Γερμανία: Ανατροπές με σταθερότητα - Free Sunday
Γερμανία: Ανατροπές με σταθερότητα
Εντυπωσιακό το τέλος της περιόδου Μέρκελ

Γερμανία: Ανατροπές με σταθερότητα

Η Γερμανία έφτασε στο τέλος της 16ετούς πολιτικής κυριαρχίας της Μέρκελ. Ύστερα από 4 τετραετίες στην εξουσία, η καγκελάριος αποφάσισε να μην κατέβει στις εκλογές της Κυριακής 26 Σεπτεμβρίου. Η επιλογή που έκανε φαίνεται να οδηγεί σε σημαντικές πολιτικές ανατροπές σε συνθήκες όμως πολιτικής σταθερότητας.

Η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας θα είναι –πιθανότατα– πολύ διαφορετική από τη σημερινή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα υπάρξουν τεράστιες αλλαγές στη στρατηγική και την πολιτική που ακολουθείται.

Η Μέρκελ κυβέρνησε στο πολιτικό κέντρο. Με τη βοήθεια του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής έχει δημιουργηθεί μία παράδοση πολιτικών συναινέσεων, ενώ ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Γερμανίας –έχει 16 κρατίδια με δικές τους κυβερνήσεις και ευρύτατες αρμοδιότητες– οδηγεί αναπόφευκτα σε συναινέσεις και συμβιβασμούς.

Με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα, τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης και τη συμφωνία για το κυβερνητικό πρόγραμμα θα υπάρξουν σοβαρές αλλαγές και διορθωτικές κινήσεις. Δεν πρόκειται όμως να τεθεί σε αμφισβήτηση το πλαίσιο σταθερότητας που χαρακτηρίζει το γερμανικό πολιτικό σύστημα.

Ένα σοβαρό αναλυτικό λάθος που κάνουμε στην Ελλάδα, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. είναι να αξιολογούμε τις εξελίξεις στη Γερμανία με βάση τις δικές μας εμπειρίες και τους πολιτικούς κανόνες.

Αξιολογώντας τη Μέρκελ

Πάνω από επτά χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά την εξέλιξη της πολιτικής της Μέρκελ, τις πρωτοβουλίες της, ακόμα και τον τρόπο που παρουσιάζει τα θέματα και εργάζεται.

Μας μίλησε πολλές φορές στην πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την παρακολούθησα από κοντά σε συνέδρια του ΕΛΚ, μας παρουσίασε στο Βερολίνο και στο Μόναχο την πολιτική της, σε διάφορες φάσεις.

Το πρώτο που έχω να παρατηρήσω για τη Μέρκελ είναι ότι είναι αξιοθαύμαστη, γιατί κάλυψε τεράστια απόσταση στον δημόσιο βίο. Μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία, μετά την πτώση του Τείχους αναδείχθηκε σε πολιτικό στέλεχος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος υπό την προστασία του «καγκελάριου» της ένωσης, Χέλμουτ Κολ. Αποδεσμεύτηκε έγκαιρα από το ανδροκρατούμενο κατεστημένο της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας, στο οποίο δέσποζαν ο Κολ και ο Σόιμπλε, κατήγγειλε τα προ 20ετίας σκάνδαλα γύρω από το κομματικό ταμείο, αναδείχθηκε στην ηγεσία, κέρδισε εξαιρετικά δύσκολες εκλογές και κυβέρνησε με επιτυχία τη Γερμανία για 16 ολόκληρα χρόνια.

Κέρδισε με την αξία της μια θέση στη γερμανική, ακόμα και στην ευρωπαϊκή ιστορία. Το δεύτερο πολιτικό χαρακτηριστικό της Μέρκελ είναι ότι επέλεξε να κυβερνήσει στο κέντρο και να δώσει έμφαση στις αναγκαίες συνεννοήσεις και τους συμβιβασμούς. Κατηγορήθηκε πολλές φορές ότι καθυστέρησε να αντιδράσει στις σημαντικές εξελίξεις και πως έχασε πολύτιμο χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο.

Πράγματι, η μέθοδος Μέρκελ ήταν «αργά, αλλά σταθερά». Επένδυε πάντα σε μεσομακροπρόθεσμες αλλαγές και είχε εμπιστοσύνη στην προοπτική της, εξαιτίας των μεγάλων δυνατοτήτων της Γερμανίας και της δεσπόζουσας θέσης της χώρας της στην οικονομία της Ε.Ε.

