H ευρωπαϊκή οικονομία ξανά σε γκρίζα περιοχή - Free Sunday
H ευρωπαϊκή οικονομία ξανά σε γκρίζα περιοχή

H ευρωπαϊκή οικονομία ξανά σε γκρίζα περιοχή

Η επίσημη θέση των περισσότερων κυβερνήσεων της Ε.Ε. είναι ότι η ευρωπαϊκή οικονομία έχει αφήσει πίσω της τα δύσκολα και τις συνέπειες της κρίσης του 2008-2009 και έχει μπει σε φάση εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, με ρυθμό που θα μπορούσε να βελτιωθεί. Στη συνέχεια, όμως, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών αρχίζουν τις ερμηνείες και τις προειδοποιήσεις, με αποτέλεσμα οι συνομιλητές τους να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα είναι δύσκολα και μπορεί να γίνουν δυσκολότερα στον τομέα της οικονομίας.

Αλλαγή των προγνώσεων
Οι διεθνείς οργανισμοί προχωρούν ο ένας μετά τον άλλο στην αλλαγή των βασικών προγνώσεων για την πορεία της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, περιορίζοντας σιγά σιγά τις αναπτυξιακές προσδοκίες. Οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΚΤ περιορίζουν την πρόγνωση για τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας το 2016 μόλις σε 1,4%. Προηγήθηκε η έκθεση του ΔΝΤ, η οποία αναδεικνύει νέα προβλήματα, όπως είναι η σταδιακή υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας κάτω από το εντυπωσιακό 7% και η αστάθεια στις αναδυόμενες αγορές που έχουν μεγάλη εξάρτηση από τις τιμές των πρώτων υλών, από τη Νότιο Αφρική μέχρι τη Βραζιλία. Μέχρι και ο υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου κ. Όσμπορν αισθάνθηκε την υποχρέωση να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του ότι η οικονομία της χώρας τους θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2% το 2016, αφήνοντας πίσω της μια περίοδο πιο δυναμικής ανάπτυξης, και πως ο διεθνής οικονομικός ορίζοντας είναι αρκετά απειλητικός και κάνει πιο δύσκολη και επώδυνη την αναγκαία μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο είναι πολύ πάνω από τα όρια που προβλέπουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες.
Το χειρότερο είναι ότι ο μέσος όρος, σε μια σύνθετη Ε.Ε. των «28», δεν λέει πολλά πράγματα. Συμπεριλαμβάνει την Ιρλανδία, η οικονομία της οποίας βρίσκεται σε φάση αναπτυξιακής απογείωσης, τη Γερμανία, η οποία αναπτύσσεται σταθερά με ρυθμό που ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και την Ελλάδα, η οικονομία της οποίας επέστρεψε με τη βοήθεια του κ. Τσίπρα και του κ. Βαρουφάκη σε περίοδο ύφεσης, έχοντας χάσει το 25% του ΑΕΠ εξαιτίας της χρεοκοπίας του ελληνικού Δημοσίου και της αναγκαστικής ένταξης σε πρόγραμμα και στο μνημόνιο που συνδέεται με αυτό.

Ο ρόλος της ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποδεικνύεται σταθερός συμπαραστάτης των οικονομιών της ζώνης του ευρώ που αναζητούν μια καλύτερη αναπτυξιακή δυναμική. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Ντράγκι προχώρησε, για μία ακόμη φορά, στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, προσφέροντας νέες δυνατότητες χρηματοδότησης στις τράπεζες που θέλουν να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που θέλουν να δανειοδοτηθούν με ευνοϊκούς όρους αλλά και τις κυβερνήσεις που προσπαθούν να περιορίσουν την πίεση που ασκεί η διαχείριση του δημόσιου χρέους στον κρατικό προϋπολογισμό.
Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά αν σκεφτούμε ότι η Ισπανία και η Ιταλία –οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα– καλύπτουν τις ανάγκες του Δημοσίου τους στις αγορές με επιτόκια χαμηλότερα των ΗΠΑ και ισχυρότερες χώρες της Ευρωζώνης χρηματοδοτούν σε πολλές περιπτώσεις το δημόσιο χρέος τους δανειζόμενες με αρνητικά επιτόκια.
Ο κ. Ντράγκι και οι συνεργάτες του προειδοποιούν σε κάθε ευκαιρία ότι η νομισματική πολιτική που εφαρμόζει η ΕΚΤ δεν αρκεί για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού και να βελτιωθεί η δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ζητούν από τις χώρες που έχουν τη δημοσιονομική δυνατότητα να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, για να στηρίξουν με αυτό τον τρόπο την προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η Γερμανία δεν ανταποκρίνεται και αρκετοί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες συνεχίζουν να ασκούν κριτική στην υπερβολικά χαλαρή κατά την άποψή τους νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Μέχρι σήμερα οι εξελίξεις έχουν δικαιώσει τον Μάριο Ντράγκι και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το οποίο ξεκίνησε στις αρχές του 2015 παρά τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις. Εάν η ΕΚΤ είχε αδρανήσει υποκύπτοντας στις πολιτικές πιέσεις, η ευρωπαϊκή οικονομία θα ήταν ήδη σε νέα φάση κρίσης.

