Παναγιώτης Καρκατσούλης: Το βασικότερο πρόβλημά μας είναι η σύγχυση επιτελικών και μη αρμοδιοτήτων - Free Sunday
Παναγιώτης Καρκατσούλης: Το βασικότερο πρόβλημά μας είναι η σύγχυση επιτελικών και μη αρμοδιοτήτων

Παναγιώτης Καρκατσούλης: Το βασικότερο πρόβλημά μας είναι η σύγχυση επιτελικών και μη αρμοδιοτήτων

Μια πρώτη προσέγγιση στην προσπάθεια της κυβέρνησης για τη δημιουργία «επιτελικού κράτους» κάνει ο εμπειρογνώμονας Δημόσιας Διοίκησης και μέλος του ΚΙΝΑΛ Παναγιώτης Καρκατσούλης.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μιλήσουμε για το «επιτελικό κράτος» το οποίο επιδιώκει να δημιουργήσει η νέα κυβέρνηση. Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε αυτόν τον όρο;

Επιτελικό είναι ένα κράτος όταν έχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη χώρα και παίρνει όσα μέτρα είναι απαραίτητα προκειμένου αυτή να ευοδωθεί με τον καλύτερο τρόπο.
Ειδικότερα:
• Επιτελικό είναι ένα κράτος όταν τα υπουργεία του μπορούν να σχεδιάζουν τις δημόσιες πολιτικές στο ιδιαίτερο πεδίο όπου είναι αρμόδια, με βάση τις γνώσεις και τις εκτιμήσεις επιστημονικών φορέων και διεθνών οργανισμών.
• Επιτελικό είναι ένα κράτος του οποίου τα υπουργεία μπορούν να παρακολουθούν την εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών, προκειμένου να διαπιστώνουν δυνατά και αδύναμα σημεία τους που πρέπει να διορθωθούν.
• Επιτελικό, εντέλει, είναι το κράτος που μπορεί να ανταποκρίνεται στη λήψη των σωστών και ολοκληρωμένων κανονιστικών αποφάσεων που απαιτούνται προκειμένου οι πολίτες του να σέβονται και να τηρούν όσα αυτές επιτάσσουν.
Στην Ελλάδα υπάρχουν αδυναμίες και στα τρία σημεία, παρά κάποιες σημειακές βελτιώσεις στις φορολογία και στη δημόσια υγεία. Το βασικότερο, όμως, πρόβλημά μας είναι η σύγχυση επιτελικών και μη αρμοδιοτήτων. Τα υπουργεία στην Ελλάδα έχουν μόνο κατά 50% επιτελικές αρμοδιότητες, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι εκτελεστικές και υποστηρικτικές.

Η κυβέρνηση ήδη έχει λάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες σχετικά με την υλοποίηση του «επιτελικού κράτους». Πώς τις κρίνετε;

Στον σχετικό νόμο δεν υπάρχουν διατάξεις που να επιφέρουν λειτουργική ανακατανομή των αρμοδιοτήτων, κάτι που είναι απολύτως αναγκαίο για τη βελτίωση του επιτελικού ρόλου των υπουργείων. Οι βασικές διατάξεις του ν. 4622/2019 αφορούν την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών υποστήριξης του πρωθυπουργού με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό της κυβέρνησης. Ενώ όμως ο συντονισμός της κυβέρνησης μπορεί να βελτιώσει την απόδοση των υπουργών, δεν αρκεί για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Στο τμήμα του νόμου που αναφέρεται στα μέσα άσκησης των δημόσιων πολιτικών υπάρχουν αναφορές σε σχέδια δράσης τα οποία δεν έχουν εκδοθεί ακόμη. Παρά τα όσα διαλαμβάνονται εκεί, η κυβερνητική πολιτική ασκείται με τον παραδοσιακό τρόπο.

Μέχρι στιγμής, πώς κρίνετε την υλοποίηση αυτού του σχεδίου και τι περιμένετε να δείτε από δω και πέρα;

Η υλοποίηση ενός φιλόδοξου νόμου, όπως είναι ο 4622/2019, σκοντάφτει, συνήθως, στο ότι δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς οι αντιστάσεις των υφιστάμενων δομών και της διοικητικής κουλτούρας. Τέτοιου τύπου αλλαγές θέλουν μακρύ χρόνο προετοιμασίας, ώστε να δημιουργηθούν συναινέσεις και περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί από διαφορετικές υπηρεσίες να αναλάβουν την «ιδιοκτησία» τους. Αυτό δεν έγινε με τον συγκεκριμένο νόμο. Όμως ο βολονταρισμός δεν αρκεί για την επίτευξη αλλαγών που φιλοδοξούν να αλλάξουν τον τρόπο τόσο της καθημερινής δουλειάς όσο και, κυρίως, του σκέπτεσθαι σε ένα σύστημα στο οποίο ισχύουν ισχυροί άτυποι μηχανισμοί ελέγχου της συμπεριφοράς και της καθημερινότητας. Η εφαρμογή του νόμου θα απαιτήσει πρωτοβουλίες των υπουργών για την αναδιοργάνωση και την προώθηση των καινοτομιών στο πεδίο ευθύνης τους. Δεν γνωρίζουμε, επίσης, πώς ακριβώς θα λειτουργήσει το νέο σύστημα συντονισμού που εισάγει ο νόμος και κατά πόσο η νέα πρωθυπουργική υπερ-δομή θα εννοηθεί ως βοήθεια ή μηχανισμός επιβολής στα μέλη της κυβέρνησης.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μιλήσει επανειλημμένα για ένα μικρότερο και πιο ευέλικτο κράτος. Ποια είναι τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν από ένα τέτοιο σχήμα και ποια τα προβλήματα;