Το τρίτο χαρακτηριστικό της Μέρκελ, το οποίο μπορεί να έχει σχέση με την ανατολικογερμανική παιδεία της, ήταν η προτεραιότητα που έδινε στον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού και στην εξουδετέρωση εσωκομματικών αντιπάλων.

Η μέθοδός της αποδείχθηκε αποτελεσματική, αλλά θεωρώ ότι έκανε πιο φτωχό τον χώρο της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας και εξηγεί –σε μεγάλο βαθμό– τα σημερινά της προβλήματα.

Επειδή ήρθα σε επαφή με πολλά στελέχη της γερμανικής κεντροδεξιάς με ρόλο στη Γερμανία και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι έχει δημιουργηθεί μία τάξη επαγγελματικών κομματικών στελεχών που έχουν οργανωτικές δυνατότητες και κέφι για δουλειά, αλλά στερούνται πολιτικής αυτονομίας και σε πολλές περιπτώσεις δημιουργικής σκέψης.

Η Μέρκελ έριξε δύο φορές το ειδικό βάρος της στη μάχη για την αντικατάστασή της στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, πρώτα σε βάρος του εκπροσώπου της δεξιάς φιλελεύθερης πτέρυγας Μερτς και στη συνέχεια σε βάρος του εξαιρετικά δημοφιλούς πρωθυπουργού της Βαυαρίας, Ζέντερ.

Προώθησε στην ηγεσία αυτούς που οι αντίπαλοί της χαρακτηρίζουν «μερκελιστές», πρώτα την Κραμπ-Κάρενμπαουερ και στη συνέχεια τον πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ. Η πρώτη δεν μπόρεσε να ελέγξει το κόμμα και οδηγήθηκε στην παραίτηση. Ο δεύτερος έχασε τον έλεγχο της προεκλογικής εκστρατείας και επειδή στην πολιτική τα μεγέθη είναι συγκριτικά, μετέτρεψε τους Σοσιαλδημοκράτες και τον υποψήφιό τους για την καγκελαρία, Σολτς, σε «γίγαντες», ύστερα από μια μεγάλη περίοδο πολιτικής καχεξίας.

Ο Σόιμπλε –ιστορικός αντίπαλος της Μέρκελ στο χώρο της γερμανικής κεντροδεξιάς– υποστήριξε ότι η απόφασή της να παραδώσει την ηγεσία του κόμματος, αλλά να μην επιτρέψει στον αντικαταστάτη της να αναδειχθεί ταυτόχρονα σε καγκελάριο –όπως το θέλει η παράδοση του κόμματος στα χρόνια της εξουσίας– έβλαψε σοβαρά την εκλογική προοπτική του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.

Το τέταρτο χαρακτηριστικό της Μέρκελ είναι οι προσεκτικές και πολλές φορές διστακτικές κινήσεις στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Οι επικριτές της θεωρούν ότι το ξεκίνημά της από την Ανατολική Γερμανία την εμπόδισε να μετατραπεί σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Κατά την άποψή μου, το πρόβλημα δεν έχει σχέση με την προσωπικότητα της Μέρκελ, αλλά με τον προσανατολισμό της πλειοψηφίας των Χριστιανοδημοκρατών και του μεγαλύτερου μέρους της γερμανικής πολιτικής τάξης.

Οι Γερμανοί έδωσαν προτεραιότητα –όπως ήταν φυσικό– στην επιτυχία της επανένωσης των δύο γερμανικών κρατών, στη μείωση των διαφορών μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας και στην ενίσχυση της εθνικής συνοχής.

Ισχύει και γι’ αυτούς το «πρώτα η Γερμανία», όπως το «πρώτα η Γαλλία», ή το «πρώτα η Ιταλία». Δεν έχουμε φτάσει σε κάποιου είδους ευρωπαϊκό αλτρουισμό, ή έστω συστηματικής έμπρακτης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Η ευρωπαϊκή στρατηγική των κρατών-μελών προσδιορίζεται πρώτα και κύρια από τα εθνικά τους συμφέροντα. Το ίδιο ισχύει και για τη Γερμανία. Η διαφορά είναι ότι το μεγάλο ευρωπαϊκό ειδικό βάρος της χώρας κάνει πιο αισθητή και σε περιπτώσεις δυσάρεστη αυτή την επιλογή.

