Μετά τη Μέρκελ, τι; - Free Sunday
Μετά τη Μέρκελ, τι;
Όλα τα σενάρια ανοιχτά για τη Γερμανία.

Μετά τη Μέρκελ, τι;

Το τέλος της περιόδου Μέρκελ φτάνει με τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, εφόσον η καγκελάριος έχει δηλώσει ότι δεν θα διεκδικήσει πέμπτη συνεχή θητεία.

Δεκαέξι χρόνια στην ηγεσία του κράτους-μέλους της Ε.Ε. με την ισχυρότερη οικονομία –και μάλιστα σε περίοδο μεγάλων κρίσεων και ανακατατάξεων– είναι υπεραρκετά ακόμη και για προσωπικότητες με την αντοχή, την επιμονή και τη συστηματική προσέγγιση στα προβλήματα που χαρακτηρίζουν την καγκελάριο.

Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα των εκλογών που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 14 Μαρτίου στα κρατίδια της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Ρηνανίας-Παλατινάτου, το ουσιαστικό τέλος της εποχής Μέρκελ έφτασε έξι μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της καγκελαρίου υπέστη δύο μεγάλες εκλογικές ήττες στο ξεκίνημα ενός εκλογικού μαραθωνίου που συμπεριλαμβάνει εκλογικές αναμετρήσεις σε έξι κρατίδια προτού φτάσουμε στην κορύφωση με τις βουλευτικές του Σεπτεμβρίου.

Μεγάλη πτώση

Στη Βάδη-Βυρτεμβέργη –η οποία, με πρωτεύουσα τη Στουτγάρδη και 11 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελεί ένα από τα κέντρα της εξαγωγικής βιομηχανίας της Γερμανίας– οι Χριστιανοδημοκράτες είδαν το ποσοστό τους να υποχωρεί 4 μονάδες, στο 23,6%, σε σχέση με τις τοπικές εκλογές του 2016.

Μεγαλύτερη ήταν η πτώση των Χριστιανοδημοκρατών στη Ρηνανία-Παλατινάτο. Έχασαν 5,8 μονάδες και περιορίστηκαν στο 26,5%.

Στη Βάδη-Βυρτεμβέργη θριάμβευσαν οι Πράσινοι. Ελέγχουν την πρωθυπουργία από το 2011 με κυβέρνηση συνασπισμού Πρασίνων-Χριστιανοδημοκρατών υπό τον 72χρονο σήμερα Βίνφριντ Κρέτσμαν.

Ο Κρέτσμαν θεωρείται εκπρόσωπος της πτέρυγας των «ρεαλιστών» στο κόμμα των Πρασίνων και έχει καταφέρει να συνδυάσει τη στήριξη της εξαγωγικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανόμενης της αυτοκινητοβιομηχανίας, με την προώθηση μιας φιλόδοξης περιβαλλοντικής πολιτικής.

Οι ριζοσπάστες των Πρασίνων θεωρούν ότι έχει συμβιβαστεί υπερβολικά με τα μεγάλα συμφέροντα –όπως τις αυτοκινητοβιομηχανίες που στηρίζονται ακόμη στους κινητήρες ντίζελ–, αλλά η ευρύτερη κοινή γνώμη έχει ιδιαίτερα θετική άποψη γι’ αυτόν.

Οι πολίτες της Βάδης-Βυρτεμβέργης εγκρίνουν το έργο του σε ποσοστό 80% και με το 31% που πήραν οι Πράσινοι στις εκλογές είναι βέβαιο ότι θα παραμείνει στην πρωθυπουργία για τρίτη συνεχόμενη θητεία. Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει τον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες ή θα προτιμήσει τη συνεργασία Πρασίνων, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελευθέρων.

Οι Πράσινοι συμμετέχουν σε 11 κυβερνήσεις συνασπισμού σε σύνολο 16 γερμανικών κρατιδίων. Έχουν αποκτήσει μεγάλη διαχειριστική εμπειρία και οι δημοσκοπήσεις τούς εμφανίζουν δεύτερους σε εθνικό επίπεδο.

Στη Ρηνανία-Παλατινάτο επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει 25ετία στην πρωθυπουργία. Το πιθανότερο είναι ότι θα συνεχίσουν την κυβερνητική συνεργασία με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.

Με βάση τα αποτελέσματα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, οι Χριστιανοδημοκράτες χάνουν έδαφος σε όφελος των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων, οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν μικρότερες απώλειες, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία καταγράφει διψήφια ποσοστά αλλά με πτωτική τάση, ενώ η Αριστερά έμεινε πολύ κάτω από το όριο του 5% που επιτρέπει την εκπροσώπηση στην τοπική Βουλή.

