Το twitter και το facebook περιορίζουν αμφισβητούμενο άρθρο κατά του Μπάιντεν - Free Sunday
Το twitter και το facebook περιορίζουν αμφισβητούμενο άρθρο κατά του Μπάιντεν

Το twitter και το facebook περιορίζουν αμφισβητούμενο άρθρο κατά του Μπάιντεν

Την οξεία αντίδραση του προέδρου Τραμπ και στελεχών των Ρεπουμπλικάνων προκάλεσε η απόφαση του Twitter και του Facebook να θέσουν περιορισμούς στην διάδοση ενός άρθρου της New York Post για τις δραστηριότητες του γιου του υποψηφίου των Δημοκρατικών, Τζο Μπάϊντεν.

H πηγή φέρεται να είναι ένας υπολογιστή που ο γιος του υποψηφίου των Δημοκρατικών είχε αφήσει σε κατάστημα επισκευής Η/Υ του Delaware τον Απρίλιο του 2019 και σύμφωνα με την Post, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έδωσε ένα αντίγραφο του σκληρού δίσκου του εγκαταλελειμμένου υπολογιστή στον Ρούντι Τζουλιάνι, τον προσωπικό δικηγόρο του Τραμπ, ο οποίος προώθησε το υλικό στην εφημερίδα.

Η εφημερίδα υποστηρίζει ότι ο σκληρός δίσκος περιείχε πάνω από 1.000 ανάρμοστες έως και παράνομες φωτογραφίες του Χάντερ Μπάιντεν, ενοχοποιητικά email και βίντεο που συνδέεται με σεξ και χρήση ναρκωτικών.

Το ρεπορτάζ επικεντρώθηκε σε ένα email από τον Απρίλιο του 2015, στο οποίο ένας σύμβουλος του διοικητικού συμβουλίου του Burisma ευχαριστούσε τον Χάντερ που τον προσκάλεσε σε συνάντηση στην Ουάσινγκτον με τον πατέρα του. Ωστόσο, δεν υπήρχε κάποια αναφορά για το πότε είχε προγραμματιστεί η συνάντηση ούτε για το αν τελικά είχε πραγματοποιηθεί.

«Έρευνες από τον Τύπο και ακόμη και από δύο επιτροπές της ελεγχόμενης από Ρεπουμπλικανούς Γερουσίας, οι εργασίες των οποίων κρίθηκαν μη νόμιμες και πολιτικοποιημένες από έναν συνάδελφο του GOP, έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: ότι ο Τζο Μπάιντεν εφάρμοσε την επίσημη πολιτική των ΗΠΑ ως προς την Ουκρανία και δεν έκανε τίποτα μεμπτό», δήλωσε ο Άντριου Μπέιτς, εκπρόσωπος της εκστρατείας Μπάιντεν, συμπληρώνοντας ότι οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης του Τραμπ έχουν επιβεβαιώσει τα παραπάνω.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η πλευρά του Μπάιντεν τονίζεται ότι καμία συνάντηση όπως αυτή που περιγράφει η Post δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, βάσει των επίσημων προγραμμάτων του πρώην αντιπροέδρου.

Η Guardian επισημαίνει ότι υπάρχουν και άλλοι που αμφισβητούν το ρεπορτάζ, επικαλούμενοι το παρελθόν του Τζουλιάνι στην παραπληροφόρηση και τους ψευδείς ισχυρισμούς για τους Μπάιντεν και την Ουκρανία.

Οι χρήστες του Twitter που επιχείρησαν να μοιραστούν το δημοσίευμα έβλεπαν μια ειδοποίηση που ανέφερε: «Δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε αυτό το αίτημα, επειδή αυτός ο σύνδεσμος έχει αναγνωριστεί από το twitter ή τους συνεργάτες μας ως δυνητικά επιβλαβής». Oι χρήστες που έκαναν κλικ ή retweet σε σύνδεσμο που είχε ήδη αναρτηθεί στο Twitter έβλεπαν το προειδοποιητικό μήνυμα «ο σύνδεσμος ενδέχεται να μην είναι ασφαλής».

