Αμερικανικές εκλογές 2016: Φόβος και Παράνοια στην προεκλογική εκστρατεία - Free Sunday
Αμερικανικές εκλογές 2016: Φόβος και Παράνοια στην προεκλογική εκστρατεία

Αμερικανικές εκλογές 2016: Φόβος και Παράνοια στην προεκλογική εκστρατεία

Κι αυτό, όχι μόνο λόγω του Ντόναλντ Τραμπ, του επιχειρηματία που διεκδίκησε τελευταίος το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και που κατέληξε, πέραν πάσης προσδοκίας, να «χτυπά» στα ίσια την προεδρία των ΗΠΑ απέναντι στη Δημοκρατική αντίπαλό του και πρώην επικεφαλής του State Department, Χίλαρι Κλίντον.

Αλλά, διότι συνολικά η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ σημαδεύτηκε από κλίμα έντονης αντιπαράθεσης σε πολιτικό και προσωπικό επίπεδο μεταξύ σχεδόν όλων των υποψηφίων, είτε στις προκριματικές εκλογές είτε, πλέον, στο «κυρίως πιάτο» των εκλογών.

Καθώς, λοιπόν, φθάνουμε μια ανάσα από την ώρα της κάλπης -μάλιστα, λόγω του εκλογικού συστήματος στις ΗΠΑ, ήδη κάποιοι έχουν ψηφίσει- καλό θα είναι να δούμε, όχι μόνο το πρακτικό μέρος των εκλογών, δηλαδή, τι θα σημάνει η νίκη του ενός ή της άλλης υποψηφίου, αλλά και το τεχνικό τους μέρος, καθώς παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα.

Το εκλογικό σύστημα στις ΗΠΑ

Για να κατανοήσουμε τη σημασία του τεχνικού μέρους των εκλογών για την ανάδειξη του προέδρου των ΗΠΑ πρέπει να περιγράψουμε το εκλογικό σύστημα: ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν εκλέγεται με απευθείας ψήφο από το λαό, όπως συμβαίνει, π.χ., στη Γαλλία, αλλά από ένα ειδικό σώμα, το Κολέγιο των Εκλεκτόρων, το οποίο αναδεικνύεται με την ψήφο των πολιτών σε κάθε μια από τις 50 Πολιτείες και την περιφέρεια της Ουάσινγκτον D.C. O αριθμός των εκλεκτόρων ισούται με τον αριθμό των Γερουσιαστών και των Αντιπροσώπων που η κάθε Πολιτεία εκλέγει για το Κογκρέσο και -εκτός από πολύ σπάνιες περιπτώσεις- οι εκλέκτορες, ανάλογα με το κόμμα στο οποίο ανήκουν, ψηφίζουν υπέρ του υποψηφίου του ενός ή του άλλο κόμματος και βγάζουν τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ.

Ακριβώς λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας του συστήματος, υπάρχει η πιθανότητα το ένα κόμμα να έχει λάβει σε εθνικό επίπεδο περισσότερες ψήφους από το άλλο, ωστόσο Πρόεδρος να εκλεγεί ο υποψήφιος του μειοψηφούντος κόμματος, αν έχει συγκεντρώσει μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων: αυτό συνέβη στις εκλογές του 2000, όταν ο Δημοκρατικός Αλ Γκορ συγκέντρωσε την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου στις ΗΠΑ, αλλά πρόεδρος εξελέγη ο Ρεπουμπλικάνος Τζορτζ Γ. Μπους, ο οποίος, χάρη στους εκλέκτορες της Φλόριντα, πλειοψήφησε στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων. Μάλιστα, το περιστατικό αυτό προκάλεσε έντονες συζητήσεις στις ΗΠΑ, σχετικά με την ανάγκη αλλαγής του εκλογικού νόμου, ώστε το αποτέλεσμα να εκφράζει τη λαϊκή βούληση, ωστόσο, αυτό δεν έχει συμβεί ως σήμερα.

