Θ. Διαμαντόπουλος: Δεν υπάρχει το κλίμα για συνταγματική αναθεώρηση - Free Sunday
Θ. Διαμαντόπουλος: Δεν υπάρχει το κλίμα για συνταγματική αναθεώρηση

Θ. Διαμαντόπουλος: Δεν υπάρχει το κλίμα για συνταγματική αναθεώρηση

Για «λάθος λόγους» εκτιμά ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση ανοίγουν συζήτηση στην παρούσα συγκυρία για αναθεώρηση του Συντάγματος. Επισημαίνει, δε, ότι ακόμα και τα σημεία στα οποία υπάρχει σύγκληση, είναι λάθος καθώς μπορούν να οδηγήσουν σε θεσμικά προβλήματα.

Για ποιο λόγο θεωρείτε ότι έχει ανοίξει αυτή τη στιγμή και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση ζήτημα συνταγματικής αναθεώρησης;

Για τον λάθος λόγο. Διότι μία κοινωνία εν πολλοίς αυτιστική δεν μπορεί να συλλάβει την σημασία ενός θεσμικού πλαισίου που υπερβαίνει τις επόμενες εκλογές αλλά στρέφεται στις επόμενες γενιές, που διαμορφώνει το μεσομακροπρόθεσμο πλαίσιο άσκησης εξουσίας, διεξαγωγής των πολιτικών αγώνων, διασφάλισης εγγυήσεων και αντερισμάτων στους εξουσιαστές, ως κάτι που υπερβαίνει την συγκυρία. Και, δυστυχώς, μικροί πολιτικοί είναι ικανοί για μικρούς ορίζοντες που βλέπουν τα μεγάλα θέματα ενταγμένα στη στενή και στενόκαρδη και βραχυχρόνια μυωπική πολιτική τους ατζέντα.

Θεωρείτε ότι το Σύνταγμα χρειάζεται αναθεώρηση;

Υπάρχουν καρκινώματα που πρέπει να χειρουργηθούν. Μόνο, όμως, όταν οι συνθήκες αντισηψίας-αποστείρωσης, η εμπειρία του χειρουργού, του γιατρού του αναισθησιολόγου είναι τέτοιες που δεν επιδεινώνει την κατάσταση. Σε έναν ιδανικό κόσμο το Σύνταγμά μας έχει αδυναμίες σημαντικές και είναι και εύκολα διορθώσιμες. Αλλά φοβάμαι ότι, αφενός μεν δεν υπάρχει το κλίμα εκείνο που θα μπορούσε να εκπληρώσει τη βασική αποστολή του συντάγματος που είναι διαμόρφωση ενός κοινά αποδεκτού θεσμικού πλαισίου πολιτικής και κοινωνικής καταλλαγής, αφετέρου δε, όλες –αν όχι όλες. οι περισσότερες υποβαλλόμενες πολιτικές απόψεις κατά την άποψή μου, πάνε προς τη λάθος κατεύθυνση και κυρίως τραγικά λάθος είναι το μόνο σημείο στο οποίο συμφωνεί ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ.

Ποιο είναι αυτό το σημείο;

Αν δεν επιτυγχάνεται σε έναν αριθμό προσπαθειών η προεδρική πλειοψηφία από τη Βουλή, να μεταβιβάζεται στον λαό η ευθύνη της άμεσης εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό είναι για δύο λόγους επικίνδυνο. Ο ένας είναι ότι οπουδήποτε και στην ελληνική ιστορία και διεθνώς, από την εποχή του Ρώμου και του Ρωμύλου, όπου υπάρχει δικεφαλισμός της εξουσίας, οι συγκρούσεις και οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες. Στην Ελλάδα το είδαμε αυτό όταν υπήρχε πρωθυπουργός και βασιλιάς, δηλαδή, δύο φορείς διαφορετικής πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά και αυτό ακόμη είναι έλασσον αν σκεφτεί κανείς πώς αν είχαμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, φορέα απευθείας λαϊκής νομιμοποίησης, εκλεγόμενο από τον λαό, θα καταστάλαζε κάπου μία θεσμική ισορροπία. Αυτό που προβλέπουν τα δύο κόμματα είναι η εκ περιτροπής εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας άλλοτε από το κοινοβούλιο και άλλοτε από το λαό που σημαίνει ότι θα είχαμε μια θεσμική αρχιτεκτονική μεταβλητής γεωμετρίας. Και είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να γίνει για τον τόπο. Μία πάγια θεσμική αστάθεια. Αλλά γενικά δεν αναφέρονται οι κατά την άποψή μου βασικές βελτιωτικές λειτουργίες του συντάγματος.