Η Μέρκελ έκανε δύο φορές ευρωπαϊκή υπέρβαση και τις δύο φορές το πλήρωσε ακριβά. Η πρώτη ήταν το 2015-2016, όταν άνοιξε τα σύνορα και την κοινωνία της Γερμανίας σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες. Με την επιλογή της απέτρεψε μία ανθρωπιστική κρίση μεγάλων διαστάσεων, έδωσε το καλό παράδειγμα της αλληλεγγύης και βελτίωσε θεαματικά τη διεθνή εικόνα της Γερμανίας.

Προκλήθηκε όμως μεγάλη πολιτική και κοινωνική αναστάτωση, με αποτέλεσμα η σκληρή Δεξιά έως ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία να εκτοξευθεί από λίγο κάτω από το 5% στο 12%, αποσπώντας εκατομμύρια ψηφοφόρους από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και ανοίγοντας τον δρόμο στην αποδυνάμωσή του.

Η δεύτερη ευρωπαϊκή υπέρβαση της Μέρκελ έχει σχέση με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και το πράσινο φως για μια πρώτη αμοιβαιοποίηση του χρέους με τον δανεισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις διεθνείς αγορές. Και αυτή η επιλογή της Μέρκελ προκάλεσε πολιτικές αντιδράσεις και αναταράξεις, όχι όμως μεγάλης διάστασης πολιτική κρίση, όπως η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού το 2015-2016.

Επομένως, η θεωρία ότι το τέλος της περιόδου Μέρκελ μπορεί να οδηγήσει σε μια έκρηξη ευρωπαϊσμού στη Γερμανία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.

Το πέμπτο χαρακτηριστικό της Μέρκελ είναι ότι στο τέλος της τέταρτης θητείας της στην καγκελαρία, έχει ρεκόρ δημοτικότητας στη Γερμανία και διεθνώς και εξαιρετικά χαμηλή δημοτικότητα στην Ελλάδα, όπου στις δημοσκοπήσεις βλέπει σταθερά την πλάτη του Πούτιν και του Σι Τζινπίνγκ.

Στην Ελλάδα κρίνουμε αυστηρά τον τρόπο που διαχειρίστηκε την κρίση της Ευρωζώνης, επιβάλλοντάς μας έναν πολύ σκληρό οικονομικό λογαριασμό. Η ίδια έχει παραδεχθεί ότι ήταν πολύ δύσκολες οι αποφάσεις που πήρε και πως αισθάνθηκε άσχημα για ορισμένες από τις συνέπειές τους.

Θεωρώ ότι η Μέρκελ έχει ευθύνη για τα λάθη που έγιναν στη διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης και ειδικά της ελληνικής κρίσης. Όμως οι επιλογές της ήταν πολύ πιο περιορισμένες απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γερμανική κοινή γνώμη ήθελε αυστηρή διαχείριση, για να προστατευτούν η Ευρωζώνη και τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας. Άλλωστε, στο υπουργείο Οικονομικών βρισκόταν ο πανίσχυρος Σόιμπλε, πιο ευρωπαϊστής αλλά και πιο σκληρός στις οικονομικές του αντιλήψεις από τη Μέρκελ. Δεν βοήθησε και η ελληνική πολιτική τάξη με την απαράδεκτη δημοσιονομική χαλαρότητά της και την αδυναμία της να διαμορφώσει και να προτείνει εθνική οικονομική στρατηγική που θα ικανοποιούσε και τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές. Το κενό κάλυψε με ισοπεδωτικό τρόπο η Γερμανία, και επειδή έζησα από κοντά τις εξελίξεις και το παρασκήνιο της περιόδου εκείνης, χωρίς την παρέμβαση του Γάλλου προέδρου, Ολάντ, και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γιούνκερ, η Ελλάδα θα είχε βρεθεί εκτός Ευρωζώνης με φοβερές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.

