Η πανδημία χτύπησε την οικονομία της ευρωπαϊκά φιλόδοξης Γαλλίας - Free Sunday
Η πανδημία χτύπησε την οικονομία της ευρωπαϊκά φιλόδοξης Γαλλίας
Το «Ελλάς - Γαλλία συμμαχία» παραμένει στρατηγικής σημασίας.

Η πανδημία χτύπησε την οικονομία της ευρωπαϊκά φιλόδοξης Γαλλίας

Η πανδημία ήρθε τη χειρότερη στιγμή για τη γαλλική οικονομία, αλλάζοντας δραματικά τα σχέδια του προέδρου Μακρόν και του πρωθυπουργού Φιλίπ. Η αντίδραση των γαλλικών αρχών στον κορονοϊό δεν ήταν του επιπέδου της Γερμανίας, δείχνει όμως καλύτερη από εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιταλίας.

Το χτύπημα στην εθνική οικονομία ήταν μεγάλο, ενώ η κοινωνική και πολιτική αμφισβήτηση φαίνεται να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις.

Ο πρόεδρος Μακρόν εμφανίζεται δικαιωμένος στις προτάσεις του για αποτελεσματικότερη ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ επιμένει και σε άλλες πρωτοβουλίες ευρωπαϊκού επιπέδου, όπως είναι η κατοχύρωση της παραγωγικής αυτονομίας έναντι της Κίνας και άλλων χωρών και η προώθηση της ευρωπαϊκής άμυνας.

Η πολυδιάστατη διπλωματική σύγκρουση Γαλλίας-Τουρκίας έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα σε περίοδο έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αναδεικνύει τη στρατηγική αξία του παραδοσιακού «Ελλάς - Γαλλία συμμαχία».

Το χτύπημα στην οικονομία

Με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η γαλλική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 1,3% το 2019, με την ανεργία στο 8,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Δεν πρόκειται για εντυπωσιακή επίδοση και δείχνει πόσο δύσκολο είναι να ξεκολλήσει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης από μια περίοδο στασιμότητας και ισχνής ανάπτυξης.

Η πανδημία άλλαξε δραματικά την κατάσταση προς το χειρότερο. Η πρόγνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι για μείωση του ΑΕΠ της Γαλλίας κατά 8,2% το 2020 και αύξηση της ανεργίας στο 10,1%. Εάν δεν υπάρξει δεύτερο κύμα κορονοϊού το 2021, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Γαλλία θα καλύψει σχεδόν στο σύνολό του το χαμένο έδαφος με ανάπτυξη 7,4% και η ανεργία θα υποχωρήσει στο 9,7% του ενεργού πληθυσμού.

Η εικόνα που έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη γαλλική οικονομία και την προοπτική της είναι χειρότερη από εκείνη της Γερμανίας, αλλά καλύτερη από εκείνη της Ιταλίας και της Ισπανίας. Το πρόβλημα είναι ότι η πραγματικότητα εξελίσσεται, προς το παρόν, χειρότερα από το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Γαλλίας, το δεύτερο τρίμηνο του 2020 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα κάνει μια ανησυχητική βουτιά 15%.

Προβληματισμό προκαλούν και οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ (Ιούνιος 2020) για την πορεία της γαλλικής οικονομίας, οι οποίες συνοψίζονται ως εξής: «Η Γαλλία αντιμετωπίζει μια βαθιά ύφεση, καθώς η κατανάλωση και οι επενδύσεις έπεσαν απότομα κατά τη διάρκεια της περιόδου του εγκλεισμού. Εάν η πανδημία ελεγχθεί μέχρι το καλοκαίρι, το πραγματικό ΑΕΠ θα πέσει γύρω στο 11,4% το 2020 και θα ανακάμψει κατά 7,7% το 2021. Εάν όμως υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 14,1% το 2020 και θα ανακάμψει κατά 5,2% το 2021. Μέτρα όπως η ενίσχυση των προγραμμάτων εργασίας με περιορισμένο ωράριο θα βοηθήσουν στον περιορισμό της αύξησης της ανεργίας, η οποία όμως αναμένεται να φτάσει στο ανώτατο σημείο του 12,4% ή του 13,7% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μέχρι και τα τέλη του 2020, ανάλογα με τα δύο σενάρια. Παρά την κυβερνητική υποστήριξη, οι επενδύσεις και η κατανάλωση θα ανακάμψουν μόνο σταδιακά, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, η μεγάλη αβεβαιότητα θα παραμείνει. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα φτάσει το 10,4% και το 12% του ΑΕΠ το 2020 με τα δύο σενάρια. Η υποχώρηση της οικονομίας θα αυξήσει το χρέος του Δημοσίου στο 116% ή στο 126%».