Τα αίτια

Πέντε είναι τα βασικά αίτια της εκλογικής πτώσης των Χριστιανοδημοκρατών.

Πρώτον, υπάρχει μια φυσιολογική κόπωση του εκλογικού σώματος με το κόμμα που ελέγχει την καγκελαρία και αποτελεί τη βασική δύναμη των κυβερνητικών συνασπισμών τα τελευταία 16 χρόνια. Στο διάστημα αυτό πέρασαν από την εξουσία οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι, πάντα όμως με τους όρους των Χριστιανοδημοκρατών, που αποτελούσαν τη βασική κυβερνητική δύναμη. Λογικό είναι λοιπόν να εκδηλώνεται, σε δύσκολες συνθήκες, η φθορά της εξουσίας.

Δεύτερον, η περίοδος Μέρκελ έφτασε στο τέλος της χωρίς να έχει λυθεί το πρόβλημα της διαδοχής. Δεν υπάρχει μια ισχυρή προσωπικότητα που θα ενώσει την κεντροδεξιά, όπως η Μέρκελ. Αντίθετα, εκδηλώνονται αντιπαλότητες, τόσο για τον έλεγχο της ηγεσίας του κόμματος όσο και για το ποιος τελικά θα είναι ο υποψήφιος του κόμματος για την καγκελαρία στις εκλογές του 2021.

Το κακό αποτέλεσμα στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και στη Ρηνανία-Παλατινάτο μπερδεύει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Η Μέρκελ είχε στηρίξει για την ηγεσία του κόμματος τη σημερινή υπουργό Άμυνας, Κραμπ-Καρενμπάουερ. Αυτή δεν άντεξε στην πίεση. Παραιτήθηκε από την ηγεσία και αντικαταστάθηκε ύστερα από νέες εσωκομματικές εκλογές –σε συνθήκες πολιτικής έντασης– από τον πρωθυπουργό της Βορείου Ρηνανίας - Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ, ο οποίος κινείται επίσης στην κεντρώα γραμμή Μέρκελ.

Είναι βέβαιο ότι οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι θα του χρεώσουν τη διπλή εκλογική αποτυχία και θα ζητήσουν να μην είναι υποψήφιος καγκελάριος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Ο δημοφιλής υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν, εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς στελεχών του κόμματος, θα ήθελε να είναι υποψήφιος καγκελάριος, αλλά τελευταία βλέπει τη δημοτικότητά του να υποχωρεί εξαιτίας της κακής εξέλιξης της πανδημίας στη Γερμανία. Ένας άλλος πιθανός υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών και των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας είναι ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Μάρκους Σέντερ. Τέλος, υπάρχει ο εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος και παραδοσιακός αντίπαλος της Μέρκελ, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος διεκδίκησε δύο φορές την ηγεσία αλλά ηττήθηκε από τους εκλεκτούς της καγκελαρίου, Κραμπ-Καρενμπάουερ και Λάσετ στη συνέχεια.

Είναι φανερό ότι αυτή η μάχη για τη διαδοχή που βρίσκεται σε εξέλιξη φθείρει τους Χριστιανοδημοκράτες.

Η πανδημία

Τρίτον, την κατάσταση δυσκολεύει για τους Χριστιανοδημοκράτες η κακή εξέλιξη της πανδημίας. Η Γερμανία αντιμετώπισε με υποδειγματικό τρόπο το πρώτο κύμα της πανδημίας και στη συνέχεια έδειξε μεγάλη αντοχή, μέχρι τον περασμένο Νοέμβριο. Από τότε, όμως, τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά. Ο αριθμός των θανάτων από τον Covid-19 ξεπέρασε τις 73.000 και των κρουσμάτων τα 2,6 εκατομμύρια. Τα περιοριστικά μέτρα δεν έφεραν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Κούρασαν την κοινή γνώμη, ενώ η άκρα Δεξιά επένδυσε στις μαζικές διαμαρτυρίες κατά των μέτρων. Η παράταση των μέτρων στέκεται εμπόδιο στη γρήγορη ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας, η οποία μπορεί να πηγαίνει πολύ καλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά χάνει έδαφος σε σχέση με τις ΗΠΑ και κυρίως σε σχέση με την Κίνα.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δανείστηκε 130 δισ. ευρώ το 2020 και έχει προγραμματίσει τον δανεισμό άλλων 180 δισ. ευρώ το 2021 για να στηρίξει την οικονομία και την κοινωνία σε συνθήκες πανδημίας. Η Γερμανία έχει τον δημοσιονομικό χώρο και τη δυνατότητα να αυξήσει το σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος της για να περάσει την οικονομική δοκιμασία της πανδημίας με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Το κλίμα όμως έχει αλλάξει και οι κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού είναι αναγκαστικά αυστηροί σε μια τόσο μεγάλη οικονομία. Για παράδειγμα, υπολογίστηκε ότι 6,3 εκατομμύρια εργαζόμενοι λάμβαναν το 2019 ακαθάριστο μηναίο μισθό κάτω των 2.650 ευρώ και πως, σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν, θα πάρουν, όσοι συμπληρώσουν 45 χρόνια εργασίας, καθαρή σύνταξη της τάξης των 1.100 ευρώ τον μήνα, κοντά σε αυτό που ορίζεται στη Γερμανία ως όριο φτώχειας.