Μικρό και ευέλικτο κράτος με 51 υπουργούς και υφυπουργούς δεν νοείται. Δυστυχώς, έχουμε μία ακόμη μεγάλη κυβέρνηση, με αμέσως μεγαλύτερη εκείνη του κ. Τσίπρα, με 53 μέλη. Ο προφανής λόγος που δεν μπορεί να μικρύνει το κυβερνητικό σχήμα πρέπει να αναζητηθεί στις πιέσεις των υποψήφιων βουλευτών και πολιτευτών να υπουργοποιηθούν, καθώς και στη συνακόλουθη αδυναμία των πρωθυπουργών να επιβάλουν μια μικρή και επιτελική κυβέρνηση. Μια τέτοια κυβέρνηση θα είχε πολλαπλά οφέλη για τον τόπο. Όχι μόνο λόγω της μείωσης του κόστους λειτουργίας της αλλά, κυρίως, λόγω της μεγαλύτερης ικανότητάς της να λαμβάνει αποφάσεις και να παρακολουθεί την εφαρμογή τους.

Το ελληνικό κράτος έχει συχνά κατηγορηθεί ως «χοάνη» που καταπίνει χρήματα. Θεωρείτε ότι ένα πιο ευέλικτο και μικρό σχήμα θα ήταν πιο αποτελεσματικό;

Εάν το μικρό και ευέλικτο κράτος είχε προέλθει μέσα από μεταρρυθμίσεις και δεν ήταν προϊόν ενός πολιτικού βολονταρισμού, τότε, ναι, θα μπορούσε να είναι πιο οικονομικό. Αν και, σήμερα, μετά από δέκα χρόνια μνημονίων, το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού Δημοσίου έχει μειωθεί. Πάντως, το μεγάλο πρόβλημα του Δημοσίου είναι η κακή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει σε σχέση με το κόστος συντήρησης και λειτουργίας του.

Όσον αφορά το Δημόσιο, ποιες πιστεύετε ότι θα πρέπει να είναι οι άμεσες παρεμβάσεις που θα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση και ποιος ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός;

Προκειμένου να υπάρξει ένα μικρό και ευέλικτο κράτος, απαιτούνται, συνδυαστικά:
• Άμεση μεταφορά στην περιφέρεια και στους δήμους αρμοδιοτήτων εκτελεστικού χαρακτήρα.
• Άμεση αποσυμφόρηση του Δημοσίου από τις λεγόμενες «υποστηρικτικές» αρμοδιότητες με εκχώρηση όσων χρειάζονται στον ιδιωτικό τομέα.
• Απεμπλοκή της κυβέρνησης από τις προσλήψεις τόσο του τακτικού όσο και του έκτακτου προσωπικού. Το σύνολο των δράσεων διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού πρέπει να περιέλθει σε ανεξάρτητη αρχή.
• Έλεγχος του ρυθμιστικού πληθωρισμού με αλλαγές στον Κανονισμό της Βουλής, προκειμένου να επέλθει δραστικός περιορισμός της πολυνομίας και της κακονομίας.
• Μέτρα άμεσης βελτίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών με σύνδεση της χρηματοδότησης με την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων.
• Διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.

Ο κ. Μητσοτάκης έχει δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο «ψηφιακό κράτος». Γιατί ως τώρα η Ελλάδα ήταν ουραγός στην ψηφιακή πολιτική και τι πρέπει να γίνει;

Η Ελλάδα δεν κατάφερε να μπει στην ψηφιακή εποχή, παρά τον πακτωλό χρημάτων που εισέρρευσε στη χώρα για τον σκοπό αυτόν. Πολλοί λόγοι οδήγησαν σε αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα: ανυπαρξία στρατηγικής για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, γραφειοκρατικά εμπόδια στην ολοκλήρωση των έργων, η κατάτμηση των έργων, η έλλειψη διαλειτουργικότητας των συστημάτων κ.λπ. Εκείνο όμως που λειτούργησε αποτρεπτικά ήταν, ιδίως, η πελατειακή φύση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης με τη συνακόλουθη ατυπικότητα και διαφθορά. Η μετάβαση της δημόσιας διοίκησης στην ψηφιακή εποχή δεν είναι θέμα τεχνικό. Είναι θέμα βαθύτατα πολιτικό.

Τελικά, μπορεί το ελληνικό Δημόσιο να γίνει φιλικό προς τον χρήστη και αποτελεσματικό;

Μπορεί. Αλλά, για να γίνει, πρέπει να απαλλαγεί από τις κομματικές παρεμβάσεις και να κάνει λιγότερα πράγματα απ’ όσα κάνει, αλλά να τα κάνει καλύτερα. Μείζονος σημασίας για τη βελτίωση της σχέσης κράτους-πολίτη είναι η διαφάνεια και η συμμετοχή των πολιτών στην παραγωγή των υπηρεσιών. Έχει αποδειχθεί, κατ’ επανάληψη, ότι η συν-παραγωγή υπηρεσιών από το κράτος και την κοινωνία πολιτών οδηγεί στην υπεράσπιση και στη βιωσιμότητα των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων.