Ο ιταλικός τρόπος - Free Sunday
Ο ιταλικός τρόπος

Ο ιταλικός τρόπος

Στην Ιταλία, τον Φεβρουάριο του 2014, ο νέος πρόεδρος του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) Ματέο Ρέντσι επεδίωξε και πέτυχε ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός, τότε, Ενρίκο Λέτα να παραιτηθεί και τη θέση του να λάβει ο ίδιος.

Με περισσή ορμή, μόλις 39 ετών τότε, ο Ρέντσι πέτυχε να αποσπάσει τη στήριξη του κόμματος, σε βάρος του Λέτα, και χωρίς να διεξαχθούν εκ νέου εκλογές σχημάτισε τη νέα κεντροαριστερή κυβέρνηση. Για πρώτη φορά στα χρονικά του ιταλικού πολιτικού συστήματος ο μέσος όρος ηλικίας της νέας κυβέρνησης δεν υπερέβαινε τα 45 έτη και ο αριθμός των ανδρών υπουργών ήταν ίσος με εκείνον των γυναικών.

Εξαρχής ο Τύπος προσέδωσε στον νέο πρωθυπουργό τον χαρακτηρισμό «demolition man». Ήταν ο ίδιος ο Ρέντσι ο οποίος, για να αποσπάσει τη συναίνεση του κόμματος για τη διεκδίκηση της υποχώρησης του Λέτα, υποσχέθηκε τον πλήρη εκσυγχρονισμό της Ιταλίας, τη διάλυση των αναποτελεσματικών θεσμών και την οικοδόμηση νέων.

Το δημοψήφισμα

Στις 4 Δεκεμβρίου ο Ρέντσι επιζητά την επικύρωση της μεταρρυθμιστικής του πρότασης μέσω ενός δημοψηφίσματος.

Η πρόταση του Ματέο Ρέντσι αφορά τη μεταρρύθμιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, με στόχο τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Γερουσίας, την παραχώρηση αυξημένων αρμοδιοτήτων στην Κάτω Βουλή, καθώς και στην εκτελεστική εξουσία. Ο ίδιος επισημαίνει ότι η Ιταλία, για να ξεφύγει από μια περίοδο εκτεταμένης κρίσης, πρέπει να κινηθεί με γοργούς ρυθμούς, να απαλλαγεί από θεσμικά εμπόδια και να εγκαινιάσει την πολιτική της αποτελεσματικότητας.

Η μεταρρύθμιση που προτείνει ο Ιταλός πρωθυπουργός δεν είναι τίποτα λιγότερο από την υπόσχεση την οποία ο ίδιος έδωσε για την πλήρη ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος δύο χρόνια πριν.

Πού στοχεύει η μεταρρύθμιση;

Το ιταλικό πολιτικό σύστημα έχει δύο νομοθετικά σώματα, την Κάτω Βουλή (Chamber of Deputies) και τη Γερουσία - Άνω Βουλή (Senate). Σε αντίθεση με την παράδοση που επικρατεί σχεδόν σε όλα τα πολιτικά συστήματα που διαθέτουν δύο νομοθετικά σώματα, περί συμβουλευτικού μόνο ρόλου της Άνω Βουλής, στην Ιταλία η παράδοση είναι διαφορετική. Τα δύο νομοθετικά σώματα έχουν ακριβώς τις ίδιες, σημαντικές αρμοδιότητες και εκλέγονται απευθείας από τον ιταλικό λαό.

Για την ψήφιση ενός νομοσχεδίου απαιτείται η ψήφος και των δύο σωμάτων. Συγκεκριμένα, αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία παρουσίασης και συζήτησης ενός νομοσχεδίου στην Κάτω Βουλή, αρχίζει η αντίστοιχη συζήτηση στη Γερουσία. Εάν η Γερουσία εισηγηθεί τροποποιήσεις επί του κειμένου, η συζήτηση επί των τροποποιήσεων αυτών πρέπει να πραγματοποιηθεί και στην Κάτω Βουλή. Η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα και ενίοτε δυσλειτουργική.

Με τον περιορισμό της Γερουσίας ο Ιταλός πρωθυπουργός επισημαίνει ότι επιτυγχάνεται η υψηλή ταχύτητα υλοποίησης αποφάσεων, μέσω της απλοποίησης των διαδικασιών. Στόχος, ο εκσυγχρονισμός.

