Η Μέρκελ φεύγει, ο μερκελισμός μένει - Free Sunday
Η Μέρκελ φεύγει, ο μερκελισμός μένει
Οι Γερμανοί πολιτικοί επιμένουν στις γνωστές θέσεις τους

Η Μέρκελ φεύγει, ο μερκελισμός μένει

Υπήρξε ένα διάστημα μεταξύ 20 Απριλίου και 20 Μαΐου 2021, όπου οι Πράσινοι αμφισβητούσαν τη δημοσκοπική πρωτιά των Χριστιανοδημοκρατών. Η επιλογή που έκαναν οι Πράσινοι να αναδείξουν την Αναλένα Μπέρμποκ σε υποψήφια καγκελάριο του κόμματός τους για τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου απέδωσε –για ένα διάστημα– δημοσκοπικά.

Από το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου 2021 οι δημοσκοπήσεις δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα, με τους Χριστιανοδημοκράτες να επιστρέφουν στην πρώτη θέση και να αυξάνουν συνεχώς την απόσταση που τους χωρίζει από τους δεύτερους Πράσινους.

Επιστροφή στην κανονικότητα

Σύμφωνα με τις δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις του Ιουνίου (INSA, FORSA), οι Χριστιανοδημοκράτες κινούνται στο 29,5% ως 30%. Δεύτεροι έρχονται οι Πράσινοι με 18% έως 20%. Στην τρίτη θέση οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται στο 14% έως 16%. Τέταρτοι οι Φιλελεύθεροι με 12% έως 13%. Πέμπτη η σκληρή Δεξιά έως ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία με 9% ως 11% και στην έκτη θέση η Αριστερά με 7% ως 7,5%.

Αν υποθέσουμε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα θα είναι κοντά στις τελευταίες εκτιμήσεις των δημοσκόπων, οι Χριστιανοδημοκράτες θα παραμείνουν στην κυβέρνηση, σαν το ισχυρότερο κόμμα του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού και ο υποψήφιός τους για την καγκελαρία, Λάσετ, θα διαδεχθεί τη Μέρκελ.

Θα έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν κυβερνητικούς εταίρους προς την κατεύθυνση των Πρασίνων, των Σοσιαλδημοκρατών και των Φιλελευθέρων. Έχουν συνεργαστεί και με τα τρία αυτά κόμματα σε ομοσπονδιακό επίπεδο κατά το παρελθόν, επομένως δεν υπάρχει δυσκολία συνεννόησης, τουλάχιστον επί της αρχής. Όλα θα εξαρτηθούν από τα ποσοστά των κομμάτων, τις βουλευτικές τους έδρες και τη διαπραγμάτευση που θα γίνει για να συγκλίνουν τα κόμματα του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού σε κοινές θέσεις σε ζητήματα μεγάλης σημασίας.

Η δημοσκοπική ανατροπή που παρατηρήθηκε τον Απρίλιο και τον Μάιο υπέρ των Πρασίνων μοιάζει τώρα με φωτογραφία της στιγμής, εφόσον δεν δημιούργησε πολιτική δυναμική. Ορισμένοι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η φρέσκια εικόνα της 40χρονης Μπέρμποκ δεν άντεξε στην πίεση των ΜΜΕ και της πολιτικής.

Πρώτα αποκαλύφθηκε ότι είχε ξεχάσει να δηλώσει στην εφορία ένα πριμ 25.000 ευρώ που της έδωσαν οι Πράσινοι για να τη στηρίξουν οικονομικά σαν ανώτατο στέλεχος. Στη συνέχεια διαπιστώθηκαν ορισμένες ανακρίβειες στο επίσημο βιογραφικό της και στο τέλος κατηγορήθηκε ότι το βιβλίο της, «Τώρα», περιείχε αποσπάσματα από βιβλία και αναλύσεις έγκυρων περιοδικών, χωρίς αυτό να αναφέρεται από τη συγγραφέα.

Ανάλογη μεταχείριση είχε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών και πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Σουλτς. Η κάθοδός του στον πολιτικό στίβο της Γερμανίας έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Για ένα διάστημα η δημοτικότητά του συγκρίθηκε με εκείνη της Μέρκελ, αλλά στη συνέχεια το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα επανήλθε στα γνώριμα ποσοστά του.

Επομένως, δεν είναι οι παραλείψεις της Μπέρμποκ που οδήγησαν στην υποχώρηση των δημοσκοπικών ποσοστών των Πρασίνων, αλλά η νοοτροπία των Γερμανών –οι οποίοι στέλνουν κατά περιόδους μηνύματα δυσαρέσκειας προς τη Μέρκελ και την κεντροδεξιά που βρίσκονται στην εξουσία τα τελευταία 16 χρόνια–, διστάζουν όμως να πάρουν το ρίσκο και να αμφισβητήσουν μία επιτυχημένη διακυβέρνηση.

