Ουγγαρία: Επικίνδυνο παιχνίδι με τα μέσα ενημέρωσης - Free Sunday
Ουγγαρία: Επικίνδυνο παιχνίδι με τα μέσα ενημέρωσης
Η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν εδραιώνει την κυριαρχία και την προπαγάνδα της στα μίντια

Ουγγαρία: Επικίνδυνο παιχνίδι με τα μέσα ενημέρωσης

Στην τελευταία Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πριν από περίπου δύο εβδομάδες, με 448 υπέρ, 197 κατά και 48 αποχές εγκρίθηκε η ενεργοποίηση του άρθρου 7 κατά της Ουγγαρίας, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει ακόμη και στην αναστολή του δικαιώματος ψήφου της χώρας στο Συμβούλιο της Ε.Ε. Η πολιτική του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν έχει προκαλέσει ιδιαίτερο προβληματισμό στους κόλπους των ευρωπαϊκών θεσμών, κυρίως όσον αφορά τα δικαιώματα των μεταναστών και των μειονοτήτων, την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και την ελευθερία έκφρασης.

Εδραίωση ελέγχου στα ΜΜΕ

O Μάριους Ντράγκομιρ, διευθυντής του Κέντρου Μέσων, Πληροφοριών και Κοινωνίας του Central European University, εξηγεί πως το Fidesz (το κόμμα του Όρμπαν) έφτασε να ελέγχει σχεδόν το 90% των μέσων ενημέρωσης στην Ουγγαρία, εξαγοράζοντας πολλές τοπικές εφημερίδες και ιστοσελίδες και τοποθετώντας σε στρατηγικές θέσεις στα μίντια άτομα φιλικά προσκείμενα σε αυτό, ενώ ελέγχει πλήρως και τα τρία κρατικά κανάλια, που έχουν μεταβληθεί σε μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας.

Από το 2010, αμέσως μετά την εκλογική του νίκη, το Fidesz υιοθέτησε έναν νέο νόμο για τα ΜΜΕ, ελαφρώς «ασαφή» και «αμφιλεγόμενο», όπως τονίζει ο κ. Ντράγκομιρ, ο οποίος επέβαλε να είναι το ειδησεογραφικό περιεχόμενο «ισορροπημένο» και να μην προάγει μίσος έναντι καμίας πλειοψηφίας. Η ερμηνεία του νόμου ήταν ασαφής, ιδίως από τη στιγμή που η εποπτεία των μίντια ανατέθηκε στο Συμβούλιο των Μέσων, μία νέα αρχή που στελεχώθηκε από άτομα εγκεκριμένα από τη Βουλή, στην οποία το κόμμα Fidesz είχε την πλειοψηφία των 2/3. Μέσα στα επόμενα έξι χρόνια οι επιθέσεις της κυβέρνησης εναντίον ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών εντάθηκαν, δημοσιογράφοι που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση εξοστρακίστηκαν και ο έλεγχος της πληροφόρησης ολοένα και εδραιωνόταν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ουγγρική ιστοσελίδα Origo, η οποία θεωρούνταν από τις πιο αξιόπιστες της χώρας μέχρι το 2014, οπότε και εξαγοράστηκε από όμιλο φιλικά προσκείμενο στην κυβέρνηση. Έκτοτε το Origo επιτίθεται συστηματικά στην αντιπολίτευση, διοχετεύοντας στο κοινό αντιμεταναστευτική γραμμή. Το εβδομαδιαίο περιοδικό «Figyelο» είχε καταγγείλει το 2017 απόπειρα «εκφοβισμού» λόγω δημοσίευσης άρθρου για την εθνικοποίηση των τραπεζών. Σύντομα εξαγοράστηκε από φιλικά προσκείμενη στο κυβερνών κόμμα επιχειρηματία, αλλάζοντας άρδην επικοινωνιακή στρατηγική. Ακόμη ένα παράδειγμα χειραγώγησης είναι η εξαγορά της εφημερίδας «Népszabadság», η οποία προωθούσε τις θέσεις της αντιπολίτευσης, από τον Λορίντς Μετζάρος, δήμαρχο της γενέτειρας του Όρμπαν και φίλο του Ούγγρου πρωθυπουργού. Πριν από μερικούς μήνες νέα διοίκηση τοποθετήθηκε στο τηλεοπτικό δίκτυο Hir TV, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας, η οποία είναι φιλικά προσκείμενη στο πρόσωπο του Όρμπαν.

