Το ομόλογο, η σημασία για οικονομία και τράπεζες και η αποτίμηση από τους ξένους - Free Sunday
Το ομόλογο, η σημασία για οικονομία και τράπεζες και η αποτίμηση από τους ξένους

Το ομόλογο, η σημασία για οικονομία και τράπεζες και η αποτίμηση από τους ξένους

Ως αρχικά θετική, αλλά με υποσημειώσεις, κρίνεται η πολυπόθητη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, καθώς η ελληνική οικονομία παραμένει δέσμια της εφαρμογής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και παλεύει να μειώσει το country risk.

Πέρα από τη συνολική πορεία του εγχειρήματος και τις αποδόσεις που επιτεύχθηκαν, υπάρχουν κάποια σημεία που είναι πολύ σημαντικά και δείχνουν μια δειλή μεν, αλλά θετική μεταστροφή του κλίματος απέναντι στην οικονομία της χώρας. Βασικό τέτοιο στοιχείο είναι η παρουσία μακροπρόθεσμων θεσμικών επενδυτών για το ποσό των 1,5 δισ. ευρώ, που αποτελεί σαφή ένδειξη μιας επιφυλακτικά θετικής στάσης από την πλευρά των αγορών, παρά το γεγονός ότι το περιβάλλον στην Ελλάδα παραμένει αβέβαιο. Βέβαια στα όσα μέτρησαν δεν πρέπει να αγνοούμε ότι τελευταία σύσσωμη η πλευρά της Ευρωζώνης εμφανίζεται σταθερά ευνοϊκή απέναντι στην επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές για δύο σημαντικούς εσωτερικούς της λόγους. Πρώτον, για την απόδειξη της δυνατότητας επιτυχίας του ελληνικού προγράμματος, λόγω και των επερχόμενων γερμανικών εκλογών του Σεπτεμβρίου, αλλά και για να αποτυπωθεί έμπρακτα μέσα από τα αποτελέσματα των εκδόσεων η εκτίμηση της Ευρωζώνης ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Εκτίμηση που βρίσκεται μακριά απ’ όλα όσα απαιτεί και βάζει ως προϋποθέσεις το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητά του. Με βάση αυτό, είναι χαρακτηριστικό ότι οι προσφορές για το πενταετές ομόλογο έγιναν σε επίπεδο επιτοκίων κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από εκείνο με το οποίο το ΔΝΤ κάνει τους υπολογισμούς του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Είναι σαφές ότι η έξοδος στις αγορές είναι ένα ακόμη σημείο σταδιακής επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ομαλότητα, μετά το καλοκαίρι του 2015. Για να δουλέψει όμως και για να αποτυπωθεί σωστά η επιτυχία της εξόδου πρέπει να συνδυαστεί με μια ευρύτερη κυβερνητική πολιτική που θα πείθει ότι μειώνει το ρίσκο της χώρας και προωθεί την επιχειρηματικότητα.

Η σταδιακή αποκλιμάκωση του κινδύνου (country risk) θα βοηθήσει τις εξαγωγικές προσπάθειες των ελληνικών επιχειρήσεων. Της εξόδου στις αγορές είχαν προηγηθεί η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στα τέλη του 2015, οι δύο θετικές αξιολογήσεις από τους θεσμούς την άνοιξη του 2016 και του 2017, η μερική χαλάρωση των capital controls και η έξοδος από τη λίστα των χωρών με υπερβολικό έλλειμμα. Όλα αυτά χτίζουν μια σειρά εξελίξεων που στο σύνολό τους είναι ικανές να πλέξουν το ελληνικό αφήγημα του «recovery story» και να σημάνουν ουσιαστική αναστροφή στην οικονομία.

Από την άλλη, οι ελληνικές τράπεζες αποκτούν πλεονέκτημα για την υλοποίηση των σχεδίων τους, με στόχο την έκδοση ομολογιακών δανείων, ενώ εξομαλύνεται περαιτέρω η πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά, με αιχμή την άντληση ρευστότητας μέσω repos.