Διαρθρωτικά προβλήματα

Έχει τεράστια σημασία προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Εάν συγκρατηθεί η πτώση της και υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη το 2021, όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα έχουμε μια σχετική σταθερότητα στην Ευρωζώνη που θα είναι σε όφελος όλων. Εάν όμως συνεχιστεί η αρνητική δυναμική που καταγράφει η Τράπεζα της Γαλλίας για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 και φτάσουμε στις ιδιαίτερα αρνητικές επιδόσεις που προβλέπει η έκθεση του ΟΟΣΑ του Ιουνίου 2020, τότε θα υπάρξει κίνδυνος γενικής αποσταθεροποίησης της Ευρωζώνης. Η δεύτερη σημαντικότερη οικονομία της Ευρωζώνης, όπως και η τρίτη και τέταρτη (Ιταλία και Ισπανία), θα καταγράψουν διψήφιο ποσοστό πτώσης του ΑΕΠ το 2020, χωρίς να είναι σε θέση να καλύψουν όλες τις απώλειες το 2021.

Σε αυτή την περίπτωση θα αυξηθούν οι πιθανότητες νέας κρίσης εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη, εξέλιξη που θα έχει εξαιρετικά δυσάρεστες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.

Την κατάσταση περιπλέκουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της γαλλικής οικονομίας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ (Government at a Glance 2017): «Με ένα ποσοστό δημοσίων δαπανών της τάξης του 56,5% του ΑΕΠ το 2016, η Γαλλία παρέμεινε η χώρα με το υψηλότερο επίπεδο κυβερνητικών δαπανών από το 2007 μέχρι το 2016 μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, στις οποίες ο μέσος όρος των δημοσίων δαπανών αναλογεί στο 40,9% του ΑΕΠ. Επιπλέον, το γαλλικό πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο έφτασε το 1,7% του ΑΕΠ το 2015, προβλέπεται να επηρεάσει το επίπεδο του δημόσιου χρέους.

»Οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία αναλογούσαν σε 43% των κυβερνητικών δαπανών στη Γαλλία, 10 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ακολουθούμενες από τις δαπάνες για την υγεία με 14% επί του συνόλου των δαπανών, οι οποίες υστερούν του μέσου όρου του ΟΟΣΑ κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες».

Στις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, διατυπωμένες το 2017, αναδεικνύονται τα διαρθρωτικά προβλήματα της γαλλικής οικονομίας. Οι δημόσιες δαπάνες είναι ως ποσοστό επί του ΑΕΠ οι υψηλότερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Είναι δύσκολο να περιοριστούν σε περίοδο πανδημίας και ακόμη πιο δύσκολο να χρηματοδοτηθούν, εφόσον η ύφεση προκαλεί μεγάλη πτώση στα έσοδα του Δημοσίου.

Οι κατά κεφαλήν κυβερνητικές δαπάνες ήταν 18.947 ευρώ το 2016, αυξήθηκαν σε 19.389 το 2017 και έφτασαν τα 19.609 ευρώ το 2018. Η Γαλλία είναι με διαφορά η χώρα του ΟΟΣΑ με τη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες. Ακόμη και ο Μακρόν, τον οποίο ορισμένοι κατηγορούν για… νεοφιλελευθερισμό, δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την αυξητική τάση σε απόλυτους αριθμούς.

