Πως η Ιστορία γίνεται σιωπή; - Free Sunday
Πως η Ιστορία γίνεται σιωπή;
Η εποχή της πλατείας των αγανακτισμένων φαντάζει μακριά. Οι ίδιοι που είναι;

Πως η Ιστορία γίνεται σιωπή;

Με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 η χώρα επέστρεψε σε ένα σκηνικό «κανονικότητας», που χαρακτηρίζεται από αυτοδύναμες κυβερνήσεις κι ενίσχυση του συστημικού δικομματισμού. Τα περισσότερα και ισχυρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα φαίνεται πως συμφωνούν πλέον στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Η ευρωσκεπτικιστική ατζέντα ηττήθηκε κατά κράτος στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση.

Ωστόσο, αυτό που δε συνέβη είναι να ανοίξει μια ευρεία συζήτηση στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας για τα αίτια της κρίσης και την εθνική αναπτυξιακή στρατηγική.

Δυστυχώς, μετά τη Μεταπολίτευση η χώρα σταδιακά οδηγήθηκε σε ένα καθεστώς όπου κυριάρχησε η ασυδοσία, ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός, η καλοπέραση με δανεικά, το βόλεμα δια των κομματικών ημετέρων, η απαξίωση κάθε αξιολογικής διαδικασίας, η κατασπατάληση δημόσιου χρήματος, η μίζα και η αδιαφορία στην πνευματική καλλιέργεια.

Η ευθύνη της Πολιτείας στη διαμόρφωση του δυσώδους τέλματος δεν ήταν διόλου αμελητέα. Το πολιτικό προσωπικό κολάκεψε τους πολίτες, εξέθρεψε το ναρκισσισμό, εκμαύλισε τα ήθη και πρόσφερε συμμετοχή στη διαφθορά. Ακόμη, μετέθετε διαρκώς την επίλυση των καίριων προβλημάτων στο μέλλον και υπέθαλψε το χυδαίο λαϊκισμό, την ψηφοθηρία, τον καιροσκοπισμό και τη θεσμική ατροφία. Η γνήσια συμμετοχή στα κοινά ατρόφησε και ο πολιτικός βίος εκφυλίστηκε.

Η συζήτηση για όλες αυτές τις κακοδαιμονίες δεν άνοιξε ποτέ στην ελληνική κοινωνία. Όλα τα αντίστοιχα εγχειρήματα προσέκρουσαν σε μια γενικευμένη άρνηση ορθολογικής προσέγγισης της σκληρής πραγματικότητας, σε μια επικράτηση του θυμού έναντι του στοχασμού.

ΟΙ Αγανακτισμένοι και άλλα συναφή κινήματα, που εμφανίστηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας, έστρεψαν τα βέλη τους εναντίον των «μοχθηρών ξένων» και εν γένει των «διαβολικών πολιτικών», ενώ πολλές φορές υιοθέτησαν άκριτα κάθε αδόκιμη θεωρία συνωμοσίας, που ξεπήδησε από την παρακμιακή λογοτεχνία της Δύσης και της Ανατολής. Τα αίτια της κρίσης θεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό εξωτερικά και όχι εσωτερικά και, επομένως, η αναζήτηση των ευθυνών των εγχώριων συντελεστών έπαυσε με συνοπτικές διαδικασίες.

Οι Έλληνες απέτυχαν να ξεκινήσουν μια συζήτηση με όρους πολιτικούς, υιοθετώντας τις σαχλοκουβέντες της καντίνας και του καφενέ. Η λαϊκή οργή απλά μεταφέρθηκε σε επίπεδο μεταφυσικής ή παιδαριώδους ερμηνείας των γεγονότων. Η γνώμη των διανοούμενων για το μελλον της χώρας δεν εισακούστηκε, αν ποτέ εκφράστηκε. Η προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων στο πολιτικό σύστημα ή ακόμη και οι μείζονές συνταγματικές αλλαγές, που είχε ανάγκη ο τόπος, δεν προχώρησαν επαρκώς. Η ευκαιρία για τη θεμελίωση μιας νέας Ελλάδας με αυξημένη πολιτική συμμετοχή παραγκωνίστηκε, ο τεκμηριωμένος δημόσιος διάλογος σίγασε, ο λαός προτίμησε να ξεχάσει και η Ιστορία έγινε σιωπή.

Μετά από αυτά τα δέκα σκληρά χρόνια υπάρχει ελπίδα να αξιοποιηθεί γόνιμα η εμπειρία της Κρίσης; Αν ναι, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στις δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις, τις ανεξάρτητες φωνές και -κυρίως- σε εκείνους που διδάχτηκαν κάτι από την περιπέτεια της χώρας.