Γιάννης Κωνσταντινίδης: Οι εθνικές εκλογές λειτούργησαν ως επαναληπτική εκλογή των ευρωεκλογών - Free Sunday
Γιάννης Κωνσταντινίδης: Οι εθνικές εκλογές λειτούργησαν ως επαναληπτική εκλογή των ευρωεκλογών

Γιάννης Κωνσταντινίδης: Οι εθνικές εκλογές λειτούργησαν ως επαναληπτική εκλογή των ευρωεκλογών

Τους λόγους που οδήγησαν στο αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου και την καθαρή νίκη της ΝΔ εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Γιάννης Κωνσταντινίδης.

Κατ’ αρχάς, περιμένατε το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου;

Η τελική μου εκτίμηση για το αποτέλεσμα περιελάμβανε μια πιο διευρυμένη νίκη της ΝΔ, κυρίως λόγω της πρόβλεψης για ένα χαμηλότερο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Η ελαφρά αυτή αστοχία συνδέεται με την πρόβλεψη υψηλότερης αποχής από αυτήν που τελικά καταγράφηκε την περασμένη Κυριακή. Προκύπτει ότι ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, που δήλωναν ότι θα απέχουν από τις κάλπες, τελικά προσήλθαν και στήριξαν το κόμμα που είχαν εμπιστευτεί το 2015, εξασφαλίζοντάς του ένα καθ’ όλα αξιοσημείωτο ποσοστό. Κατά τα λοιπά, η στασιμότητα του ΚΙΝΑΛ και του ΚΚΕ, η εύκολη είσοδος της Ελληνικής Λύσης και του ΜέΡΑ25 στο Κοινοβούλιο και η περαιτέρω πτώση του ποσοστού της Χρυσής Αυγής ήταν απολύτως αναμενόμενες εξελίξεις. 

Δηλαδή, η χαμηλότερη από την αναμενόμενη αποχή έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος των εκλογών;

Ας σημειώσουμε πρώτα απ’ όλα ότι η αποχή δεν ήταν χαμηλή. Ψήφισαν 150.000 λιγότεροι πολίτες σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου 2019. Ψήφισαν πάνω από μισό εκατομμύριο λιγότεροι πολίτες σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Ως εικόνα, η αποχή στις εκλογές της 7ης Ιουλίου προσομοιάζει στην αποχή των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, οι οποίες θεωρούνται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης των ψηφοφόρων να μένουν στο σπίτι τους σε συνθήκες μειωμένου ενθουσιασμού για τις επιλογές ψήφου τους. Κατά έναν τρόπο, οι ψηφοφόροι μειώνουν το βάρος της συνείδησής τους για μια αβέβαιη επιλογή, μη ρίχνοντας κανένα ψηφοδέλτιο στην κάλπη.
Η αποχή φαίνεται να περιορίστηκε την τελευταία εβδομάδα προ της κάλπης και ο περιορισμός της συνδέεται κυρίως με την απόφαση συμμετοχής μερικώς απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που δεν είχαν φτάσει στην κάλπη των ευρωεκλογών, αλλά το έπραξαν στην κάλπη των εθνικών εκλογών. Υπολογίζεται ότι αυτοί ήταν περίπου τα 4/5 αυτών που απείχαν από τις ευρωεκλογές. Η εξέλιξη αυτή αύξησε σημαντικά το τελικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τα ευρήματα του exit poll, ο ΣΥΡΙΖΑ υπερείχε ελαφρώς της ΝΔ μεταξύ των ψηφοφόρων που επέλεξαν το κόμμα που ψήφισαν μέσα στην τελευταία εβδομάδα ή και την ημέρα της κάλπης. Και οι ψηφοφόροι που κατέληξαν στην επιλογή τους μέσα στην τελευταία εβδομάδα δεν ήταν λίγοι: Προσεγγίζουν το 50% των ψηφισάντων. 