Ποιες θεωρείτε ότι είναι αυτές;

Τα τέσσερα κατά την άποψή μου μείζονα είναι, πρώτον, να αποσυνδεθεί η διάλυση του κοινοβουλίου από την προεδρική εκλογή, αλλά με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή, με την αυτόματη παράταση για ένα διάστημα, πιθανόν για ένα χρόνο, της θητείας του ίδιου του υπηρετώντος Προέδρου, κάτι που εξασφαλίζει θεσμική ασφάλεια και σχετική σταθερότητα του εκλογικού κύκλου. Δεύτερον, η ηγεσία της Δικαιοσύνης να πάψει να επιλέγεται από την κυβέρνηση, κάτι που οδηγεί σε ακραία φαινόμενα όσμωσης και σε προώθηση στην κορυφή της δικαιοσύνης απίθανων και επικίνδυνων προσωπικοτήτων, και να επιλέγεται από την επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με 3/5 των μελών της, που σημαίνει με ευρύτερη πολιτική πλειοψηφία, όσο δε δεν επιτυγχάνεται αυτή η συναινετική πλειοψηφία να ασκεί καθήκοντα προέδρου ή εισαγγελέως στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο ο παλαιότερος αντιπρόεδρος ή ο παλαιότερος αντιεισαγγελέας. Τρίτον, όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές, να υπάρξει διασπορά των κέντρων επιλογής των μελών τους. Δηλαδή, αν πάρουμε το ΕΣΡ ή το Συνήγορο του Πολίτη, όχι ως άτομα, αλλά ως συλλογικούς θεσμούς, ένα μέλος του να επιλέγει η κυβέρνηση, ένα η αξιωματική αντιπολίτευση, έναν ο πρόεδρος της Βουλής, έναν η ΕΣΗΕΑ αν πρόκειται για το ΕΣΡ ή ο Δικηγορικός Σύλλογος ή οι κοσμητείες των νομικών σχολών. Και να μπορεί στη συνέχεια το σύνολο των προσωπικοτήτων να επιλέγει τον επικεφαλής του θεσμού. Εκ των πραγμάτων δημιουργούνται εγγυήσεις για την μη ελεγχόμενη πολιτικά λειτουργία αυτών των θεσμών. Η τέταρτη σκέψη μου είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί συνταγματικό δικαστήριο που να έχει προληπτικό ή πρώιμο και συγκεντρωτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, γιατί ο σημερινός παρεμπίπτων και εκ των υστέρων έλεγχος της συνταγματικότητας δημιουργεί τεράστια νομική, οικονομική και επενδυτική ανασφάλεια, αφού μπορεί ένας πρωτοδίκης να ακυρώσει μια μεγάλη επένδυση με αναπτυξιακό αποτέλεσμ, κρίνοντας μετά από προσφυγή μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης ότι ο νόμος ο οποίος βασίζεται η επένδυση είναι αντιπεριβαλλοντικός και άρα αντισυνταγματικός.

