Αγγελική Σπανού, δημοσιογράφος: Τα φώτα στους «Απαρατήρητους» - Free Sunday
Αγγελική Σπανού, δημοσιογράφος: Τα φώτα στους «Απαρατήρητους»

Αγγελική Σπανού, δημοσιογράφος: Τα φώτα στους «Απαρατήρητους»

Η ταμίας στο σούπερ μάρκετ, η κυρία στα διόδια, η τηλεφωνήτρια, η ταξιθέτρια, η οδοκαθαρίστρια, ο θυρωρός, ο παρκαδόρος, ο δικαστικός επιμελητής, ο τραυματιοφορέας, ο ντελιβεράς, είναι οι ήρωες της Αγγελικής Σπανού στους «Απαρατήρητους» (εκδόσεις Πόλις). Ούτε ακριβώς ρεπορτάζ ούτε ακριβώς λογοτεχνία. Κάτι ανάμεσα.

Ποιος ήταν ο πρώτος «απαρατήρητος» που αποφάσισες να παρατηρήσεις;

Ένα καλοκαιρινό βράδυ, στο λιμάνι της Αντιπάρου, παρατηρούσα τον παρκαδόρο στο φέρι να καθοδηγεί τους οδηγούς (έλα πίσω - πάρ’ το αριστερά - όλο αριστερά - κάνε τώρα λίγο δεξιά - φτάνει). Κάποια στιγμή στραβοπάτησε και του βγήκε το παπούτσι αλλά δεν σταμάτησε για να το βάλει, συνέχισε με το ένα πόδι ξυπόλυτο να πηγαίνει πάνω-κάτω συνοδεύοντας τα αυτοκίνητα και οργανώνοντας το παρκάρισμά τους. Εκεί που παράτησε το παπούτσι του, στη μέση περίπου του καταστρώματος, το πάτησε ένα φορτηγό που μπήκε τελευταίο. Δεν ξέρω τι έγινε μετά, σε τι κατάσταση το βρήκε, ούτε αν του φάνηκε πως άξιζε τον κόπο η απώλεια.

Ο παρκαδόρος φώναζε πολύ και δυνατά (ελάτε, κυρία μου - μην αργείτε - όλο ευθεία πίσω - στοπ τώρα) και στο πρόσωπό του φαινόταν το στρες, πολύ έντονο στρες, και η αγωνία του να μην ακουμπήσουν μεταξύ τους τα οχήματα. Το φέρι μέχρι την Πάρο κάνει το πολύ πέντε λεπτά, επομένως ο ίδιος βρίσκεται σε αυτή τη συνθήκη στρες κάθε, περίπου, δέκα λεπτά - να βγει έξω ο συνοδηγός - μην αργείτε - ίσιωσε το τιμόνι - straight, madame. Αναρωτήθηκα πώς επεξεργάζεται ψυχικά όλη αυτή την ένταση, αν οι δικοί του καταλαβαίνουν τι περνάει και του συμπαραστέκονται, πόσες ώρες χρειάζεται για να διώξει από πάνω του ό,τι αφήνει η τόση εγρήγορση, πώς εκπαιδεύτηκε σ’ αυτό που κάνει, αν είχε άλλα όνειρα για τον εαυτό του, αν είναι ερωτευμένος.

Τον βλέπω εδώ και χρόνια κάθε καλοκαίρι αλλά δεν θυμόμουν το πρόσωπό του.