Η Γερμανία εξακολουθεί να πηγαίνει πολύ καλύτερα από τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό όμως δεν προστατεύει τους Χριστιανοδημοκράτες από πρόσθετη εκλογική φθορά. Σε θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους (www.statista.com 15/3/2021) πρώτο έρχεται το Ηνωμένο Βασίλειο με 1.874, ακολουθεί στη δεύτερη θέση η Ιταλία με 1.694, τρίτη η Ισπανία με 1.534, τέταρτη η Γαλλία με 1.331, ενώ η Γερμανία ακολουθεί σε απόσταση με 883 (και η Ελλάδα με 661).

Στο πρώτο κύμα της πανδημίας η αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου εκτόξευσε τα ποσοστά των Χριστιανοδημοκρατών προς το 40%, ενώ τώρα έχουν υποχωρήσει προς το 30% με πτωτική τάση. Η Μέρκελ είχε, μέχρι το πρώτο κύμα, την εικόνα της καγκελαρίου που θριάμβευε σε συνθήκες κρίσης. Τώρα όμως δείχνει να έχει χάσει τον έλεγχο των εξελίξεων.

Τα εμβόλια

Τέταρτον, όλες οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι η διαχείριση του εμβολιασμού, η οποία χρεώνεται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, έκανε μεγάλη ζημιά στους Χριστιανοδημοκράτες.

Η Μέρκελ επέλεξε, όπως στην προσφυγική-μεταναστευτική κρίση του 2015-2016, ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα. Δεν θέλησε να συνεργαστεί με άλλες οικονομικά ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης για να λύσουν το πρόβλημα της γρήγορης προμήθειας εμβολίων σε βάρος άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης με λιγότερες οικονομικές δυνατότητες και επιρροή, όπως η Ελλάδα.

Το 2015-2016 η Μέρκελ άνοιξε τα σύνορα και την κοινωνία σε 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες για να αποτρέψει μια ανθρωπιστική κρίση ευρωπαϊκών διαστάσεων. Η στρατηγικής σημασίας επιλογή της ήταν σωστή. Προκάλεσε όμως την αντίδραση πολλών Γερμανών πολιτών, με αποτέλεσμα η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία να υπερδιπλασιάσει τα ποσοστά της σε βάρος κυρίως του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Η Μέρκελ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, προστάτευσαν με την απόφασή τους υπέρ της κοινής ευρωπαϊκής προμήθειας των εμβολίων τη συνοχή της Ε.Ε. και τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα χωρών όπως η Ελλάδα.

Υπήρξε όμως μια αναπόφευκτη καθυστέρηση τριών-τεσσάρων μηνών –εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είχε εμπειρία ούτε αρμοδιότητα σε αυτά τα ζητήματα–, την οποία χρεώθηκε η κυβέρνηση Μέρκελ.

Την κατάσταση περιέπλεξε η κάπως γραφειοκρατική οργάνωση του εμβολιασμού. Το αποτέλεσμα είναι να έχει εμβολιαστεί μέχρι τα μέσα Μαρτίου 2021 μόνο το 7,5% των Γερμανών πολιτών. Υπάρχει σημαντική χρονική υστέρηση στον εμβολιασμό σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, αλλά και με κράτη-μέλη της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι γίνονται συγκρίσεις από γερμανικά ΜΜΕ για τον τρόπο εμβολιασμού στη Γερμανία και στην Ελλάδα με τα συμπεράσματα να είναι πολύ υπέρ της πατρίδας μας.