Το έκτο πολιτικό χαρακτηριστικό της Μέρκελ ήταν η άψογη προσωπική πολιτική συμπεριφορά και το καλό παράδειγμα που έδινε στους πολίτες. Εργασιομανής και αποτελεσματική, την παρακολούθησα σε συσκέψεις και συνέδρια του ΕΛΚ να εργάζεται με το κινητό τηλέφωνό της και τους βοηθούς της, ενώ περίμενε τη σειρά της για να μας μιλήσει, ντυμένη απλά και πρακτικά με ένα είδος επαγγελματικής στολής, στο ίδιο διαμέρισμα με τον σύζυγό της σε μία μεσοαστική περιοχή, με τις ίδιες καθημερινές συνήθειες.

Η Μέρκελ αναδείχθηκε κρατώντας αποστάσεις από τη διαφθορά και τα μαύρα ταμεία του Κολ και του Σόιμπλε και συμπλήρωσε τέσσερεις τετραετίες στην καγκελαρία χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η προσωπική της ακεραιότητα και το ήθος της. Σε μία ταραγμένη περίοδο, όπου η κρίση αξιοπιστίας των πολιτικών δοκιμάζει συχνά τις αντοχές του πολιτικού συστήματος, το καλό παράδειγμα της Μέρκελ ήταν λυτρωτικό.

Το έβδομο βασικό πολιτικό χαρακτηριστικό της Μέρκελ ήταν ο συνδυασμός του ρόλου του οικονομικού γίγαντα και γεωπολιτικού «νάνου» για τη Γερμανία. Αξιοποίησε με κάθε τρόπο την οικονομική ισχύ της Γερμανίας για να επιβάλει επιλογές της στην Ε.Ε. και για να συνεννοηθεί –στο μέτρο του δυνατού– με ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία και άλλους.

Είναι φανερό ότι στον σύγχρονο ανταγωνιστικό και επικίνδυνο κόσμο, η άσκηση οικονομικής επιρροής δεν λύνει όλα τα προβλήματα. Η Γερμανία πάντως επιμένει να μην αναλαμβάνει πρόσθετες αμυντικές υποχρεώσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και να μην στηρίζει τις γαλλικές προτάσεις για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομίας στα θέματα της άμυνας.

Δεν ξέρω αν αυτή η στρατηγική είναι βιώσιμη έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στην Ουκρανία, στο Αφγανιστάν, στον Ινδικό και στον Ειρηνικό, πρόκειται όμως για μία εθνική επιλογή της Γερμανίας, η οποία σύμφωνα με τις ενδείξεις θα συνεχιστεί και μετά το τέλος της περιόδου Μέρκελ.

Η επιλογή αυτή στέκεται εμπόδιο στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, στην κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, ακόμη και στην εγγύηση των ευρωπαϊκών εξωτερικών συνόρων και την αποτελεσματική διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Η πιθανή ενίσχυση του ρόλου των Πρασίνων στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό θα συμβάλει και αυτή στη συνέχιση της συγκεκριμένης στρατηγικής, η οποία έχει σχέση με το μιλιταριστικό-ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας και τις επιλογές των δημοκρατικών κομμάτων.

Ανατροπές και σταθερές

Αναλύοντας τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων στη διάρκεια του 2021 (δημοσκοπήσεις των εταιρειών Forsa, Kantar, INSA) παρατηρούμε ενδιαφέρουσες ανατροπές και σταθερές.

Σε όλη τη διάρκεια του έτους, η Αριστερά εμφανίζει χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά, 6%-8%. Φαίνεται να χάνει έδαφος σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2017, οπότε κατέγραψε ποσοστό 9,2%. Στην καλύτερη περίπτωση, η Αριστερά θα περιορίσει τις απώλειές της.

Εικόνα σταθερότητας παρουσιάζουν και τα δύο κόμματα που κινούνται στα δεξιά του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και του αδελφού Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος της Βαυαρίας. Η σκληρή Δεξιά έως ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία κινείται στο 10%-12%, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2017 είχε καταγράψει 12,6%. Αναδείχθηκε μάλιστα σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξαιτίας της κυβερνητικής συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, που είχαν καταλάβει την πρώτη και τη δεύτερη θέση.

Η Εναλλακτική για τη Γερμανία έχει χάσει τη δυναμική της, αλλά διατηρεί –σε γενικές γραμμές– τις δυνάμεις της. Έχει τα υψηλότερα ποσοστά στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όπως και η Αριστερά, δείγμα των προβλημάτων συνοχής που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η Γερμανία. Οι Φιλελεύθεροι (FDP) εμφανίζουν και αυτοί εικόνα σταθερότητας στη διάρκεια του 2021, με δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 10%-12%, ενώ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017 είχαν καταγράψει 10,7%.