Την ίδια στιγμή η άντληση φθηνότερης ρευστότητας των τραπεζών από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου θα στηρίξει τον στόχο μείωσης της δανειακής τους έκθεσης στον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος.

Πώς είδαν οι ξένοι την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές

Με «αρκετά καλά» έως απόλυτη επιτυχία βαθμολογούν ξένοι αναλυτές τη δοκιμαστική έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, με κοινό συμπέρασμα ότι η Ελλάδα «έχει λόγους να αισιοδοξεί, καθώς η οικονομία ανακάμπτει».

Συγκεκριμένα, από το πρακτορείο Bloomberg αναφέρεται πως «η Ελλάδα δεν έκανε ακόμη τη στροφή, πούλησε μεν τα πρώτα ομόλογα της τελευταίας τριετίας, αλλά ας συγκρατηθούμε», καθώς, όπως και πολλά άλλα δημοσιεύματα, συνηγορεί στο ότι η δοκιμαστική έξοδος επισκιάζεται από τη μη ελάφρυνση του υψηλότερου δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη.

Οι «Financial Times» σε νέο άρθρο χαρακτηρίζουν το πενταετές ομόλογο ως «ένδειξη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στην ανάκαμψη», σχολιάζοντας ωστόσο ότι οι επενδυτές «παραμένουν σε αμφιθυμία».

«Η Ελλάδα μπορεί πλέον να χρηματοδοτείται μόνη της» σχολίαζε ο Luis Gargour της επενδυτικής LNG Capital. Ωστόσο σε νέο άρθρο, τονίζεται ότι «οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν, σύμφωνα με το ΔΝΤ» και αυτό σύμφωνα με το Reuters «για να διασφαλιστεί η πρόσβαση της Ελλάδας στην αγορά χρέους».

Στη βρετανική εφημερίδα «Guardian» η ανάλυση της J. Mckeown της Capital Economics υιοθετεί εξίσου σκεπτικιστική προσέγγιση. «Η κρίση χρέους δεν έχει ξεπεραστεί, οι τράπεζες βρίσκονται σε πολύ επισφαλή κατάσταση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια» υπενθυμίζει το άρθρο γνώμης, καταλήγοντας πάντως στη διαπίστωση ότι «το ομόλογο πήγε αρκετά καλά και η έξοδος στις αγορές έγινε σε καλή στιγμή».

Στη «Le Monde», με τίτλο «Αυτή τη φορά έγινε», ο Christopher Dembik της Saxo Bank αναφέρει πως «πρόκειται για μια άσκηση επιτυχημένης πολιτικής επικοινωνίας», τονίζοντας ωστόσο ότι «η κυβέρνηση σχεδιάζει δύο νέες εξόδους στις αγορές πριν από τον Αύγουστο του 2018 και την αποδέσμευση της Ελλάδας από το πρόγραμμα βοήθειας, αλλά τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο από τους επενδυτές. Εκτός εάν οι πιστωτές συμφωνήσουν επιτέλους να μειώσουν το ελληνικό χρέος, που ξεπερνά το 180% επί του ΑΕΠ (320 δισ. ευρώ)».

Από την Ιταλία και τον ιστότοπο Linkiesta δημοσιεύεται άρθρο γνώμης του διευθυντή του Francesco Cancellatoο, επικεντρωμένο στον Έλληνα πρωθυπουργό. «Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να κριθεί από την Ιστορία και με ειλικρίνεια το παραδέχεται: “Σιγά-σιγά θα συμβεί αυτό που κανείς δεν σκεφτόταν ότι θα συνέβαινε. Θα βγάλουμε τη χώρα από τη μακρά κρίση της, και σε αυτό θα κριθούμε”. Μακάρι να ήταν πάντα έτσι η πολιτική» καταλήγει ο αρθρογράφος.