Βασίλης Κορκίδης: Η υπερφορολόγηση μας έχει γονατίσει, ειδικά τους συνεπείς - Free Sunday
Βασίλης Κορκίδης: Η υπερφορολόγηση μας έχει γονατίσει, ειδικά τους συνεπείς

Βασίλης Κορκίδης: Η υπερφορολόγηση μας έχει γονατίσει, ειδικά τους συνεπείς

Την εκτίμηση ότι οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού από τη ΔΕΘ βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα εξέφρασε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά (ΕΒΕΠ), Βασίλης Κορκίδης.

Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας και τι αποκομίσατε από την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ;

Θα πω ξεκάθαρα ότι ο πρωθυπουργός απηύθυνε από το βήμα της ΔΕΘ ένα επενδυτικό προσκλητήριο προς την επιχειρηματική κοινότητα της χώρας. Δεσμεύτηκε ότι θα στηρίξει το επιχειρείν με οικονομικά κίνητρα, αλλά ταυτόχρονα κάλεσε τον επιχειρηματικό κόσμο να επιδείξει κοινωνική εταιρική ευθύνη, δηλαδή δεσμεύτηκε και δέσμευσε τις επιχειρήσεις να τηρούν τους νόμους, να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους και να φροντίζουν τους εργαζόμενούς τους. Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε τέσσερα συγκεκριμένα πεδία και δεν κάλυψε όλα τα θέματα που απασχολούν σήμερα την ελληνική οικονομία και κοινωνία, καθώς αναφέρθηκε στο φορολογικό, στις επενδύσεις, στα εργασιακά και στο ψηφιακό κράτος. Σε αυτά τα τέσσερα σημεία θεωρώ ότι η ομιλία του πρωθυπουργού και γενικά οι θέσεις της κυβέρνησης μας ικανοποιούν.

Από τα ζητήματα που «άνοιξε» ο πρωθυπουργός, ποια ήταν εκείνα που κίνησαν περισσότερο το ενδιαφέρον σας;

Θεωρώ ότι κυριάρχησε το ενδιαφέρον όλων μας στις μειώσεις των φόρων και γενικότερα των επιβαρύνσεων. Για τις επιχειρήσεις έχει ιδιαίτερη σημασία η μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 28% στο 24% για τη χρήση του 2019, η μείωση του εταιρικού φόρου μερισμάτων από το 10% στο 5%, επίσης για τη χρήση του 2019, που είναι μια «ανάσα» περίπου 500 εκατ., την οποία, βεβαίως, οι επιχειρήσεις θα τη δούμε το 2020. Όμως, επιτέλους, μετά από χρόνια υπάρχει μια αισιοδοξία, υπάρχουν περισσότερες προσδοκίες, υπάρχει ένα καλύτερο κλίμα, που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε για το μέλλον. Μιλάω με πολλούς συναδέλφους μου και όλοι κοιτάζουμε πώς να αναπτύξουμε τις επιχειρήσεις μας, κάτι που τα τελευταία εννέα χρόνια δεν το κάναμε, απλώς προσπαθούσαμε να προστατέψουμε αυτά που έχουμε και όχι να επεκταθούμε. Ξέρουμε πολύ καλά ότι η αγορά είναι και χρήμα και κλίμα, ότι το θετικό κλίμα υπάρχει, αναζητείται το χρήμα – κι εκεί υπάρχει ένα πολύ μεγάλο, εθνικό, θα το έλεγα, θέμα, που λέγεται εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος στη χώρα μας. Είναι απαραίτητο να γίνει σύντομα αποδεκτό το ελληνικό μοντέλο για την απομείωση των κόκκινων δανείων κατά 20 δισ. ευρώ, που έχει κατατεθεί στην Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε., ώστε οι τράπεζες να αρχίσουν ξανά να δίνουν τη ρευστότητα που χρειάζεται η αγορά.