Η άνοδος του Λάσετ

Η Μέρκελ ολοκληρώνει την τέταρτη θητεία της στην Καγκελαρία σε πολύ καλές συνθήκες. Αποχωρεί αήττητη από την εξουσία και την πολιτική και με μία εξαιρετική δημόσια εικόνα. Ακόμη και οι επικριτές της θεωρούν ότι διακρίθηκε για το ήθος της και έστειλε τα σωστά μηνύματα στους Γερμανούς με τον απλό τρόπο ζωής της.

Η καγκελάριος μπόρεσε να προστατεύσει τις επιλογές της εμποδίζοντας την άνοδο στην ηγεσία –σε δύο περιπτώσεις– του εξαιρετικά ικανού και φιλόδοξου εκπροσώπου της δεξιάς φιλελεύθερης πτέρυγας του κόμματος, Φρίντριχ Μερτς. Στην πρώτη αναμέτρηση για την ηγεσία η Μέρκελ προώθησε την Κάρενμπάουερ, σημερινή υπουργό Άμυνας. Η τελευταία επικράτησε στην κρίσιμη ψηφοφορία του Μερτς, δεν μπόρεσε όμως να διαχειριστεί αποτελεσματικά το κόμμα και υπέβαλε την παραίτησή της.

Στις νέες εκλογές που έγιναν για την αντικατάσταση της Κάρενμπάουερ, που είχε διαδεχθεί τη Μέρκελ στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, έθεσε ξανά υποψηφιότητα ο Μερτς. Τελικά όμως επικράτησε ο υποστηριζόμενος από τη Μέρκελ πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Λάσετ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μερτς είχε συγκρουστεί με τη Μέρκελ στο ξεκίνημα της δικής της ηγεσίας. Εγκατέλειψε τότε τη Βουλή για να ασχοληθεί, με εντυπωσιακή επιτυχία, με τη νομική εκπροσώπηση μεγάλων εταιρειών. Η εξουδετέρωση όλων των προσπαθειών του Μερτς να προωθηθεί στην ηγεσία δείχνει πόσο μεθοδική είναι η Μέρκελ και τη μεγάλη επιρροή που έχει στην οργάνωση των Χριστιανοδημοκρατών.

Ο Λάσετ θεωρείται –όπως η Μέρκελ– πολιτικός που κινείται στον κεντρώο χώρο. Το συναινετικό του προφίλ τού επέτρεψε να αναδειχθεί στην πρωθυπουργία της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας των 18 εκατομμυρίων κατοίκων. Μπόρεσε να αμφισβητήσει με επιτυχία την παραδοσιακή κυριαρχία των Σοσιαλδημοκρατών στο συγκεκριμένο κρατίδιο.

Τα πολιτικά κοινά σημεία Λάσετ και Μέρκελ είναι πολλά, το προφίλ τους όμως είναι διαφορετικό. Ο Λάσετ είναι καθολικός από τη Δυτική Γερμανία. Προέρχεται από το Άαχεν, στην καρδιά της Ευρώπης, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία και το Βέλγιο.

Η Μέρκελ είναι κόρη προτεστάντη πάστορα, μεγάλωσε και έζησε στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία.

Ο Λάσετ δεν θεωρείται χαρισματικός ηγέτης, έχει όμως το σταθερό και συναινετικό στυλ που εμπιστεύονται οι περισσότεροι Γερμανοί ψηφοφόροι. Όταν αναδείχθηκε σε υποψήφιο καγκελάριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, η αντίδραση της κοινής γνώμης ήταν αρνητική. Πολλοί θεωρούσαν ότι ο δημοφιλής πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Ζέντερ, δυναμικός και χαρισματικός μπορούσε να φέρει ένα καλύτερο αποτέλεσμα για τους Χριστιανοδημοκράτες. Σε διάστημα λίγων μηνών, η δημοτικότητα του Λάσετ ανέβηκε εντυπωσιακά στο 43%, ενώ της Μπέρμποκ υποχώρησε –για τους λόγους που αναφέραμε– από το 43% στο 28%.

Επανάληψη γνωστών θέσεων

Η πολιτική άνοδος του Λάσετ και η ανάκαμψη των Χριστιανοδημοκρατών –οι οποίοι σε διάστημα μερικών μηνών υποχώρησαν από το 35% στο 25% για να ανακάμψουν στη συνέχεια στο 29% ως 30%– οδηγεί στην επανάληψη γνωστών θέσεων από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής στη Γερμανία.

Ο Λάσετ γνωρίζει ότι η επικράτησή του στη μάχη για την ηγεσία επί του Μερτς μπορεί να στείλει απογοητευμένους Χριστιανοδημοκράτες της δεξιάς, φιλελεύθερης πτέρυγας του κόμματος στους Φιλελεύθερους. Γι’ αυτό τους καθησυχάζει προβάλλοντας γνωστές θέσεις της Μέρκελ υπέρ του περιορισμού των γερμανικών υποχρεώσεων σε ό,τι αφορά την Ε.Ε.

Τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η ευρωπαϊκή συνεργασία στηρίζεται στην αρχή ότι το ένα κράτος δεν πρέπει να αναλαμβάνει τα χρέη του άλλου και πως αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει στο μέλλον.

Ενισχύει το επιχείρημά του λέγοντας ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης δημιουργήθηκε ειδικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και πως δεν μπορεί να έχει συνέχεια ή να θεσμοθετηθεί.

Οι Φιλελεύθεροι θεωρούν ότι η Μέρκελ ξεπέρασε τα όρια σε ό,τι αφορά την ανάληψη ευρωπαϊκών υποχρεώσεων από τη Γερμανία, γι’ αυτό ο Λάσετ προσπαθεί να τους καλύψει πολιτικά.

Άλλη βασική θέση του Λάσετ, που αποτελεί επιβεβαίωση της πολιτικής Μέρκελ, είναι ότι η Γερμανία πρέπει να επανέλθει το συντομότερο δυνατόν –πιθανότατα από το 2023– σε μία δημοσιονομική πολιτική που θα είναι αρκετά αυστηρή και θα περιορίζει το δημόσιο χρέος.

Με τον Λάσετ να επιβεβαιώνει το προ πανδημίας πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της Μέρκελ, ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος για την Καγκελαρία Σολτς κινείται κι αυτός στην ίδια κατεύθυνση.

Θεωρεί ότι δεν πρέπει να αλλάξει το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας στην Ευρωζώνη για να διευκολυνθούν κράτη με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και δημόσιο χρέος. Επισημαίνει ότι η ευελιξία του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας επιβεβαιώθηκε στην πράξη, εφόσον υπήρξε χαλάρωση των κανόνων προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας. Κατά συνέπεια, θεωρεί ότι τα όρια που θέτει το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας, 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος, πρέπει να εξακολουθήσουν να δεσμεύουν την οικονομική στρατηγική των κρατών-μελών.

Με τις θέσεις που υποστηρίζουν ο Λάσετ και ο Σολτς, όπως και η ηγεσία των Φιλελευθέρων, προετοιμάζεται το έδαφος για μία πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ της Γερμανίας και των λεγόμενων «φειδωλών» από τη μια πλευρά και της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας από την άλλη, για την οικονομική πολιτική που θα εφαρμοστεί.

Την Ελλάδα εκφράζουν οι θέσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, την ενδιαφέρει όμως και η καλή συνεννόηση για τα ζητήματα της οικονομίας με τη Γερμανία.

Κρίσιμο φθινόπωρο

Το φθινόπωρο θα είναι κρίσιμο γιατί θα επισημοποιηθεί –μέσω των εκλογών του Σεπτεμβρίου– ο νέος συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στη Γερμανία και θα οριστικοποιηθεί –μέσα από τη διαπραγμάτευση για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού– η πολιτική για την επόμενη τετραετία.

Το ερώτημα είναι ποια θα είναι η εξέλιξη της οικονομίας της Ευρωζώνης σε συνάρτηση με την εξέλιξη της πανδημίας. Αν επιβεβαιωθεί το βασικό σενάριο και υπάρξει δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης, θα γίνει πιο εύκολος ο αναγκαίος συμβιβασμός μεταξύ της Γερμανίας –που έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη– και της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, που έχουν τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης.

Αν όμως το φθινόπωρο συνεχιστούν οι οικονομικές δυσκολίες εξαιτίας μιας μετάλλαξης του κορονοϊού, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, θα πάμε σε μια σκληρή πολιτική αντιπαράθεση για τα θέματα της οικονομίας.

Από τη μια, η Γερμανία θα υποστηρίζει την ανάγκη γρήγορης επιστροφής στο προ πανδημίας πλαίσιο και τους κανόνες και από την άλλη τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα στο δημοσιονομικό έλλειμμα και στο δημόσιο χρέος θα χρειάζονται μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και λιγότερες δεσμεύσεις σε σχέση με το παρελθόν για να λύσουν το πρόβλημά τους.

Την κατάσταση θα κάνει πιο σύνθετη το γεγονός ότι η Γαλλία θα πηγαίνει σε προεδρικές εκλογές και ο Μακρόν και οι άλλοι διεκδικητές της προεδρίας θα θέλουν να στείλουν μήνυμα σχετικής αυτονόμησης από τις γερμανικές-μερκελικές επιλογές.

Ας ελπίσουμε ότι θα επιβεβαιωθεί το καλό σενάριο της δυναμικής ανάκαμψης, για να αποφύγουμε εντάσεις σε μία περίοδο που επιβάλλεται η ευρωπαϊκή συνεννόηση και συνεργασία.