Η δημοσκοπική δυναμική τους είναι κάπως καλύτερη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και αν επιβεβαιωθεί στις κάλπες, οι Φιλελεύθεροι θα περάσουν οριακά την Εναλλακτική για τη Γερμανία. Η τελευταία βρίσκεται σε λεπτή θέση, γιατί με την αποχώρηση της Μέρκελ χάνει την πολιτικό που είχε δαιμονοποιήσει εξαιτίας των χειρισμών της στο προσφυγικό-μεταναστευτικό το 2015-2016.

Η διπλή έκπληξη του 2021 είναι οι Πράσινοι. Ξεκίνησαν τη χρονιά με δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 17%-20%, ενώ στις εκλογές του 2017 είχαν καταγράψει 8,9%.

Τα ζητήματα της πράσινης μετάβασης, με τη Γερμανία να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, φαίνεται ότι έδωσαν πολιτική ώθηση στους Πράσινους. Η ενίσχυσή τους συνεχίστηκε στη διάρκεια του 2021 με αποκορύφωμα τον Απρίλιο, οπότε κατέγραφαν δημοσκοπικά ποσοστά 23%-28% αφήνοντας για ένα διάστημα τους Χριστιανοδημοκράτες στη δεύτερη θέση.

Μετά την έκπληξη της εντυπωσιακής ανόδου των Πρασίνων ήρθε η έκπληξη της αρκετά μεγάλης δημοσκοπικής πτώσης. Τα ποσοστά τους ήταν 22%-26% τον Μάιο, 18%-21% τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, 15%-20% τον Αύγουστο, ενώ βρίσκονται λίγο πριν τον εκλογικό τερματισμό με ποσοστά 14%-16,5%.

Έχουν ενισχύσει εντυπωσιακά τις δυνάμεις τους σε σχέση με το 2017, αλλά έχασαν σημαντικό έδαφος σε σχέση με τα ανώτατα ποσοστά του 2021. Η πρόσφατη δημοσκοπική τους κάμψη οφείλεται σε κάποια λάθη της ηγεσίας και της δογματικής πτέρυγας του κόμματος, αλλά κυρίως στη διαπίστωση των Γερμανών ψηφοφόρων ότι η πράσινη μετάβαση θα έχει μεγάλο κόστος για την οικονομία και τον οικογενειακό προϋπολογισμό και συνοδεύεται από αυστηρή κοινωνική πειθαρχία, που περιλαμβάνει αυστηρότερα όρια ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους και αποκλεισμό των Ι.Χ. αυτοκινήτων από τα αστικά κέντρα.

Η αξιοσημείωτη δημοσκοπική καμπύλη που διέγραψαν οι Πράσινοι προκάλεσε σε πρώτη φάση αποδυνάμωση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, ενώ στη συνέχεια πολλοί ψηφοφόροι του κατέληξαν στους Σοσιαλδημοκράτες, αφού πρώτα πέρασαν από τους Πράσινους.

Η πτώση της κεντροδεξιάς

Εντυπωσιακές διαστάσεις πήρε στη διάρκεια του 2021 η δημοσκοπική πτώση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και του αδελφού Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος της Βαυαρίας. Μπήκαν στο 2021 με ποσοστά της τάξης του 36%-37% και την εικόνα πολιτικά κυρίαρχων, έτοιμων να διαχειριστούν τη μετά Μέρκελ εποχή. Ακολούθησε μια περίοδος κάμψης τον Φεβρουάριο, με ποσοστά της τάξης του 32,5%-35%, ενώ στη διάρκεια του Μαρτίου έσπασαν προς τα κάτω το ψυχολογικό φράγμα του 30%. 27% στα τέλη Μαρτίου, 23%-27% τον Απρίλιο με τους Πράσινους να περνούν για ένα διάστημα στην πρώτη θέση, 24%-25% τον Μάιο.

Τον Ιούνιο ακολούθησε μερική ανάκαμψη με ποσοστά της τάξης του 27%-30%, για να ακολουθήσει δημοσκοπική κατολίσθηση, η οποία αν επιβεβαιωθεί στις κάλπες θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία και στο σύνολο της Ε.Ε. σε βάρος της κεντροδεξιάς.