Η κρίση της πανδημίας αυξάνει κι άλλο τις δημόσιες δαπάνες στη Γαλλία ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, σπρώχνοντας προς τα ύψη και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Προς το παρόν το γαλλικό Δημόσιο επωφελείται από την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και δανείζεται από τις αγορές με αρνητικό επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογό του. Τα βασικά στοιχεία της γαλλικής οικονομίας και η προοπτική τους δεν δικαιολογούν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τέτοιες ευκολίες και το ερώτημα είναι τι θα γίνει στην Ευρωζώνη και φυσικά στην Ελλάδα εάν συνεχιστεί η εντυπωσιακά κακή πορεία της γαλλικής οικονομίας.

Ενισχύεται η αμφισβήτηση

Η πανδημία βρήκε τη Γαλλία σε περίοδο μεγάλης κοινωνικής αναταραχής. Το 2018 και το 2019 σημαδεύτηκαν από το κίνημα διαμαρτυρίας των «κίτρινων γιλέκων» που συχνά εκφραζόταν με εξαιρετικά βίαιο τρόπο και από τις απεργιακές κινητοποιήσεις που είχαν στόχο τη ματαίωση της προγραμματισμένης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.

Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» ξέσπασε σαν αντίδραση στην επιβολή ενός πρόσθετου οικολογικού φόρου στη βενζίνη. Εργαζόμενοι που ξοδεύουν ένα σημαντικό ποσοστό του εισοδήματός τους σε μετακινήσεις με Ι.Χ., επαγγελματίες και μικρομεσαίοι που βρίσκονται στο όριο ένωσαν τις δυνάμεις τους σε ένα πολιτικά ανεξάρτητο και αρκετά χαοτικό κίνημα διαμαρτυρίας.

Η αμφισβήτηση ενισχύθηκε στη συνέχεια από τις μεγάλης διάρκειας απεργιακές κινητοποιήσεις για τη ματαίωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Η κυβέρνηση Φιλίπ προσπάθησε να ανεβάσει το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 και να καταργήσει ή έστω να περιορίσει την ειδική μεταχείριση των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας.

Τελικά δεν μπόρεσε να προωθήσει μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα βελτίωνε σημαντικά τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας και θα ενίσχυε τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Υποχρεώθηκε σε συνεχείς υποχωρήσεις, σε μια προσπάθεια να βάλει τέλος στις απεργιακές κινητοποιήσεις που είχαν τεράστιο κόστος για την οικονομία.

Η Γαλλία επιστρέφει σταδιακά σε ένα κλίμα κοινωνικής αμφισβήτησης σε πολύ χειρότερες, λόγω της πανδημίας, οικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες. Οι πρώτες μεγάλες κινητοποιήσεις μετά την πανδημία ήταν από το υγειονομικό προσωπικό, εφόσον υπάρχει πράγματι πρόβλημα υποχρηματοδότησης του συστήματος υγείας, παρά το ρεκόρ στις δημόσιες δαπάνες που κατέχει η Γαλλία.

Οι ελλείψεις στο σύστημα υγείας φάνηκαν στην πρώτη φάση, της εξαιρετικά δυναμικής διάδοσης του ιού, με ορισμένες μονάδες εντατικής θεραπείας να παρουσιάζουν την απαράδεκτη εικόνα ανάλογων μονάδων στη βόρεια Ιταλία.

Η αδυναμία του Μακρόν

Ο συνδυασμός κακής οικονομικής κατάστασης λόγω πανδημίας και κοινωνικής αναταραχής που είχε προηγηθεί, αλλά μπορεί στη συνέχεια να ενισχυθεί, φέρνουν σε δύσκολη πολιτική θέση τον φιλελεύθερο πρόεδρο Μακρόν.

Ο δεύτερος γύρος των δημοτικών εκλογών, που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου 2020, ανέδειξε την πολιτική αδυναμία του προέδρου και της παράταξής του.

