Κ.Φουντεδάκη:«Τα προβλήματα στη συνεπιμέλεια είναι στην εφαρμογή, όχι στη νομοθεσία» - Free Sunday
Κ.Φουντεδάκη:«Τα προβλήματα στη συνεπιμέλεια είναι στην εφαρμογή, όχι στη νομοθεσία»

Κ.Φουντεδάκη:«Τα προβλήματα στη συνεπιμέλεια είναι στην εφαρμογή, όχι στη νομοθεσία»

Την άποψη ότι θα έπρεπε να αναζητηθεί η δυνατότητα οργάνωσης και λειτουργίας οικογενειακών δικαστηρίων, καθώς και εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων, που κάποιες φορές μένουν στα χαρτιά, εκφράζει μιλώντας στην F.S. η καθηγήτρια Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ Κατερίνα Φουντεδάκη.

Η κ. Φουντεδάκη, η οποία ήταν εισηγήτρια των σχετικών διατάξεων στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή μαζί με την καθηγήτρια του ΕΚΠΑ κ. Παπαδοπούλου, διευκρινίζει ότι αυτό που εισηγήθηκε η επιτροπή είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που εμφάνισε το υπουργείο.

Η κ. Φουντεδάκη δεν συμμερίζεται την άποψη ότι δικηγορικά συμφέροντα θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατεύθυνση των ρυθμίσεων, σημειώνει όμως ότι η καμπάνια του «κινήματος των μπαμπάδων» υπήρξε εμφανώς δαπανηρή και αναφέρεται σε κάποιους «που κατασκευάζουν έρευνες για γέλια ή που επικαλούνται θεωρητικά έρευνες που έχουν γίνει στη Νέα Ζηλανδία».

Είναι σωστή η εντύπωση ότι στο θέμα της συνεπιμέλειας η ελληνική κοινωνία παθιάζεται και διχάζεται όπως και σε όλα τα άλλα ζητήματα, απλώς χωρίς κομματική αφετηρία;

Οι αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο επηρεάζουν με αμεσότητα τη ζωή πολλών ανθρώπων. Σε πολλές οικογένειες το πρόβλημα της κατάστασης των παιδιών μετά τον χωρισμό των γονέων δημιουργεί εντάσεις και τραύματα. Επομένως, δικαιολογημένα το συγκεκριμένο θέμα δημιούργησε περισσότερο πάθος και διχασμό από άλλα. Η κατάσταση αυτή επιτάθηκε από την ακραία επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος από ορισμένες ομάδες πίεσης, αλλά και από τη στάση του υπουργείου, που εξαρχής τάχθηκε με μια συγκεκριμένη θεώρηση των πραγμάτων, κάθε άλλο παρά αναμφισβήτητη, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.

Πόσο ασφαλής μπορεί να είναι η κοινή γνώμη, η οποία στο συγκεκριμένο θέμα σχηματίζεται από «προσωπικά βιώματα»;

Ποτέ δεν είναι ασφαλής η κοινή γνώμη και πάντοτε τα προσωπικά βιώματα παίζουν ρόλο στη θέση που παίρνει κανείς εκτός επιστημονικού διαλόγου. Σε όλο το διάστημα που προηγήθηκε της κατάθεσης του σχεδίου νόμου υπήρξαν ακραίες τοποθετήσεις, οι οποίες ακριβώς προσπαθούσαν να επιβάλουν ως δήθεν επιστημονικά τεκμηριωμένο και αντικειμενικά ορθό για όλες τις περιπτώσεις χωρισμένων ζευγαριών το προσωπικό τους βίωμα, θα έλεγα ακόμη και τον προσωπικό τους ρεβανσισμό.

