Ρένα Μόρφη: «Η μουσική είναι λύτρωση» - Free Sunday
Ρένα Μόρφη: «Η μουσική είναι λύτρωση»

Ρένα Μόρφη: «Η μουσική είναι λύτρωση»

Μιλήστε μας για τον δίσκο σας «Σούλη Ανατολή»...
Πρόκειται για το alter ego Σούλη Ανατολή, τη «ζαργάνα του Παγασητικού», η οποία έχει ζήσει διάφορες δοξασμένες και μη εποχές μέσα στο ελληνικό τραγούδι, με τη φήμη της πάντα να προπορεύεται. Η «Σούλη Ανατολή» είναι ένας θεματικός δίσκος που επαναπροσεγγίζει την έννοια του κλασικού λαϊκού τραγουδιού και ταξιδεύει μπρος και πίσω στον χρόνο. Bachata και καρσιλαμάς, rumba-cha και τσιφτετέλι με φαρφίσα, κιθάρες και κρουστά. Σε αυτό το άλμπουμ ανακατεύονται όλα τα μουσικά μου πρότυπα. Επτά καινούργια τραγούδια και τρεις ιδιαίτερες διασκευές κάνουν τη «Σούλη» άξια του επωνύμου της. Πέρα από αυτό, όμως, Σούλη Ανατολή ήταν και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της γιαγιάς μου, όταν ασχολήθηκε με το τραγούδι στον Βόλο, τη δεκαετία του ’50.

Τον δίσκο υπογράφουν ο Δημήτρης Μπαλογιάννης και ο Φοίβος Δεληβοριάς. Ο Δεληβοριάς πρώτη φορά δημιουργεί για άλλον καλλιτέχνη…
Με τον Φοίβο μας συνδέει πολύ στενή φιλική σχέση και δεν κάνω τίποτα αν δεν τον συμβουλευτώ πρώτα. Όταν έμαθε για την ιδέα του δίσκου, ενθουσιάστηκε και ήθελε να συμμετάσχει σε αυτή τη δουλειά, και νιώθω τυχερή που το έκανε, γιατί το αποτέλεσμα είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικό. Για μένα, ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της γενιάς του, και όχι μόνο. Κάθε συνεργασία μαζί του είναι πάντα δημιουργική και ξεχωριστή.

Η αγάπη σας για το ελληνικό –και μάλιστα το λαϊκό και ρεμπέτικο– τραγούδι πού οφείλεται;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Βόλο. Εκεί έχουμε έντονη ρεμπέτικη παράδοση και αυτό με επηρέασε από νωρίς στο να αγαπήσω το ελληνικό τραγούδι και τις ρίζες του. Ως φοιτήτρια συνδέθηκα με τη δισκογραφία του Tom Waits, της Joni Mitchell, του Μάνου Χατζιδάκι και σιγά σιγά άρχισα να ανακαλύπτω τον θησαυρό του λαϊκού τραγουδιού –ελληνικού και μη–, από Τσιτσάνη και Βασιλειάδη μέχρι Ismael Rivera και Héctor Lavoe.

Την παραγωγή του δίσκου υπογράφουν οι Imam Baildi, με τους οποίους έτσι κι αλλιώς σας συνδέει μια ιδιαίτερη σχέση. Να υποθέσω μαζί τους καταλήξατε και στα διασκευασμένα τραγούδια…
Είναι τρία τραγούδια που αποτελούν ορόσημο έμπνευσης για τον δίσκο. Προσωπικά μου αγαπημένα και τολμηρά, κατά την άποψή μου, για διασκευή. Ωστόσο, οι επιλογές αυτές κυμάνθηκαν στο κλίμα ότι δεν πρέπει να διστάζουμε να αναπαράγουμε τραγούδια που μας συγκινούν και μας εκφράζουν. Πρόκειται για το «Γλυκιά μου αγάπη», που πρωτοτραγούδησε στα ελληνικά η Βούλα Πάλλα, το «Μπορεί» των Δερβενιώτη-Βίρβου και το «Θέλω να ζεις για μένα».