Άρχισα να τον σκέφτομαι επίμονα τις επόμενες μέρες και αισθάνθηκα την ανάγκη ότι θέλω να του μιλήσω ή μάλλον να τον ακούσω. Αισθάνθηκα ότι έχει σημασία να τον προσεγγίσω και να τον κάνω να μου αφηγηθεί την καθημερινότητά του, να περιγράψει τις σκέψεις και τα αισθήματά του την ώρα της δουλειάς, τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του και εμάς, τον τρόπο που τον βλέπουν οι άλλοι. Κατάλαβα ότι θέλω να κάνω άλλου είδους συνεντεύξεις, με ανθρώπους του μόχθου, που τους συνδέει κάτι: ότι ενώ κάνουν κάτι απολύτως απαραίτητο, δεν τους θυμόμαστε λίγη ώρα μετά, δεν πιάνουμε κουβέντα μαζί τους, δεν ρωτάμε το όνομά τους. Είναι σχεδόν αόρατοι, καταδικασμένοι στην αφάνεια, πάντα άγνωστοι, αμετάκλητα ξεχασμένοι.

Με την πρόσφατη απεργία των ντελιβεράδων άνοιξε μια συζήτηση γι’ αυτό το επάγγελμα…

Ευτυχώς. Όταν έρχεται κάποιος σπίτι να φέρει μια παραγγελία, συνήθως ντρέπομαι να τον κοιτάξω. Μου φαίνεται πολύ δύσκολο αυτό που κάνει μέσα στη μονοτονία του. Όσο πιο μεγάλος είναι κανείς, τόσο περισσότερο ντρέπομαι. Γιατί ένας πιτσιρικάς μπορεί να βρίσκεται για λίγο σ’ αυτή τη συνθήκη, έχει καιρό να βρει κάτι άλλο, όμως ένας μεσήλικας ίσως έχει καταλήξει εκεί μέσα από ποιος ξέρει ποιες διαδρομές. Ήθελα πάντα να τον ρωτήσω αν υποφέρει, αν υπάρχει κάτι που του αρέσει σ’ αυτή τη δουλειά, ποιοι πελάτες τον εκνευρίζουν, αν μιλάει με τη γυναίκα του για την καθημερινή του εμπειρία, αν βλέπει στον ύπνο του σκηνές απ’ όσα έζησε μέσα στη μέρα, αν θυμάται κάποια από τα πρόσωπα αυτών που του ανοίγουν την πόρτα, αν πλήττει με την επανάληψη, πώς βρέθηκε εκεί, αν κάνει παρέα με συναδέλφους του, τι ήθελε να γίνει όταν ήταν μικρός. Αλήθεια, ποιοι αφήνουν κάτι παραπάνω; Αυτοί που μένουν σε ακριβά σπίτια ή άλλοι; Περισσότερο οι γυναίκες ή οι άντρες; Οι νεότεροι ή οι μεγαλύτεροι;

Συνήθως ντρέπομαι τόσο πολύ απέναντι σε έναν ντελιβερά, που έχω από πριν έτοιμο το φιλοδώρημα, για να μην ψάχνω εκείνη την ώρα και μπερδευτώ μέσα στην αμηχανία μου. Τελικά, βρήκα τον τρόπο να μιλήσουμε και έγραψα μια ιστορία.

«Ιστορίες ανθρώπων που δεν τους έχεις προσέξει». Γιατί;

Έχοντας κάνει εκατοντάδες συνεντεύξεις με πολιτικούς, από τις οποίες ελάχιστες μου άφησαν κάτι, θέλησα να μιλήσω με τους «κάτω», με αυτούς που δεν αρίστευσαν και παλεύουν σε ένα περιθώριο, χωρίς να είναι αποκλεισμένοι αλλά και χωρίς να έχουν δικαίωμα σε μια ολόκληρη ζωή.

Ένας νεοφιλελεύθερος μπορεί να σκεφτεί ότι έχουν αυτό που αξίζουν, ένας ζωγράφος ίσως θα σχημάτιζε τη μορφή τους σε φόντο γκρίζο και ένας δημοσκόπος ίσως αναρωτιόταν αν απαντούν στις τηλεφωνικές μετρήσεις.

Είναι ρεπορτάζ; Συνεντεύξεις;

Είναι μια συν-κατασκευή. Αληθινές αφηγήσεις και μυθοπλασία. Τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία τα τοποθετεί ο αναγνώστης.