Η Δημοκρατία Εμπρός (LREM), το κόμμα του Μακρόν, δεν μπόρεσε να κερδίσει κανένα μεγάλο αστικό κέντρο, με εξαίρεση τη Χάβρη, όπου εξελέγη δήμαρχος, αξιοποιώντας τη δυνατότητα για περισσότερα του ενός αξιώματα, ο πρωθυπουργός Φιλίπ.

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο πρωθυπουργός, ο οποίος προέρχεται από την κεντροδεξιά, θεωρείται ικανότερος και είναι δημοφιλέστερος του προέδρου Μακρόν, ο οποίος προέρχεται από την κεντροαριστερά.

Ο Μακρόν ξεκίνησε από τον χώρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος και προωθήθηκε στην εξουσία στηριζόμενος, μεταξύ των άλλων, σε παράγοντες της κεντροδεξιάς και σε εντυπωσιακά πολιτικά ανοίγματα προς τον χώρο της Οικολογίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, έχει χάσει τη διείσδυση που είχε στον χώρο της κεντροαριστεράς και της Οικολογίας, με αποτέλεσμα να στηρίζεται κυρίως σε ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς, οι οποίοι εμπιστεύονται περισσότερο τον Φιλίπ.

Στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών οι Σοσιαλιστές έκαναν μια αξιοπρεπή εμφάνιση και πέτυχαν μεγάλη νίκη στο Παρίσι με την επανεκλογή της δημάρχου Ινταλγκό, αλλά το βασικό χαρακτηριστικό ήταν η μεγάλη άνοδος του κόμματος Ευρώπη Οικολογία - Οι Πράσινοι (EELV), του οποίου οι υποψήφιοι επικράτησαν στη Λυών, στο Μπορντό, στο Στρασβούργο, στην Γκρενόμπλ και ήρθαν πρώτοι στη Μασσαλία.

Οι Πράσινοι ήταν ήδη σε πορεία ανόδου στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, όπου ήρθαν τρίτοι με 13,47%, μετά το κόμμα της Λεπέν και το κόμμα του Μακρόν. Όπως πριν από έναν χρόνο στη Γερμανία, βρίσκονται σε φάση δυναμικής ανόδου, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα μετατρέψουν τα εντυπωσιακά κέρδη τους στις εκλογές σε κέρδη στις επόμενες προεδρικές ή βουλευτικές εκλογές.

Η διαφορά μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας είναι ότι η αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας από τη Μέρκελ έσπασε τη δυναμική των Πρασίνων και προκάλεσε ευρύτερη συσπείρωση γύρω από τους Χριστιανοδημοκράτες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να επιστρέψουν σε εντυπωσιακά δημοσκοπικά ποσοστά, της τάξης του 40%, και οι Πράσινοι να υποχωρήσουν από το 22%-24% προς το 16%-18%.

Στη Γαλλία η διαχείριση της πανδημίας από τον Μακρόν δεν προκάλεσε ανάλογη πολιτική συσπείρωση, αντίθετα συνέβαλε στην αποσυσπείρωση της προεδρικής πλειοψηφίας. Οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς που τον στήριζαν είχαν ήδη απογοητευτεί εξαιτίας της προσπάθειάς του να βάλει τάξη στα οικονομικά του ασφαλιστικού συστήματος και οι Πράσινοι που τον εμπιστεύτηκαν στο ξεκίνημα της προεδρικής του θητείας κινούνται πλέον αυτόνομα και δυναμικά, σε συνεννόηση με τους Σοσιαλιστές.

Το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών ήταν μια μεγάλη ήττα για τον Μακρόν και το κόμμα του, δεν αποτέλεσε όμως νίκη των ακροδεξιών της Λεπέν ή της ριζοσπαστικής Αριστεράς του Μελανσόν.

Η κοινωνική και πολιτική αμφισβήτηση εκφράστηκε με την αποχή, που έφτασε –και λόγω της πανδημίας– στο 60%, και με την εντυπωσιακή ενίσχυση των υποψηφίων του EELV. Αυτό σημαίνει ότι η προεδρική πλειοψηφία έχει χάσει τη συνοχή της, χωρίς όμως να μπορούμε να κάνουμε σχετικά ασφαλή πρόγνωση για τις πολιτικές εξελίξεις.

