Κωνσταντίνος Φίλης: «Ανυπολόγιστες οι επιπτώσεις ενός Brexit» - Free Sunday
Κωνσταντίνος Φίλης: «Ανυπολόγιστες οι επιπτώσεις ενός Brexit»

Κωνσταντίνος Φίλης: «Ανυπολόγιστες οι επιπτώσεις ενός Brexit»

Μόνο οι ευρωσκεπτικιστές έχουν να ωφεληθούν, πιστεύει και θεωρεί ότι ο Κάμερον παγιδεύτηκε σε μια απόφαση υψηλού πολιτικού ρίσκου.

Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος αποτελεί οριακή στιγμή για την Ε.Ε. έτσι κι αλλιώς;
Ασφαλώς. Σε συνθήκες ενίσχυσης ακραίων και λαϊκιστικών θέσεων με κοινό παρονομαστή την ανάπτυξη αντισυστημικών λογικών αποστασιοποίησης από το ευρωπαϊκό κέντρο, η συζήτηση που άνοιξε με το βρετανικό δημοψήφισμα δεν θα κλείσει ούτε κατόπιν αυτού. Αντιθέτως, η επόμενη μέρα θα βρει τη Βρετανία βαθιά διαιρεμένη (αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις) και την Ευρώπη πληγωμένη, εφόσον ένα μέλος της, με ιδιαιτερότητες αλλά και βαρύτητα, εγείρει ζήτημα παραμονής του στην Ε.Ε. Μόνο τυχαίες δεν είναι οι τοποθετήσεις Σόιμπλε (ακόμη και αν εντάσσονται σε ένα πνεύμα άσκησης πιέσεων) περί αυτόματης εξόδου της Βρετανίας σε περίπτωση επικράτησης του Brexit. Ο σοβαρός διχασμός στους κόλπους των Συντηρητικών (πέντε εν ενεργεία υπουργοί και τουλάχιστον οι μισοί βουλευτές έχουν ταχθεί υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε.) θα δυσκολέψει τόσο την ομαλή διακυβέρνηση όσο και τις σχέσεις με την Ευρώπη. Ο Κάμερον φαίνεται παγιδευμένος (και μαζί του η χώρα του και η Ευρώπη) σε μια αναίτια απόφαση υψηλού ρίσκου, η έκβαση της οποίας θα ζημιώσει μεσομακροπρόθεσμα όλους τους ενδιαφερόμενους, πλην των απανταχού ευρωσκεπτικιστών.
Δεν αποκλείεται, λόγω οριακής υπερψήφισης της παραμονής, να ζητηθούν επιπλέον εγγυήσεις από τις Βρυξέλλες για τα ζητήματα που απασχολούν περισσότερο το Λονδίνο (ελεύθερη μετακίνηση και ιδίως ενδοκοινοτική μετανάστευση), ενώ πολιτικά το παράδειγμα του τελευταίου πιθανόν να θελήσουν να ακολουθήσουν και άλλες ηγεσίες. Αν, δηλαδή, φανεί ότι η Βρετανία πετυχαίνει τους στόχους της, εκβιάζοντας με ένα δημοψήφισμα, τι θα αποτρέψει και άλλους να ακολουθήσουν, ανεξάρτητα από το διαμέτρημά τους. Από την άλλη, βέβαια, η θέση των υπερασπιστών του Brexit ότι κατόπιν θα ορίσουν αυτοί τους κανόνες και το πλαίσιο των σχέσεων με την Ε.Ε. είναι αθεμελίωτη και εκτός πραγματικότητας.
Πάντως, οι ευρωσκεπτικιστικές και δη οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις θα θελήσουν οπωσδήποτε να επενδύσουν στη συγκυρία για να νομιμοποιήσουν τη θέση περί Ευρώπης που κλονίζεται εκ των έσω, αμφισβητώντας τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, επαναφέροντας το αίτημα για λιγότερη Ευρώπη και ταυτόχρονη στροφή στον εθνικό απομονωτισμό.
Τέλος, η επικοινωνιακή τακτική εκφοβισμού και καταστροφολογίας των υποστηρικτών της παραμονής λειτούργησε αντίστροφα, ειδικότερα ως προς τους λιγότερο μορφωμένους και χαμηλής ειδίκευσης εργάτες της περιφέρειας και τις μεγαλύτερες ηλικίες, που ταυτίζουν το «ναι» με τις ελίτ (πολιτικές, οικονομικές, τραπεζικές), έναντι των οποίων δυσπιστούν στην καλύτερη περίπτωση, και το «όχι» με τη δυνατότητα να κυβερνούν τη χώρα τους χωρίς περιορισμούς. Άρα ο θυμός και όχι τα πραγματικά στοιχεία, το αίσθημα βρετανικής ιδιαιτερότητας που δεν γίνεται σεβαστή και όχι η οικονομία, η αίσθηση αντιπαράθεσης με το κατεστημένο (ειδικότερα το ευρωπαϊκό), θα ορίσουν την ψήφο αρκετών σε μεγάλο βαθμό.