Σημαντική πτώση στην ελευθερία του Τύπου

Η ΜΚΟ Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα (RSF), στην έκθεση που δημοσίευσε το 2016 για τον πλουραλισμό των μίντια, έθεσε την Τουρκία και την Ουγγαρία στην κατηγορία «υψηλού κινδύνου» αναφορικά με τον περιορισμό της ελευθερίας των ΜΜΕ. Για το 2017, η Ουγγαρία του Όρμπαν έπεσε τέσσερις θέσεις σε σχέση με το 2016 στη λίστα με τις χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη ελευθερία του Τύπου. Ήρθε στην 71η θέση μεταξύ 180 χωρών.

Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με εισηγήτρια την Τζούντιθ Σαρτζεντίνι υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναφορές οι οποίες αιτιολογούν την πρόταση να κληθεί το Συμβούλιο να διαπιστώσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από την Ουγγαρία των αξιών στις οποίες θεμελιώνεται η Ένωση.

Στην έκθεση αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Η περιορισμένη αποστολή παρακολούθησης εκλογών του Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΑΣΕ για την παρακολούθηση των κοινοβουλευτικών εκλογών του 2018 στην Ουγγαρία ανέφερε ότι η πρόσβαση στις πληροφορίες, καθώς και η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, έχουν περιοριστεί, μεταξύ άλλων από τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές, και ότι η κάλυψη της εκστρατείας ήταν εκτεταμένη, αλλά διακρινόταν από έντονη πόλωση και έλλειψη κριτικής ανάλυσης λόγω της πολιτικοποίησης της κυριότητας των μέσων ενημέρωσης και της πληθώρας διαφημιστικών εκστρατειών υπέρ της κυβέρνησης. Ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας εκπλήρωσε την εντολή του να παράσχει ελεύθερο χρόνο στους διαγωνιζόμενους, αλλά οι ειδήσεις του και η συντακτική παραγωγή του ευνόησαν σαφώς τον κυβερνητικό συνασπισμό, πράγμα αντίθετο προς τα διεθνή πρότυπα».

Ακόμη ένα μελανό σημείο στη διαχείριση των ΜΜΕ στην Ουγγαρία επισημαίνεται στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αφορά τη δημοσιοποίηση από ουγγρικό μέσο ενημέρωσης ονομάτων ατόμων που επιθυμούν την ανατροπή του κυβερνητικού σχήματος του Όρμπαν. Πιο συγκεκριμένα: «Στις 13 Απριλίου 2018 ο εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης καταδίκασε απερίφραστα τη δημοσίευση καταλόγου περισσοτέρων από 200 ατόμων από ουγγρική επιχείρηση μέσων ενημέρωσης η οποία υποστήριζε ότι πάνω από 2.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων όσων αναφέρονταν ονομαστικά, φέρονται να επιδιώκουν την “ανατροπή της κυβέρνησης”. Ο κατάλογος δημοσιεύτηκε από το ουγγρικό περιοδικό “Figyelο” στις 11 Απριλίου και περιλαμβάνει πολλούς δημοσιογράφους, καθώς και άλλους πολίτες. Στις 7 Μαΐου 2018 ο εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης εξέφρασε τη βαθιά ανησυχία του για την άρνηση διαπίστευσης πολλών ανεξάρτητων δημοσιογράφων, γεγονός το οποίο τους εμπόδισε να καλύψουν την εναρκτήρια συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου του Ουγγαρίας. Επισημάνθηκε επίσης ότι το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μέσο περιορισμού του περιεχομένου επικριτικών αναφορών και ότι αυτή η πρακτική δημιουργεί κακό προηγούμενο για τη νέα θητεία του Κοινοβουλίου της Ουγγαρίας».

Οι εξελίξεις στην Ουγγαρία προβληματίζουν τόσο την Ε.Ε. όσο και τους ίδιους τους Ούγγρους, οι οποίοι τον περασμένο Απρίλιο κατέβηκαν κατά χιλιάδες στους δρόμους. Τα ξένα μέσα αναφέρουν ότι διαδήλωσαν πάνω από 10.000 άτομα υπέρ της δημοκρατίας. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα εκείνοι που δήλωσαν απογοητευμένοι από τα αποτελέσματα των εκλογών, επισημαίνοντας ότι ο έλεγχος των ΜΜΕ συνέβαλε καθοριστικά στα υψηλά ποσοστά που συγκέντρωσαν ο Βίκτορ Όρμπαν και το κόμμα του.