Το θετικό κλίμα πιστεύετε ότι οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη νέα κυβέρνηση ή είχε αρχίσει να φαίνεται νωρίτερα;

Θεωρώ ότι δεν πρέπει να απαξιώνουμε κανέναν και τίποτα. Άλλοι μπορούν να τα κάνουν καλά, άλλοι καλύτερα και άλλοι μέτρια, ωστόσο πιστεύω ότι όλοι προσπαθούν (για την υστεροφημία τους) να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Σαφέστατα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην οικονομία, ωστόσο θεωρώ ότι η προσέγγιση της νέας κυβέρνησης είναι πιο φιλοεπενδυτική, πιο φιλοεπιχειρηματική και πρέπει να είναι και πιο φιλεργατική, για να μπορέσουμε να ισορροπήσουμε τα πράγματα. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτό που έκανε ο πρωθυπουργός ήταν να οριοθετήσει ένα ετήσιο χρονοδιάγραμμα και να περιγράψει έναν οδικό χάρτη τετραετίας για την υιοθέτηση του οικονομικού προγράμματος, το οποίο είναι πιο κοντά στην επιχειρηματικότητα και γι’ αυτό και δημιουργεί καλύτερο κλίμα. Επίσης, δείχνει σοβαρότητα και προς τους εταίρους μας στο εξωτερικό, αλλά και στις αγορές, και είδαμε τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου να είναι κάτω από το 1,6%, κάτι που μας δίνει δημοσιονομικές ανάσες και μας επιτρέπει να δανειστούμε φθηνότερα από τα ακριβά δάνεια του ΔΝΤ που έχουμε και προσπαθούμε να εξοφλήσουμε νωρίτερα. Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, γιατί αυτή τη στιγμή η χώρα μας αξιολογείται τέσσερις έως έξι βαθμίδες κάτω από την επενδυτική. Πρέπει, λοιπόν, οι οίκοι αξιολόγησης να μας αναβαθμίσουν, για να έχουμε περισσότερες δυνατότητες και δυναμική στην προσέγγιση και ολοκλήρωση επενδύσεων στην Ελλάδα.

Αν είχατε τη δυνατότητα να ζητήσετε από τον πρωθυπουργό να υλοποιήσει άμεσα ένα μέτρο, ποιο θα ήταν αυτό;

Θεωρώ ότι η υπερφορολόγηση μας έχει γονατίσει, ειδικά τους συνεπείς. Γι’ αυτό θα συνέδεα τη φορολόγηση με τη συνέπεια και θα έλεγα ότι όσοι «ματώσαμε» όλα αυτά τα χρόνια για να είμαστε συνεπείς στις φορολογικές και ασφαλιστικές μας υποχρεώσεις, στους προμηθευτές μας και στις τράπεζες θα αξίζαμε, αν όχι επιβράβευση, τουλάχιστον μια αναγνώριση. Θα έλεγα, λοιπόν, δώστε τα κίνητρα στους συνεπείς να γίνουν παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή. Και το λέω αυτό διότι η συνέπεια παλιότερα ήταν ο κανόνας. Όμως σήμερα αποδεικνύεται, με τα 104 δισ. ληξιπρόθεσμα χρέη στο Δημόσιο, τα 38 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία και τα περίπου 89 δισ. κόκκινα δάνεια στις τράπεζες, ότι η συνέπεια είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Οπότε ο συνεπής θα μπορούσε να επιβραβευτεί με μια μονάδα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, με μια μονάδα μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων, νωρίτερα απ’ όλους τους υπόλοιπους, όπως διαβάζουμε ότι δίνεται και κάποιο μπόνους για την προεξόφληση των 120 δόσεων.

Ποια είναι η εικόνα που έχετε από την αγορά;

Κινείται σε δύο ταχύτητες: για τους μικρούς και μεσαίους, κινείται ακόμη «μίζερα», με αρνητικό πρόσημο, καθώς συγκριτικά με το 2018 το 2019 άρχισε με απώλειες. Για παράδειγμα, στο εμπόριο, ένα +4% που κερδίσαμε το 2018 το χάσαμε κατά το α΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Όμως, πάλι στο εμπόριο, οι μεγάλες επιχειρήσεις και ειδικά οι αλυσίδες είχαν αύξηση της τάξης του 2,3%. Άρα κάποιοι χάνουν, κάποιοι κερδίζουν, η αγορά είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Πού οφείλεται αυτό; Στο γεγονός ότι τα μεγάλα καταστήματα, οι πολυεθνικές, οι αλυσίδες, έχουν γεμάτα ράφια, κι εμείς έπρεπε να προκαταβάλουμε την αξία των εμπορευμάτων για να γεμίσουμε τα ράφια μας. Κι αυτό προκλήθηκε από την επιβολή capital controls, από τα οποία απαλλαχθήκαμε οριστικά πριν από λίγες μέρες. Όμως η μικρή επιχείρηση, για να μπορέσει να ανταγωνιστεί τη μεγαλύτερη και να «μεγαλώσει» κι εκείνη, χρειάζεται ρευστότητα.