Τι θα συμβεί σε περίπτωση Brexit;
Σε περίπτωση Brexit, θα έχουμε οικονομικές επιπλοκές, ενδεχομένως και ανυπολόγιστες. Και δεν αναφέρομαι μόνο στον τρόπο αντίδρασης των αγορών, την πιθανή κατακρήμνιση της λίρας, την επιβράδυνση της βρετανικής οικονομίας, την εξασθένηση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, το κλίμα αποεπενδύσεων, τις απολύσεις και την αλλαγή των όρων του παιχνιδιού για το Σίτι, αλλά στο γεγονός ότι θα απαιτηθεί χρόνος και κόπος για να ξεμπλέξει το κουβάρι των οικονομικών σχέσεων Ε.Ε.-Βρετανίας, καθότι θα προκύψει δραστική τροποποίηση του στάτους τους. Στο μεσοδιάστημα, όμως, θα έχουμε εκλογές (ίσως και αλλαγή σκηνικού) σε Γερμανία και Γαλλία.
Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο, τυχόν έξοδος της Βρετανίας, σε συνάρτηση με τις πολυεπίπεδες κρίσεις και με εμφανή σήμερα τη ροπή προς τον εθνικό απομονωτισμό, θα δημιουργήσει άλλοθι σύγκλισης πολλαπλών ταχυτήτων. Έτσι, μπορεί να δούμε απόπειρες εμβάθυνσης μεταξύ προθύμων και ισχυρών κρατών της Ένωσης, χωρίς πολιτικά και οικονομικά «βαρίδια», ώστε να επιταχυνθεί μια τύποις ομοσπονδιοποίηση ως απάντηση στην αίσθηση αποκαθήλωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η αποστροφή (κυρίαρχων;) κύκλων στις Βρυξέλλες και σε κάποιες πρωτεύουσες για συγκεκριμένα «προβληματικά» κράτη/ηγεσίες, που είτε περιφρονούν τους κανόνες, είτε δεν συμβιβάζονται, είτε ρέπουν προς τον λαϊκισμό και τον εθνικό απομονωτισμό, είτε κρίνεται πως δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις πολιτικές επιλογές των ισχυρότερων, ίσως επανακάμψει με την προώθηση μιας Ευρώπης αλά καρτ και εξαιρέσεων.
Χώρες όπως η Ελλάδα ζημιώνονται, τόσο διότι το περιβάλλον δεν ευνοεί την ανάπτυξη διευρυμένων συνεργασιών όσο και λόγω της υποχώρησης των συλλογικών διαδικασιών/θεσμικών προνοιών που παραδοσιακά αποτελούν καταφύγιο των πιο αδύναμων κρατών-μελών. Η επαναφορά, συνεπώς, του ελληνικού προβλήματος στην επικαιρότητα είναι προσώρας απευκταία, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί αργότερα η κατασκευή ενός (εύκολου) εξιλαστήριου θύματος, προκειμένου να εκτονωθούν οι εντάσεις.
Συνεπώς, τυχόν Brexit θα απελευθερώσει τις σκληροπυρηνικές δυνάμεις της Ε.Ε., ώστε να αξιοποιήσουν το «προηγούμενο» οικειοθελούς εξόδου ενός κράτους-μέλους ως οιονεί απειλή έναντι των «απείθαρχων» και «ανίκανων» να ευθυγραμμιστούν με τις επιταγές του νέου ευρωπαϊκού κέντρου αποφάσεων μεταξύ Βερολίνου και Βρυξελλών. Ανάλογα, λοιπόν, με την πορεία των εξελίξεων σε ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο, δεν μπορεί να αποκλειστεί να μας τεθεί αργά ή γρήγορα –έστω και εμμέσως– το δίλημμα μεταξύ παραμονής με (δυσμενείς;) όρους και εξόδου για τη «διευκόλυνσή» μας, κατά τη θέση Σόιμπλε. Ομολογουμένως μια Ε.Ε. που διακατέχεται από τέτοιες αντιλήψεις δεν έχει μέλλον, ενώ δύσκολα θα διατηρηθεί στην παρούσα μορφή της.