Συνεπώς, θα αποδίδατε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ από το 24% στο 31% στην αύξηση της συσπείρωσής του; Και αν ναι, σε τι οφείλεται αυτή η αυξημένη συσπείρωση;

Ναι, η αύξηση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου σχετίζεται πρωτίστως με τη μεγάλη υπεροχή του μεταξύ εκείνων που δεν είχαν ψηφίσει στις ευρωεκλογές και ψήφισαν στις εθνικές εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε περίπου τέσσερις στους δέκα τέτοιους ψηφοφόρους, αφήνοντας τη ΝΔ πάνω από δέκα μονάδες πίσω του. Με δεδομένη την καταγραφή, στις δημοσκοπήσεις των ευρωεκλογών, μεγάλου ποσοστού αποχής μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, είναι βάσιμο να θεωρήσουμε ότι οι απέχοντες που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις 7 Ιουλίου ήταν δικοί του πρώην ψηφοφόροι.
Δεν είναι βέβαια αμελητέα και τα κέρδη του μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου από το ΜέΡΑ25 (περίπου 30% της δύναμης του ΜέΡΑ25), οι ψηφοφόροι του οποίου προέρχονταν και πάλι από τη δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Και οι δύο μετατοπίσεις αποδεικνύουν ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου λειτούργησε μια επίδραση συγκέντρωσης προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, πιθανώς ως αποτέλεσμα των στρατηγικών ενίσχυσης της πόλωσης μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων που τα ίδια καλλιέργησαν. 

Παρατηρείται η ίδια επίδραση συγκέντρωσης και προς όφελος της ΝΔ; Πώς έφτασε το ποσοστό της ΝΔ σχεδόν το 40%;

Οι εθνικές εκλογές λειτούργησαν ως επαναληπτική εκλογή των ευρωεκλογών και έτσι πολλοί από τους ψηφοφόρους επέλεξαν να στοιχηθούν πίσω από έναν από τους δύο διεκδικητές της νίκης, ακόμα και αν δεν είχαν πράξει κάτι τέτοιο στις ευρωεκλογές ή δεν είχαν καν συμμετάσχει στις ευρωεκλογές. Η ΝΔ παρουσίασε αξιοσημείωτες εισροές, της τάξης του 10%, τόσο από τα κόμματα στα δεξιά της –τη Χρυσή Αυγή και την Ελληνική Λύση– όσο και από το ΚΙΝΑΛ, ενώ ακόμα μεγαλύτερες ήταν οι εισροές της από μικρότερα κόμματα που δεν πέτυχαν την εκπροσώπησή τους στο Ευρωκοινοβούλιο, όπως το Ποτάμι και η Ένωση Κεντρώων. Με συνδετικό στοιχείο την απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το ανομοιογενές ως προς το εκλογικό ιστορικό του σύνολο ψηφοφόρων συνασπίσθηκε στο κόμμα που θα μπορούσε να πετύχει πιο εμφατικά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, στη ΝΔ.

Από κοινωνικο-δημογραφική σκοπιά, εκτιμάτε ότι η ΝΔ εμφανίζει μεγαλύτερη ομοιογένεια; Ποιες κοινωνικές ομάδες στήριξαν τη ΝΔ και ποιες είναι «επικίνδυνες» για τη νέα κυβέρνηση;

Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου επιβεβαίωσαν την ασύμμετρη διείσδυση του κόμματος στον μη ενεργό πληθυσμό και στα μεγαλύτερα ηλικιακά στρώματα. Σχεδόν ένας στους δύο συνταξιούχους, μία στις δύο νοικοκυρές και ένας στους δύο ψηφοφόρους άνω των 65 ετών ψήφισαν τη ΝΔ.
Από την άλλη πλευρά, τα ποσοστά της βρέθηκαν σημαντικά κάτω του μέσου όρου της στους νέους κάτω των 34 ετών, στους ανέργους και στους δημοσίους υπαλλήλους. Πρόκειται για τις τρεις πλέον επιφυλακτικές απέναντι στη ΝΔ κατηγορίες, στις οποίες μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε τα υψηλότερα ποσοστά του και στα οποία διατήρησε την άνετη υπεροχή του. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα νεότερα ηλικιακά στρώματα δεν είχαν στηρίξει με τον ίδιο δυναμισμό τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2019, με αποτέλεσμα η ΝΔ να βρεθεί υψηλότερα από τον ΣΥΡΙΖΑ τότε στους νέους κάτω των 34 ετών. Ωστόσο, η επαναφορά της πρωτιάς στον ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι ήταν ιδίως οι νέοι εκείνοι που ενεργοποιήθηκαν υπέρ του και έφτασαν στην κάλπη των εθνικών εκλογών.

Στη Βουλή εισήλθαν τελικά άλλα τέσσερα κόμματα. Δεν συνιστά αυτό ένδειξη πολυκομματισμού;

Η δύναμη των μικρότερων κομμάτων που απέκτησαν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση είναι περιορισμένη και, κυρίως, μη αναγκαία σε κάποιο από τα μεγάλα κόμματα για τον σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτό είναι το βασικό κριτήριο μέτρησης της πολιτικής σημαντικότητάς τους. Επιπλέον τα δύο από αυτά τα κόμματα, το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ, εμφανίζουν μια αξιοσημείωτη στασιμότητα στα ποσοστά τους –το ΚΙΝΑΛ συγκέντρωσε μόλις 20.000 περισσότερες ψήφους στις 7 Ιουλίου σε σύγκριση με τον Μάιο του 2019 και ακριβώς τις ίδιες με τον Μάιο του 2014, ενώ το ΚΚΕ ακριβώς τις ίδιες με τον Μάιο του 2019 και του 2014, αλλά λιγότερες από τον Σεπτέμβριο του 2015– που πιστοποιεί την αδυναμία τους να κερδίσουν και στο μέλλον έναν κομβικότερο ρόλο.
Ειδικά στην περίπτωση του ΚΙΝΑΛ, το γεγονός ότι η εκλογική του επίδοση στους νέους κάτω των 34 ετών περιορίζεται στο 5%-6% αποκαλύπτει την αυξανόμενη δυσκολία που το κόμμα θα αντιμετωπίζει με το πέρασμα του χρόνου και τη φυσική αποχώρηση από το εκλογικό σώμα των μεγαλύτερων ηλικιακά στρωμάτων, στα οποία η απήχησή του φτάνει και το 12%.
Αναφορικά με τα δύο νέα κόμματα του Κοινοβουλίου, θα λέγαμε ότι πρόκειται για δύο κλασικά κόμματα συγκυρίας που κερδίζουν ευκαιριακά την αντι-συστημική ψήφο με τη βοήθεια ενός μιντιακά προβεβλημένου ηγέτη. Τεκμήριο της ευκαιριακότητας της ψήφου για τα κόμματα συνιστά το γεγονός ότι κερδίζουν το μεγαλύτερο μερίδιο του ακροατηρίου τους την τελευταία εβδομάδα προ των εκλογών ή και τη μέρα της κάλπης. Μεταξύ εκείνων που επέλεξαν την τελευταία εβδομάδα, η Ελληνική Λύση έφτασε στο 7% και το ΜέΡΑ25 το 9%. Ειδικά για το ΜέΡΑ25, σημειώνεται ότι αυτοί ήταν συχνότερα νέοι κάτω των 34 ετών και πτυχιούχοι Πανεπιστημίου. 