Η στρατηγική του Μακρόν είναι να επαναλάβει στις προεδρικές του 2022 το δίλημμα ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός με τον Μακρόν ή ακροδεξιός λαϊκισμός με τη Λεπέν. Όμως το εκλογικό σώμα της Γαλλίας έχει εκπαιδευτεί στη σκληρή μεταχείριση του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Σαρκοζί οδηγήθηκε σε ταπεινωτική ήττα το 2012 από τον Ολάντ. Το 2017 ο Ολάντ ήταν τόσο αποδυναμωμένος, ώστε αποφάσισε να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του. Το 2020 ο Μακρόν δείχνει ιδιαίτερα ευάλωτος στην πορεία προς τις προεδρικές του 2022.

Ευρωπαϊκή δικαίωση

Κι ενώ η οικονομία της Γαλλίας πηγαίνει χειρότερα απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί, η κοινωνική αμφισβήτηση ενισχύεται και ο Μακρόν δείχνει αρκετά ευάλωτος, η ευρωπαϊκή στρατηγική του προέδρου της Γαλλίας δικαιώνεται.

Από τον Σεπτέμβριο του 2017, με την ομιλία του στη Σορβόννη, ο Μακρόν είχε παρουσιάσει εντυπωσιακές προτάσεις για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Μέρκελ, όμως, δεν ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα να μη λειτουργήσει ο γαλλογερμανικός άξονας σε όφελος της Ε.Ε.

Οι διαστάσεις της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία και ο κίνδυνος ουσιαστικής οικονομικής διάσπασης της Ευρωζώνης συνέβαλαν ώστε η καγκελάριος της Γερμανίας να υιοθετήσει ένα μέρος από τις φιλόδοξες προτάσεις του Μακρόν, ο οποίος εξέφρασε και τις διεκδικήσεις του λεγόμενου Νότου, ενισχυμένου από χώρες όπως η Ιρλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, τις οποίες οι περισσότεροι αναλυτές τοποθετούσαν πιο κοντά στον λεγόμενο Βορρά.

Η γαλλογερμανική πρόταση για δωρεάν οικονομική ενίσχυση 500 δισ. ευρώ, μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, στα κράτη-μέλη που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία είναι η απόλυτη δικαίωση των θέσεων Μακρόν, εφόσον πάντα υποστήριζε την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και μια μορφή αμοιβαιοποίησης του χρέους.

Οι γαλλικές προτάσεις είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και σε ό,τι αφορά την παραγωγική αυτονομία της Ε.Ε., ιδιαίτερα σε κλάδους στρατηγικής σημασίας, όπως και την προώθηση της ευρωπαϊκής άμυνας.

Το Παρίσι προσεγγίζει, επί Μακρόν, τα ευρωπαϊκά ζητήματα με ιδιαίτερα δημιουργική διάθεση, χωρίς να βρίσκει πάντα ανταπόκριση από την πλευρά του Βερολίνου. Τα προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία στη γερμανική και στην ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και η θεαματική ενίσχυση της πολιτικής της θέσης εξαιτίας της αποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας, επέτρεψαν στη Μέρκελ να δεχτεί βασικές θέσεις του Μακρόν.

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον πολιτικό δίδυμο, με τον Μακρόν να θέλει να φύγει μπροστά στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση αλλά να μην έχει τις αναγκαίες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις και τη Μέρκελ να τον ακολουθεί διστακτικά, έχοντας το οικονομικό και πολιτικό πλεονέκτημα.

Η ρήξη με την Τουρκία

Εξαιρετικής σημασίας για την Ελλάδα και την Ε.Ε. είναι η ρήξη του προέδρου Μακρόν με τον πρόεδρο Ερντογάν.

Ο Μακρόν είχε στραφεί εναντίον του Ερντογάν ήδη από τα τέλη του 2019. Είχε μιλήσει για «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ, εφόσον η Τουρκία, ένα εξαιρετικά σημαντικό μέλος της Συμμαχίας, έκανε ό,τι ήθελε σε χώρες στρατηγικής σημασίας, όπως η Συρία, με την ανοχή των ΗΠΑ.

Από τότε η αντιπαράθεση Γαλλίας-Τουρκίας εκδηλώθηκε και σε ζητήματα που έχουν σχέση με τη Λιβύη. Ο Μακρόν κατηγορεί τον Ερντογάν ότι δεν σέβεται τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στα πλαίσια της διαδικασίας του Βερολίνου και ο Ερντογάν απαντά πως η Γαλλία λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στη Λιβύη, έχοντας συμβάλει στην ανατροπή του Καντάφι το 2011 και στηρίζοντας τις δυνάμεις του Χάφταρ που ελέγχουν την ανατολική Λιβύη και δεν έχουν τη διεθνή αναγνώριση που έχει εξασφαλίσει η υποστηριζόμενη από την Τουρκία κυβέρνηση της Τρίπολης.

Η Γαλλία θεωρεί ότι έχει έναν ευρύτερο ρόλο στη Μεσόγειο και προσπαθεί να τον αξιοποιήσει για να εξισορροπήσει, στο μέτρο του δυνατού, τη μεγάλη επιρροή της Γερμανίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Η νεο-οθωμανική στρατηγική που έχει υιοθετήσει ο Ερντογάν αναδεικνύει αδύνατα σημεία της πολιτικής της Γαλλίας και προκαλεί μεγάλες εντάσεις. Στη Συρία η Γαλλία βγήκε ζημιωμένη επειδή στήριξε στον εμφύλιο τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις, εκτιμώντας ότι θα έφτανε σε μια γρήγορη ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, με το οποίο είχε συνεργαστεί στενά στο παρελθόν. Η κακή εκτίμηση που έκαναν οι Γάλλοι συνέβαλε στο πέρασμα της Συρίας στην επιρροή της Ρωσίας και του Ιράν και σε μικρότερο βαθμό της Τουρκίας.

Λάθος στρατηγικής σημασίας αποδείχθηκε και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Γαλλίας στην ανατροπή και εξόντωση του Καντάφι το 2011. Από τότε η Λιβύη βυθίστηκε σε εμφύλιο, με την Τουρκία και τη Ρωσία να αποκτούν μεγάλη επιρροή στις αντιμαχόμενες πλευρές μέσα από τη στρατιωτική υποστήριξη που τους παρέχουν. Η γαλλική Δικαιοσύνη διερευνά ακόμη τις οικονομικές σχέσεις που μπορεί να είχε ο Σαρκοζί με τον Καντάφι, οι οποίες μπορεί να έφταναν μέχρι και στη χρηματοδότηση της επιτυχημένης προεδρικής εκστρατείας του Σαρκοζί. Η αλλαγή της στάσης της Γαλλίας έναντι του καθεστώτος Καντάφι δεν συνέβαλε τελικά στον εκδημοκρατισμό της στρατηγικής σημασίας χώρας, αλλά δημιούργησε δυναμική διάλυσής της σε όφελος ξένων δυνάμεων.

Η Γαλλία είναι αποφασισμένη να θέσει το θέμα της νεο-οθωμανικής στρατηγικής του Ερντογάν στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ και αυτό εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα, σε μια περίοδο μεγάλης έντασης στις σχέσεις με την Τουρκία.

Δύσκολη αποστολή

Η αποστολή που έχει αναλάβει ο Μακρόν, να επιβάλει κάποιους κανόνες καλής συμπεριφοράς στον Ερντογάν, είναι δύσκολη και λεπτή.

Πρώτον, ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει μια προσωπική σχέση με τον Τραμπ και, απ’ ό,τι φαίνεται, αξιοποιεί το επιχείρημα ότι τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη η Τουρκία είναι παράγοντας περιορισμού της ενίσχυσης της ρωσικής επιρροής.