Στην Ισπανία οι Podemos συνεργαζόμενοι με το Κ.Κ. βρίσκονται στη δεύτερη θέση, στην Ιταλία ανεβαίνει ο Γκρίλο, η ακροδεξιά παραλίγο να πάρει την προεδρία στην Αυστρία. Πού πάει η Ε.Ε.;
Η οικονομική κρίση που βρήκε απροετοίμαστη την Ευρώπη και «αποστασιοποιημένη» από τη διεθνή κατανομή πλούτου, η σταδιακή αποξένωση των ευρωπαϊκών θεσμών από τον Ευρωπαίο πολίτη, παρά τις περί του αντιθέτου πρόνοιες της Συνθήκης της Λισαβόνας, η αποβιομηχάνιση και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η μείωση της παραγωγής και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, η εδραιωμένη πλέον αίσθηση ότι το κοινό νόμισμα εξυπηρέτησε συγκεκριμένα κράτη έναντι άλλων, το έλλειμμα αλληλεγγύης, όταν αυτή ήταν περισσότερο αναγκαία από ποτέ, η ανάπτυξη στερεοτυπικών αντιλήψεων μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών και οι συνακόλουθες διαιρέσεις, δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος καλλιέργειας θέσεων με ευρωσκεπτικιστικό και αντιευρωπαϊκό πρόσημο, λησμονώντας όλες τις κατακτήσεις της Ένωσης.
Στην Πολωνία, στην εξουσία βρίσκεται ένα σχεδόν ακροδεξιό κόμμα με πολιτική κουλτούρα που πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί «ευρωπαϊκή», η Ουγγαρία και η Σλοβακία ρέπουν προς τον αυταρχισμό και ο Βρετανός Φάρατζ απειλεί πως από κοινού με τον Γκρίλο θα «διαλύσουν» την Ευρώπη. Από την άλλη, βέβαια, ορισμένα μέχρι πρότινος κόμματα διαμαρτυρίας (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos) προσαρμόζονται λιγότερο ή περισσότερο στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις των κυρίαρχων κύκλων, προκειμένου είτε να επιβιώσουν πολιτικά είτε να γίνουν πιο mainstream, ώστε να διατηρήσουν ή να διεκδικήσουν την εξουσία.
Το πρόβλημα της σημερινής Ευρώπης είναι η «συνάντηση» προκλήσεων ασφάλειας (τρομοκρατία) με την οικονομική κρίση, που έχει πλήξει κυρίως τη μεσαία τάξη και αποστερεί τη νέα γενιά από την προοπτική για ένα καλύτερο αύριο, σε συνάρτηση με το προσφυγικό ζήτημα, που (ανορθόδοξα) προάγει τις αβεβαιότητες ως προς τυχόν δημογραφική αλλοίωση, περαιτέρω απομείωση μισθών και κοινωνικού κράτους, αύξηση της ανεργίας κ.λπ. Όλα αυτά επιτρέπουν την ανάδειξη σχηματισμών με δήθεν αντισυμβατικό και εμφανώς λαϊκίστικο πρόσημο (που φλερτάρουν ή έχουν καταλάβει την εξουσία), οι οποίοι και αμφισβητούν την ανάγκη ύπαρξης ενός υπερεθνικού οργανισμού που δεν τους κατοχυρώνει έναντι απειλών, τους παρέχει μεν χρηματοδοτικά εργαλεία αλλά με ασφυκτικούς όρους συμμόρφωσης με το γερμανικό οικονομικό μοντέλο, επιχειρηματολογώντας με εύπεπτη για τους πολίτες ρητορική υπέρ της ανάγκης οι αποφάσεις για μια σειρά από ζητήματα να λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι Γερμανοί, των οποίων η οικονομία έχει επωφεληθεί περισσότερο από κάθε άλλη από την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, είναι αρνητικοί κατά 70% στη διαφαινόμενη συμφωνία TTIP (Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων) με τις ΗΠΑ, προφανώς φοβούμενοι μην απολέσουν τα κεκτημένα.