Οι Πολιτείες-«κλειδιά»

Εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο εκλογικός νόμος επιτρέπει στην κάθε Πολιτεία να καθορίζει πώς κατανέμονται οι εκλέκτορές της στο Κολέγιο που εκλέγει τον Πρόεδρο των ΗΠΑ: σε άλλες Πολιτείες η κατανομή γίνεται με βάση τα ποσοστά που παίρνει το κάθε κόμμα, ενώ σε άλλες το κόμμα που παίρνει την πλειοψηφία, κερδίζει και το σύνολο των εκλεκτόρων, που είναι και η πιο συνήθης πρακτική. Έτσι, δεδομένου ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα συνήθως κερδίζει στις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ και οι Δημοκρατικοί θεωρούν «δικές τους» τις πιο βόρειες Πολιτείες, το ενδιαφέρον των υποψηφίων επικεντρώνεται σε Πολιτείες που δεν ακολουθούν «καθαρή» γραμμή ψήφου και οι οποίες θεωρείται ότι αναδεικνύουν και τον νικητή στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων.

Παραδοσιακά από το 2000 και εντεύθεν, οι «swing states», όπως ονομάζονται, είναι το Κολοράντο, το Οχάιο, η Φλόριντα και η Βιρτζίνια. Στις εκλογές του 2012, το -συντηρητικού χαρακτήρα- τηλεοπτικό δίκτυο Fox News ανακήρυξε πρόεδρο τον Μπαράκ Ομπάμα μόλις διαπιστώθηκε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είχε κερδίσει το Οχάιο.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις

Με δεδομένα τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό ότι και οι δημοσκοπήσεις, ειδικά σε εθνικό επίπεδο, αποτελούν περισσότερο εργαλεία για μια πολύ γενική εικόνα και ενδεχομένως να είναι λιγότερο σημαντικές από τις σφυγμομετρήσεις στις «swing states». Ούτως ή άλλως, πάντως, εντείνοντας το σασπένς των φετινών προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις (της Παρασκευής) δείχνουν πολύ «σφιχτό» εκλογικό αποτέλεσμα: κατά μέσο όρο, η Χίλαρι Κλίντον προηγείται μεν του Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων βρίσκεται στο όριο του στατιστικού σφάλματος.

Σύμφωνα με τους New York Times, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει εργαλείο για τον μέσο όρο των εθνικών δημοσκοπήσεων, η Κλίντον συγκεντρώνει ποσοστό 45,6% και ο Τραμπ 42,3%. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα υπάρχουν δημοσκοπήσεις (όπως της Rasmussen) που δείχνουν τον Τραμπ να προηγείται της Κλίντον (45% έναντι 42%) ενώ στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η μεγαλύτερη διαφορά υπέρ της Κλίντον, σε εθνικό επίπεδο φθάνει το πολύ τις έξι εκατοστιαίες μονάδες. Πάντως, να σημειωθεί ότι τουλάχιστον οι NY Times δίνουν ποσοστό νίκης (ας πούμε, παράσταση νίκης) στην Κλίντον που φθάνει το 85%.

Απρόβλεπτη η συμμετοχή

Όσον αφορά στο ζήτημα της συμμετοχής του πληθυσμού των ΗΠΑ στις εκλογές, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι ειδικά φέτος θα καθορίσει και το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών για την ανάδειξη του νέου Προέδρου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, ειδικά από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, ένα μεγάλο μέρος της προεκλογικής καμπάνιας αναλώθηκε στο να καλεί τους πολίτες να ψηφίσουν (εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ψήφος στις ΗΠΑ δεν είναι υποχρεωτική: για να έχει κάποιος το δικαίωμα να ψηφίσει, θα πρέπει να εγγραφεί σε εκλογικούς καταλόγους, ειδάλλως δεν μπορεί να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία).

Οι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι αν υπάρξει κινητοποίηση των νέων και των μη λευκών ψηφοφόρων, ειδικά στις «swing states», η Χίλαρι Κλίντον θα κερδίσει εύκολα, καθώς θεωρείται ότι ο Τραμπ απευθύνεται σε ένα πιο περιορισμένο κοινό: μεσήλικες λευκούς, λιγότερο υψηλής εκπαίδευσης και μετρίων εισοδημάτων. Ερωτηματικό, πάντως, παραμένει τι θα πράξουν οι υποστηρικτές του γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος είχε συγκρουστεί σφοδρά με την Κλίντον στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών (αν και στη συνέχεια, στάθηκε στο πλευρό της).

