Θ. Διαμαντόπουλος: «Ο Μητσοτάκης είχε ιστορικά υποτιμηθεί, υπό την έννοια ότι δεν αναδείχθηκαν τα καλά του» - Free Sunday
Θ. Διαμαντόπουλος: «Ο Μητσοτάκης είχε ιστορικά υποτιμηθεί, υπό την έννοια ότι δεν αναδείχθηκαν τα καλά του»

Θ. Διαμαντόπουλος: «Ο Μητσοτάκης είχε ιστορικά υποτιμηθεί, υπό την έννοια ότι δεν αναδείχθηκαν τα καλά του»

Κατ’ αρχάς θα ήθελα ένα σχόλιό σας για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο Μητσοτάκης προφανώς δεν υπήρξε πολιτικά άγιος και θα ήταν υπερβολή μια μεταθανάτια εξιδανίκευση. Ήταν παραδοσιακός πολιτικός, με τα ρουσφέτια του και τους τοπικούς μηχανισμούς του. Αλλά νομίζω ότι και μόνο η ένταση και η έκταση των χυδαίων επιθέσεων που του έγιναν, κορύφωση των οποίων ήταν η χαλκευμένη φωτογραφία με τους ναζί, δείχνουν ότι ήταν ένα μεγάλο πολιτικό μέγεθος. Και επειδή στην Ελλάδα λέμε μόνο τα στραβά, νομίζω ότι ο Μητσοτάκης είχε ιστορικά υποτιμηθεί, υπό την έννοια ότι δεν αναδείχθηκαν τα καλά του. Δεν θα πω πολλά, παρά μόνο τούτο: όταν και ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι περισσότεροι πολιτικοί, βλέποντας ότι χάνουν τις εκλογές, ψήφιζαν την απλή αναλογική, όπως και ο Τσίπρας σήμερα, ο Μητσοτάκης είχε το θάρρος, το 1993, να σεβαστεί τους κανόνες του παιχνιδιού και με όρους μπέσας και πολιτικής δεοντολογίας, αλλά και με όρους κυβερνησιμότητας του τόπου. Αν το 1993, με το κλίμα των σχέσεων που υπήρχαν τότε, ψηφιζόταν η απλή αναλογική, η ακυβερνησία και η διάλυση του συστήματος θα ήταν δεδομένες και θα είχαμε γίνει «Αλβανία» νωρίτερα απ’ ό,τι το καταφέραμε στη συνέχεια.

Αν περιγράφατε την πολιτική παρακαταθήκη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τι θα λέγατε συνοπτικά;
Αντικρατισμός, πολιτικός και οικονομικός φιλελευθερισμός, σεβασμός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού ήθους και από κει και πέρα, βέβαια, οι αναπόφευκτοι συμβιβασμοί που γίνονται στο παιχνίδι της δημοκρατίας.

Μιλώντας περί δημοκρατίας, θα ήθελα το σχόλιό σας για την τρομοκρατική επίθεση εις βάρος του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου.
Η παθολογία της τρομοκρατίας είναι καθολικό φαινόμενο. Αυτό που σοκάρει είναι οι απολογητές της τρομοκρατίας, είναι το βάθος του μίσους. Το μίσος έχει, πλέον, αυτονομηθεί από κάθε ορθολογισμό, από κάθε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό υπόστρωμα, και έχει γίνει η κινητήρια δύναμη ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό είναι ό,τι πιο νοσηρό, ό,τι πιο απεχθές, ό,τι πιο φρικαλέο έχει παραγάγει ο δημόσιος βίος εδώ και πολλές δεκαετίες. Ακόμη και την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου το μίσος ήταν στραμμένο εναντίον ενός ανθρώπου ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, ειδικά την περίοδο 1917-1920, είχε ασκήσει, αν όχι τυραννική, τουλάχιστον έντονα διωκτική πολιτική έναντι των αντιπάλων του. Εδώ έχουμε μίσος προς έναν πολιτικό προσανατολισμό, προς αξίες, προς το υπόστρωμα της πλουραλιστικής δημοκρατίας, κι αυτό είναι το φρικαλέο και το σοκαριστικό.

Θεωρείτε ότι υπάρχει «γιατρειά» για την κατάσταση που περιγράφετε;
Φοβάμαι ότι τα νοσηρά φαινόμενα που παρατηρούμε είναι η επίστεψη μιας πολιτικής λογικής που κυριάρχησε στον Μεσοπόλεμο και είναι η ισοπέδωση, η αναξιοκρατία, η άνευ μόχθου εξέλιξη. Και όλα αυτά τα στοιχεία δημιούργησαν πικρίες σε όλους όσοι δεν βρήκαν την ατομική και κοινωνική πρόοδο που προσδοκούσαν, χωρίς βεβαίως να έχουν καταβάλει τον αντίστοιχο μόχθο, και σε τελική ανάλυση αυτή η ρητορική αμετροέπεια είναι η έκφραση των ανθρώπων που έμαθαν να θεωρούν ότι δικαιούνται πράγματα που, βάσει της προσπάθειάς τους, δεν δικαιούνται. Είναι πολύ δύσκολο, λοιπόν, να εκριζωθεί. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η άλλη εκδοχή της καταγγελίας της αξιοκρατίας και της αξιοκρατικής ιεραρχίας μιας κοινωνίας. Δεν βλέπω φως. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια στην παιδεία, η οποία δεν έχει καν αρχίσει και χρειάζεται δεκαετίες για να αποδώσει.

