Γερμανία, ορατότης μηδέν… - Free Sunday
 Γερμανία, ορατότης μηδέν…

Γερμανία, ορατότης μηδέν…

Εντός και εκτός συνόρων, σε μια λογική ανατροφοδότησης συγκοινωνούντων δοχείων, ο ορίζοντας της Γερμανίας είναι θολός, αβέβαιος, παραπέμπει σε αχαρτογράφητη περιοχή.

Εμβληματική είναι η περίπτωση της συμφωνίας Βερολίνου-Άγκυρας για τη διαχείριση του προσφυγικού: Σαν να μην έφταναν οι υποθήκες και οι αστερίσκοι που προσθέτουν και η Ε.Ε. και η Τουρκία, από την Πέμπτη 2 Ιουνίου έχει πέσει και η βαριά σκιά της απόφασης της γερμανικής Βουλής να αναγνωρίσει ως γενοκτονία τη σφαγή των Αρμενίων από τους Νεότουρκους που κυβερνούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915. Ο οριακός ελιγμός της Μέρκελ να μη λάβει μέρος στην ψηφοφορία λόγω φόρτου εργασίας δεν πρόκειται να σώσει την κατάσταση.

Από την κατάργηση της βίζας για την είσοδο Τούρκων πολιτών στη ζώνη Σένγκεν μέχρι τη δημοσιονομική πειθαρχία και το μέλλον της Ευρωζώνης, ακόμη και τη συμφωνία Ενιαίου Οικονομικού Χώρου Βόρειας Αμερικής - Ε.Ε. στο πλαίσιο της Συνθήκης ΤΤΙΡ, τόσο η Μέρκελ όσο και ο Σόιμπλε θα ήθελαν να μεταθέσουν όλα τα κρίσιμα ζητήματα για μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει στα παραπάνω μέτωπα επιλογή χωρίς βαρύ εσωτερικό πολιτικό κόστος.

Όλο και πιο δύσκολα

Μια μετάθεση που μάλλον επιδεινώνει την ήδη βαριά ευρωπαϊκή συγκυρία: Όλοι γνωρίζουν ότι αν η ξενοφοβία και ο ευρωσκεπτικισμός καθιστούν απαγορευτική σήμερα την κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους, αλλά και τη χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας για να ανασάνουν ο Νότος και η Γαλλία, η συγκυρία μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017 είναι βέβαιο ότι θα διογκώσει το ήδη απαγορευτικό κόστος ανατροπών.

Όλα τα παραπάνω, γιατί η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας αποδομούνται σταθερά.

Πρόσφατη δημοσκόπηση έφερε το 70% των ερωτηθέντων να μην επιθυμεί υποψηφιότητα της Μέρκελ για τέταρτη θητεία στην καγκελαρία, ρεκόρ που κατέγραψε μόνον ο Κολ.

Νέες μετρήσεις δίνουν το ποσοστό της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στο 30% και το αντίστοιχο των Σοσιαλδημοκρατών στο 19%. Με άλλα λόγια, ακόμη και μαζί, οι εταίροι του μεγάλου συνασπισμού δεν ξεπερνούν το 50% των ψηφοφόρων.

Τίποτε το αιφνιδιαστικό δεν υπάρχει στη δημοσκοπική συρρίκνωση, καθώς πρόκειται για τον δεύτερο μεγάλο συνασπισμό που προέκυψε μετά τις εκλογές του 2013, ενώ ο πρώτος κυβέρνησε την περίοδο 2005-2009. Να σημειωθεί ότι ακόμη και την περίοδο 2009-2013, που συγκυβερνούσαν Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι, αν και εκτός κυβέρνησης, οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν μια συναινετική γραμμή πλεύσης που περισσότερο παρέπεμπε σε συμπολίτευση παρά σε αντιπολίτευση.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τη βεβαιότητα του περαιτέρω θρυμματισμού και πολυδιάσπασης της πολιτικής σκηνής στη Γερμανία μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017, τότε πραγματικά βρισκόμαστε μπροστά σε μια εικόνα τέλους εποχής.