Οι υποστηρικτές του Σάντερς δηλώνουν σε μεγάλο βαθμό απογοητευμένοι από την Κλίντον και πολλοί υποστήριζαν ότι θα απείχαν από τις εκλογές. Δεδομένου ότι ο Σάντερς είχε δυνατό «γκελ» στους νέους, οι Δημοκρατικοί ανησυχούν μήπως πιθανή αποχή τους κοστίσει πολύ ακριβά. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι από το 2000 ως το 2012 η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ κυμαίνεται από 50,3% ως 57,1% (το 2008, οπότε και πρόεδρος είχε εκλεγεί για πρώτη φορά ο Μπαράκ Ομπάμα).

Τα highlights της εκστρατείας

Όπως προαναφέρθηκε, η φετινή προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ ήταν μια από τις πιο παράξενες των τελευταίων δεκαετιών, και στο επίκεντρό της βρέθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ. Από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, όταν χαρακτήρισε τους Μεξικάνους «βιαστές» και «κλέφτες» και τον δημόσιο εξευτελισμό ατόμου με ειδικές ανάγκες, μέχρι τις διαρκείς αποκαλύψεις για σεξουαλικού χαρακτήρα σκάνδαλα του τελευταίο διαστήματος, ο επιχειρηματίας και τηλεπερσόνα βρίσκεται διαρκώς «στο φως του προβολέα». Πρακτικά, είναι δύσκολο να διαλέξει κάποιος μια συγκεκριμένη στιγμή που να «σφραγίζει» την παρουσία του Τραμπ, καθώς από την αρχή ως το τέλος, η εκστρατεία του είναι μια σειρά εξωφρενικών δηλώσεων και ακραίων συμπεριφορών.

Ωστόσο, αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που εμφανίστηκε για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, αυτό ήταν τα περιστατικά βίας οπαδών του Τραμπ εις βάρος ατόμων που διαδήλωναν εναντίον του, περιστατικά που επικύρωσαν την εκτίμηση ότι η εκστρατεία του Τραμπ είναι μια εκστρατεία βασισμένη στο θυμό και τον φόβο μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Η Χίλαρι και τα... email

Από την άλλη πλευρά, η Χίλαρι Κλίντον, παρά το γεγονός ότι επιδίωξε να κρατήσει ένα πιο χαμηλό προφίλ στην καμπάνια της, είχε κι αυτή τις δύσκολες στιγμές της. Η καμπάνια της Κλίντον ταλαιπωρήθηκε πολύ και συνεχίζει να «βασανίζεται» από την έρευνα του FBI για τον ιδιωτικό server που η ίδια χρησιμοποιούσε για την ηλεκτρονική της αλληλογραφία, όσο ήταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ. Ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει ακριβώς πού θα καταλήξει η έρευνα, ωστόσο, εκτιμάται ότι η διαρκής συζήτηση για τα e-mail της, της κάνει κακό καθώς επιτείνει την εικόνα της «σκοτεινής Χίλαρι» που ο Τραμπ από την αρχή επιδιώκει να δημιουργήσει.

Δύσκολη ήταν και η στιγμή της φετινής επετείου της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν η Κλίντον αισθάνθηκε αδιαθεσία και αποχώρησε από εκδήλωση μνήμης. Οι φωτογραφίες της να αποχωρεί υποβασταζόμενη, «πυροδότησαν» φήμες για την κατάσταση της υγείας της, αν και οι φήμες αυτές αποκρούστηκαν αποτελεσματικά σε μικρό χρονικό διάστημα.

Από την άλλη, οι κοινές της παρουσίες με τον Μπέρνι Σάντερς, το ζεύγος Ομπάμα, την πολυαγαπημένη των προοδευτικών γερουσιαστή Ελίζαμπεθ Γουόρεν και την Μαντλίν Ολμπράιτ (η οποία φρόντισε να υπενθυμίσει ότι «υπάρχει ειδικό μέρος στην Κόλαση για τις γυναίκες που δεν υποστηρίζονται μεταξύ τους»...) επιβεβαίωσαν το κύρος και την πολιτική ικανότητα της Χίλαρι Κλίντον έναντι του αντιπάλου της.

(Ο τίτλος αποτελεί διασκευή του τίτλου του βιβλίου του Hunter S. Thompson «Fear and Loathing on the Campaign Trail '72» το οποίο περιγράφει την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ το 1972, που κατέληξε στη «μονομαχία» μεταξύ του Δημοκρατικού Τζορτζ Μακ Γκόβερν και του Ρεπουμπλικάνου Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Νίξον, τότε, είχε κερδίσει με μεγάλη άνεση και εξελέγη για δεύτερη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ. Τα υπόλοιπα, όπως, λένε, είναι ιστορία...)