Η πολιτική επιβίωση του Ματέο Ρέντσι

Ας δούμε όμως τις λιγότερο φανερές σκέψεις γύρω από το δημοψήφισμα αυτό. Ο Ιταλός πρωθυπουργός εξαρχής στοιχημάτισε την πολιτική του επιβίωση με την επικύρωση της πρότασής του στο δημοψήφισμα. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο αγώνας δεν είναι εύκολος. Το «όχι» στην πρόταση Ρέντσι προηγείται ελαφρώς του «ναι», χωρίς όμως αυτό να μπορεί να περιγράψει τη συνολική δυναμική ή να προβλέψει το τελικό αποτέλεσμα, καθώς η πλειοψηφία της κοινής γνώμης παραμένει αναποφάσιστη. Σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση της εταιρείας IPSOS, οι Ιταλοί δηλώνουν κατά 23% ότι θα ψηφίσουν υπέρ και κατά 25% κατά. Οι αναποφάσιστοι πολίτες αγγίζουν ποσοστά άνω του 40%.

Ο Ρέντσι υποχρεώθηκε πρόσφατα να αναδιπλωθεί, θολώνοντας την αρχική «καθαρή» διατύπωση περί παραίτησής του εάν επικρατήσει το «όχι». Ο ίδιος καταλαβαίνει πολύ καλά –και ιδιαίτερα μετά την απόφαση των Βρετανών να φύγουν από την Ε.Ε.– ότι η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δύσκολα σήμερα θα ακολουθήσει τις υποδείξεις της κυβέρνησης σε εκλογές ή, ακόμη περισσότερο, στα δημοψηφίσματα.

Ο Ματέο Ρέντσι δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να θυσιάσει την καριέρα του με τον ίδιο τρόπο που συνέβη στον Ντέιβιντ Κάμερον. Φαίνεται να μην επιτρέπει στο αντιευρωπαϊκό αίσθημα να εμποδίσει την τελεσφόρηση της μεταρρύθμισής του. Παρατηρούμε τον Ρέντσι να αντιδρά απέναντι στην Ε.Ε. Ο ίδιος αντιδρά όχι μόνο για να ικανοποιήσει μερίδα της ιταλικής κοινωνίας η οποία διαφωνεί με την πολιτική της Ε.Ε. και να αποκομίσει οφέλη στο εσωτερικό. Αντιδρά με σκοπό η ευρωπαϊκή πολιτική να ακολουθήσει έναν αλλιώτικο τρόπο.

Ο ιταλικός τρόπος

Πρόσφατα, στη διάσκεψη των αρχηγών των χωρών-μελών της Ε.Ε. στην Μπρατισλάβα, ο Ρέντσι φρόντισε να κάνει αισθητή τη διαφωνία του με όσα συζητήθηκαν στη συνεδρίαση – τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και αναφορικά με το προσφυγικό ζήτημα. Ο Ιταλός πρωθυπουργός διαφώνησε δημοσίως με το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος. Επιπλέον, ενοχλημένος παρουσιάστηκε όταν στη συνάντηση της Βιέννης, μετά την Μπρατισλάβα, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ συναντήθηκαν με τους αρχηγούς των βαλκανικών χωρών για το προσφυγικό ζήτημα χωρίς ο Ιταλός πρωθυπουργός να είναι καλεσμένος.

Επιπλέον, σε οικονομικό επίπεδο, ο Ματέο Ρέντσι και ο υπουργός Οικονομικών του Πιερ Κάρλο Πάντοαν σχεδίασαν και ακολουθούν μια οικονομική στρατηγική η οποία τοποθετείται απέναντι από την αντίληψη της Γερμανίας περί της αναγκαίας λιτότητας. Ο Πάντοαν έκοψε φόρους και διατήρησε για την περασμένη χρονιά το ίδιο ύψος δημόσιων δαπανών, σε αντίθεση με τις υποδείξεις Γερμανίας και Βρυξελλών, οι οποίες ζήτησαν έναν πιο σφιχτό προϋπολογισμό.