Δηλητηριώδες σκάνδαλο

Πέμπτον, ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο γύρω από την προμήθεια προστατευτικών μασκών, την πιο ακατάλληλη στιγμή για τους Χριστιανοδημοκράτες.

Σύμφωνα με αποκαλύψεις των γερμανικών ΜΜΕ, μπορεί να φτάνουν τους 20 οι κυβερνητικοί βουλευτές που μεσολάβησαν για την προμήθεια μασκών σε εξωφρενικά υψηλές τιμές κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, όταν είχε παρατηρηθεί μεγάλη έλλειψη μασκών στο σύνολο της Ε.Ε.

Δεν είναι βέβαια το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο που ξέσπασε στη Γερμανία. Αρκεί να θυμίσουμε το Dieselgate, με γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες να δίνουν πλαστά στοιχεία για την ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλούν οι κινητήρες ντίζελ, και τις διαχειριστικές περιπέτειες της Deutsche Bank, η οποία, στην προσπάθειά της να μετατραπεί σε παγκόσμια τράπεζα ανταγωνιστική των αμερικανικών και των κινεζικών, διεκδίκησε το παγκόσμιο ρεκόρ σε παρατυπίες και στα σχετικά πρόστιμα από τις αρμόδιες αρχές, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Πρόσφατα είχαμε το μεγαλύτερο οικονομικό σκάνδαλο της δεκαετίας, το σκάνδαλο Wirecard. Μια πρωτοποριακή εταιρεία που υποστηρίχθηκε ανοιχτά από κυβερνητικούς παράγοντες εξαπάτησε τους επενδυτές για τα κεφάλαια που διέθετε, με αποτέλεσμα να προκληθεί η κατάρρευσή της και ο μηδενισμός μετοχών της τάξης των 20 δισ. ευρώ.

Το σκάνδαλο με τις μάσκες είναι πολύ μικρότερης οικονομικής κλίμακας, αλλά δηλητηριώδες από πολιτική άποψη. Δείχνει στελέχη του κυβερνώντος κόμματος να κερδοσκοπούν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου σε συνθήκες πανδημίας, με τους πολίτες να δέχονται μεγάλη οικονομική και πολιτική πίεση. Ήδη υποχρεώθηκαν σε παραίτηση δύο βουλευτές του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, αντιμετωπίζοντας την κατηγορία ότι έβγαλαν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ μεσολαβώντας, μέσω ελεγχόμενων εταιρειών, για την προμήθεια κινεζικών μασκών σε εξωφρενικά υψηλές τιμές. Ένας βουλευτής του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος της Βαυαρίας παραιτήθηκε από την κομματική του ιδιότητα. Διατηρεί όμως τη βουλευτική του έδρα, παρά την εντολή της ηγεσίας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος να παραιτηθεί. Αποδείχθηκε ότι κι αυτός έβγαλε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από τις μάσκες, κερδοσκοπώντας σε βάρος των δημόσιων οικονομικών.

Συνολικά ελέγχονται 20 βουλευτές και στελέχη του Χριστιανοδημοκρατικού και του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος της Βαυαρίας και κανείς δεν ξέρει ποια ακριβώς είναι η διάσταση του σκανδάλου. Διερευνάται, για παράδειγμα, γιατί ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Ζέντερ, ενέκρινε την προμήθεια ενός εκατομμυρίου μασκών με την εξωφρενική τιμή των 10,5 ευρώ το κομμάτι από εταιρεία που εκπροσωπείται από την κόρη του πρώην υπουργού Τάντλερ και με την οποία μπορεί να συνεργάζεται η κόρη του «πατριάρχη» του κόμματος, Φραντς Γιόζεφ Στράους, Μόνικα Χολμάγιερ. Η τελευταία είναι ευρωβουλευτής της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης. Δεν έχει αποδειχθεί τίποτα σε βάρος της, αλλά ενδεχόμενη απόδειξη εμπλοκής της στο σκάνδαλο θα έχει σοβαρές συνέπειες για το κόμμα της και τον Ζέντερ.

Δεν έχουμε να κάνουμε με τα δισεκατομμύρια άλλων σκανδάλων, αλλά, όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, οι πολιτικοί που κερδοσκοπούν πάνω στην κρίση αποτελούν «δηλητήριο για τη δημοκρατία».

Τα σενάρια

Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, είναι πολύ δύσκολη η πρόγνωση των εξελίξεων μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Μέχρι τα τέλη του 2020 φαινόταν ότι δεν μπορούσε να προκύψει εκλογικό αποτέλεσμα που θα οδηγούσε σε κυβερνητικό συνασπισμό χωρίς την πρωταγωνιστική συμμετοχή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.