Τον Αύγουστο, οι Χριστιανοδημοκράτες ξεκίνησαν με ποσοστά της τάξης του 27%, για να πέσουν στα τέλη του μήνα προς το 20%. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν την κρίσιμη αναμέτρηση καταγράφουν 21%-23%, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2017 είχαν έρθει πρώτοι με 32,9%.

Αντίστροφη είναι η πορεία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, το οποίο είχε υποχωρήσει στις βουλευτικές εκλογές του 2017 στο 20,5%, ενώ ακολούθησε στη συνέχεια μια μεγάλη περίοδος πολιτικής και δημοσκοπικής καχεξίας. Ξεκίνησαν το 2021 με δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 14%-16%, τα οποία διατήρησαν μέχρι και τον Μάιο, με τους Πράσινους να αξιοποιούν τη δημοσκοπική υποχώρηση των Χριστιανοδημοκρατών. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο οι Σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να ανεβαίνουν προς το 16%-18%, ενώ τον Αύγουστο έκαναν ένα εντυπωσιακό άλμα στο 25%, το οποίο φαίνεται να διατηρούν λίγο πριν τον εκλογικό τερματισμό.

Η μεγάλη ενίσχυση των Σοσιαλδημοκρατών λιγότερο από δύο μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές αποδίδεται σε δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, στην αδυναμία των Πρασίνων να κρατήσουν όλα τα δημοσκοπικά τους κέρδη. Πολλοί ψηφοφόροι της αστικής μεσαίας τάξης, που είχαν μετακινηθεί από τους Χριστιανοδημοκράτες στους Πράσινους, άρχισαν να κάνουν δεύτερες σκέψεις για το οικονομικό κόστος της πράσινης μετάβασης στη βάση του προγράμματος των Πρασίνων.

Παράλληλα, εκδηλώθηκαν σοβαρά εσωκομματικά προβλήματα στους Χριστιανοδημοκράτες, τα οποία έφθειραν την εικόνα του υποψήφιού τους για τη θέση του καγκελάριου, Λάσετ, και βοήθησαν να ενισχυθεί το προσωπικό πλεονέκτημα του υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών, Σολτς, έναντι του Λάσετ.

Στα τέλη Απριλίου, οι βουλευτές και τα στελέχη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος έχρισαν υποψήφιο για την καγκελαρία τον «μερκελιστή» Λάσετ παρακάμπτοντας τον δημοφιλέστερο πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Ζέντερ. Παρά τον πολιτικό καθωσπρεπισμό που επικράτησε στην εσωκομματική αντιπαράθεση, δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας, με αρκετά στελέχη να ενισχύουν τα ερωτηματικά για τη δημοφιλία και την αποτελεσματικότητα του Λάσετ.

Στα μέσα Ιουλίου, ο Λάσετ έκανε τη μεγάλη επικοινωνιακή, πολιτική γκάφα που λειτούργησε σαν καταλύτης στην πτώση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Σε εκδήλωση στη μνήμη των περίπου διακοσίων Γερμανών που έχασαν τη ζωή τους στις πλημμύρες του Αυγούστου, καταγράφηκε από τον τηλεοπτικό φακό σε χαλαρή διάθεση και χαμογελαστός, την ώρα που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκφωνούσε την ομιλία του εις μνήμη των θυμάτων της φυσικής καταστροφής. Η Κάτω Ρηνανία-Βεστφαλία, στην οποία είναι πρωθυπουργός ο Λάσετ, ήταν το κρατίδιο με τις δεύτερες μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες από τη φυσική καταστροφή. Η χαλαρή διάθεσή του τονίστηκε από τα ΜΜΕ και παρά τη συγγνώμη που ζήτησε δημόσια, ακολούθησε μια εντυπωσιακή δημοσκοπική πτώση, που θα επισημοποιηθεί πιθανότατα στις κάλπες.

