Αθηνά Σχινά: Η γυναίκα που διαμόρφωσε τους εικαστικούς ΠΛΟΕΣ - Free Sunday
Αθηνά Σχινά: Η γυναίκα που διαμόρφωσε τους εικαστικούς ΠΛΟΕΣ

Αθηνά Σχινά: Η γυναίκα που διαμόρφωσε τους εικαστικούς ΠΛΟΕΣ

Η ιστορικός Τέχνης και Θεωρίας του Πολιτισμού (ΕΚΠΑ) Αθηνά Σχινά μιλάει για τον θεσμό ΠΛΟΕΣ της Άνδρου, τον Γιάννη Τσαρούχη και τη συμβολή του στον χώρο της Τέχνης.

Πέρασαν 25 χρόνια από την αρχή λειτουργίας του εικαστικού θεσμού ΠΛΟΕΣ, που παρουσιάζεται μέσω εκθέσεων και καταλόγων στο Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως. Πώς επιλέχθηκε το όνομα του θεσμού αυτού και τι σηματοδοτεί;

Έψαξα και βρήκα πριν από 25 χρόνια, όπως πολύ σωστά είπατε, μια ολιγογράμματη λέξη, ευσύνοπτη, που να έχει μια ιστορία, αλλά και μια καθημερινή χρήση στη γλώσσα μας. Η λέξη ΠΛΟΕΣ είναι γνωστή τουλάχιστον από τα χρόνια του Ομήρου, βρισκόμενη σε χρήση ακόμη και σήμερα. Η Άνδρος είναι νησί συνδεόμενο, όπως όλα τα νησιά, με τη στεριά. Οι ναυτικοί πλόες είναι ένα είδος λώρου. Είναι άλλωστε και ο τρόπος που αισθάνονται οι νησιώτες τη στεριά να γεφυρώνει (μέσω της θάλασσας), με τον τόπο διαμονής τους, ο οποίος, χάρη στα δρομολόγια των καραβιών, δεν απομονώνεται. Οι ΠΛΟΕΣ ωστόσο έχουν, εκτός από την εμπράγματή τους σημασία, και μια συμβολική ή αλληγορική. Τη σημασία αυτή την είχαν πάντοτε, την έχουν και σήμερα. Πρόκειται επομένως για μια καθημερινή και ταυτοχρόνως μυθική και πολυδιάστατη λέξη, που ενώνει κατά κάποιον τρόπο την πραγματικότητα, που βιώνουμε, με την υπέρβαση. Όσο για τον θεσμό, αυτός πραγματοποιείται στο Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως, σαν να λέμε εκεί παίρνει σάρκα και οστά.

Όλα αυτά τα χρόνια, εσείς είστε στο τιμόνι των διοργανώσεων. Ποιες ξεχωριστές στιγμές θυμάστε από τις εκθέσεις που έχετε πραγματοποιήσει;

Εξαρχής, είχα βάλει στόχο να αναδείξω τη μεταπολεμική μας τέχνη, γιατί ένα ίδρυμα δεν λειτουργεί όπως ένα μουσείο. Σε ένα μουσείο μπορείς και πρέπει να αναδείξεις παλαιότερους μεγάλους καλλιτέχνες, και μάλιστα μέσα από μια εκπαιδευτική διάσταση. Από τα μουσεία μαθαίνουμε την πολιτισμική μας ιστορία, που είναι ένα είδος ταυτότητας, μέσα από την κοινωνική μας συλλογικότητα και όλα όσα μας συνδέουν διαμορφώνοντας το παρελθόν μας. Ένα ίδρυμα θεωρώ πως οφείλει να είναι ένα ζωντανό κύτταρο πολιτισμού, το οποίο οφείλει να αντανακλά προβληματισμούς της εποχής μας. Όταν ξεκίνησα αυτόν τον θεσμό, θεώρησα ότι μου δινόταν μια ευκαιρία, μέσα από τα έργα μεταπολεμικών και σύγχρονων καλλιτεχνών, να διαλευκάνω κάποιες παρανοήσεις που το 1995 ήταν σε έξαρση, καθώς όσοι από τους δημιουργούς ασχολούνταν και εξέφραζαν τους προβληματισμούς τους μέσω του ρεαλισμού θεωρούνταν συντηρητικοί και οπισθοδρομικοί απέναντι σε «πρωτοπορίες». Έτσι ξεκίνησα με έργα του Takis και του Τσόκλη, όπου έδειξα ότι και ο ηλεκτρομαγνητισμός των έργων του Takis ήταν ρεαλισμός, όπως και οι «εγκαταστάσεις» του Τσόκλη με τις «σελίδες της θάλασσας» (όπου υπαινισσόταν τον ενάλιο, αλλά και τον υπεράλιο κόσμο των υδάτων, μέσα από τις φανερές και τις αθέατές τους πτυχές) έκφραση του ρεαλισμού ήταν. Καταλαβαίνετε ότι έγινε σεισμός! Τα έργα τέχνης αποκτούσαν πλέον μια πολλαπλότητα προσεγγίσεων. Έπαυαν οι προκαταλήψεις και όλοι οι δήθεν χαρακτηρισμοί προοδευτισμού. Πρόοδο σημειώνει η τεχνολογία. Η ανθρώπινη έκφραση και ο στοχασμός διακρίνονται για την εξέλιξη που σημειώνουν.

Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Τσαρούχη. Πριν από αυτό το γεγονός, είχατε γράψει ένα αρκετά μεγάλο κείμενο για τον καλλιτέχνη που το είχε μάλιστα εγκρίνει και είχε δημοσιευτεί σε βιβλίο. Με βάση την εμπειρία σας και τα χρόνια που μεσολάβησαν, σήμερα θα τον αντιμετωπίζατε διαφορετικά;

Πολλές ποιοτικές αξίες που υπαγορεύει η ζωγραφική του ακόμη παραμένουν, γι’ αυτό άλλωστε θεωρείται κλασικός καλλιτέχνης. Ήταν μπροστά από την εποχή του, γιατί ήξερε να συνδιαλέγεται πολιτισμικά με το παρελθόν μας και το πολύπτυχο των φάσεων που αυτό περιλαμβάνει. Γεφύρωσε την αρχαιότητα με το Βυζάντιο και τη λαϊκή μας τέχνη από τη μια πλευρά και από την άλλη τα διδάγματα της Αναγέννησης με εκείνα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, χωρίς να καταφεύγει σε ακρότητες, μιμητισμούς κι εντυπωσιοθηρίες. Πράγματι σήμερα τον βλέπω διαφορετικά, γιατί τα έργα του αντέχουν μια πιο σύγχρονη ματιά, αρκεί να εμβαθύνει κανείς σε όσα διαμηνύει η ζωγραφική του. Θέλω επίσης να επισημάνω, στην εποχή που ζούμε και που τα περισσότερα πράγματα αντιμετωπίζονται χρησιμοθηρικά, ότι δεν πρέπει να αγνοούμε ούτε πρέπει να «εργαλειοποιούμε» την πολιτισμική παρακαταθήκη μας, προκειμένου να φανούμε εμείς μέσω αυτής, γιατί τότε απλώς γινόμαστε περιγέλαστοι. Αν μπορούμε να αναδείξουμε κάτι από το γόνιμό μας παρελθόν, μέσα από τη «γλώσσα» και κυρίως τις ανάγκες της εποχής μας, έχει καλώς. Διαφορετικά, τα πράγματα χάνουν τις σημασίες ύπαρξής τους. Στο χέρι μας πλέον είναι οι τρόποι που επιθυμούμε να συνδεθούμε και να συνομιλήσουμε με το παρελθόν μας, κοντινό ή απώτερο. Αλλιώς, θα μας ξεχάσει και θα το ξεχάσουμε.

Ποιες επιρροές θα μπορούσε να ασκήσει ένας εικαστικός δημιουργός της γενιάς του ’30 στη σύγχρονη νεολαία;

Το ζητούμενο δεν είναι να μιμηθεί ένας σύγχρονος καλλιτέχνης εκείνον της γενιάς του ’30. Σε καμία περίπτωση. Είναι να προσέξει κανείς πώς και ποια στοιχεία, αλλά και με ποιους τρόπους, θα αντλήσει ο συγκαιρινός μας εικαστικός δημιουργός νοήματα κι αισθήσεις από τις πηγές της ζωής που βιώνουμε, συνδέοντάς τες υπόγεια με έναν διαχρονικότερο ορίζοντα, έτσι ώστε τα παραγόμενα σήμερα καλλιτεχνικά έργα να μη μετατρέπονται σε καταναλώσιμα υλικά. Αυτά μας τα υποδεικνύουν οι μεγάλοι ζωγράφοι, γλύπτες και χαράκτες, αρκεί να μπορούμε να κατανοήσουμε τα διλήμματα και τις προκλήσεις που εκείνοι τότε αντιμετώπιζαν, σχετικά με τα ζητήματα που τους απασχολούσαν, αλλά δεν τους περιόριζαν. Αρκεί να μπορούμε να εντοπίζουμε τις ποιητικές και φιλοσοφικές επιπλέον διαστάσεις που έδιναν στα δικά τους έργα, εξυψώνοντας και υπογραμμίζοντας ουμανιστικές αξίες, χωρίς ωστόσο να τις εξιδανικεύουν. Πρόκειται για ζητούμενα που, με διαφορετικούς τρόπους, είναι αναγκαία ακόμη και σήμερα.

Τι ετοιμάζετε να παρουσιάσετε για το επόμενο καλοκαίρι στο Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως;

Μια έκθεση που θα αφορά τον Άνθρωπο, με ένα εσωτερικό τιμητικό αφιέρωμα σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη της γενιάς του ’60 (δεν θα ανακοινώσω το όνομά του από τώρα για ευνόητους λόγους), δείχνοντας πώς μπορούν τα έργα παλαιότερων και νεότερων εικαστικών δημιουργών αφενός να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους, την ατμόσφαιρα και την ιδιαιτερότητα της «φωνής» τους, αφετέρου πώς μπορούν συνυπάρχοντας να συνομιλήσουν βαθύτερα μεταξύ τους και όχι επιδερμικά, χωρίς οι όποιες τους «συγγένειες» να εξαντλούνται –επ’ ουδενί– στις παρομοιώσεις! Και φυσικά, μακριά από αυθαιρεσίες. Πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσουμε τον χώρο της Τέχνης με σοβαρότητα, γνώση και σεβασμό, στοιχεία που ασφαλώς δεν αποκλείουν το χιούμορ και την αυτοκριτική. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τέχνη, εκτός από υψηλού επιπέδου ψυχαγωγία, είναι και πνευματική λειτουργία. Κυρίως αυτό, το δεύτερο.