Η οικονομική σκέψη του Πάντοαν φαίνεται να κινείται στην ίδια κατεύθυνση με την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» του έτερου Ιταλού, του Μάριο Ντράγκι, διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι ιδέες, μάλιστα, του διοικητή της ΕΚΤ περί αύξησης του πληθωρισμού της Ευρωζώνης στο 2% και διατήρησης χαμηλών επιτοκίων δανεισμού έχουν δημιουργήσει αρκετές εντάσεις στις σχέσεις του με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Αναφορικά με το ύψος και τη διάθεση των δημόσιων δαπανών, σήμερα ο Ρέντσι επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συνδρομή της Ευρωζώνης ώστε να πραγματοποιηθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χωρίς να κουρευτούν οι αποταμιεύσεις των καταθετών. Μολονότι πέρυσι η Ιταλία είχε διαχειριστεί την πτώχευση τεσσάρων τραπεζών, φέτος ένα μεγαλύτερο πρόβλημα έρχεται από την τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα και την παλαιότερη της ηπείρου, την Banca Monte dei Paschi di Siena, η οποία κινδυνεύει με χρεοκοπία.

Τελικό σχόλιο

Στο συνολικό πολιτικό όραμα του Ρέντσι, εκτός από τις πολιτικές στο εσωτερικό της χώρας, εντάσσεται και η φιλοδοξία του η Ιταλία να αποκτήσει μια ισχυρή φωνή στο πλαίσιο της Ε.Ε.

Επιδιώκει η πολιτική που ακολουθείται ευρωπαϊκά να αλλάξει και μάλιστα να αλλάξει σύντομα σε ό,τι αφορά τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας του. Δεν επιθυμεί την υπογραφή μνημονίου, το κούρεμα των καταθέσεων, την αποπληθωριστική πολιτική. Επιπλέον, δεν επιθυμεί η Ιταλία να σταματήσει να είναι χώρα τράνζιτ προσφύγων και να εξελιχθεί σε χώρα παραμονής. Ο ίδιος προτείνει η ίδια η Ε.Ε. να χρηματοδοτήσει προγράμματα φιλοξενίας προσφύγων όχι μόνο σε ευρωπαϊκό έδαφος αλλά και στην Τουρκία και στη Βόρειο Αφρική.

Πολλοί θεωρούν την πολιτική του σκέψη συναφή με την οικονομική πολιτική του Μπιλ Κλίντον, του Τόνι Μπλερ και του Μπαράκ Ομπάμα. Μάλιστα, η σχέση του Ματέο Ρέντσι με τον Αμερικανό Πρόεδρο είναι άριστη. Πρόκειται για έναν κύκλο πολιτικών προσώπων με κοινές πολιτικές ιδέες, οι οποίοι φαίνεται να παραδίδουν στον Ρέντσι τη σκυτάλη.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ συμφωνεί με τη στρατηγική που ο Ρέντσι ακολουθεί στην Ευρώπη, τον χαρακτηρίζει τον κομβικότερο σύμμαχό του στην Ευρώπη. Μάλιστα, στο τελευταίο επίσημο δείπνο που παραχωρεί ο Μπαράκ Ομπάμα επίσημος προσκεκλημένος είναι ο Ιταλός πρωθυπουργός.

Ο Ματέο Ρέντσι επιδιώκει να επηρεάσει την ευρωπαϊκή πολιτική και να καταστήσει την Ιταλία σημείο αναφοράς. Την στιγμή κατά την οποία ο Σόιμπλε δείχνει ανυποχώρητος, ο Ρέντσι, χωρίς φόβο, με επιδείξεις ισχύος δημόσια, όπως στην Μπρατισλάβα, εκθέτει τη στρατηγική της Μέρκελ περί άρρηκτης ενότητας.

Ο Ματέο Ρέντσι δεν δείχνει να φοβάται ούτε την τελική ετυμηγορία του ιταλικού λαού στο δημοψήφισμα. Με ισχυρές, διεθνώς, πολιτικές συμμαχίες, με πολιτική ισχυρογνωμοσύνη και με ένα ταμπεραμέντο εκρηκτικό, θέλει να οδηγήσει ο ίδιος την Ιταλία στην επόμενη μέρα. Πιστεύει ότι θα πείσει το αδιευκρίνιστο 40% να ψηφίσει «ναι» στις 4 Δεκεμβρίου.