πάντως να περιμένουμε παραπέρα αύξηση του ετήσιου πληθωρισμού στην Ελλάδα, γιατί θα είναι τουλάχιστον περίεργο να απορροφήσει η ελληνική οικονομία τις διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις με καλύτερο τρόπο απ’ ότι η Γερμανία ή η Ευρωζώνη στο σύνολό της, παρά τα γνωστά διαρθρωτικά μας προβλήματα.

Δύσκολη συνέχεια

Η πληθωριστική συνέχεια για την ελληνική οικονομία προβλέπεται δύσκολη για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, θα προσαρμοστούμε στη διεθνή τάση για υψηλότερο ετήσιο πληθωρισμό. Δεύτερον, οι περισσότεροι ειδικοί κάνουν λόγο για έναν εξαιρετικά δύσκολο ενεργειακό χειμώνα. Είναι γνωστή η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το εισαγόμενο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ακόμη και τις εισαγωγές ενέργειας.

Επομένως, υπάρχουν ειδικοί λόγοι που μας κάνουν ιδιαίτερα ευάλωτους στην αύξηση των διεθνών τιμών των ορυκτών καυσίμων και της ενέργειας.

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο, η κατάσταση τείνει να ξεφύγει από τον έλεγχο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα της τελευταίας εβδομάδας, η διεθνής τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε ακόμη 30% από υψηλά επίπεδα-ρεκόρ. Χαρακτηριστική της κατάστασης που επικρατεί είναι η προειδοποίηση της Goldman Sachs ότι τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα παρά την πρόβλεψη για βαρύ χειμώνα.

Είναι τέτοια η αναστάτωση που προκαλεί η μεγάλη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου στη διεθνή οικονομία, ώστε παρατηρείται επιστροφή στο λιθάνθρακα, η αξιοποίηση του οποίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να είναι χαμηλότερου κόστους από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο.

Η προσωρινή - κατά τα φαινόμενα - επιστροφή πολλών ευρωπαϊκών εταιρειών στον άνθρακα έχει γίνει αισθητή και στην εμπορική ναυτιλία. Δεσμεύει περισσότερα πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου σε μια περίοδο κατά την οποία οι δείκτες των ναύλων των bulk carriers βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 11 ετών. Οι ειδικοί θεωρούν ότι η αξιοποίηση του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα είναι συμφέρουσα, σε σχέση με το φυσικό αέριο, για το τελευταίο τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους η διεθνής τιμή του φυσικού αερίου σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο είναι η πολιτική που ακολουθεί η Ρωσία. Συγκρατεί τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ε.Ε. στις αυστηρές συμβατικές της υποχρεώσεις, προκειμένου να ασκήσει πίεση για την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2021, οι αντιρρήσεις των ΗΠΑ για τη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία ξεπεράστηκαν, αλλά χρειάζεται το πράσινο φως από τις αρμόδιες γερμανικές ρυθμιστικές αρχές, η σχετική έρευνα των οποίων μπορεί να διαρκέσει 3-4 μήνες.

Ακριβή η μείωση κόστους

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί να «εξαφανίσει» τις διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις. Παίρνει ορισμένα μέτρα προσωρινού περιορισμού τους, ιδιαίτερα στην ενέργεια όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη αύξηση κόστους.

Είναι βέβαιο ότι σε κάποια φάση θα χαλαρώσει την εισοδηματική πολιτική που ασκείται για να αποζημιώσει τους εργαζόμενους για την αύξηση του κόστους διαβίωσης. Ο χρονικός προσδιορισμός είναι πολύ λεπτή υπόθεση. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να κινηθεί πολύ γρήγορα, γιατί αυτό θα δυσκολέψει τη δυναμική ανάκαμψη που παρατηρείται. Δεν πρέπει όμως να αργήσει πολύ, γιατί ο συνδυασμός ακρίβειας και χαμηλών εισοδημάτων θα προκαλέσει πολιτική και κοινωνική δυσαρέσκεια.

Μεσομακροπρόθεσμα το επίπεδο του πληθωρισμού κρίνεται κυρίως στον ενεργειακό τομέα. Εκεί όλα έχουν γίνει ξαφνικά ακριβότερα. Ακόμη και τα υλικά για την εγκατάσταση και τη λειτουργία αιολικών πάρκων και γενικότερα ΑΠΕ χαρακτηρίζονται από μεγάλη αύξηση κόστους.

Χρειάζονται τεράστιες επενδύσεις στις ΑΠΕ και την αποθήκευση ενέργειας και μάλιστα σε χρόνο-ρεκόρ για να αποτρέψουμε μία νέα ενεργειακή δοκιμασία για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Αν δεν κινηθούμε γρήγορα και αποτελεσματικά, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας θα δεχθεί ένα ακόμη πλήγμα. Πολλές μικρομεσαίες και πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και ο οικογενειακός προϋπολογισμός θα πιεστεί κι άλλο.

Από την άλλη, οι επενδύσεις που χρειάζονται για να μετατραπούμε σε πρωτοπόρους των ΑΠΕ στην Ε.Ε. και να ρίξουμε σε διάστημα λίγων ετών το κόστος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι τεράστιες.

Γι’ αυτό έχω προτείνει κινήσεις υπέρβασης της σημερινής κατάστασης με στροφή στην πλήρη και άμεση ηλεκτροκίνηση λεωφορείων και ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και την έκδοση πράσινου ομολόγου - κατά το πρότυπο της Ιταλίας - για τη χρηματοδότηση της επιτάχυνσης της ενεργειακής-πράσινης μετάβασης.

Εδώ που έχουμε φτάσει και με τη διεθνή ενεργειακή συγκυρία να είναι τόσο αρνητική, οι παραδοσιακές συνταγές και οι σταδιακές σε βάθος χρόνου αλλαγές δεν λύνουν το πρόβλημα.

Χρειάζονται υπερβάσεις με πολιτική τόλμη και τεράστιο οικονομικό κόστος. Η καταπολέμηση της ακρίβειας στον κρίσιμο ενεργειακό τομέα είναι αναγκαστικά πολύ ακριβή.