Τι είναι πιο δύσκολο: ένα νέο τραγούδι ή η διασκευή ενός τραγουδιού που ήδη έχει την πορεία και την αξία του;
Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα πρέπει να συγκριθώ τραγουδώντας διασκευές, οπότε δεν είχα ποτέ αγωνία γι’ αυτό. Δεν είναι σκοπός μου να «ξεπεράσω» κάποια ερμηνεία. Τις διασκευές στις ηχογραφήσεις τις αντιμετωπίζω σαν καινούργια κομμάτια και προσπαθώ να διαχωρίζω τον εαυτό μου από το γνώριμο άκουσμά τους. Αυτό, φυσικά, δεν είναι πάντα εύκολο, ωστόσο η ευθύνη να αποδώσεις το συναίσθημα ενός τραγουδιού είναι ίδια, είτε πρόκειται για διασκευή είτε για πρωτότυπο.

Είδα στο Facebook φωτογραφίες από ένα ταξίδι σας στην Κούβα με το hashtag «inspiration» (έμπνευση). Βρήκατε την έμπνευση που ψάχνατε στην Καραϊβική; Τι είναι αυτό που αγαπάτε στα λάτιν ακούσματα;
Με τους Imam Baildi έχουμε την ευκαιρία να ταξιδεύουμε πολύ συχνά στο εξωτερικό για συναυλίες, έτσι, όποτε βρισκόμαστε στην Αμερική, πάντα δράττομαι της ευκαιρίας για ένα ταξίδι στην ισπανόφωνη Καραϊβική. Πρέπει να σας πω, όμως, πως δεν πάω για τα τιρκουάζ νερά και το τροπικό μαύρισμα. Κάθε άλλο. Με γοητεύει τόσο πολύ ο τρόπος ζωής των κατοίκων, που κατά τη συντριπτική τους πλειονότητα είναι πάμφτωχοι, αλλά καταφέρνουν να ζουν ευτυχισμένοι και αυτό το πετυχαίνουν κυρίως μέσα από την αγάπη τους για τη μουσική. Για μένα, αυτό είναι αξεπέραστη αρετή και αποδεικνύει πως η μουσική είναι λύτρωση για την ανθρώπινη ψυχή. Ως λαοί, θεωρώ πως έχουμε κοινό ταμπεραμέντο κι έτσι αυτός ο δίσκος είναι βαθιά επηρεασμένος από το «Αιγάλεω City» του Ζαμπέτα και το Siboney της Αβάνας. Η λάτιν και η ελληνική είναι και οι δύο λαϊκές μουσικές δύο τόπων μακριά σε χιλιόμετρα αλλά πολύ κοντά σε κουλτούρα – γι’ αυτό και δένουν μεταξύ τους τόσο φυσικά από την εποχή που ο Χιώτης πρωτοεισήγαγε τους λάτιν ρυθμούς στα τραγούδια του. Η συνεργασία μας με τον Κουβανό Κάρλος Μενέντεζ, έναν από τους καλύτερους λάτιν περκασιονίστες στην Ελλάδα, υπήρξε καθοριστική για να προκύψει κάτι αυθεντικό και όχι προϊόν μίμησης ή λάθος εντύπωσης. Η φαρφίσα, από την άλλη, που εισήγαγε ο Βασίλης Βασιλειάδης σε πολλά τραγούδια της δεκαετίας του ’60 και του ’70, δημιούργησε σαν ήχος ένα ολόκληρο ρεύμα στην Ελλάδα, αφήνοντας μια πολύ σημαντική κληρονομιά στο ελληνικό τραγούδι. Η συνεύρεση αυτών των δύο μουσικών κόσμων ήταν αυτό που μας καθοδήγησε από την αρχή μέχρι το τέλος αυτού του δίσκου.

Η ίδια στο σπίτι τι μουσική ακούτε;
Μου αρέσει το ραδιόφωνο και συνήθως εναλλάσσονται αυστηρά δύο σταθμοί στο σπίτι. Ένας με παλιά λαϊκά τραγούδια από το ’60 έως βαριά και το ’80 και Τρίτο Πρόγραμμα. Στη δική μου πραγματικότητα, τουλάχιστον, είναι ο τέλειος συνδυασμός. Ως τραγουδίστριας, είναι ξεκάθαρα πια τα πρότυπά μου: Ζαγοραίος, Μοσχολιού, Γαβαλάς, Γιώτα Λύδια, Βούλα Πάλλα.