Η εταιρεία εξήγησε περαιτέρω την απόφασή της με μια σειρά από tweets την Τετάρτη, εξηγωντας ότι μερικές από τις εικόνες του άρθρου περιείχαν προσωπικές και ιδιωτικές πληροφορίες. Η πολιτική του Twitter κατά της δημοσίευσης υλικού από ηλεκτρονική πειρατεία θεσπίστηκε το 2018.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Twitter, Τζακ Ντόρσεϊ, δήλωσε ότι η επικοινωνία από την εταρεία της απόφασης περιορισμού της διάδοσης του άρθρου δεν ήταν και η καλύτερη, ενώ χαρακτήρισε απαράδεκτο το γεγονός ότι η ομάδα δεν μοιράστηκε εξαρχής περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα αίτια της απόφασης να μπλοκάρει την κοινοποίηση URL.

«Αυτό έγινε στο πλαίσιο της τυπικής διαδικασίας που ακολουθούμε για τον περιορισμό της παραπληροφόρησης», δήλωσε ένας εκπρόσωπος του Facebook, έθεσε περιορισμούς στους συνδέσμους του δημοσιεύματος, επισημαίνοντας ότι υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητά του.

Ο πρόεδρος Τραμπ χαρακτήρισε «φρικτή» την κίνηση των ιστότοπων, οι οποίοι «απέκρυψαν το άρθρο με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αποτελούν το όπλο η κάννη του οποίου καπνίζει για τον κοιμήση Τζο Μπάιντεν και τον γιο του Χάντερ στη New York Post», έγραψε ο Τραμπ στο Twitter, προσθέτοντας πως δεν υπάρχει «τίποτα χειρότερο από έναν διεφθαρμένο πολιτικό».

«Ο Τζο Μπάιντεν πρέπει να δώσει άμεσα στη δημοσιότητα όλα τα email, τα αρχεία από συναντήσεις, τις καταγραφές από τηλεφωνικές και άλλες συνομιλίες και τα αρχεία που σχετίζονται με την εμπλοκή του στις επιχειρηματικές δραστηριότητες μελών της οικογενείας του και την αθέμιτη άσκηση επιρροής σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Κινας», έγραψε σε μία ακόμη ανάρτηση ο Αμερικανός πρόεδρος.

Η New York Post κατηγόρησε τις πλατφόρμες ότι προσπαθούν να στηρίξουν την προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν και υποστηρίζοντας ότι κανείς δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητα του ρεπορτάζ - κάτι που δεν είναι αλήθεια σύμφωνα με την Guardian. «Το Facebook και το Twitter δεν είναι πλατφόρμες social media. Είναι μηχανές προπαγάνδας» αναφέρει ένα άρθρο γνώμης στο site της Post.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που το Twitter περιορίζει άμεσα τη διάδοση πληροφοριών από έναν ειδησεογραφικό ιστότοπο, με την πλατφόρμα να καθώς εφαρμόζει ολοένα και αυστηρότερους κανόνες κατά της παραπληροφόρησης ενόψει των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.

Το απόγευμα της Τετάρτης το Twitter φέρεται να κλείδωσε ακόμη και τον προσωπικό λογαριασμό της εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου Κέιλι ΜακΕνανι, επειδή κοινοποίησε το επίμαχο άρθρο.

Το Twitter ανακοίνωσε ότι θα προειδοποιεί τους χρήστες που προσπαθούν να κάνουν retweet έναν σύνδεσμο, χωρίς πρώτα να κάνουν κλικ σε αυτόν για περισσότερες πληροφορίες. Επίσης, άρχισε να λαμβάνει μέτρα κατά της παραπληροφόρησης και των προτροπών για βία που δημοσιεύτηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ και άλλες δημόσιες φιγούρες, σύμφωνα με την Guardian.

Ο επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Τζέικ Σνάιντερ, χαρακτήρισε το μπλοκάρισμα του λογαριασμού της ΜακΈνανι «απολύτως απαράδεκτο», ενώ η ίδια η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου έγραψε σε ανάρτησή της: «Η λογοκρισία πρέπει να καταδικαστεί».

Σε επιστολή του στον Ντόρσεϊ, ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τεντ Κρουζ υποστηρίζει ότι «Η λογοκρισία του Twitter εις βάρος αυτού του ρεπορτάζ είναι αρκετά υποκριτική, δεδομένης της προθυμίας του να επιτρέπει στους χρήστες να μοιράζονται άλλα δημοσιεύματα με λιγότερο αξιόπιστες πηγές που στρέφονται κατά άλλων υποψηφίων».