Η οικονομία σε περίοδο μεγάλων αντιθέσεων - Free Sunday
Η οικονομία σε περίοδο μεγάλων αντιθέσεων
Η έξοδος από το πρόγραμμα προσφέρει ευκαιρίες και αναδεικνύει τα άλυτα προβλήματα.

Η οικονομία σε περίοδο μεγάλων αντιθέσεων

Η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα είναι μια θετική εξέλιξη αν σκεφτούμε ότι πριν από τρία χρόνια κυριαρχούσε η συζήτηση για την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

Οι άλλες χώρες που εντάχθηκαν σε πρόγραμμα χρειάστηκαν τρία χρόνια για να βάλουν τα οικονομικά τους σε τάξη και να επιστρέψουν σε περίοδο σταθερής ή και δυναμικής ανάπτυξης. Εμείς ξεκινήσαμε την προσπάθεια το 2010 με στόχο να τελειώσουμε το 2013, υπήρξε σημαντική καθυστέρηση που θα μας πήγαινε στο 2015 και μετά είχαμε τη μεγάλη πολιτική ανατροπή που οδήγησε στο τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο, μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Η κατάσταση, σε επίπεδο μακροοικονομικών δεικτών και διεθνούς αξιοπιστίας, είναι σήμερα πολύ καλύτερη απ’ ό,τι το 2015, γι’ αυτό άλλωστε και οι Ευρωπαίοι εταίροι εμφανίζονται ικανοποιημένοι έως ενθουσιασμένοι με το τέλος ενός προγράμματος η συνέχιση του οποίου τους εξέθετε στην κατηγορία ότι πετούσαν λεφτά των φορολογουμένων τους στη χαμένη ελληνική υπόθεση.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα

Η ελληνική ιδιαιτερότητα συνεχίζεται, παρά την καθυστερημένη έξοδό μας από το πρόγραμμα.

Πρώτον, με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έκανε τους κατάλληλους χειρισμούς, ετεροχρονίστηκε η αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων για τα επόμενα χρόνια.

Έτσι, τα προαπαιτούμενα τα οποία έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί για να ενισχυθούν η αποτελεσματικότητα και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μετατράπηκαν σε απλές υπογραφές, οι οποίες πρέπει να μετατραπούν σε συγκεκριμένες πολιτικές. Είναι άλλο να υπογράφεις την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα και άλλο να τις εφαρμόσεις. Είναι άλλο να υπογράφεις την αξιολόγηση στο Δημόσιο, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και τη βελτίωση των επιδόσεων της Δικαιοσύνης και άλλο να το έχεις ήδη κάνει πράξη.

Το χειρότερο είναι ότι έχουμε μπροστά μας μνημονιακού τύπου μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά την επίσημη λήξη του προγράμματος-μνημονίου. Χαρακτηριστική η προγραμματισμένη για τον Ιανουάριο του 2019 μείωση των συντάξεων. Ο κ. Τσίπρας συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ την ψήφισαν στη Βουλή δύο φορές. Πολλά κυβερνητικά στελέχη επιμένουν ότι δεν θα εφαρμοστεί, ενώ ήδη ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός κ. Χαρίτσης έστειλε την εγκύκλιο για τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 3,4 δισ. ευρώ –περίπου 12% του συνόλου– το 2019.

Αυτό το μείγμα σκόπιμου ετεροχρονισμού μέτρων, κοινωνικής σκληρότητας και πολιτικής αναξιοπιστίας δεν απειλεί μόνο την κυβέρνηση Τσίπρα και τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ αλλά συνολικά την πολιτική σταθερότητα.

Κρίση χωρίς προηγούμενο

Η βελτίωση της γενικής εικόνας της οικονομίας είναι δύσκολο να περάσει στα επαγγελματικά και κοινωνικά στρώματα που έχουν χτυπηθεί από την κρίση και σε πολλές περιπτώσεις δεν θα φτάσει καν σε αυτά.

Η κρίση που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα ήταν χωρίς ελληνικό και διεθνές προηγούμενο σε ό,τι αφορά την ένταση και τη διάρκεια. Αυτό δημιούργησε αρνητικές κοινωνικές εξελίξεις, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστούν με μια απλή βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων από εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Τα παραδείγματα αφθονούν και προκαλούν δικαιολογημένο προβληματισμό.

Το brain drain, η φυγή των καλά εκπαιδευμένων νέων στο εξωτερικό, συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Πολλοί νέοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν τους προσφέρει ικανοποιητική επαγγελματική προοπτική και η διασύνδεση με φίλους που ήδη έχουν εγκατασταθεί και εργάζονται στο εξωτερικό επιταχύνει τη φυγή τους.

