Γιώργος Αργείτης: «Έχει σημειωθεί μεγάλης κλίμακας αποεπένδυση» - Free Sunday
Γιώργος Αργείτης: «Έχει σημειωθεί μεγάλης κλίμακας αποεπένδυση»

Γιώργος Αργείτης: «Έχει σημειωθεί μεγάλης κλίμακας αποεπένδυση»

Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα της πρόσφατης μελέτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της χώρας, μετά από έξι χρόνια πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής;

Από την έρευνα προκύπτει πως η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους (και κατ’ επέκταση της τιμής) της εγχώριας παραγωγής που επετεύχθη κατά την περίοδο της κρίσης δεν είναι βιώσιμη και συνέβαλε σημαντικά στην ύφεση με τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η κύρια αιτία είναι ότι η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας έγινε μέσω της μείωσης των μισθών και όχι με αύξηση της παραγωγικότητας και βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας . Ένα επίσης σημαντικό εύρημα της μελέτης είναι ότι ενώ πριν από την κρίση οι πιο ανταγωνιστικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας βασίζονταν σε έναν συνδυασμό υψηλότερης παραγωγικότητας και χαμηλότερων ονομαστικών μισθών, μετά το 2005 και με κορύφωση την περίοδο της κρίσης η ανταγωνιστικότητά τους βασίζεται κυρίως στους χαμηλότερους μισθούς. Το εύρημα αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η παραγωγή στη μεταποίηση μετατοπίζεται σε κλάδους χαμηλής τεχνολογίας, δείχνει το παραγωγικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.


Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι, παρ’ ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά σχεδόν 26% και με την ανεργία στο 24%, οι δανειστές της χώρας επιμένουν σε νέες περικοπές μισθών, επιπλέον απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και απελευθέρωση των απολύσεων;

Οι σχεδιαστές των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής εναπόθεταν, από το 2010, πολλές από τις ελπίδες τους για την «επιτυχία» της λιτότητας στις εξωτερικές επιδόσεις της οικονομίας, δηλαδή στην πολύ μεγάλη αύξηση των εξαγωγών που θα προκαλούσε η μείωση του κόστους εργασίας. Η συσχέτιση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας με την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις είναι ένδειξη άγνοιας, ιδεοληψίας και ψυχρής εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων. Το ΔΝΤ επιμένει σε αυτές τις πολιτικές γιατί αποτελούν τον πυρήνα της πολιτικής ιδεολογίας του και του μοντέλου οικονομικής πολιτικής του. Η άποψή μου είναι ότι, δυστυχώς, δεν γίνονται κατανοητές οι συνέπειες αυτών των πολιτικών επιλογών στην οικονομία και την κοινωνία γιατί δεν αξιολογούνται υπό το πρίσμα του μακρο-αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η απελευθέρωση των απολύσεων, η αύξηση της μερικής απασχόλησης και γενικότερα η επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας μειώνουν την αγοραστική δύναμη στην οικονομία. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας είναι υφεσιακή πολιτική, δεν είναι αναπτυξιακή πολιτική, κυρίως σε μια οικονομία όπως η ελληνική, όπου ο ρόλος της εγχώριας δαπάνης είναι καθοριστικός για την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση. Αυτός είναι ο λόγος που το κόστος της λιτότητας σε όρους ΑΕΠ ήταν τόσο μεγάλο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν μειώνονται οι μισθοί. Ο επιχειρηματίας πρέπει να ξέρει ότι όταν μειώνει τους μισθούς και όταν ανταλλάσσει θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης με μερική απασχόληση μειώνει το κόστος της επιχείρησης του, αλλά την ίδια στιγμή μειώνει και τον τζίρο και τα έσοδα της επιχείρησής του. Δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης-ανεργίας.

Τελικά, η μείωση των μισθών βοηθά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μιας χώρας όπως η Ελλάδα; 

Η μικρή αύξηση των εξαγωγών που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια δεν αποδίδεται στη μείωση του κόστους εργασίας, όπως υποστηρίζουν τα προγράμματα λιτότητας και έδειξε η μελέτη του ινστιτούτου που δημοσιεύσαμε πρόσφατα. Οι εμπειρικές μας εκτιμήσεις δείχνουν ότι το κόστος εργασίας την περίοδο της κρίσης σχετίζεται λιγότερο με τις εξαγωγικές επιδόσεις σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. Επίσης, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η μείωση του κόστους εργασίας μετατράπηκε σε αύξηση του κέρδους των επιχειρήσεων και όχι σε μείωση τιμών. Ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις προτιμούν να διακρατούν τα κέρδη τους από το να τα διαθέτουν σε νέες επενδύσεις, που με τη σειρά τους θα προωθούσαν την απασχόληση και την οικονομική μεγέθυνση. Έτσι, έχει σημειωθεί μεγάλης κλίμακας αποεπένδυση. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η μικρή αύξηση των εξαγόμενων αγαθών προέρχεται από δραστηριότητες χαμηλής τεχνολογίας, εξέλιξη που δείχνει την υποβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Παράλληλα, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ παρουσίασε και μελέτη σχετικά με τις δυνατότητες του ελληνικού πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Ποια είναι τα σημαντικότερα συμπεράσματά της;