Η δημόσια εικόνα του αδικεί τον Λάσετ. Είχα την ευκαιρία να πάρω μέρος σε ανταλλαγή απόψεων μαζί του, με άλλους ευρωβουλευτές, στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στο Βερολίνο και μπορώ να βεβαιώσω ότι είναι ένας μετριοπαθής, ικανός, φιλοευρωπαίος (πρώην ευρωβουλευτής) πολιτικός με χαρακτηριστική φιλική διάθεση. Σημασία όμως δεν έχει πώς αντιλαμβάνομαι εγώ τον Λάσετ, αλλά η πολύ λιγότερο θετική άποψη που έχουν σχηματίσει οι Γερμανοί ψηφοφόροι γι’ αυτόν.

Η δημοσκοπική κάμψη των Πρασίνων, ο εσωκομματικός εμφύλιος των Χριστιανοδημοκρατών και η μεγάλη φθορά της δημόσιας εικόνας του Λάσετ πρόσφεραν στους Σοσιαλδημοκράτες και στον Σολτς τη μεγάλη ευκαιρία.

Ύστερα από μία μεγάλη περίοδο δημοσκοπικής και πολιτικής καχεξίας, εμφανίστηκαν στην αντίληψη πολλών ψηφοφόρων σαν η λύση που προσφέρει αλλαγή με σταθερότητα. Οι Σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν στη διακυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες και ο Σολτς, πρώην δήμαρχος του Αμβούργου, ήταν υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος με αρκετά αυστηρές θέσεις για την οικονομία, ένα είδος κεντροαριστερού Σόιμπλε.

Θεωρείται μετριοπαθής πολιτικός και έχασε τον Νοέμβριο του 2019 τη μάχη για την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από τους εκπροσώπους της αριστερής πτέρυγας. Αυτή η ήττα ενίσχυσε το κεντρώο πολιτικό προφίλ του και απ’ ό,τι φαίνεται την πολυσυλλεκτικότητά του.

Μετά τις εκλογές

Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι με περίπου 40% των ψηφοφόρων να δηλώνουν αναποφάσιστοι, είναι αδύνατον να γίνει ασφαλής πρόγνωση του εκλογικού αποτελέσματος.

Με βάση πάντως τις δημοσκοπήσεις, τη δυναμική που διαφαίνεται και τις περισσότερες αναλύσεις, πρώτοι θα έρθουν οι Σοσιαλδημοκράτες, δεύτεροι οι Χριστιανοδημοκράτες και τρίτοι οι Πράσινοι, ακολουθούμενοι από τους Φιλελεύθερους, την Εναλλακτική για τη Γερμανία και τελευταία την Αριστερά.

Η απλή αναλογική που ισχύει στη Γερμανία, για τα κόμματα που ξεπερνούν το 5% και αποκτούν δικαίωμα εκπροσώπησης στη Βουλή, επιβάλλει τον σχηματισμό μιας ακόμη κυβέρνησης συνασπισμού.

Το πιθανότερο σενάριο είναι για κυβέρνηση που θα στηρίζεται στους Σοσιαλδημοκράτες και στους Πράσινους. Θα χρειαστούν όμως και τη συνεργασία τρίτου κόμματος για να έχουν σταθερή πλειοψηφία. Το ερώτημα είναι αν θα πάνε σε συνεργασία με τους Φιλελεύθερους, ή με την Αριστερά.

Ο Σολτς μπορεί να συνεννοηθεί πιο εύκολα με τους Φιλελεύθερους, που δίνουν προτεραιότητα στα ζητήματα της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας, ενώ η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και η αριστερή πτέρυγα προτιμά τη συνεργασία με την Αριστερά. Θα πρέπει πάντως η τελευταία να πάει κάπως καλύτερα από τις δημοσκοπήσεις, για να μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Ένας κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων θα είναι, αναπόφευκτα, γεμάτος πολιτικούς συμβιβασμούς και θα ενισχύσει την εικόνα της συνέχειας, εφόσον θα κινείται υποχρεωτικά στο κέντρο.

Ένας συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Αριστεράς –όμοιο με εκείνον που ήδη υπάρχει στην πόλη του Βερολίνου– θα έστελνε πολιτικά μηνύματα σε όλη την Ε.Ε., χωρίς όμως να φτάνει σε ρήξεις τύπου γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, ή γαλλικής Αλλαγής.

Προς το παρόν, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα χρειαστούν μερικοί μήνες για τη διαπραγμάτευση του κυβερνητικού προγράμματος του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, στη διάρκεια των οποίων θα μείνει υποχρεωτικά στην καγκελαρία η Άνγκελα Μέρκελ.