Υπάρχει ρόλος αντικειμενικός για τους επιστήμονες και ποιοι είναι οι επιστήμονες οι οποίοι πρέπει να έχουν λόγο στο συγκεκριμένο θέμα;

Η κοινή γνώμη δεν οφείλει να είναι αντικειμενική και αμερόληπτη, οι ειδικοί επιστήμονες, όμως, το οφείλουν. Οι επιστήμονες οφείλουν να έχουν νηφάλιο λόγο και τεκμηριωμένες απόψεις, παρουσιάζοντας όλες τις πλευρές ενός ζητήματος. Ειδικοί για τις αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, και μάλιστα αλλαγές που περιλαμβάνονται στον Αστικό Κώδικα, είναι πρωτίστως οι νομικοί και εξ αυτών αυτοί που αποδεικνύουν εκτεταμένη και πολυετή ενασχόληση με το οικογενειακό δίκαιο. Δεν είναι όλοι οι νομικοί για όλα τα θέματα. Πολύ συχνά ακούμε και την άποψη ότι ειδικοί στο θέμα της «συνεπιμέλειας» είναι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχίατροι και ψυχολόγοι), οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι κοινωνιολόγοι της οικογένειας. Θα έλεγα ότι απ’ όλους αυτούς αρμοδιότεροι είναι αυτοί που έχουν κλινική εμπειρία στην παθολογία της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας στην Ελλάδα, δηλαδή κατά κύριο λόγο οι παιδοψυχίατροι. Όχι κάποιοι που κατασκευάζουν έρευνες για γέλια ή που επικαλούνται θεωρητικά έρευνες που έχουν γίνει στη Νέα Ζηλανδία. Το σημαντικό είναι, πάντως, ότι όλες αυτές οι επιστήμες δεν είναι ακριβείς ούτε κανονιστικές, έχουν διάφορα ερευνητικά εργαλεία και εκθέτουν τα πορίσματά τους. Ο νομοθέτης δεν νομοθετεί με βάση μια άποψη των ψυχολόγων ή των ψυχιάτρων, επειδή σπανίως σε αυτές τις επιστήμες υπάρχει μόνο μία άποψη. Μπορεί να υπάρχουν περισσότερες, διαφοροποιούμενες μεταξύ τους ή συγκρουόμενες, ή κάποια άποψη να είναι πιο τεκμηριωμένη από άλλη. Όλα αυτά τα γνωστικά αντικείμενα είναι απλώς επιβοηθητικά για τον σχηματισμό της κατεύθυνσης που είναι προτιμότερο να ακολουθήσει ο νομοθέτης. Ο τελικός λόγος ανήκει, πάντως, πάντα στους νομικούς, οι οποίοι οφείλουν να συντάξουν ένα νομικό κείμενο σύμφωνο με τις διεθνείς και ενωσιακές υποχρεώσεις της χώρας, σωστό από δογματική και συστηματική άποψη, χωρίς αντινομίες, αστοχίες και κενά, που θα δημιουργήσουν προβλήματα στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του.

Εσείς με ποια κριτήρια σχηματίσατε την άποψή σας επί του θέματος;

Με την επιστημονική μου γνώση και εμπειρία μου στο οικογενειακό δίκαιο, η οποία αποδεικνύεται από το σχετικό, μεγάλης έκτασης, δημοσιευμένο συγγραφικό μου έργο, από τις συμμετοχές μου σε επτά νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για το οικογενειακό δίκαιο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, από τις δεκάδες συμμετοχές μου σε επιστημονικές εκδηλώσεις με αντικείμενο το οικογενειακό δίκαιο. Ως δήλωση συμφερόντων, να αναφέρω επίσης ότι δεν έχω κανένα σχετικό προσωπικό βίωμα και κανένα επαγγελματικό-δικηγορικό συμφέρον από τη ρύθμιση του θέματος.

Θα μπορούσαν δικηγορικά συμφέροντα να επηρεάσουν τη ρύθμιση του θέματος;

Δικηγορικά συμφέροντα στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον όχι. Πάντως, η καμπάνια του «κινήματος των μπαμπάδων» υπήρξε εμφανώς δαπανηρή, όπως ανέφερε η βουλευτής Γιαννάκου: αφίσες σε όλη την Αθήνα, σύνταξη και αποστολή χιλιάδων πανομοιότυπων κειμένων στη διαβούλευση (και μάλιστα με… γυναικεία ονόματα), συνεχείς παρεμβάσεις στις εκδηλώσεις για το θέμα και στα social (ακόμη και σε αυτά των φοιτητών!).