Η διπλή αποτυχία των Χριστιανοδημοκρατών στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και στη Ρηνανία-Παλατινάτο φαίνεται να ενθαρρύνει τους αντιπάλους των Χριστιανοδημοκρατών στην προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικού κυβερνητικού σχήματος. Χαρακτηριστική η δήλωση του Όλαφ Σολτς, υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Μέρκελ και υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία: «Είναι μια καλή μέρα (με τα εκλογικά αποτελέσματα), γιατί δείχνει ότι είναι δυνατός ο σχηματισμός κυβέρνησης στη Γερμανία χωρίς το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα».

Οι Σοσιαλδημοκράτες θα ήθελαν ένα διαφορετικό κυβερνητικό σχήμα, γιατί η συνεργασία τους με τους Χριστιανοδημοκράτες στην κυβέρνηση Μέρκελ τούς καταδικάζει σε ισχνά δημοσκοπικά ποσοστά, της τάξης του 16%-17%. Οι Πράσινοι αναπτύσσουν πολιτική δυναμική και έρχονται σε όλες τις εθνικές δημοσκοπήσεις καθαρά δεύτεροι, μετά τους Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό σημαίνει ότι αν υπάρξει κυβερνητικός σχηματισμός χωρίς τους Χριστιανοδημοκράτες, θα έχει ως βάση τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες, με την καγκελαρία να πηγαίνει στο μεγαλύτερο κόμμα, πιθανότατα στους Πράσινους. Θα πρέπει βέβαια να συμπληρωθεί το κυβερνητικό σχήμα από τους Φιλελεύθερους ή εναλλακτικά την Αριστερά, σε αναζήτηση πλειοψηφίας στην Ομοσπονδιακή Βουλή.

Προσαρμογή πολιτικής

Ανάλογα με το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021 θα έχουμε προσαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής.

Για παράδειγμα, ενδεχόμενη είσοδος των Πρασίνων στην κυβέρνηση, με τους Χριστιανοδημοκράτες να κρατάνε την εκλογική πρωτιά και την καγκελαρία, θα «χρωμάτιζε» την πολιτική που ακολουθείται από την καγκελάριο Μέρκελ. Θα είχαμε επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης με αυστηρότερα κριτήρια, μια χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, κάποιες πρόσθετες ευκαιρίες μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και λιγότερο ευνοϊκή αντιμετώπιση της Τουρκίας, στην οποία η καγκελάριος Μέρκελ δείχνει υπερβολική κατανόηση.

Οι αλλαγές θα είναι σημαντικότερες αν οι Πράσινοι αναδειχθούν το μεγαλύτερο κόμμα σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό χωρίς τους Χριστιανοδημοκράτες και αναλάβουν την καγκελαρία.

Ανεξάρτητα, πάντως, από το σενάριο που θα πραγματοποιηθεί, δεν πρέπει να περιμένουμε μεγάλες αλλαγές στην πολιτική της Γερμανίας. Η καγκελάριος Μέρκελ έχει επιλέξει εδώ και καιρό μια κεντρώα διακυβέρνηση, ενώ το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας στηρίζεται σε συνεννοήσεις, συμβιβασμούς και σε μια διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των κρατιδίων.

Δεν είναι ένα σύστημα που βασίζεται σε ρήξεις, αλλά ένα σύστημα που επενδύει σε συναινέσεις και την προσεκτική εξέλιξη. Όλα αυτά που περιγράφουμε θα χρειαστούν αρκετούς μήνες για να μετατραπούν σε κυβερνητική πολιτική μετά την κρίσιμη αναμέτρηση της 26ης Σεπτεμβρίου 2021. Προτού καλά-καλά σχηματιστεί η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας, θα μπαίνει η Γαλλία στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2022. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το επικρατέστερο δίδυμο για τον δεύτερο γύρο είναι ο Μακρόν με τη Λεπέν, με τον πρώτο να έχει το πλεονέκτημα, το οποίο όμως δεν δείχνει καθοριστικό. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 70% των Γάλλων θα προτιμούσε ένα άλλο δίδυμο για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Με τη Γερμανία να έχει φτάσει στο τέλος της περιόδου Μέρκελ και να μπαίνει σε φάση πολιτικής προσαρμογής και τη Γαλλία να μπαίνει σε περίοδο υψηλού πολιτικού και ευρωπαϊκού ρίσκου, οι υπολογισμοί που μας ενδιαφέρουν γίνονται ακόμη πιο σύνθετοι.