Μεταρρυθμιστική αδυναμία
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Ντράγκι τονίζει επίσης την ανάγκη να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα κάνουν τον ιδιωτικό τομέα περισσότερο ανταγωνιστικό και θα βελτιώσουν τη θέση της ευρωπαϊκής οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι η δημοσιονομική πολιτική που ασκείται από τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης δεν είναι περιοριστική, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά ήπια επεκτατική. Υπογραμμίζει ότι πρέπει να ελεγχθούν οι δημόσιες δαπάνες ως προς το ύψος αλλά και την ποιότητά τους.
Μια ματιά σε όσα συμβαίνουν στη Γαλλία και στην Ιταλία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι χώρες που χρειάζονται περισσότερο τις διαρθρωτικές αλλαγές δυσκολεύονται να τις προωθήσουν. Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Ολάντ, του οποίου η δημοτικότητα έχει καταρρεύσει στο 15%, κινείται σαν πολιτικό εκκρεμές μεταξύ της αναγκαίας ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα μέσω της μείωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών και της κατοχύρωσης δικαιωμάτων και προνομίων των εργαζομένων που στέκονται εμπόδιο στην αναγκαία προσαρμογή. Ενδεικτική η υπόθεση της εβδομάδας των 35 ωρών, που άρχισε να εφαρμόζεται από τους Σοσιαλιστές πριν από 16 χρόνια, οδήγησε σε ένα σωρό αρνητικές παρενέργειες και το ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εξαιτίας των εσωτερικών αντιθέσεων στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και των δυναμικών αντιδράσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η Γαλλία βρίσκεται σε φάση μεγάλης κοινωνικής αναταραχής, χωρίς καν να προωθούνται αξιόλογες μεταρρυθμίσεις.
Ανάλογη είναι η εικόνα στην Ιταλία, όπου ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός κ. Ρέντσι επενδύει ως έναν βαθμό στις μεταρρυθμίσεις αλλά κινδυνεύει από την αντίδραση της αριστερής πτέρυγας του κόμματός του και από τη συνεχή ενίσχυση των δυνάμεων του δεξιόστροφου ευρωσκεπτικισμού. Στην προσπάθειά του να διατηρήσει τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης, ο κ. Ρέντσι ανεβάζει το τελευταίο διάστημα τους τόνους της κριτικής του προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, χωρίς να είναι βέβαιο εάν αυτού του είδους η πολιτική άμυνα θα αποδώσει ή θα προσφέρει νέες ευκαιρίες στους λαϊκιστές και στους ευρωσκεπτικιστές της Λέγκας του Βορρά και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων.
Με τη Γερμανία να αρνείται να αξιοποιήσει τις δημοσιονομικές δυνατότητές της υπέρ της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη Γαλλία και την Ιταλία να αδυνατούν να προωθήσουν αποτελεσματικά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, υπάρχει κίνδυνος να μην αποδώσει τα αναμενόμενα η προωθημένη νομισματική πολιτική που εφαρμόζει η ΕΚΤ.

Τα οικονομικά του προσφυγικού
Την κατάσταση περιπλέκει το προσφυγικό-μεταναστευτικό, το οποίο έχει ευρύτερες οικονομικές διαστάσεις. Υπάρχει κίνδυνος η αδυναμία της Ε.Ε. να διαχειριστεί αποτελεσματικά το προσφυγικό-μεταναστευτικό να ενισχύσει τη δυναμική υπέρ του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η εικόνα μιας Ε.Ε. η οποία δεν μπορεί να ελέγξει τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές είναι εξαιρετικά απωθητική για τη βρετανική κοινή γνώμη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους υποχρεώθηκε ο συντηρητικός πρωθυπουργός κ. Κάμερον να προχωρήσει στο κρίσιμο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου ήταν η αντίδραση των συμπατριωτών του στη μαζική είσοδο χαμηλόμισθων εργαζομένων από άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε., όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και σε μικρότερο βαθμό η Ελλάδα, στην αγορά εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο κ. Κάμερον διαπραγματεύτηκε με τους Ευρωπαίους εταίρους τη μείωση των κοινωνικών επιδομάτων και των φορολογικών διευκολύνσεων για τους εργαζόμενους από άλλες χώρες της Ε.Ε. που θα ενταχθούν στην αγορά εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο μέλλον.
Σε μια χώρα όπου η πολιτική μάχη που θα κρίνει την παραμονή της στην Ε.Ε. διεξάγεται και γύρω από το ζήτημα των δικαιωμάτων των χαμηλόμισθων εργαζομένων από άλλες χώρες της Ε.Ε., οι εικόνες από τα ελληνικά νησιά, τον Πειραιά και την Ειδομένη αποκτούν ξεχωριστή, ίσως και καθοριστική, πολιτική σημασία. Επομένως το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τον κρατικό και τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ή τον ελληνικό τουρισμό αλλά έχει ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις. Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον οι κυβερνήσεις των σημαντικότερων χωρών της Ευρωζώνης έχουν υποχρέωση να δείξουν την αναγκαία ευρύτητα πνεύματος και να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους σε όλους τους τομείς.