Αυτές τις τέσσερις προτάσεις υπάρχει κάποιος που τις έχει συζητήσει;

Όλοι μιλάνε πια για αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής με τη διάλυση της Βουλής. Αλλά δεν ακούγεται πουθενά εναλλακτική λύση πειστική. Άλλοι λένε να πηγαίνει στο λαό με τις παρενέργειες που προαναφέραμε, άλλοι λένε να πηγαίνει σε ένα ευρύτερο όργανο, αλλά έτσι παραμένει το πρόβλημα της μη επίτευξης συναινετικής πλειοψηφίας. Άλλοι λένε να εκλέγεται με απλή πλειοψηφία, το οποίο είναι πολύ κακό διότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ένα συναινετικό όργανο και ενοποιητικό και αν εκλέγεται με απλή πλειοψηφία χάνει αυτόν τον ρόλο του. Για αυτό είπα ότι δεν είναι μόνο η κακή συγκυρία, δεν υπάρχει το κλίμα καταλλαγής και ηρεμίας που απαιτείται για την διαμόρφωση ενός μακροπρόθεσμου ισχύοντος καταστατικού χάρτη, αλλά και οι προτάσεις που υπάρχουν θεωρώ ότι δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν πάρουμε για παράδειγμα τον «πρύτανη» των ελλήνων συνταγματολόγων και βαθιά σοφού ανθρώπου του Νίκου Αλιβιζάτου, ζητάει η ηγεσία της δικαιοσύνης να επιλέγεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μεταξύ πέντε υποψηφίων οι οποίοι τρεις θα υποδεικνύει η κυβέρνηση και δύο η αντιπολίτευση. Δηλαδή ζητάνε να γίνει ο Πρόεδρος διαιτητής των κομματικών αντιπαραθέσεων, να πάρει κομματικό πρόσημο, να φέρει στη μισή Ελλάδα εναντίον του, πέραν του ενδεχομένου να συνεκτιμήσει την κρίση του, όχι την ποιότητα του δικαστή, αλλά τους κοινοβουλευτικούς χειρισμούς που θα διευκολύνουν την επόμενη εκλογή του.

diamantopoulos book

Φτάσαμε αισίως στον έβδομο τόμο των «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων» που αφορά μία φάση συνταγματικής εκτροπής, την περίοδο 1967-1974. Καθώς μιλάμε για το Σύνταγμα, εκείνη την περίοδο τι ακριβώς συνέβαινε όσον αφορά τη συνταγματική νομιμότητα;

Νομίζω ότι η χρησιμότητα του βιβλίου αυτού που αναφέρεται στο καθεστώς της «ένστολης εθνικοφροσύνης» είναι, πρώτον, ότι δείχνει πως ασέβεια ή καιροσκοπισμός στην τήρηση των συνταγματικών κανόνων μπορεί κάποια στιγμή να οδηγήσει εκτροπή, και μάλιστα όχι σε περίοδο οικονομικής κρίσης, αλλά ευμάρειας. Δεύτερον, αυτό το βιβλίο αναδεικνύει κάτι που δεν είναι προφανές. Η κοινωνία εν πολλοίς πιστεύει ότι το απριλιανό καθεστώς ήταν ένα συμπαγές καθεστώς. Προσπαθώ να αναδείξω τις κάθε λογής διαιρέσεις και αντιπαραθέσεις που είχε τόσο με υφιστάμενους θεσμικούς παράγοντες με τους οποίους αναγκάστηκε να συνυπάρξει για ένα διάστημα, όσο κυρίως εσωτερικά. Ελάχιστοι ξέρουν, για παράδειγμα, ότι τα πιστοποιητικά κοινωνικής νομιμοφροσύνης που δεν μπόρεσε να καταργήσει ο Πλαστήρας γιατί ο εμφύλιος ήταν πρόσφατος, που δεν μπόρεσε να καταργήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου διότι ήταν πολύ συντηρητικός, τα κατήργησε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος προκαλώντας λυσσώδη αντίδραση των ενδοκαθεστωτικών ανταγωνιστών του, με εντονότατο κίνδυνο να ανατραπεί. Τρίτον, το καθεστώς της Χούντας παρήγαγε δύο συντάγματα τα οποία είχαν στοιχεία ελεγχόμενης και ατελούς ή αυταρχικής δημοκρατίας αλλά είχαν και ενδιαφέρουσες διατάξεις, δεν οδηγούσαν σε μία πλήρη κυριαρχία εγκαθίδρυση λαϊκής κυριαρχίας αλλά σε μια ελεγχόμενη. Παρά ταύτα είχαν και εκσυγχρονιστικές διατάξεις. Για παράδειγμα, με εξαίρεση τους αρχηγούς κομμάτων, απαγόρευαν την τέταρτη συνεχόμενη επανεκλογή ενός βουλευτή και με αυτόν τον τρόπο διασφάλιζαν μια ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Προέβλεπαν συνταγματικό δικαστήριο και άλλες ρυθμίσεις, οι οποίες θα έλεγα ότι δεν ήταν για πέταμα βλέποντας από απόσταση και μακριά από τα πάθη της εποχής.