Υπάρχουν στο νομοσχέδιο ρυθμίσεις των οποίων η εφαρμογή δεν ήταν στη διακριτική ευχέρεια των δικαστών μέχρι τώρα;

Μέχρι τώρα οι δικαστές είχαν την ευχέρεια (πάντα στο πλαίσιο του νόμου) να επιλέξουν μεταξύ μιας μεγάλης γκάμας λύσεων, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης – κι αυτό είναι η σωστή λύση. Λόγου χάριν, μπορούσαν να αποφασίσουν αποκλειστική επιμέλεια ενός γονέα, κοινή επιμέλεια, ισόχρονη εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού με καθέναν γονέα, κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των γονέων. Κανείς δεν τους υποχρέωνε να επιλέξουν μια λύση αντί άλλης, δηλαδή δεν υπήρχε, παρότι επιχειρείται να δημιουργηθεί αυτή η εντύπωση στην κοινωνία, κάποια νομική δέσμευση του δικαστή να αποφασίζει υπέρ της μητέρας.

Μπορεί να οριστεί με αντικειμενικά κριτήρια το «συμφέρον του παιδιού»;

Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει η αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το συμφέρον του παιδιού πρέπει να κρίνεται πάντοτε εξατομικευμένα (on a case by case basis) και με βάση τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένου παιδιού. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο συμφέρον για όλα τα παιδιά. Κάτι που είναι καλό για το ένα παιδί μπορεί να μην είναι για ένα άλλο. Για το κάθε παιδί πρέπει να συνεκτιμάται το σύνολο των συνθηκών που το συνοδεύουν. Αυτή είναι η πάγια θέση όλων των διεθνών οργάνων που ασχολούνται με το συμφέρον του παιδιού και της θεωρίας και νομολογίας του οικογενειακού δικαίου διεθνώς. Επομένως, οριζόντια, αφηρημένη νομοθέτηση γενικώς ισχυόντων κριτηρίων, όπως και τυχόν ιεράρχηση κριτηρίων (κάποια στοιχεία συμφέρουν όλα τα παιδιά περισσότερο από άλλα), είναι εσφαλμένη.

Ήσασταν μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής…

Ήμουν μέλος της νομοπαρασκευαστικής και μάλιστα εισηγήτρια των διατάξεων, μαζί με την καθηγήτρια του ΕΚΠΑ κ. Παπαδοπούλου. Αυτό όμως που εισηγήθηκε η επιτροπή είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που εμφάνισε το υπουργείο.

Εσείς κρίνετε αναγκαία την αλλαγή της υφιστάμενης νομοθεσίας; Και, αν ναι, στην κατεύθυνση του νομοσχεδίου ή σε κάποια άλλη;

Δεν θα έβαζα ως προτεραιότητα την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των σχέσεων γονέων και παιδιών, αλλά θα επικεντρωνόμουν στη δυνατότητα οργάνωσης και λειτουργίας οικογενειακών δικαστηρίων, καθώς και εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων, που κάποιες φορές μένουν στα χαρτιά. Τα περισσότερα από τα προβλήματα που επισημαίνονται είναι θέματα εφαρμογής και όχι νομοθεσίας. Κάποιες επιλεγμένες παρεμβάσεις σε συγκεκριμένες διατάξεις ήταν επίσης αναγκαίες. Οπωσδήποτε δεν θα επέλεγα να κινηθώ στην κατεύθυνση του νομοσχεδίου, το οποίο παραμένει πολλαπλώς προβληματικό (οριζόντια κριτήρια και μαθηματικές σχέσεις για το συμφέρον του παιδιού, γονεοκεντρικότητα, μονομέρεια στην ιδεολογία, συστηματικές αστοχίες, λάθη διατύπωσης) και θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιχειρεί να επιλύσει.