Τα άσχημα της συναίνεσης - Free Sunday
Τα άσχημα της συναίνεσης

Τα άσχημα της συναίνεσης

Οι εθνικές εκλογές στην Ολλανδία, στις 15 Μαρτίου 2017, χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα κρίσιμες, καθώς σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το ακροδεξιό και αντιμεταναστευτικό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς διατηρεί ένα σταθερό προβάδισμα έναντι του κοινοβουλευτικά ισχυρότερου στην παρούσα Βουλή κόμματος, του φιλελεύθερου VVD του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε. Θα είναι η Ολλανδία η επόμενη στάση της υπερταχείας της αντισυστημικότητας;

Είναι αλήθεια ότι παρακολουθώντας τις εξελίξεις στα εκλογικά σκηνικά χωρών της Δύσης κατά το τελευταίο διάστημα στη λογική μιας αλληλουχίας γεγονότων, παραγκωνίζεται συχνά η εστίαση σε εσωτερικούς και ενδημικούς παράγοντες της κάθε χώρας, οι οποίοι πολύ συχνά έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ερμηνεία ενός εκλογικού αποτελέσματος. 

Τι συνέβη, λοιπόν, στην Ολλανδία μέσα στα τελευταία επτά χρόνια και σε ποιον βαθμό αυτό συνδέεται με τη διαφαινόμενη επιτυχία της άκρας Δεξιάς στις επικείμενες εκλογές; Όλα ξεκίνησαν το 2010, όταν ο σημερινός πρωθυπουργός και επικεφαλής του φιλελεύθερου VVD σχημάτισε μια δεξιόστροφη κυβέρνηση μειοψηφίας με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDA) και την ανοχή του ακροδεξιού PVV του Βίλντερς. Τα δύο μετριοπαθή δεξιά κόμματα κατηγορήθηκαν για την έμμεση συνεργασία τους με το PVV, το οποίο κατά πολλούς πέτυχε να δημιουργήσει την εικόνα ενός δυνητικού κυβερνητικού εταίρου μέσα από αυτή την εμπειρία του. 

Ωστόσο, το κομβικό σημείο στην ανοδική πορεία του PVV υπήρξε η απόφαση του Βίλντερς να αποσύρει τη στήριξή του από την κυβέρνηση το 2012, αρνούμενος να συναινέσει στο δημοσιονομικά σφιχτό οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Ρούτε, κερδίζοντας με αυτόν τον τρόπο την εικόνα του ασυμβίβαστου. Έτσι, ο Βίλντερς πέτυχε μέσα σε δύο χρόνια τo «δύο στα δύο»: δυνητικός κυβερνητικός παίκτης, και όχι απλώς κόμμα διαμαρτυρίας, και αυστηρός κριτής της λιτότητας.

Για την περαιτέρω ενίσχυση της εικόνας του PVV φρόντισαν έκτοτε τα δύο παραδοσιακά μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, το φιλελεύθερο VVD και το σοσιαλδημοκρατικό PvdA. Στις πρόωρες εκλογές του 2012 τα δύο κόμματα συμμάχησαν μεταξύ τους για την εφαρμογή του δημοσιονομικά σφιχτού προγράμματος που είχε απορρίψει ο Βίλντερς, δημιουργώντας σε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος συνθήκες εκλογικού αδιεξόδου. 

Ποια θα μπορούσε να είναι η επιλογή εκείνων που αντιτίθενται στη λιτότητα όταν τα δύο μεγάλα κόμματα ευθυγραμμίζονται σαφώς με την πολιτική του Eurogroup, της ομάδας των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στην οποία μάλιστα προεδρεύει το μέλος της σημερινής ολλανδικής κυβέρνησης Γερούν Ντάισελμπλουμ; Η σύγκλιση των δύο κομμάτων μεταξύ τους και η συμπόρευση στον δρόμο της λιτότητας έδωσαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον Βίλντερς.

Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων αποκαλύπτουν ότι η ευκαιρία δεν έμεινε αναξιοποίητη από τον Βίλντερς. Τα δύο κυβερνητικά κόμματα, το φιλελεύθερο VVD και το σοσιαλδημοκρατικό PvdA, έχουν απολέσει το 50% της εκλογικής δύναμής τους του 2012, αδύναμα να ξεπεράσουν σήμερα το 18% και το 8% αντιστοίχως, ενώ το PVV φέρεται συχνά να προηγείται της κούρσας με ποσοστά ελαφρώς υψηλότερα από αυτά του VVD. 

Είναι αλήθεια ότι μόνο ένα μέρος των απωλειών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων απορροφάται από το PVV, καθώς σημαντικές εισροές καταγράφουν και πολλά άλλα μετριοπαθή κόμματα, από τους Πράσινους και τους σοσιαλφιλελεύθερους D66 μέχρι τους πάλαι ποτέ ισχυρούς Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι κερδίζουν σε βάρος των δύο σημερινών κυβερνητικών κομμάτων. Υπό αυτή την έννοια, η συναίνεση των εκπροσώπων των δύο πόλων δεν οδηγεί στην εκτόξευση της άκρας Δεξιάς. 

Κάνει όμως κάτι χειρότερο. Δημιουργεί, τηρουμένων των αναλογιών, μικρούς κλώνους της άκρας Δεξιάς στο εσωτερικό των μη ακραίων κομμάτων. Ο φόβος απέναντι στο ενδεχόμενο ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής πίτας να περιέλθει στα χέρια του Βίλντερς έχει οδηγήσει τα κομματικά επιτελεία όλων των κομμάτων σε έναν αγώνα δρόμου με σκοπό να ανακόψουν τη δυναμική του PVV. Η στρατηγική αυτή μεταφράζεται σε επίπεδο πολιτικών θέσεων στην υιοθέτηση, από την πλευρά των μετριοπαθών κομμάτων του κέντρου, συντηρητικών απόψεων σε θέματα, για παράδειγμα, μετανάστευσης, ώστε αυτά να εμφανιστούν σε έναν βαθμό πιο οικεία σε ένα μέρος των εκλογέων του Βίλντερς.

Η εξ αντανακλάσεως ενίσχυση του κοινωνικού συντηρητισμού των παραδοσιακά μετριοπαθών ελίτ είναι μια εξέλιξη που δεν πρέπει να υποτιμάται και επιπλέον πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με τα κενά εκπροσώπησης που αφήνει εκ των πραγμάτων η ακολουθούμενη στρατηγική της συναίνεσης από τα κόμματα του κέντρου. Τέτοιες παράπλευρες απώλειες θα πρέπει να συνεκτιμούνται απ’ όσους με ευκολία, εντός και εκτός της χώρας μας, αγιοποιούν την πολιτική σύγκλιση.