Παρ' όλα αυτά η χούντα μόνο καλό δεν έκανε θεσμικά στη χώρα…

Αυτό είναι προφανέστατο κυρίως όμως οφείλεται στο ότι τελικά κατίσχυσαν τα πιο ακραία στοιχεία της. Δεν εννοώ ότι η ήπια εκδοχή της δεν είχε στοιχεία κοινωνικής τρομοκρατίας, άλλωστε τα βασανιστήρια, ακόμη και αν υπερέβαιναν τη θέλησή του, σε μεγάλη κλίμακα εφαρμόστηκαν επί Παπαδόπουλου. Γενικά όμως κατίσχυσε η πιο ακραία, η πιο αδιάλλακτη πλευρά της χούντας με αποτέλεσμα σε όλους τους τομείς εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής να πάμε σε έναν πολιτικό μεσαίωνα. Θα έλεγα, δε, ότι η αντίδραση στην καταπιεστικότητα της χούντας οδήγησε στα στοιχεία ελευθεριότητας που είχε η μεταπολιτευτική δημοκρατία, στο «απαγορεύεται το απαγορεύεται», σε ένα γενικευμένο μπάχαλο, μία αναξιοκρατία, μία ισοπέδωση, όλα αυτά ήταν αντιδράσεις στο αυταρχικό καθεστώς που δεν θα είχαν εκδηλωθεί με αυτόν τον τρόπο αν είχαμε μια ομαλή ωρίμανση από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 της δημοκρατικής πορείας του τόπου.

Και κάτι πιο προσωπικό. Πρόσφατα αφυπηρετήσατε. Πώς αισθάνεστε μετά από 40 χρόνια υπηρεσίας;

Είναι μια δύσκολη στιγμή. Οι Γάλλοι λένε «φεύγω, σημαίνει πεθαίνω λίγο». Εκ των πραγμάτων η διαχείριση των μνημών, των εμπειριών, των αισθημάτων, των καταστάσεων η αυτοκριτική προσέγγιση τι δεν έκανες και θα ήθελες να είχες κάνει να είχες προσφέρει στη χώρα και στο πανεπιστήμιό σου, σε κουβαλάνε. Έφυγα σε μια συγκινητική στιγμή, μέσα στην αγάπη των παλιών φοιτητών των διδακτορικών που βαθύτατα με συγκίνησε. Παρά ταύτα, φεύγω με ένα αίσθημα ηττημένου. Ηττημένου στο εν στενή έννοια λειτούργημά μου, όπου δεν μπόρεσα να τροφοδοτήσω τον πολιτικό διάλογο με βελτιωτικές προτάσεις, αλλά κυρίως έχω και εγώ το μερίδιό μου στην διάχυση της κοινωνικής αγραμματοσύνης που χαρακτηρίζει τον τόπο και η οποία δεν βρίσκεται μόνο στην βάρβαρη συνεχή κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας από όλους τους παράγοντες του δημόσιου λόγου, αλλά βρίσκεται κυρίως στο βαθύτερο έλλειμμα σκέψης και γνώσης.