Μιλώντας για τις αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία, ακόμα και στην ακραία μορφή τους, αυτή της τρομοκρατίας, θα ήθελα να μας πείτε δυο λόγια για το φιλόδοξο έργο σας σχετικά με τους διχασμούς στην Ελλάδα κατά τον τελευταίο αιώνα. Πού βρίσκεται;
Το έργο μου αφορά κυρίως τις πολιτικές διαιρέσεις, κάτι που συνδέεται με τα φαινόμενα που αναφέραμε πιο πάνω. Από το 1910 και εντεύθεν ο δημόσιος βίος της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από ακρότατα πάθη, συχνά αυτονομημένα από το ορθολογικό, κοινωνικό ή ιδεολογικό τους υπόστρωμα, που σφράγισαν τη δημόσια ζωή και κάποιες φορές οδήγησαν και σε εκτροπές. Ο πρώτος τόμος, που αφορά τον Εθνικό Διχασμό, και ο δεύτερος, που αφορά τη δεκαετία του 1920 με τα άπειρα πραξικοπήματα και την –αμφισβητούμενη– αβασίλευτο δημοκρατία, ήδη είναι στα βιβλιοπωλεία. Την επόμενη εβδομάδα κυκλοφορεί ο τρίτος τόμος, της κατάρρευσης της δημοκρατίας του Μεσοπολέμου και της δικτατορίας του Μεταξά, και μετά το καλοκαίρι θα ακολουθήσουν οι τόμοι που αφορούν τον Εμφύλιο της δεκαετίας του ’40, την προσπάθεια ανασυγκρότησης της δεκαετίας του ’50 και τον Ανένδοτο και την Αποστασία της δεκαετίας του ’60. Όλα αυτά όμως μέσα από την προσπάθεια ανάλυσης του κοινωνικού, ιδεολογικού, πολιτιστικού, οικονομικού, ακόμα και ψυχολογικού υποστρώματος των βαθύτατων διαιρέσεων που πάντα σφράγισαν τον δημόσιο βίο της χώρας.

Οργανώνοντας την ύλη για τη σειρά των βιβλίων αυτών, υπάρχει κάποιο κεντρικό συμπέρασμα το οποίο έχετε εξαγάγει;
Υπάρχει μια σειρά από συμπεράσματα. Πρώτον, ότι συνεχώς αναπαράγεται, με διάφορες εκφάνσεις, η σύγκρουση δυτικόφιλων, ανοιχτών στον κόσμο δυνάμεων και εσωστρεφών. Υπό μία έννοια, αυτό είναι το υπόστρωμα του Εθνικού Διχασμού της δεκαετίας του 1910, αυτό είναι το νόημα της πολιτικής του Μαρκεζίνη τη δεκαετία του 1950 με τη σταθεροποίηση της δραχμής και την προσπάθεια προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, αυτό είναι το νόημα του ανοίγματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά τη Μεταπολίτευση. Η μία διαίρεση, λοιπόν, που οι ρίζες της φτάνουν στο Βυζάντιο, είναι μεταξύ δυτικόφιλων και αντιδυτικών Ελλήνων και με αφορμή τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη επιτρέψτε μου να τον εντάξω στους κατεξοχήν ανθρώπους των ανοιχτών οριζόντων. Το δεύτερο υπόστρωμα είναι η πάγια και αναπαραγόμενη σύγκρουση ανάμεσα στη ρητορεία των κυβερνώντων και στη ρητορεία των αντιπολιτευόμενων. Είναι εκπληκτική, είναι ασύλληπτη –δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα σε τέτοιον βαθμό– η ευκολία με την οποία οι εκάστοτε κυβερνώντες υιοθετούν τη ρητορεία που είχαν οι αντίπαλοί τους όταν εκείνοι ήταν κυβέρνηση και πώς οι εκάστοτε αντιπολιτευόμενοι, αγνοώντας όλα αυτά που έλεγαν και την κουλτούρα ευθύνης του δημιουργεί η διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, προσχωρούν στη ρητορική αμετροέπεια του αντιπολιτευτικού λόγου. Επίσης, σε διάφορες περιόδους των 110 χρόνων που φιλοδοξώ να μελετήσω βλέπουμε την εντονότατη αντιπαράθεση του στρατιωτικού παράγοντα και του πολιτικού συστήματος, με τον πρώτο κάποιες φορές να αυτονομείται και κάποιες άλλες να προσπαθεί να επιβάλει στο πολιτικό σύστημα τη βούλησή του.



(0 ψήφοι)