Η εν λόγω μελέτη έχει τρεις βασικούς στόχους. Πρώτον, την ανάδειξη των οικονομικών, πολιτικών και θεσμικών παραμέτρων που εκφράζουν το συνολικό πλαίσιο του εγχώριου αγροτροφικού ζητήματος, επισημαίνοντας τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που υφίστανται στο συνολικό εγχείρημα της ανάταξης του αγροτροφικού τομέα. Δεύτερον, την καταγραφή και καταπολέμηση στερεότυπων και σχηματικών αντιλήψεων για τον ρόλο του πρωτογενούς τομέα και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του. Τρίτον, τη διατύπωση ρεαλιστικών στόχων αγροτικής πολιτικής και στρατηγικής. 
Βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η αντιμετώπιση των αδυναμιών του αγροτροφικού συστήματος απαιτεί συνδυασμό δράσεων σε τεχνικό-παραγωγικό επίπεδο με παρεμβάσεις στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής και τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος σε θεσμικό επίπεδο, με νέες μορφές οργάνωσης του αγροτικού χώρου με κύριο στόχο τη συγκράτηση μεγαλύτερου τμήματος της προστιθέμενης αξίας στον τομέα, και σε επίπεδο αναπτυξιακής νοοτροπίας και αντιλήψεων.

Σε κάθε συζήτηση σχετικά με το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας ο πρωτογενής τομέας βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων. Είναι αληθής αυτή η εικόνα, δεδομένων και των περιορισμών που θέτει η ΚΑΠ;

Μόνο στα επίπεδα της δημοσιογραφικής φιλολογίας και της πολιτικής ρητορικής. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες οι οποίες διαπιστώνονται στον πρωτογενή τομέα μπορούν να συνοψιστούν στο τρίπτυχο «χαμηλή παραγωγικότητα, ανεπαρκής εξαγωγική δραστηριότητα και απουσία στρατηγικού προσανατολισμού στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς». Οι σημερινές προϋποθέσεις ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα είναι δυσμενέστερες σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, λόγω της αυξανόμενης διεθνοποίησης και απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και της επήρειας των μονομερών πολιτικών λιτότητας, οι οποίες επέδρασαν αρνητικά στα ήδη υπάρχοντα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Βέβαια ο πρωτογενής τομέας έδειξε μια σχετική ανθεκτικότητα στην ύφεση, έστω και με όρους παθητικής προσαρμογής και συγκρινόμενος με τη δυσμενέστερη εικόνα του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα. Ωστόσο, απαιτούνται αμέσως παρεμβάσεις διαμόρφωσης αναπτυξιακής στρατηγικής για τον προσδιορισμό των ορίων και των ευκαιριών που προσφέρει η ΚΑΠ και πολιτικές ενεργητικής προσαρμογής του εγχώριου αγροτροφικού τομέα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

Κατά την άποψή σας, ποιο θα μπορούσε να είναι το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας;

Η γνώση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών του παραγωγικού συστήματος αποτελεί τη βάση του αναπτυξιακού πραγματισμού που πρέπει να προσδιορίζει την άσκηση οικονομικής. Τα ευρήματα των αναλύσεών μας στο ινστιτούτο αναδεικνύουν ποιοτικά δεδομένα για μια σειρά κλάδων που με τον κατάλληλο αναπτυξιακό σχεδιασμό θα μπορούσαν να συμβάλουν στην παραγωγική αναδόμηση και στη δημιουργία ενός βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Ειδικότερα αναδεικνύονται ορισμένοι νέοι δυναμικοί κλάδοι με ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις, προηγμένη τεχνολογία, εμβάθυνση ανθρώπινου κεφαλαίου και υψηλή ζήτηση στη διεθνή αγορά, όπως της παραγωγής ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικών και οπτικών προϊόντων, καθώς και της έρευνας και ανάπτυξης. Επίσης, παραδοσιακοί κλάδοι που διατηρούν υψηλές εξαγωγικές επιδόσεις και ταυτόχρονα δυναμική εξαγωγική προοπτική, όπως ο κλάδος των ορυχείων-λατομείων. Από τον τομέα της μεταποίησης ξεχωρίζουν οι κλάδοι παραγωγής οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου, παραγωγής επίπλων, βασικών μετάλλων και χημικών ουσιών και προϊόντων κ.ά. Ασφαλώς ειδικό βάρος στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας εξακολουθεί να κατέχει ο κλάδος των καταλυμάτων και δραστηριοτήτων υπηρεσιών εστίασης. Ιδιαίτερη αναπτυξιακή προσοχή χρειάζονται ο αγροτικός κλάδος και οι κλάδοι παραγωγής φαρμάκων, τροφίμων, ποτών και καπνού