Δεύτερον, πολλές χώρες της Ε.Ε., με πιο δυναμική απ’ όλες την Πολωνία, αντιτίθενται στον διάλογο που θέλει να οργανώσει η Γαλλία με τη Ρωσία σε ζητήματα που έχουν σχέση με τη Λιβύη, τη Συρία, την Ουκρανία, τον έλεγχο των εξοπλισμών. Δημιουργούνται δύο τάσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε., η οποία άλλωστε δεν έχει φτάσει στο σημείο να έχει κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή πολιτική άμυνας, με ορισμένες χώρες να δίνουν προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της νεο-οθωμανικής στρατηγικής του Ερντογάν και άλλες να ανησυχούν περισσότερο για μια ρωσική «περικύκλωση» της Ε.Ε. που ξεκινάει από την Ουκρανία και φτάνει μέχρι τη Λιβύη μέσω Γεωργίας και Συρίας.

Τρίτον, η γαλλική προσπάθεια ευρωπαϊκής απομόνωσης της Τουρκίας προσκρούει στις στενές οικονομικές σχέσεις χωρών-μελών της Ε.Ε. με την Τουρκία, με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της Γερμανίας.

Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η γαλλική διπλωματία, το Παρίσι επιμένει ότι η στάση της Τουρκίας στη Συρία και στη Λιβύη, αλλά και έναντι της Κύπρου και της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τον ενεργειακό πλούτο και τα κυριαρχικά δικαιώματα, είναι απαράδεκτη. Δείγμα της αποφασιστικότητας της Γαλλίας είναι η αποχώρηση των δυνάμεών της από τη νατοϊκή επιχείρηση «Sea Guardian» (Φρουρός της Θάλασσας) στη Μεσόγειο ύστερα από αυτό που θεωρεί το Παρίσι επιθετική στάση τουρκικών πολεμικών πλοίων έναντι γαλλικής φρεγάτας που προσπάθησε, βάσει εντολών του ΝΑΤΟ, να ελέγξει το φορτίο εμπορικού πλοίου, το οποίο, σύμφωνα με τις ενδείξεις, ήταν πολεμικό υλικό για την υποστηριζόμενη από τους Τούρκους κυβέρνηση της Τρίπολης, κατά παράβαση αποφάσεων που επιβάλλουν απαγόρευση στην παροχή οπλικών συστημάτων στις αντιμαχόμενες πλευρές.

Το Παρίσι έθεσε το θέμα στο ΝΑΤΟ, έκρινε ότι η αντίδραση της Συμμαχίας ήταν υποτονική και δεν κάλυπτε τη γαλλική πλευρά και αποφάσισε την απόσυρση των γαλλικών δυνάμεων από την επιχείρηση «Sea Guardian» μέχρις ότου επιβεβαιωθεί το εμπάργκο στην παροχή όπλων στις αντιμαχόμενες πλευρές στη Λιβύη, υπάρξει συνεργασία Ε.Ε.-ΝΑΤΟ για το θέμα, σταματήσουν τα πολεμικά πλοία της Τουρκίας να καλύπτουν τη δραστηριότητά τους πίσω από την υποτιθέμενη νατοϊκή αποστολή τους και οριστεί ένας μηχανισμός διευθέτησης των διαφορών και αποκλιμάκωσης της έντασης.

Οι όροι που θέτει η Γαλλία είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν, εφόσον στο ΝΑΤΟ συμμετέχει η Τουρκία και η πολιτική Ερντογάν καλύπτεται σε γενικές γραμμές από τον πρόεδρο Τραμπ. Η αποφασιστικότητα όμως του Μακρόν στο ζήτημα του ελέγχου της στρατηγικής του Ερντογάν έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα και ανανεώνει, σε διαφορετικές συνθήκες, το παραδοσιακό «Ελλάς - Γαλλία συμμαχία». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη σκέφτεται να προμηθευτεί δύο υπερσύγχρονες φρεγάτες από τη Γαλλία, κόστους 2-3 δισ. ευρώ, ανάλογα με τον εξοπλισμό, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της εθνικής άμυνας με γαλλικές εγγυήσεις.