Ήταν και η Χρυσή Αυγή ένα κόμμα συγκυρίας; Έτσι εξηγείται η αποτυχία της να εισέλθει στο Κοινοβούλιο;

Η Χρυσή Αυγή είχε αποκτήσει ένα σταθερό ακορατήριο περίπου 350.000-400.000 ψηφοφόρων που την είχαν στηρίξει σε πέντε κάλπες μεταξύ Μαΐου 2012 και Σεπτεμβρίου 2015. Τρεις μάλιστα φορές και μετά την άσκηση διώξεων και την προφυλάκιση βουλευτών της ως βασικών κατηγορουμένων της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Η απήχησή της λοιπόν φαινόταν να έχει στέρεη αξιακή βάση. Επρόκειτο για την κομματική αντανάκλαση ενός πλαισίου αυταρχικών αξιών που αμφισβητούσαν τις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και οι οποίες ήταν αποδεκτές από το συγκεκριμένο κομμάτι του εκλογικού ακροατηρίου.
Η εκλογική της αποδυνάμωση δεν θα πρέπει να συνδέεται με την υποχώρηση του βαθμού αποδοχής των αξιών αυτών στο συγκεκριμένο κομμάτι του ακροατηρίου –κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει ξαφνικά–, αλλά με τη σταδιακή απαξίωση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων ποινικών διώξεων και με την εμφάνιση μιας ηπιότερης εναλλακτικής ακροδεξιού κόμματος με εξίσου όμως υπερεθνικιστικό, ξενοφοβικό και μηδενιστικό λόγο, της Ελληνικής Λύσης. Σύμφωνα με τα ευρήματα του exit poll, η ροή ψηφοφόρων από τη Χρυσή Αυγή προς την Ελληνική Λύση μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου δεν είναι αμελητέα και φτάνει το 5%.
Βεβαίως, η πόλωση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δημιούργησε σημαντικές ροές από τη Χρυσή Αυγή προς ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, όμως θα έλεγα ότι αυτές οι μετακινήσεις δεν ισοδυναμούν με ουσιαστική απόρριψη του λόγου της Χρυσής Αυγής.

Δηλαδή, θα λέγατε ότι υπάρχει κίνδυνος επανάκαμψης της Χρυσής Αυγής;

Η απώλεια της κοινοβουλευτικής παρουσίας δυσχεραίνει πολύ το επιχείρημα της χρησιμότητας για κάθε κόμμα. Όντας εκτός Βουλής, η Χρυσή Αυγή θα πρέπει να ξεκινήσει και πάλι ουσιαστικά από το μηδέν προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξή της ως εναλλακτικής ψήφου. Επιπλέον, η λήξη της δίκης της Χρυσής Αυγής –η οποία εικάζω ότι αποτελεί έναν από τους κεντρικούς στόχους της νέας κυβέρνησης ώστε ακριβώς να αποδείξει την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης επί των ημερών της και να κερδίσει πόντους από τη σύγκριση με την κυβέρνηση Τσίπρα– θα δώσει ακόμα ένα ηχηρό χτύπημα στην ηγετική ομάδα του κόμματος.

Με αφορμή την αναφορά σας στη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη, ποια είναι η πρώτη εντύπωση που σας δημιούργησε;

Προσωπικά, δεν βρίσκω ορθό να κρίνει ή να προβλέπει κανείς την ποιότητα της δουλειάς κάποιου ή κάποιας από την όψη του ή ακόμα και το βιογραφικό του, ή –πολύ περισσότερο– τις συνήθειές του. Βρίσκω λοιπόν επιπόλαια τα σχόλια για την «κανονικότητα» της σημερινής κυβέρνησης ή την «εναλλακτικότητα» της προηγούμενης. Από τη σύνθεση της κυβέρνησης, θα συμπέρανα ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ, από τη μία, εδραιωμένων στη δημόσια σφαίρα και πολλάκις επιβραβευμένων στις κάλπες πολιτικών προσώπων και, από την άλλη, αγνώστων στη δημόσια σφαίρα και μη εκλεγμένων προσώπων από τον υποστηρικτικό κύκλο της πολιτικής. Θεωρητικά, δεν είναι ένας κακός συνδυασμός, με δεδομένο μάλιστα ότι τα πολιτικά πρόσωπα –όποια και αν είναι η προσωπική μου εντύπωση για πολλά από αυτά– χαίρουν της ευρείας αποδοχής των πολιτών.