Τα τελευταία χρόνια διευρύνθηκε, εξαιτίας της πολιτικής που εφαρμόστηκε, η φτώχεια μεταξύ αυτών που εργάζονται. Το 30% των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα (630.000) εργάζονται με καθαρές μηνιαίες απολαβές της τάξης των 340 ευρώ. Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν το τελευταίο δωδεκάμηνο κατά 1,7%, ενώ οι πραγματικές αποδοχές –με ετήσιο πληθωρισμό 1%– έπεσαν 2,7%. Έχει δημιουργηθεί μια αρρωστημένη κατάσταση στην αγορά εργασίας και θα πρέπει να περάσει ο ιδιωτικός τομέας σε φάση δυναμικής ανάπτυξης για να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά.

Η κρίση οδήγησε σε οριακές καταστάσεις ή και αδιέξοδο το 60% των μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να χαθούν γύρω στο 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για τους χαμένους της κρίσης. Πρόκειται για ένα τεράστιο κενό στην οικονομική ζωή, την κάλυψη του οποίου έχει κάνει ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Μητσοτάκης βασική του προτεραιότητα.

Οι περισσότεροι από αυτούς που βρέθηκαν σε επαγγελματικό, οικονομικό αδιέξοδο στην ηλικία των 45, 50 ή 55 εξακολουθούν να βρίσκονται στην ίδια κακή κατάσταση 8 έως 10 χρόνια μετά.

Η σοβαρότητα των κυβερνήσεων και της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζουν –χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του Ηνωμένου Βασιλείου και του Ισραήλ– κρίνεται από την ταχύτητα με την οποία επανεντάσσουν στην οικονομική δραστηριότητα και στην κοινωνία αυτούς που βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Στην Ελλάδα κανείς δεν έχει ασχοληθεί στα σοβαρά μαζί τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα.

Ο ιδιωτικός τομέας σε γκρίζα ζώνη

Η συμφωνία στο Eurogroup για μετά το τέλος του προγράμματος δημιουργεί καλά νέα για το ελληνικό Δημόσιο, εφόσον έχει ρυθμιστεί με ικανοποιητικό τρόπο το χρέος μέχρι το 2032 και υπάρχει δέσμευση για νέα παρέμβαση των πιστωτών εάν κριθεί αναγκαίο. Για να βγούμε όμως από την κρίση χρειάζεται η θεαματική βελτίωση των επιδόσεων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Απέχουμε πάρα πολύ από αυτήν, παρά τα τουριστικά ρεκόρ τα οποία επιτυγχάνονται σε πείσμα της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης, που είναι σε βάρος του κλάδου, και την ικανοποιητική αύξηση των εξαγωγών που παρατηρείται.

Το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χρηματοδοτήσει επαρκώς και με ανταγωνιστικά επιτόκια το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.

Η διαχείριση των κόκκινων δανείων ουσιαστικά τώρα ξεκινάει και θα οδηγήσει σε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες, επειδή θα γίνει σε ένα εξαιρετικά αρνητικό περιβάλλον. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έδωσαν στο ελληνικό Δημόσιο 24 δισ. ευρώ λιγότερα απ’ ό,τι προέβλεπε το τρίτο πρόγραμμα, ενώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, με ένα ποσό της τάξης των 14 δισ. ευρώ θα μπορούσε να γίνει η διαχείριση του 70% των κόκκινων δανείων.

Η ελληνική οικονομία έχασε και όλες τις ευκαιρίες που πρόσφερε η ΕΚΤ με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο στην περίπτωση της Ιταλίας κράτησε την οικονομία όρθια, ενώ θα χάσει στο άμεσο μέλλον και το λεγόμενο waiver εξαιτίας της απόφασης της κυβέρνησης, με καθαρά πολιτικά κριτήρια, να μην υπάρξει προληπτική γραμμή στήριξης, με τις ανάλογες δεσμεύσεις.

Εάν προσθέσουμε στα παραπάνω και τη μεγάλη φορολογική πίεση που ασκείται σε βάρος των εταιρειών και των επαγγελματιών που είναι φορολογικά συνεπείς και την αύξηση σε πολλές περιπτώσεις των ασφαλιστικών βαρών, καταλαβαίνουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.

Οι κυβερνητικές προτάσεις για μικρή μείωση ορισμένων φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών μετά τη μεγάλη αύξησή τους δεν λύνουν το πρόβλημα, γιατί στην οικονομία δεν συγκρίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ του 2018 με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015 αλλά η Ελλάδα με τον διεθνή ανταγωνισμό, από τη Βουλγαρία που φορολογεί τα εταιρικά κέρδη με 10% μέχρι την Ιρλανδία που έχει συντελεστή 12,5% και έχει ειδικευτεί σε συμφωνίες μηδενισμού των φορολογικών υποχρεώσεων των πολυεθνικών που την προτιμούν ως ευρωπαϊκή τους έδρα.