Ο ακροδεξιός κίνδυνος

Στην επόμενη Βουλή, δίπλα στους Χριστιανοδημοκράτες, τους Πράσινους, τους Σοσιαλδημοκράτες και την Αριστερά, θα προστεθούν η Εναλλακτική για τη Γερμανία, οι Φιλελεύθεροι, που θα επανακάμψουν έπειτα από τετραετή απουσία, και πολύ πιθανόν η βαυαρική πτέρυγα των Χριστιανοδημοκρατών, οι Χριστιανοσοσιαλιστές, ως ξεχωριστή Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Τα παραπάνω αθροιστικά αφήνουν ανοιχτή κάθε υπόθεση εργασίας και σενάριο ως προς τη γραμμή πλεύσης του Βερολίνου στην Ευρωζώνη που θα διαμορφωθεί μετεκλογικά.

Σήμερα έχουμε κάποια δεδομένα, κάποιες σταθερές για την πορεία του Βερολίνου μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017:
  • Γίνεται πυρετώδης προσπάθεια, όπως είδαμε και πιο πάνω, όλες οι κρίσιμες αποφάσεις στην Ε.Ε.-Ευρωζώνη να μετατεθούν σε μετεκλογικό ορίζοντα.
  • Την ίδια στιγμή καταγράφεται μια ανησυχητική αυξητική τάση δαιμονοποίησης του επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι ως απειλής για ζωτικά συμφέροντα όχι μόνο των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών αλλά κυρίως των μικρομεσαίων νοικοκυραίων πελατών τους.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το κλίμα ανησυχίας και ανασφάλειας που διευρύνεται συνεχώς στην πιο ευημερούσα χώρα της Ε.Ε.-Ευρωζώνης πρέπει να ανατρέξουμε στην αρχή της κρίσης.

Τον Σεπτέμβριο του 2008 η Μέρκελ χαρακτήρισε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση «αμερικανική κρίση» και όταν, έναν χρόνο αργότερα, η Ελλάδα ζητούσε στήριξη και αλληλεγγύη για να αντιμετωπίσει τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, η καγκελάριος την κατέγραψε όχι ως μήνυμα μετάδοσης της κρίσης στην Ευρωζώνη αλλά ως ελληνική εξαίρεση, ως παθολογία δύσκολης προσαρμογής σε μια αδιατάρακτη κανονικότητα της ζώνης του κοινού νομίσματος.

Έτσι, όταν την άνοιξη του 2010 η Μέρκελ περίμενε μέχρι το παρά πέντε για να στηρίξει την Αθήνα, είχε ως άλλοθι την αρνητική διάθεση της κοινής γνώμης σε περισσότερη εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στα έξι χρόνια που ακολούθησαν, το άλλοθι στη δυναμική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας έγινε πραγματικό πρόβλημα.

Ο ρόλος του Ντράγκι

Με τα σημερινά δεδομένα, τίθεται πλέον ανοιχτά το ερώτημα πόσο μπορεί να κρατήσει και μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κόντρα της κυβέρνησης στο Βερολίνο με την πολιτική του Ντράγκι και της ΕΚΤ χωρίς να τερματιστεί απότομα η εμπιστοσύνη των αγορών που ξανακέρδισε ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρωζώνης τον Ιούνιο του 2012 με την ιστορική φράση «θα γίνει ό,τι χρειάζεται» για τη θωράκιση του κοινού νομίσματος.

Τα παραπάνω μπορούν να διαβαστούν και αποδραματοποιημένα, ως μια σκληρή ρητορική με στόχο τον Ντράγκι για να μην μπορούν να δημαγωγούν η Εναλλακτική και οι Φιλελεύθεροι και ταυτόχρονα ως άτυπη παρασκηνιακή συμφωνία κυρίων με βάση την οποία δεν θα παρεμποδίζεται η σημερινή πολιτική της ΕΚΤ και ταυτόχρονα ο κεντρικός τραπεζίτης θα δεσμεύεται απέναντι στο Βερολίνο ότι δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις περαιτέρω ανορθόδοξων μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης του τύπου «λεφτά από το ελικόπτερο».

Και στη δεύτερη, πιο εποικοδομητική εκδοχή, το Βερολίνο εμφανίζεται απλώς να μην πιέζει για τερματισμό των μέτρων που στηρίζουν την ποσοτική χαλάρωση αλλά ταυτόχρονα να δηλώνει ότι δεν αντέχει την ενίσχυσή τους.

Το μήνυμα για την Ευρωζώνη, όπως και για τη Γερμανία, είναι όντως «ορατότης μηδέν»: ούτε οπισθοχώρηση ούτε προέλαση, αλλά βήμα σημειωτόν, περιμένοντας ένα θαύμα που είναι βέβαιο ότι δεν θα προκύψει από τις κάλπες του Σεπτεμβρίου του 2017.